Θεατρικός συμπαίκτης
Θεατρικός συμπαίκτης
Ο Μιχάλης Σαράντης είναι ο φετινός νικητής του Βραβείου Χορν
«Φεύγοντας από την τελετή βράβευσης μπήκα στο αμάξι του Μιχάλη Οικονόμου
Το είχε από μικρός αυτό. Από τότε που έπαιζε μπάλα με τους φίλους του στις αλάνες. «Οταν βάζει γκολ η ομάδα δεν έχει σημασία ποιος έβαλε το γκολ. Πάντα το γκολ το βάζει η ομάδα», σχολιάζει. Ο Μιχάλης είναι παιδί του κέντρου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ομόνοια. «Τη νοσταλγώ τη Ζήνωνος των παιδικών μου χρόνων. Ηταν μια υπέροχη αγορά. Υπήρχε κάποτε πολλή ζωή εκεί. Καφεκοπτεία, ρουχάδικα, μανάβικα, μπακάλικα, τυροπιτάδικα… Μια αγορά με εκατομμύρια μυρωδιές. Παντού είχε διαφορετικές εικόνες», θυμάται. Το ποδόσφαιρο ήταν η μεγάλη του αγάπη. Επίσης σαν παιδί ήθελε να γίνει αρχικά γιατρός και μετά πολιτικός μηχανικός. «Το τελευταίο δεν ήξερα γιατί. Μου άρεσαν και οι δύο λέξεις μαζί. Λέω, τι κάνει και ο πολιτικός και ο μηχανικός μαζί;». Τελικά δεν έγινε τίποτα από τα δύο. Εγινε ηθοποιός.
κι αρχίζαμε να ουρλιάζουμε από τη χαρά μας. Μετά ο Μιχάλης μου ανέθεσε τα τρία challenges που υπάρχουν για τον τιμώμενο. Δεν θα στα πω, είναι μεταξύ μας», μου λέει γελώντας. Ο Μιχάλης Σαράντης είναι ο φετινός νικητής του Βραβείου Χορν. Επειδή όμως ένα βραβείο ποτέ δεν χαρακτήρισε κανέναν, ο Μιχάλης πάνω απ’ όλα είναι ένας εξαιρετικός ηθοποιός και ένας πολύ καλός συμπαίκτης. Ναι, αυτό το τελευταίο είναι και το πιο σπουδαίο. «Μου άρεσε πάντα αυτή η αίσθηση της ομάδας», μου λέει. Κι έτσι έχει μάθει να δουλεύει. «Προτιμώ να είμαι το κουδουνάκι σε μία πολύ ωραία παράσταση, παρά πρωταγωνιστής σε μια παράσταση που δεν έχει νόημα».Το είχε από μικρός αυτό. Από τότε που έπαιζε μπάλα με τους φίλους του στις αλάνες. «Οταν βάζει γκολ η ομάδα δεν έχει σημασία ποιος έβαλε το γκολ. Πάντα το γκολ το βάζει η ομάδα», σχολιάζει. Ο Μιχάλης είναι παιδί του κέντρου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ομόνοια. «Τη νοσταλγώ τη Ζήνωνος των παιδικών μου χρόνων. Ηταν μια υπέροχη αγορά. Υπήρχε κάποτε πολλή ζωή εκεί. Καφεκοπτεία, ρουχάδικα, μανάβικα, μπακάλικα, τυροπιτάδικα… Μια αγορά με εκατομμύρια μυρωδιές. Παντού είχε διαφορετικές εικόνες», θυμάται. Το ποδόσφαιρο ήταν η μεγάλη του αγάπη. Επίσης σαν παιδί ήθελε να γίνει αρχικά γιατρός και μετά πολιτικός μηχανικός. «Το τελευταίο δεν ήξερα γιατί. Μου άρεσαν και οι δύο λέξεις μαζί. Λέω, τι κάνει και ο πολιτικός και ο μηχανικός μαζί;». Τελικά δεν έγινε τίποτα από τα δύο. Εγινε ηθοποιός.
