Γοητευτικά ακατάτακτος
Γοητευτικά ακατάτακτος
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας υποδύεται από σήμερα τον Καβάφη στην παράσταση «Κ.Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος» και μιλάει για τον μεγάλο ποιητή, τον Μπέκετ αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας
«Ήμουν cool και φιλήδονος. Αλλά χωρίς καμία εμμονή. Τόσο όσο. Είχα ένα μέτρο, που δεν ξέρω από πού προέκυπτε», μου εξομολογείται. «Είμαι από τα παιδιά που τους αρέσουν τα γυναικόπαιδα στα μετόπισθεν και όχι η πρώτη γραμμή και οι αντρικοί ανταγωνισμοί τύπου “ποιος την έχει μεγαλύτερη”… Τα βαριέμαι από μικρός κάτι τέτοια και γελάγαμε με την παρέα μου με όλα αυτά τα αρρενωπά παιχνίδια εξουσίας. Η εξουσία δεν μας αφορούσε καθόλου. Δεν είμαι με τους ποδοσφαιρόφιλους, δεν είμαι με τους απανταχού χούλιγκαν, δεν είμαι με τους φανατικά πολιτικοποιημένους, που θέλουν να εκπορθήσουν τα χειμερινά ανάκτορα, που -ειρήσθω εν παρόδω- δεν υπάρχουν. Εγώ θέλω κάθε πρωί να ξυπνάω, να πηγαίνω μπροστά σε ένα μικρόφωνο, να έρχονται οι μουσικές επιλογές της Κατερίνας Καφετζή και να προσποιούμαι ότι η ζωή μπορεί να είναι ωραία».
Τον συναντώ στο θέατρο Δημήτρης Χορν, όπου από σήμερα και μόνο για 15 παραστάσεις θα υποδύεται τον Καβάφη στην παράσταση του Γιάννη Φαλκώνη «Κ.Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος». Αν και η πρώτη γνωριμία του με τον Καβάφη ήρθε, όπως σε όλους μας, στα σχολικά του χρόνια, η μύηση στον ποιητικό του κόσμο άργησε στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Τζούμα. Ίσως γιατί η μεγάλη του αγάπη ήταν και είναι η πεζογραφία. «Όταν συναντήσω δεξιοτέχνη λογοτέχνη κολλάω για χρόνια», μου λέει αραδιάζοντάς μου καμιά ντουζίνα σπουδαίους συγγραφείς.
Παρόλα αυτά –αν και ποιητής– ο Καβάφης πήρε τη θέση που του άξιζε στο πάνθεον των λογοτεχνών, που λάτρεψε ο Τζούμας. «Πρώτη φορά διαπίστωσα ότι η τέχνη μπορεί να σου κάνει καλό. Να σου χαρίσει φως στην άκρη του τούνελ», παραδέχεται και μου διηγείται την πρώτη του ουσιαστική επαφή με τον Αλεξανδρινό ποιητή. «Ενα βράδυ ήμουν με μια φίλη στο σπίτι και περνούσαμε δύσκολα. Ζούσαμε ένα αδιέξοδο. Για να συνέλθουμε λοιπόν σηκωθήκαμε και πήγαμε μια βόλτα στο Ζάππειο, που είχε έκθεση βιβλίου. Πέσαμε πάνω στα “Άπαντα” του Καβάφη. Τα πήραμε και οι δυο και γυρίσαμε σπίτια μας. Η ώρα ήταν γύρω στις 10. Οταν σταμάτησα να διαβάζω είχε πάει 12:30 και η διάθεσή μου είχε φτιάξει απίστευτα. Πήρα τηλέφωνο τη φίλη μου, που μου είπε: “Ετοιμαζόμουν να σε πάρω! Τι ψυχοθεραπευτικό είναι αυτό το βιβλίο!”».
Αν έχεις διαβάσει τα «Άπαντα» του Καβάφη συνειδητοποιείς πράγματι ότι το καβαφικό σύμπαν είναι απίστευτα πιο ευρύ απ’ αυτό που είχες μάθει στο σχολείο. Μοιράζομαι μαζί του την έκπληξή μου όταν διαβάζοντας τα «Άπαντα» ανακάλυψα τον ερωτικό Καβάφη, που αγνοούσα πλήρως. Συζητάμε για τις επιρροές του από τον Οσκαρ Ουάιλντ, αλλά και την εμμονή του με τους εφήβους. «Τον είχαν στοιχειώσει. Υπάρχουν αυτά τα φαντάσματα στους μεγάλους καλλιτέχνες», παρατηρεί.
είναι ένας άνθρωπος πλήρης. Eνας άνθρωπος, που έχει ρουφήξει τη ζωή μέχρι το μεδούλι. Eνας άνθρωπος, που έχει πολλές ιστορίες να σου πει. Αυτό που δεν περίμενα να ακούσω από αυτόν είναι ότι έχει ζήσει με μέτρο. Νόμιζα ότι στα νεανικά του, τουλάχιστον, χρόνια τα είχε ζήσει όλα στα άκρα.«Ήμουν cool και φιλήδονος. Αλλά χωρίς καμία εμμονή. Τόσο όσο. Είχα ένα μέτρο, που δεν ξέρω από πού προέκυπτε», μου εξομολογείται. «Είμαι από τα παιδιά που τους αρέσουν τα γυναικόπαιδα στα μετόπισθεν και όχι η πρώτη γραμμή και οι αντρικοί ανταγωνισμοί τύπου “ποιος την έχει μεγαλύτερη”… Τα βαριέμαι από μικρός κάτι τέτοια και γελάγαμε με την παρέα μου με όλα αυτά τα αρρενωπά παιχνίδια εξουσίας. Η εξουσία δεν μας αφορούσε καθόλου. Δεν είμαι με τους ποδοσφαιρόφιλους, δεν είμαι με τους απανταχού χούλιγκαν, δεν είμαι με τους φανατικά πολιτικοποιημένους, που θέλουν να εκπορθήσουν τα χειμερινά ανάκτορα, που -ειρήσθω εν παρόδω- δεν υπάρχουν. Εγώ θέλω κάθε πρωί να ξυπνάω, να πηγαίνω μπροστά σε ένα μικρόφωνο, να έρχονται οι μουσικές επιλογές της Κατερίνας Καφετζή και να προσποιούμαι ότι η ζωή μπορεί να είναι ωραία».
Τον συναντώ στο θέατρο Δημήτρης Χορν, όπου από σήμερα και μόνο για 15 παραστάσεις θα υποδύεται τον Καβάφη στην παράσταση του Γιάννη Φαλκώνη «Κ.Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος». Αν και η πρώτη γνωριμία του με τον Καβάφη ήρθε, όπως σε όλους μας, στα σχολικά του χρόνια, η μύηση στον ποιητικό του κόσμο άργησε στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Τζούμα. Ίσως γιατί η μεγάλη του αγάπη ήταν και είναι η πεζογραφία. «Όταν συναντήσω δεξιοτέχνη λογοτέχνη κολλάω για χρόνια», μου λέει αραδιάζοντάς μου καμιά ντουζίνα σπουδαίους συγγραφείς.
Παρόλα αυτά –αν και ποιητής– ο Καβάφης πήρε τη θέση που του άξιζε στο πάνθεον των λογοτεχνών, που λάτρεψε ο Τζούμας. «Πρώτη φορά διαπίστωσα ότι η τέχνη μπορεί να σου κάνει καλό. Να σου χαρίσει φως στην άκρη του τούνελ», παραδέχεται και μου διηγείται την πρώτη του ουσιαστική επαφή με τον Αλεξανδρινό ποιητή. «Ενα βράδυ ήμουν με μια φίλη στο σπίτι και περνούσαμε δύσκολα. Ζούσαμε ένα αδιέξοδο. Για να συνέλθουμε λοιπόν σηκωθήκαμε και πήγαμε μια βόλτα στο Ζάππειο, που είχε έκθεση βιβλίου. Πέσαμε πάνω στα “Άπαντα” του Καβάφη. Τα πήραμε και οι δυο και γυρίσαμε σπίτια μας. Η ώρα ήταν γύρω στις 10. Οταν σταμάτησα να διαβάζω είχε πάει 12:30 και η διάθεσή μου είχε φτιάξει απίστευτα. Πήρα τηλέφωνο τη φίλη μου, που μου είπε: “Ετοιμαζόμουν να σε πάρω! Τι ψυχοθεραπευτικό είναι αυτό το βιβλίο!”».
Αν έχεις διαβάσει τα «Άπαντα» του Καβάφη συνειδητοποιείς πράγματι ότι το καβαφικό σύμπαν είναι απίστευτα πιο ευρύ απ’ αυτό που είχες μάθει στο σχολείο. Μοιράζομαι μαζί του την έκπληξή μου όταν διαβάζοντας τα «Άπαντα» ανακάλυψα τον ερωτικό Καβάφη, που αγνοούσα πλήρως. Συζητάμε για τις επιρροές του από τον Οσκαρ Ουάιλντ, αλλά και την εμμονή του με τους εφήβους. «Τον είχαν στοιχειώσει. Υπάρχουν αυτά τα φαντάσματα στους μεγάλους καλλιτέχνες», παρατηρεί.
Ο ερωτισμός όμως στον Καβάφη πηγάζει μέσα από τις θύμησες. «Αυτά που περιγράφει στα ποιήματά του έχουν να κάνουν με ένα “κάποτε”, όχι με το τώρα. Οι πιο σύγχρονοι καλλιτέχνες είναι βιωματικοί και άμεσοι. Ο Φράνσις Μπέικον έβγαινε το βράδυ, ψωνίζονταν, έκανε ό,τι μπορείς να φανταστείς, και το πρωί ξυπνούσε, μάζευε τα κομμάτια του, καθόταν μπροστά σε ένα τελάρο και έκανε αριστουργήματα. Ο Καβάφης όμως βιώνει την ύπαρξή του μέσα από τη μνήμη», μου επισημαίνει και κάπου εκεί το βλέμμα του αστράφτει. «Υπάρχει όμως ένα θέμα. Εμενε πάνω από μπορντέλο. Δεν νομίζω ότι πας να μείνεις πάνω από μπορντέλο αν είσαι κοσμοκαλόγερος. Εχω την εντύπωση ότι όταν μένεις πάνω από μπορντέλο σε μια κακόφημη συνοικία σε αφορά η μυρωδιά της κάβλας. Δηλαδή ένα βράδυ κάποιο μεθυσμένο αγόρι δεν ανέβηκε ποτέ μερικά σκαλιά παραπάνω και βρήκε την πόρτα του Καβάφη ανοιχτή; Γιατί όχι; Δεν έχουμε όμως ούτε μία γραπτή μαρτυρία. Τόσο περιχαρακωμένη η προσωπική του ζωή».
Οχι τυχαία φυσικά. Ο Καβάφης ήταν πάντα στο στόχαστρο. Ξένο σώμα σε μία χώρα, μία κοινότητα, που τον υπέβλεπε και τον υπονόμευε. «Η Ελλάδα του χάρισε μόνο μισαλλοδοξία. Αυτό το ταλέντο που έχει αυτή η χώρα να μη χαρίζεται σε κανέναν και να απορρυθμίζει τους πάντες. Ο Καβάφης υπέστη λυσσαλέα επίθεση. Μέχρι και στην επιθεώρηση της εποχής τον είχαν γελοιοποιήσει. Βέβαια δεν έμεινε ίχνος από όλους αυτούς τους ορκισμένους εχθρούς του.» μου λέει χαμογελώντας με νόημα.
Ως όφειλε λοιπόν ο Καβάφης έκανε τα πάντα για να προστατεύσει μέσα από αυτή την απόλυτη μυστικοπάθεια τον ίδιο του τον εαυτό. «Ο,τι σε αυτόν τον κόσμο κινδυνεύει, το προφυλάσσεις», σχολιάζει ο Τζούμας και συνεχίζει: «Αυτό μου αρέσει να κάνω κι εγώ στις πρωινές μου ραδιοφωνικές εκπομπές, να προφυλάσσω ό,τι σε αυτόν τον κόσμο κινδυνεύει. Ανθρώπινες σκέψεις και συμπεριφορές υπό εξαφάνιση. Δεν μπορεί να τα παρασύρει όλα η ασχήμια. Εδώ και αρκετό καιρό δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να ψυχαγωγούμεθα με τον ζόφο και την καταστροφή. Δεν υπάρχει καμία ομορφιά πουθενά. Πηγαίνετε σήμερα σε μία σύγχρονη έκθεση ζωγραφικής, δεν υπάρχει ομορφιά. Υπάρχει μία ασχήμια που δικαιολογείται λόγω των επιπτώσεων, που έχει πάνω στον καλλιτέχνη η καθημερινότητα. Καμία όμως προσπάθεια για υπέρβαση, για ομορφιά. Τα δύο βασικά στοιχεία της τέχνης είναι η ομορφιά και η συμπόνια για τον άνθρωπο».
Ο ίδιος από όλους τους μεγάλους συγγραφείς ξεχωρίζει τον Μπέκετ. Κι ο λόγος κρύβεται ακριβώς στα παραπάνω του λόγια. «Είναι ο μόνος που ανακάλυψα ότι οι μεγαλειώδεις ήρωές του δεν είναι καθάρματα, αλλά βρίσκονται σε μία υπαρξιακή ξέρα και παλεύουν περιμένοντας κάθε βράδυ κάποιον να εμφανιστεί μήπως και αλλάξει η ζωή τους. Αυτοί ήταν οι μόνοι που ήταν γενναιόδωροι μαζί μου από πλευράς συγγραφής», μου τονίζει. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας είναι ένας άνθρωπος που κυνηγάει το φως, αποζητά τη χαρά της ζωής, έχει ανάγκη από τη μαγεία της… «Ο καλλιτέχνης από αρχαιοτάτων χρόνων ασχολείται με τη μαγεία. Ο,τιδήποτε κάνουμε πρέπει να εκπέμπει μαγεία. Το να ανεβάσεις μία παράσταση, που συνιστά ανάλυση της κοινωνίας, δεν αφορά κανέναν. Αν βρεις όμως έναν μαγικό τρόπο να το κάνεις θα μείνουν όλοι εκστατικοί».
Ο ίδιος δεν χωράει σε ιδεολογίες, δεν χωράει σε δόγματα. «Οι ιδεολογίες στερούνε τη συμφωνία από ένα σωρό συγχορδίες. Η ανθρώπινη φύση έχει μία συγχορδία, μία αρμονία μέσα της και πρέπει οπωσδήποτε να βγει έξω. Με ενοχλεί όταν μία ιδεολογία αφαιρεί από τους ανθρώπους μία σειρά από τέτοιες ποιότητες. Εν ονόματι του κόμματος δεν πρέπει να κάνεις αυτό, δεν πρέπει να κάνεις το άλλο… Μα τι δόγματα είναι αυτά! Ασε τον άλλον να ανθίσει!», εξανίσταται. Κι ύστερα, μ’ ένα βλέμμα που μαρτυρά απύθμενη ικανοποίηση: «Είμαστε παγιδευμένοι σε αυτό το αποτρόπαιο, αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ γοητευτικό και συναρπαστικό παιχνίδι, που λέγεται ανθρώπινη ζωή.» Το μότο του; «Να κάνεις το δικό σου χωρίς να ενοχλείς τον διπλανό σου. Μεγάλη υπόθεση αυτό». Κι όταν στο τέλος της κουβέντας μας τον ρωτάω πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, σκέφτεται λίγο κι ύστερα αφήνει ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο να ζωγραφιστεί στα χείλη του. «Σαν ένα παιδί που πορεύτηκε στην ερημιά με χάρη. Ενα παιδί, που ποτέ του δεν ήξερε και ποτέ του δεν θα μάθει…».
Οχι τυχαία φυσικά. Ο Καβάφης ήταν πάντα στο στόχαστρο. Ξένο σώμα σε μία χώρα, μία κοινότητα, που τον υπέβλεπε και τον υπονόμευε. «Η Ελλάδα του χάρισε μόνο μισαλλοδοξία. Αυτό το ταλέντο που έχει αυτή η χώρα να μη χαρίζεται σε κανέναν και να απορρυθμίζει τους πάντες. Ο Καβάφης υπέστη λυσσαλέα επίθεση. Μέχρι και στην επιθεώρηση της εποχής τον είχαν γελοιοποιήσει. Βέβαια δεν έμεινε ίχνος από όλους αυτούς τους ορκισμένους εχθρούς του.» μου λέει χαμογελώντας με νόημα.
Ως όφειλε λοιπόν ο Καβάφης έκανε τα πάντα για να προστατεύσει μέσα από αυτή την απόλυτη μυστικοπάθεια τον ίδιο του τον εαυτό. «Ο,τι σε αυτόν τον κόσμο κινδυνεύει, το προφυλάσσεις», σχολιάζει ο Τζούμας και συνεχίζει: «Αυτό μου αρέσει να κάνω κι εγώ στις πρωινές μου ραδιοφωνικές εκπομπές, να προφυλάσσω ό,τι σε αυτόν τον κόσμο κινδυνεύει. Ανθρώπινες σκέψεις και συμπεριφορές υπό εξαφάνιση. Δεν μπορεί να τα παρασύρει όλα η ασχήμια. Εδώ και αρκετό καιρό δεν κάνουμε τίποτα άλλο από το να ψυχαγωγούμεθα με τον ζόφο και την καταστροφή. Δεν υπάρχει καμία ομορφιά πουθενά. Πηγαίνετε σήμερα σε μία σύγχρονη έκθεση ζωγραφικής, δεν υπάρχει ομορφιά. Υπάρχει μία ασχήμια που δικαιολογείται λόγω των επιπτώσεων, που έχει πάνω στον καλλιτέχνη η καθημερινότητα. Καμία όμως προσπάθεια για υπέρβαση, για ομορφιά. Τα δύο βασικά στοιχεία της τέχνης είναι η ομορφιά και η συμπόνια για τον άνθρωπο».
Ο ίδιος από όλους τους μεγάλους συγγραφείς ξεχωρίζει τον Μπέκετ. Κι ο λόγος κρύβεται ακριβώς στα παραπάνω του λόγια. «Είναι ο μόνος που ανακάλυψα ότι οι μεγαλειώδεις ήρωές του δεν είναι καθάρματα, αλλά βρίσκονται σε μία υπαρξιακή ξέρα και παλεύουν περιμένοντας κάθε βράδυ κάποιον να εμφανιστεί μήπως και αλλάξει η ζωή τους. Αυτοί ήταν οι μόνοι που ήταν γενναιόδωροι μαζί μου από πλευράς συγγραφής», μου τονίζει. Ο Κωνσταντίνος Τζούμας είναι ένας άνθρωπος που κυνηγάει το φως, αποζητά τη χαρά της ζωής, έχει ανάγκη από τη μαγεία της… «Ο καλλιτέχνης από αρχαιοτάτων χρόνων ασχολείται με τη μαγεία. Ο,τιδήποτε κάνουμε πρέπει να εκπέμπει μαγεία. Το να ανεβάσεις μία παράσταση, που συνιστά ανάλυση της κοινωνίας, δεν αφορά κανέναν. Αν βρεις όμως έναν μαγικό τρόπο να το κάνεις θα μείνουν όλοι εκστατικοί».
Ο ίδιος δεν χωράει σε ιδεολογίες, δεν χωράει σε δόγματα. «Οι ιδεολογίες στερούνε τη συμφωνία από ένα σωρό συγχορδίες. Η ανθρώπινη φύση έχει μία συγχορδία, μία αρμονία μέσα της και πρέπει οπωσδήποτε να βγει έξω. Με ενοχλεί όταν μία ιδεολογία αφαιρεί από τους ανθρώπους μία σειρά από τέτοιες ποιότητες. Εν ονόματι του κόμματος δεν πρέπει να κάνεις αυτό, δεν πρέπει να κάνεις το άλλο… Μα τι δόγματα είναι αυτά! Ασε τον άλλον να ανθίσει!», εξανίσταται. Κι ύστερα, μ’ ένα βλέμμα που μαρτυρά απύθμενη ικανοποίηση: «Είμαστε παγιδευμένοι σε αυτό το αποτρόπαιο, αλλά ταυτόχρονα πάρα πολύ γοητευτικό και συναρπαστικό παιχνίδι, που λέγεται ανθρώπινη ζωή.» Το μότο του; «Να κάνεις το δικό σου χωρίς να ενοχλείς τον διπλανό σου. Μεγάλη υπόθεση αυτό». Κι όταν στο τέλος της κουβέντας μας τον ρωτάω πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, σκέφτεται λίγο κι ύστερα αφήνει ένα σκανταλιάρικο χαμόγελο να ζωγραφιστεί στα χείλη του. «Σαν ένα παιδί που πορεύτηκε στην ερημιά με χάρη. Ενα παιδί, που ποτέ του δεν ήξερε και ποτέ του δεν θα μάθει…».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα