Για τους περισσότερους η πόλη Γιεντβάμπνε της Πολωνίας δεν σηματοδοτεί απολύτως τίποτα. Για τους Πολωνούς όμως αποτελεί σήμερα πλέον ένα σύμβολο της «φιμωμένης Ιστορίας». Χρειάζεται να γυρίσουμε τον χρόνο 75 χρόνια πίσω για να εξηγήσουμε το γιατί. Στις 10 Ιουλίου του 1941 όλοι οι Εβραίοι κάτοικοι της πόλης οδηγούνται σε ένα στάβλο και δολοφονούνται. Το στυγερό έγκλημα αποδίδεται στους Ναζί, οι οποίοι έχουν κατακτήσει την Πολωνία ήδη από το 1939.
Αυτό γράφει η επίσημη Ιστορία. Όμως η αλήθεια είναι αρκετά διαφορετική και θα έρθει στο φως 60 ολόκληρα χρόνια μετά. Στην πραγματικότητα οι δολοφόνοι των Εβραίων της Γιεντβάμπνε ήταν οι Καθολικοί συμπολίτες τους. Οι γείτονες και οι συμπατριώτες τους. Οι κατακτητές Ναζί, παρότι επικρότησαν, δεν σκότωσαν κανέναν Εβραίο της Γιεντβάμπνε.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αποκάλυψη της αλήθειας, που ανάγκασε τον Πρόεδρο της Πολωνίας επτά δεκαετίες μετά να ζητήσει συγγνώμη και να κάνει λόγο για ένα διαφορετικό Ολοκαύτωμα, αποκατέστησε με έναν τρόπο την ισορροπία δικαίου. Όμως όχι. Γιατί το θέμα μας δεν είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Το θέμα μας είναι αυτά τα 60 χρόνια που μεσολάβησαν. Αυτά τα 60 χρόνια συλλογικής σιωπής και ενοχής.
Το θέμα μας είναι «οι φιμωμένες φωνές των ανθρώπων που δεν κατάφεραν ή δεν μπόρεσαν να μιλήσουν όταν έπρεπε, οι λέξεις που δεν μπήκαν σε σωστή σειρά, οι αντιδράσεις που καθυστέρησαν, τα πόδια που δεν κατάφεραν να τρέξουν, όλα όσα έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν», όπως πολύ σωστά μου επισημαίνει ο Γιάννης Καλαβριανός, που διασκεύασε και σκηνοθέτησε το έργο «Η Τάξη μας» του Ταντέους Σλομποτζιάνεκ, που εστιάζει στο συγκεκριμένο έγκλημα και στην αποσιώπησή του μέσα από τα μάτια δέκα μαθητών τότε του δημοτικού σχολείου της πόλης. Δέκα παιδιών που στις επτά δεκαετίες που θα ακολουθήσουν θα συνεχίσουν τις ζωές τους κρατώντας κρυμμένο ένα κοινό μυστικό.
Η παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού παρουσιάστηκε με επιτυχία τον χειμώνα στην Κύπρο, από τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, και τώρα έρχεται στην Ελλάδα και στο Φεστιβάλ Αθηνών για να δώσει δύο παραστάσεις, στις 17 και 18 Ιουνίου, στην Πειραιώς 260. «Το έργο δεν αποτελείται από παράλληλες αφηγήσεις αλλά από τη σκηνική μεταφορά των περιστατικών που σημάδεψαν τη ζωή των δέκα πρωταγωνιστών του», μου εξηγεί ο Γιάννης.
Κάπως έτσι παρακολουθούμε τη ζωή δέκα μαθητών μίας τάξης του Δημοτικού το 1941, από τα πρώτα τους χρόνια μέχρι τον θάνατο και του τελευταίου το 2003. «Το εύρημα αυτό δίνει στον συγγραφέα τη μεγάλη ελευθερία να σχολιάσει την οδύσσεια της ζωής από την πρώτη ένταξη σε κοινωνικό σύνολο μετά την οικογένειά, μέχρι την κατάληξή της σε περιοχές και αποφάσεις εντελώς άσχετες με την αφετηρία της. Η τάξη μας είναι η πρώτη συμπαγής ομάδα στην οποία συμμετέχουμε. Όταν αυτή διαλυθεί, σείεται με κάποιον τρόπο και η πρώτη μας απόπειρα να περπατήσουμε στον κόσμο», παρατηρεί ο Γιάννης.
«Πώς διαχειρίστηκαν αυτοί οι άνθρωποι το γεγονός ότι γνώριζαν την τρομακτική αλήθεια και ότι ήταν συνένοχοι στο έγκλημα που διαπράχθηκε;» αναρωτιέμαι. «Οι Καθολικοί κάτοικοι έζησαν όλη τους τη ζωή αποκρύπτοντας το γεγονός. Ορισμένοι απέκτησαν δημόσια αξιώματα και έζησαν στην πόλη τους. Οι ελάχιστοι Εβραίοι επιζώντες της σφαγής, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, είτε επέστρεψαν, είτε έφυγαν για το νέο κράτος του Ισραήλ. Ένα ζευγάρι, το οποίο γύρισε στο Γιεντβάμπνε και μίλησε για την εμπειρία του, δέχτηκε απειλές κατά της ζωής του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη και να μετακομίσει στη Βαρσοβία. Ό,τι δεν έγινε δηλαδή στα χρόνια του Πολέμου, έγινε 60 χρόνια μετά, αποδεικνύοντας πως η βία κάθε άλλο παρά είχε κοπάσει», μου λέει.
Προσπαθώ να κατανοήσω τι είναι αυτό που μπορεί να ωθήσει κάποιους ανθρώπους να σχεδιάσουν τη μαζική δολοφονία γειτόνων, πιθανότατα φίλων και συντοπιτών τους. «Ο οργανωμένος τρόπος εξόντωσης ανθρώπου από άνθρωπο, όταν δηλαδή η δολοφονία δεν τελείται υπό καθεστώς ακραίας συναισθηματικής φόρτισης που στην Νομική χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις και ως ελαφρυντικό, έχει πάντα πολυπαραγοντική αιτιολογία και δεν μπορεί να εξηγηθεί μανιχαϊστικά με όρους καλού ή κακού» μου επισημαίνει ο Γιάννης και προσθέτει: «Μπορεί να πηγάζει από φόβο, συμφέρον, καιροσκοπισμό, προηγούμενο μίσος εκδίκησης ή να υπακούει σε όρους μετακύλισης της βίας προς τους ασθενέστερους».
Φυσικά ο ρόλος της θρησκείας σε τέτοιου είδους αποτρόπαιες πράξεις, όπως έχει δείξει πολλάκις η Ιστορία, είναι υποστηρικτικός και προτρεπτικός. «Οι θρησκείες, αφού μπορούν να συσπειρώσουν ομάδες ανθρώπων κάτω από κοινή σκέπη, μπορούν την ίδια στιγμή να δημιουργήσουν και διακριτά υποσύνολα, τα οποία πολύ εύκολα μπορούν να στραφούν το ένα εναντίον του άλλου, χρησιμοποιώντας σαν αιτία την προφανή διαφορά στο θρήσκευμα», αναφέρει πολύ εύστοχα ο Γιάννης.
Διαβάζοντας τον ελληνικό τίτλο του έργου «Η Τάξη μας» αναρωτιέμαι αν, πέρα από την προφανή αναφορά της σχολικής τάξης, έχει και κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά ο τίτλος. «Θα μπορούσαμε, ευρύτερα σκεπτόμενοι, να ανακαλέσουμε και την έννοια της κοινωνικής τάξης, γεγονός που θα έκανε τη ρήξη στις ζωές αυτών των ανθρώπων ακόμη πιο βαθιά και οδυνηρή, μια και όλοι ανήκουν πάνω κάτω στην ίδια κοινωνική ομάδα», σχολιάζει ο Γιάννης.
Το έργο του Ταντέους Σλομποτζιάνεκ –το οποίο πραγματικά ανυπομονώ να δω μέσα από την πάντα ευφυή και μινιμαλιστική σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Καλαβριανού– θέτει ένα πολύ πιο πυρηνικό ζήτημα από την ούτως ή άλλως εξοργιστική παραχάραξη της Ιστορίας. «Το μείζον θέμα του είναι η στάση του ανθρώπου απέναντι στον ευτελή του εαυτό», παρατηρεί ο Γιάννης. Το μείζον θέμα του είναι ο ίδιος –ο τόσο περίπλοκος– Άνθρωπος. Αυτός που είναι ικανός για το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. «Όλοι αποτελούμαστε από αλλεπάλληλα στρώματα, φωτεινές και σκοτεινές περιοχές», μου λέει ο Γιάννης. «Το ζήτημα είναι να έχουμε την ετοιμότητα να τιθασεύουμε τον μεγαλύτερο εχθρό μας, τον σκοτεινό μας εαυτό».