«Πώς κι έτσι;» τον ρωτάω. «Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ασχοληθώ με το θέατρο. Κάναμε στο σχολείο κάποιες παραστάσεις. Ε, μετά χάνεται το θέατρο…», μου λέει. Η διετία ανάμεσα στα 18 με τα 20 είναι αυτή που ανατρέπει όλη την κοσμοθεωρία του Μιχάλη. «Τελειώνοντας το σχολείο αρχίζω και κάνω παρέα με έναν ζωγράφο κι αρχίζω να ψάχνομαι λίγο. Αρχίζω να έχω μία επαφή με την τέχνη», μου εξομολογείται. Είναι η εποχή που τα ονόματα του Κουν, του Χατζιδάκι, του Τσαρούχη αρχίζουν να στροβιλίζονται στο κεφάλι του. Μια μέρα ένας φίλος του τού λέει ότι θα πάει σε δραματική σχολή. «Θέλω κι εγώ!» φωνάζει ο Μιχάλης. Κάπως έτσι θα φοιτήσει για έξι μήνες στον Ιασμο και ύστερα στη Δραματική Σχολή του Τέχνης. «Κάτι ωραίο μου μύριζε εκεί», μου επισημαίνει.
Ο πρώτος ρόλος έρχεται αναπάντεχα νωρίς και με τις πιο ιδανικές συνθήκες. Λύσανδρος στο «Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ, που σκηνοθετεί ο Νίκος Μαστοράκης για το Τέχνης στη Μικρή Επίδαυρο. Ο Μιχάλης έχει μόλις τελειώσει το πρώτο έτος της σχολής. «Ο Διαγόρας Χρονόπουλος με πρότεινε στον Μαστοράκη. Επειδή ήμουν ακόμα όμως μαθητής, με είχε βάλει ο Διαγόρας να πουλάω προγράμματα πιο πριν. Ημουν κανονικά με το κοστούμι της παράστασης έξω και πουλούσα προγράμματα. Είχα τόσο άγχος, που αυτό με έκανε να ηρεμήσω. Και μετά πήγα κι έπαιξα», θυμάται.
Ο Διαγόρας Χρονόπουλος ήταν ο αγαπημένος του δάσκαλος. «Με αγαπούσε πολύ και τον αγαπούσα πολύ κι εγώ. Και με βοηθούσε πολύ, όπως και όλους τους μαθητές του. Μας έσπρωχνε στο θέατρο. Να κάνουμε ρολάκια, να κάνουμε φροντιστήριο. Του χρωστάω το γεγονός ότι μου έδωσε αυτή την πρώτη ευκαιρία με τον Λύσανδρο, που ήταν σαν δέκα χρόνια σχολή. Θα τον θυμάμαι με πολλή αγάπη», μου λέει συγκινημένος με τον πρόσφατο χαμό του δασκάλου του.
«Τι είναι για σένα το θέατρο;» τον ρωτάω. «Μια συνωμοσία με τους ανθρώπους που συνεργάζεσαι κάθε φορά. Μέσα από τον άλλον αναγνωρίζουμε και προσωπικά τι μας αφορά. Αυτή είναι η μία πλευρά. Από την άλλη, πάντα κάνεις κάτι για να πεις μια ιστορία σε αυτούς που θα έρθουν να σε δουν. Αυτή είναι η αρχή του θεάτρου. Όλα τα έργα έχουν κάτι στον πυρήνα τους , που μπορεί να σε ξεκουνήσει. Και η ουσία του θεάτρου αυτή είναι», μου απαντά.
«Και τα βραβεία; Πόσο σημαντικά είναι για σένα τα βραβεία;» αναρωτιέμαι. «Εγώ βραβείο δεν είχα πάρει ποτέ. Τώρα που πήρα φυσικά και είμαι πολύ χαρούμενος. Οχι ότι έγινε κάτι τεράστιο, απλά νιώθω σαν να αναγνωρίζεται όλος αυτός ο κόπος, ότι κάποιοι μου χτυπάνε την πλάτη λέγοντάς μου ότι είμαι στον σωστό δρόμο. Ετσι θέλω να βλέπω το βραβείο», μου επισημαίνει και βγάζει και μου δείχνει τον χρυσό σταυρό του Βραβείου Χορν. Το πρόσωπό του λάμπει. «Οταν τον πήρα, πήγα στην Επιτροπή να τη χαιρετήσω και να τους ευχαριστήσω και είπα στον κύριο Φασουλή: ‘Να σας δώσω τον σταυρό πίσω τώρα’. Κι εκείνος μου λέει: ‘Οχι. Τον σταυρό και τα μάτια σου! Να τον φυλάξεις και να τον φέρεις του χρόνου’».
Αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εντατικές πρόβες για τον «Βυσσινόκηπο», που σκηνοθετεί ο Νίκος Καραθάνος για τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ακόμα μία συνεργασία με τον Καραθάνο μετά την αριστουργηματική «Γκόλφω» του. Ο Μιχάλης κρατάει βαθιά μέσα στην καρδιά του την «Γκόλφω». Ηταν η ομορφότερη στιγμή του στο θέατρο ως τώρα. «Το μαγικό σε αυτή την παράσταση ήταν οι άνθρωποί της. Ηταν ο Νίκος, ο Αγγελος, ο Γιάννης, ο Γιώργος, η Χριστίνα, η Αλίκη, ο Χάρης, η Ελλη, ο Λευτέρης, όλοι οι ηθοποιοί και οι συντελεστές αυτής της παράστασης. Εδεσε το πράγμα», παρατηρεί.
Πολλοί από αυτούς συναντιούνται και στον «Βυσσινόκηπο», που θα κάνει πρεμιέρα στις 22 Απριλίου. «Αυτό το έργο είναι ένα αριστούργημα κι αν δεν το αντιμετωπίσεις ως αριστούργημα δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα. Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήρωες του Τσέχωφ, είναι ώρες ώρες πιο αληθινοί από εμάς. Εμείς στη ζωή μας κλεινόμαστε στο καβούκι μας, δεν ανοιγόμαστε, δεν επικοινωνούμε… Και βλέπεις ένα έργο, που είναι εξόφθαλμο το πόσο εκτεθειμένοι και εύθραυστοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Χρειάζεται μία άλλη δυναμική. Πρέπει να παραδεχτείς λίγο την καμπούρα σου για να πας παρακάτω με αυτά τα έργα», σημειώνει κι εγώ δεν ρωτάω περισσότερα. Απλά ανυπομονώ να δω την παράσταση. Σαν τρελός περιμένω.
Την ίδια ανυπομονησία έχω και για τον «Αίαντα», που θα παρουσιάσουν το καλοκαίρι (31 Ιουλίου και 1η Αυγούστου) στη Μικρή Επίδαυρο σε σκηνοθεσία της Σύλβιας Λιούλιου. Ακόμα μία πολύ ωραία παρέα. «Θα ’μαστε ο Φραγκούλης, ο Τοκάκης, ο Αβαρικιώτης, η Κόκκαλη, ο Τριανταφύλλου, ο Χανακούλας… Εμένα είναι η αγαπημένη μου τραγωδία από τη σχολή ο ‘Αίαντας’. Νομίζω θα γίνει ένα ωραίο εργαστήριο, αν μη τι άλλο», σχολιάζει.
«Ποια είναι η ιδανική συνθήκη ζωής για σένα;» τον ρωτάω λίγο πριν το τέλος. «Δεν ξέρω. Ξέρω ότι για μένα θα ήταν ιδανικό κάποια στιγμή να μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος. Οποια ζωή και να ήταν αυτή, η ιδανικότητά της θα φαινόταν από τον τρόπο που ξαπλώνω να κοιμηθώ, από το ότι θα πέσω για ύπνο και δεν θα έχω καμία έγνοια. Αυτό μου λείπει», μου απαντά και για λίγα δευτερόλεπτα χάνομαι στις σκέψεις μου. Μάλλον δεν την περίμενα αυτή την απάντηση.
Οταν η συζήτηση έρχεται στο σήμερα τον αισθάνομαι σε αυτό το περίεργο μεταίχμιο που βρισκόμαστε οι περισσότεροι από τη γενιά μας. «Αυτή συνεχόμενη πίεση και εκτόξευση κακών ειδήσεων σε συνδυασμό με ανθρώπους γύρω μου που έχουν καταστραφεί οικονομικά δεν σου κρύβω ότι και με φοβίζει και με πανικοβάλλει. Νιώθω ότι επικρατεί ένα κύμα ανασφάλειας συνεχώς, που δεν μας αφήνει να σκεφτούμε καθαρά. Από την άλλη οφείλουμε να αντισταθούμε σε όλο αυτό. Να ξεπεράσουμε τον φόβο. Ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος φόβος. Εδώ οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπηθούν, γιατί φοβούνται. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το πράγμα. Πάμε κι ό,τι γίνει. Κάτι καλό θα γίνει. Οχι;» μου λέει κοιτώντας με σαν να αποζητά ένα ναι. Οσο η γενιά μας έχει παιδιά σαν τον Μιχάλη, τότε η απάντηση είναι μία. Ναι, κάτι καλό θα γίνει.
Ο πρώτος ρόλος έρχεται αναπάντεχα νωρίς και με τις πιο ιδανικές συνθήκες. Λύσανδρος στο «Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ, που σκηνοθετεί ο Νίκος Μαστοράκης για το Τέχνης στη Μικρή Επίδαυρο. Ο Μιχάλης έχει μόλις τελειώσει το πρώτο έτος της σχολής. «Ο Διαγόρας Χρονόπουλος με πρότεινε στον Μαστοράκη. Επειδή ήμουν ακόμα όμως μαθητής, με είχε βάλει ο Διαγόρας να πουλάω προγράμματα πιο πριν. Ημουν κανονικά με το κοστούμι της παράστασης έξω και πουλούσα προγράμματα. Είχα τόσο άγχος, που αυτό με έκανε να ηρεμήσω. Και μετά πήγα κι έπαιξα», θυμάται.
Ο Διαγόρας Χρονόπουλος ήταν ο αγαπημένος του δάσκαλος. «Με αγαπούσε πολύ και τον αγαπούσα πολύ κι εγώ. Και με βοηθούσε πολύ, όπως και όλους τους μαθητές του. Μας έσπρωχνε στο θέατρο. Να κάνουμε ρολάκια, να κάνουμε φροντιστήριο. Του χρωστάω το γεγονός ότι μου έδωσε αυτή την πρώτη ευκαιρία με τον Λύσανδρο, που ήταν σαν δέκα χρόνια σχολή. Θα τον θυμάμαι με πολλή αγάπη», μου λέει συγκινημένος με τον πρόσφατο χαμό του δασκάλου του.
«Τι είναι για σένα το θέατρο;» τον ρωτάω. «Μια συνωμοσία με τους ανθρώπους που συνεργάζεσαι κάθε φορά. Μέσα από τον άλλον αναγνωρίζουμε και προσωπικά τι μας αφορά. Αυτή είναι η μία πλευρά. Από την άλλη, πάντα κάνεις κάτι για να πεις μια ιστορία σε αυτούς που θα έρθουν να σε δουν. Αυτή είναι η αρχή του θεάτρου. Όλα τα έργα έχουν κάτι στον πυρήνα τους , που μπορεί να σε ξεκουνήσει. Και η ουσία του θεάτρου αυτή είναι», μου απαντά.
«Και τα βραβεία; Πόσο σημαντικά είναι για σένα τα βραβεία;» αναρωτιέμαι. «Εγώ βραβείο δεν είχα πάρει ποτέ. Τώρα που πήρα φυσικά και είμαι πολύ χαρούμενος. Οχι ότι έγινε κάτι τεράστιο, απλά νιώθω σαν να αναγνωρίζεται όλος αυτός ο κόπος, ότι κάποιοι μου χτυπάνε την πλάτη λέγοντάς μου ότι είμαι στον σωστό δρόμο. Ετσι θέλω να βλέπω το βραβείο», μου επισημαίνει και βγάζει και μου δείχνει τον χρυσό σταυρό του Βραβείου Χορν. Το πρόσωπό του λάμπει. «Οταν τον πήρα, πήγα στην Επιτροπή να τη χαιρετήσω και να τους ευχαριστήσω και είπα στον κύριο Φασουλή: ‘Να σας δώσω τον σταυρό πίσω τώρα’. Κι εκείνος μου λέει: ‘Οχι. Τον σταυρό και τα μάτια σου! Να τον φυλάξεις και να τον φέρεις του χρόνου’».
Αυτή την περίοδο βρίσκεται σε εντατικές πρόβες για τον «Βυσσινόκηπο», που σκηνοθετεί ο Νίκος Καραθάνος για τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ακόμα μία συνεργασία με τον Καραθάνο μετά την αριστουργηματική «Γκόλφω» του. Ο Μιχάλης κρατάει βαθιά μέσα στην καρδιά του την «Γκόλφω». Ηταν η ομορφότερη στιγμή του στο θέατρο ως τώρα. «Το μαγικό σε αυτή την παράσταση ήταν οι άνθρωποί της. Ηταν ο Νίκος, ο Αγγελος, ο Γιάννης, ο Γιώργος, η Χριστίνα, η Αλίκη, ο Χάρης, η Ελλη, ο Λευτέρης, όλοι οι ηθοποιοί και οι συντελεστές αυτής της παράστασης. Εδεσε το πράγμα», παρατηρεί.
Πολλοί από αυτούς συναντιούνται και στον «Βυσσινόκηπο», που θα κάνει πρεμιέρα στις 22 Απριλίου. «Αυτό το έργο είναι ένα αριστούργημα κι αν δεν το αντιμετωπίσεις ως αριστούργημα δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα. Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήρωες του Τσέχωφ, είναι ώρες ώρες πιο αληθινοί από εμάς. Εμείς στη ζωή μας κλεινόμαστε στο καβούκι μας, δεν ανοιγόμαστε, δεν επικοινωνούμε… Και βλέπεις ένα έργο, που είναι εξόφθαλμο το πόσο εκτεθειμένοι και εύθραυστοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Χρειάζεται μία άλλη δυναμική. Πρέπει να παραδεχτείς λίγο την καμπούρα σου για να πας παρακάτω με αυτά τα έργα», σημειώνει κι εγώ δεν ρωτάω περισσότερα. Απλά ανυπομονώ να δω την παράσταση. Σαν τρελός περιμένω.
Την ίδια ανυπομονησία έχω και για τον «Αίαντα», που θα παρουσιάσουν το καλοκαίρι (31 Ιουλίου και 1η Αυγούστου) στη Μικρή Επίδαυρο σε σκηνοθεσία της Σύλβιας Λιούλιου. Ακόμα μία πολύ ωραία παρέα. «Θα ’μαστε ο Φραγκούλης, ο Τοκάκης, ο Αβαρικιώτης, η Κόκκαλη, ο Τριανταφύλλου, ο Χανακούλας… Εμένα είναι η αγαπημένη μου τραγωδία από τη σχολή ο ‘Αίαντας’. Νομίζω θα γίνει ένα ωραίο εργαστήριο, αν μη τι άλλο», σχολιάζει.
«Ποια είναι η ιδανική συνθήκη ζωής για σένα;» τον ρωτάω λίγο πριν το τέλος. «Δεν ξέρω. Ξέρω ότι για μένα θα ήταν ιδανικό κάποια στιγμή να μπορώ να κοιμηθώ ήσυχος. Οποια ζωή και να ήταν αυτή, η ιδανικότητά της θα φαινόταν από τον τρόπο που ξαπλώνω να κοιμηθώ, από το ότι θα πέσω για ύπνο και δεν θα έχω καμία έγνοια. Αυτό μου λείπει», μου απαντά και για λίγα δευτερόλεπτα χάνομαι στις σκέψεις μου. Μάλλον δεν την περίμενα αυτή την απάντηση.
Οταν η συζήτηση έρχεται στο σήμερα τον αισθάνομαι σε αυτό το περίεργο μεταίχμιο που βρισκόμαστε οι περισσότεροι από τη γενιά μας. «Αυτή συνεχόμενη πίεση και εκτόξευση κακών ειδήσεων σε συνδυασμό με ανθρώπους γύρω μου που έχουν καταστραφεί οικονομικά δεν σου κρύβω ότι και με φοβίζει και με πανικοβάλλει. Νιώθω ότι επικρατεί ένα κύμα ανασφάλειας συνεχώς, που δεν μας αφήνει να σκεφτούμε καθαρά. Από την άλλη οφείλουμε να αντισταθούμε σε όλο αυτό. Να ξεπεράσουμε τον φόβο. Ο φόβος είναι ο μεγαλύτερος φόβος. Εδώ οι άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπηθούν, γιατί φοβούνται. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το πράγμα. Πάμε κι ό,τι γίνει. Κάτι καλό θα γίνει. Οχι;» μου λέει κοιτώντας με σαν να αποζητά ένα ναι. Οσο η γενιά μας έχει παιδιά σαν τον Μιχάλη, τότε η απάντηση είναι μία. Ναι, κάτι καλό θα γίνει.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα