Οταν στις 29 Φεβρουαρίου ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες για το Βραβείο Χορν, οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν «Ποιος είναι αυτός ο Κωνσταντίνος Γώγουλος δίπλα στους ήδη γνωστούς Αργύρη Πανταζάρα, Κωνσταντίνο Ασπιώτη και Γιώργο Παπαγεωργίου;». Εγώ, πάλι, κοιτούσα και ξανακοιτούσα τη φωτογραφία του, παλεύοντας να καταλάβω αν όντως είναι αυτός με τον οποίο μιλούσα το προηγούμενο βράδυ.
Δεν είχα συγκρατήσει το επίθετό του, ούτε είχα δει πέρυσι τον «Γυάλινο κόσμο» στο θέατρο Εμπορικόν, την παράσταση χάρη στην οποία προτάθηκε για το Βραβείο Χορν. Είχαμε συναντηθεί εντελώς συμπτωματικά μέσω κοινής παρέας μετά από μία άλλη παράσταση και συζητούσαμε περί ανέμων και υδάτων. Φυσικά το τελευταίο που περίμενα ήταν την επόμενη ημέρα να τον έβλεπα να φιγουράρει σε όλο το διαδίκτυο ως ένας από τους τέσσερις υποψηφίους του Βραβείου Χορν. Και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι ούτε αυτός το περίμενε…
«Οταν το έμαθα πήγα στο γυμναστήριο κι έτρεξα δύο ώρες για να ηρεμήσω», μου λέει γελώντας. «Κοίτα, είναι μεγάλη χαρά και μεγάλη τιμή, αν αναλογιστείς ποιοι άνθρωποι αποτελούν την κριτική επιτροπή, αλλά και ποιοι ήταν οι συνυποψήφιοι. Είναι άνθρωποι που έχουν ένα στίγμα στον χώρο. Πέρα από αυτό, όμως, εγώ είχα πάντα το σύνδρομο του “καλού μαθητή” στη ζωή μου. Πάλεψα πολύ για να το αποτινάξω αυτό από πάνω μου. Να καταλάβω ότι οι κανόνες είναι για να σπάνε, ότι σε κάποιους δεν θα αρέσουμε και να αισθανθώ και χαρά γι’ αυτό. Με την υποψηφιότητα λοιπόν για το βραβείο ένιωσα κι ένα φόβο. Σκέφτηκα, πρέπει να αποδείξω τώρα κάτι; Πρέπει να παίζω καλύτερα;» μου εξομολογείται.
Περιθώριο βελτίωσης υπάρχει για τους πάντες και τα πάντα. Αλλωστε, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος παραδέχεται ότι είναι ένας άνθρωπος που εστιάζει στη συνεχή αναζήτηση και την εξέλιξη. Ομως μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι δεν βρέθηκε τυχαία να διεκδικεί το φετινό Βραβείο Χορν. Είναι ένα πολύ ταλαντούχο πλάσμα. Η σκηνική του ωριμότητα ως Τζιμ στον «Γυάλινο κόσμο» - που πήγα και είδα μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων- είναι εντυπωσιακή. Είναι απίστευτο το πόσο διαφορετικός είναι στη ζωή του από ό,τι πάνω στη σκηνή. Και αυτό θεωρώ ότι είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις σε έναν ηθοποιό.
Το Βραβείο Χορν μπορεί να μην το κέρδισε, αλλά στάθηκε η αφορμή για αυτή τη συνέντευξη. Για να τον γνωρίσουμε καλύτερα: «Γεννήθηκα στην Αθήνα, μέχρι τα πέντε μου έζησα στο Καρπενήσι και από εκεί και πέρα μέχρι το τέλος του σχολείου στη Λαμία», με κατατοπίζει σχετικά. «Τι θυμάσαι από εκείνα τα χρόνια;» τον ρωτάω. «Τα καλοκαίρια, που έφευγαν όλοι οι φίλοι μου κι εγώ έμενα μόνος μου με 40 βαθμούς Κελσίου υπό σκιά να κάνω βόλτες με το ποδήλατο», μου λέει.
Αυτό μάλλον δεν ήταν το καλύτερό του. Ολον τον υπόλοιπο χρόνο, όμως, αυτός και οι φίλοι του έκαναν ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. «Απέναντί μας ήταν ένα ξυλουργείο και πηγαίναμε και κλέβαμε τα ξύλα από τον άνθρωπο και φτιάχναμε δεντρόσπιτα και ξύλινα κάστρα. Είχαμε κάνει ολόκληρη υπερπαραγωγή. Είχαμε σκάψει λαγούμια, είχαμε φτιάξει καταπακτές. Πήραμε τσαπιά και πήγαμε σε ένα χωράφι δίπλα, το σκάψαμε όλο και φτιάξαμε πίστα για ποδηλατικούς αγώνες», θυμάται. «Αν και έχω γεννηθεί το 1987, έχω το προνόμιο να λέω ότι μεγάλωσα στις αλάνες!» μου λέει χαριτολογώντας.
Το θέατρο δεν υπήρχε ακόμα στον ορίζοντα. Ούτε καν το είχε σκεφτεί σαν ενδεχόμενο. «Ερχονταν παραστάσεις το καλοκαίρι στη Λαμία, αλλά δεν τις έβλεπα», ομολογεί. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένα παιδί που του άρεσε να σκέφτεται, να φιλοσοφεί με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για έναν έφηβο. «Είχα μεγάλο κόλλημα με το εκπαιδευτικό σύστημα εκείνη την περίοδο, αν και ήμουν μαθητής του 19 και του 20. Ηταν όμως κάτι μέσα στο οποίο ασφυκτιούσα, το θεωρούσα λάθος. Διάβαζα όμως πολύ, γιατί αυτό θεωρούσα ότι ήταν και το διαβατήριό μου για να φύγω από τη Λαμία, για να μου ανοιχτούν οι ορίζοντες. Ηθελα να περάσω στο πανεπιστήμιο στην Αθήνα για να αξιοποιήσω τις δυνατότητες που μου έδινε η πρωτεύουσα. Αισθανόμουν ότι δεν χωρούσα πια σε αυτόν τον τρόπο ζωής», μου εξηγεί.
Οι γονείς του ήθελαν να γίνει μηχανικός. Ο ίδιος ψυχίατρος. «Ηθελα να γίνω ψυχίατρος, γιατί πίστευα ότι έτσι θα ερευνήσω την ανθρώπινη ψυχή. Υπό αυτό το πρίσμα, ασχολούμενος με το θέατρο, κάτι έκανα», μου λέει χαμογελώντας.
Πάντως σε πρώτη φάση οι γονείς του μάλλον κέρδισαν τη μάχη. Πέρασε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας για να σπουδάσει πολεοδόμος-χωροτάκτης. «Σίγουρα υποσυνείδητα με επηρέασαν οι γονείς μου. Αλλά πάντα μου άρεσαν οι θετικές επιστήμες. Τώρα, πια, βέβαια στα μαθηματικά κάνω τις στοιχειώδεις πράξεις. Εχω μία άρνηση», παρατηρεί. Πάντως, το καλλιτεχνικό σαράκι μέσα του είχε ήδη αρχίσει να τον τρώει. Αρχισε να ψάχνεται γύρω από τον πολιτισμό. «Πήγα σε ομάδες δημιουργικής γραφής, σε μουσικά συγκροτήματα, σε χορευτικές ομάδες», θυμάται. Κάπου εκεί μπήκε στη ζωή του και το θέατρο. Κι ύστερα τα σταμάτησε ξαφνικά όλα.
«Ηταν μια χρονιά που αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα με τον εαυτό μου», μου εξηγεί. «Επειδή πήγαινα αριστερά-δεξιά και δεν κατέληγα κάπου, αποφάσισα να βρω ένα πεδίο να συγκεντρωθώ και να δώσω ό,τι έχω να δώσω εκεί. Είχα την ανάγκη να σταματήσω να σκορπίζομαι. Εστίασα λοιπόν στη σχολή μου στο Πολυτεχνείο. Κάποια στιγμή όμως ένιωσα να ασφυκτιώ. Αυτή η διαδικασία με είχε νεκρώσει σαν άνθρωπο. Δεν ένιωθα ζωντανός».
Το θέατρο μέσα του δεν τον άφηνε σε ησυχία. Δεν είχε και πολλές επιλογές, έπρεπε να του παραδοθεί. Αλλωστε, εκεί ανήκε - και ας του είχε αντισταθεί τόσο σθεναρά. Πήγε αρχικά σε μία ιδιωτική σχολή στην Αγία Βαρβάρα. Και την επόμενη χρονιά έδωσε στη Δραματική του Εθνικού. Τον προετοίμασε ένας πολύ αγαπημένος του θεατρικός δάσκαλος, ο Παντελής Καψάλης, που έχει τη θεατρική ομάδα Αντωση στη Νέα Φιλαδέλφεια. Μόνο καλά λόγια μού λέει για τον δάσκαλό του. Αλλωστε, χάρη σε αυτόν μπήκε στο Εθνικό.
«Τα χρόνια της σχολής είναι ακόμα πολύ νωπά. Τα θυμάμαι σίγουρα με νοσταλγία. Πέρασα πολύ ωραία, δούλεψα πολύ, έπαθα υπερκόπωση. Κρατάω πολλά πράγματα και από τους δασκάλους εκεί μέσα και από τους συμφοιτητές μου», μου επισημαίνει.
Το 2013 τέλειωσε τη σχολή. Και με το καλημέρα βρέθηκε να παίζει δίπλα στον Δημήτρη Καταλειφό και την Πέγκυ Σταθακοπούλου στην επανάληψη της «Εκδοχής του Μπράουνινγκ» στο θέατρο Εμπορικόν, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες της Ελένης Σκότη. «Είχα δασκάλα την Ελένη Σκότη στη σχολή. Με πρότεινε στον Καταλειφό, που απλά είχε ακούσει το όνομά μου στο συμβούλιο των καθηγητών στη σχολή όταν περνούσαν τις βαθμολογίες. Συναντηθήκαμε και με ενέκρινε. Ουσιαστικά πέρασα συνέντευξη, όχι ακρόαση», σχολιάζει με χαμόγελο και αμέσως συμπληρώνει: «Γενικά και ο Δημήτρης Καταλειφός και η Ελένη Σκότη ήταν άνθρωποι που τους εκτιμούσα πολύ και παρακολουθούσα τις δουλειές τους».
Ετσι έκανε το θεατρικό του ντεμπούτο. «Ηταν μεγάλο σχολείο», παραδέχεται. «Επρεπε με το καλημέρα σας να διαχειριστώ μεγάλους ρόλους, να υπάρξω στη σκηνή με πολύ σπουδαίους ηθοποιούς. Μαθαίνεις πάρα πολλά μόνο και μόνο βλέποντας πώς λειτουργούν αυτοί οι άνθρωποι. Οχι μόνο ο Καταλειφός και η Ελένη. Είχα την ευτυχία να υπάρξω σε ένα σύνολο με μεγάλο θεατρικό βάρος».
Ολοι πρέπει να έμειναν ικανοποιημένοι, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι του πρότειναν να είναι και στην επόμενη δουλειά. «Γυάλινος κόσμος», Τενεσί Ουίλιαμς. Και ο Κωνσταντίνος αντιμέτωπος με τον ρόλο-κλειδί του Τζιμ. «Για τον “Γυάλινο κόσμο” έκανα ακρόαση. Με κάλεσε η Ελένη με τη Στέλλα Βογιατζάκη, που κάνει τη Λώρα, και μας έκανε ακρόαση τους δυο μας σαν ζευγάρι. Η Ελένη δουλεύει πολύ με τις δυναμικές των ηθοποιών της», μου λέει.
Αυτό που τον γοητεύει περισσότερο στο έργο του Ουίλιαμς είναι ο ίδιος ο… γυάλινος κόσμος. «Τα γυάλινα ζωάκια της Λώρας. Και η ίδια η Λώρα φυσικά. Φαντάζομαι δεν είναι τυχαίο που ο τίτλος του έργου είναι αυτός», αναφέρει. «Είναι ένα έργο μνήμης. Είναι ο τρόπος για να εξιλεωθεί ο Τομ, δηλαδή ο ίδιος ο Ουίλιαμς, και να ξεφύγει από τις ενοχές του, από τα φαντάσματα που τον κυνηγούν. Βλέπουμε ανθρώπους εγκλωβισμένους μέσα στην ανημποριά, που προσπαθούν να χτίσουν έναν κόσμο μέσα στον οποίο θα προστατευτούν».
«Ονειρεύεσαι ρόλους και συνεργασίες;» τον ρωτάω. «Σίγουρα ονειρεύομαι πράγματα. Είναι αυτό το κομμάτι του μηχανικού μέσα μου, που με κάνει να πιστεύω στον σχεδιασμό. Βέβαια, τα πράγματα στα οποία έχουμε εντρυφήσει είναι λίγο και η κατάρα μας κάποιες φορές. Οπότε προσπαθώ να μη σχεδιάζω», μου επισημαίνει.
Αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να επενδύει στο «μαζί». «Πιστεύω πάρα πολύ στο “μαζί”. Οχι το “μαζί” σαν κάτι εγκλωβιστικό. Δεν ξέρω, είναι ακόμα κάτι που ψάχνω κι εγώ για μένα», παραδέχεται. «Μπορώ να σου πω ότι η λύση είναι μια ομάδα κλειστή. Μπορώ να σου πω ότι η λύση είναι μια ομάδα ανοιχτή. Μπορώ να σου πω ότι τελικά δεν κάνω για ομάδα. Αλλά πιστεύω πάρα πολύ σε έναν ανοιχτό πυρήνα ανθρώπων, που μοιράζονται καινούργιες εμπειρίες, καινούργιους δρόμους και καινούργιες φωνές. Πιστεύω πολύ στο κοινό όραμα και στην κοινή γλώσσα».
Από το Πολυτεχνείο στο σανίδι
Από το Πολυτεχνείο στο σανίδι
Ο υποψήφιος για το Βραβείο Χορν, Κωνσταντίνος Γώγουλος, πιστεύει ότι οι κανόνες είναι για να σπάνε
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα