Η βία μέσα μας
Η βία μέσα μας
Στην εξαιρετική παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά μοιάζει να ανασαίνει μαζί με το έργο του Κέλλυ για τα «Ορφανά».
«Στο μυαλό μου είχα έναν τύπο καλυμμένο με αίματα και δύο ανθρώπους στο σπίτι τους την ώρα του δείπνου» εξηγεί ο Βρετανός συγγραφέας Ντέννις Κέλλυ για τα «Ορφανά» που ξεκίνησε να γράφει πριν από περίπου δέκα χρόνια. Αυτή είναι και η πρώτη εικόνα του έργου. Ο Ντάννυ και η Έλεν, ένα φιλήσυχο ζευγάρι μεσοαστών, απολαμβάνουν το δείπνο τους, όταν ξαφνικά εισβάλλει στο σπίτι τους ένας νεαρός με τη μπλούζα του βουτηγμένη στα αίματα. Πολύ γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι δεν πρόκειται για κάποιον άγνωστο, αλλά για τον αδελφό της Έλεν, τον Λίαμ, ο οποίος - σε εμφανή σύγχυση - τους λέει για κάποιον άνθρωπο που ήταν πεσμένος στον δρόμο μέσα στα αίματα και τον οποίο προσπάθησε να βοηθήσει. Έτσι ξεκινάνε τα «Ορφανά», που αυτή την περίοδο παρουσιάζονται για δεύτερη χρονιά στη Θεσσαλονίκη και στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του ΚΘΒΕ σε μία συγκλονιστική παράσταση με τη σκηνοθετική υπογραφή του Τάκη Τζαμαργιά.
Για δύο ώρες η αλήθεια παίζει κρυφτό με το κοινό κρατώντας το σε διαρκή εγρήγορση. Οι ήρωες φάσκουν και αντιφάσκουν, οι μεταξύ τους ισορροπίες κλονίζονται συθέμελα, οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη και ο θεατής αδυνατεί να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα για το τι πραγματικά έχει γίνει. Είναι όμως εκεί η ουσία του έργου; Ξεκάθαρα όχι. Ο Ντέννις Κέλλυ δεν ενδιαφέρεται να γράψει ένα θρίλερ που θα κρατήσει αμείωτο το σασπένς μέχρι το φινάλε του. Μπορεί αυτό το στοιχείο να ενυπάρχει στα «Ορφανά», όμως ο Κέλλυ σκάβει πιο βαθιά επιχειρώντας να συνομιλήσει με τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν τον αφορά στην πραγματικότητα το συμβάν καθεαυτό, αλλά η διαχείριση του συμβάντος από τους τρεις ήρωες. Εκεί εστιάζει αποκαλύπτοντας τις ρωγμές ενός ολόκληρου συστήματος.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του έργου είναι αυτός ο ύπουλος διάλογος με τη βία, που ανοίγουν και τα τρία πρόσωπα του έργου. Από τη στιγμή που ο Λίαμ εισβάλλει στο σπίτι του Ντάννυ και της Έλεν η εύθραυστη – και εντέλει ψευδεπίγραφη – οικογενειακή γαλήνη συντρίβεται. Και μαζί της κάθε αίσθημα ασφάλειας, κάθε έννοια ηθικής, κάθε ιδεολογική κατασκευή. Το αίμα στη μπλούζα του Λίαμ λερώνει γρήγορα και τους άλλους δύο. Κανείς δεν μπορεί να το ξεπλύνει αποτελεσματικά, γιατί στην πραγματικότητα πηγάζει από μέσα τους. Παλεύουν απελπισμένα να δικαιολογήσουν τις αποφάσεις και τις πράξεις τους μέσα από έωλα επιχειρήματα, που αρέσκονται να υιοθετούν και να εγκαταλείπουν ανάλογα με τη στιγμή και τα νέα δεδομένα που πέφτουν στο τραπέζι. Καμία σταθερά, καμία συνέπεια. Και οι τρεις είναι πιόνια ενός συστήματος, που θρέφει τη βία θεωρώντας την συστατικό στοιχείο της ύπαρξής του. Το έργο του Ντέννυς Κέλλυ, αν και έχει τις βάσεις του σε αυτό που αποκαλούμε κοινωνικό ρεαλισμό, δεν λειτουργεί σε καμία περίπτωση σαν μία απλή καταγραφή μίας ζοφερής κοινωνικής πραγματικότητας. Εκκινεί από αυτή για να μιλήσει για ένα πυρηνικό κομμάτι της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Τη βία μέσα μας. Κι αυτό είναι που του χαρίζει και τη διαχρονία του.
Στην εξαιρετική παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά μοιάζει να ανασαίνει μαζί με το έργο. Είναι προφανές ότι ο Τζαμαργιάς μελέτησε εξαντλητικά το κείμενο του Κέλλυ. Αντιλήφθηκε την ουσία του, ανακάλυψε τις λέξεις – κλειδιά, φώτισε τις παύσεις του, αφουγκράστηκε τις δονήσεις του, διείσδυσε στα πολλαπλά του επίπεδα… Το έργο του Κέλλυ είναι αναμφισβήτητα ένα αριστοτεχνικά δομημένο έργο, τόσο ως προς την πλοκή του όσο και ως προς το ψυχογράφημα των ηρώων του. Είναι όμως η σκηνοθεσία του Τζαμαργιά που το απογειώνει.
Στο γεμάτο αντιθετικές κλίσεις και κρυψώνες, ευφυέστατο σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου, που δεν δημιουργεί απλά διαφορετικά επίπεδα αλλά αντικατοπτρίζει μ’ έναν τρόπο και τον ψυχικό κόσμο των ηρώων, ο Τζαμαργιάς έστησε μια παράσταση που σε αιχμαλωτίζει από το πρώτο λεπτό κάνοντας σε να ξεχάσεις ότι βρίσκεσαι σ’ έναν μη θεατρικό χώρο, όπως αυτός του Φουαγιέ. Η υποβλητική μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη που υπογραμμίζει τους εσωτερικούς κραδασμούς των ηρώων, η έξοχη – και καθόλου φλύαρη – κίνηση της Φρόσως Κορρού και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Στράτου Κουτράκη λειτούργησαν αρμονικά με τη σκηνοθεσία, που ορθώς έριξε το μεγαλύτερο βάρος της στην προσεκτική καθοδήγηση των ηθοποιών – εδώ μιλάμε για ένα έργο χαρακτήρων – χαρίζοντας μας τρεις υποδειγματικές ερμηνείες.
Ο Χρίστος Στυλιανού είναι ένας από τους πλέον ικανούς ηθοποιούς του ΚΘΒΕ. Η ερμηνεία του στον Ντάννυ είναι μία προσωπική νίκη. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για τον πιο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο του έργου. Κι αυτό, γιατί στον Ντάννυ σχεδόν τίποτα δεν εξωτερικεύεται, τίποτα δεν «φωνάζει». Όλα λειτουργούν εκ των έσω. Όλα σιγοβράζουν. Ο Ντάννυ, σε αντίθεση με την Έλεν και τον Λίαμ, είναι ένα τυπικό παιδί της μεσοαστικής τάξης, χωρίς εμφανή τραύματα, με ευγενείς τρόπους και ανατροφή. Ο «έξω κόσμος» δεν τον έχει ακόμα πραγματικά αγγίξει. Ζει στον μικρόκοσμό του. Αυτή τη συνθήκη καλείται να υπηρετήσει ο ηθοποιός, καθώς το σύμπαν του ήρωα καταρρέει κομμάτι κομμάτι και ο ίδιος σταδιακά μεταμορφώνεται σε τέρας. Το τέρας που πάντα έκρυβε μέσα του. Ο Στυλιανού είναι σε όλη την παράσταση απόλυτος κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων. Κάποιες φορές σε ξενίζει η συγκαταβατικότητά του, είναι όμως τόσο μέσα στο πνεύμα του έργου και του ήρωα. Μόνο έτσι θα φωτιστεί σωστά η στιγμή της έκρηξής του. Κι εκεί – σε αυτή την απεγνωσμένη κραυγή που σηματοδοτεί την αποδοχή της πτώσης του – ο Στυλιανού σου παγώνει το αίμα.
Για δύο ώρες η αλήθεια παίζει κρυφτό με το κοινό κρατώντας το σε διαρκή εγρήγορση. Οι ήρωες φάσκουν και αντιφάσκουν, οι μεταξύ τους ισορροπίες κλονίζονται συθέμελα, οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη και ο θεατής αδυνατεί να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα για το τι πραγματικά έχει γίνει. Είναι όμως εκεί η ουσία του έργου; Ξεκάθαρα όχι. Ο Ντέννις Κέλλυ δεν ενδιαφέρεται να γράψει ένα θρίλερ που θα κρατήσει αμείωτο το σασπένς μέχρι το φινάλε του. Μπορεί αυτό το στοιχείο να ενυπάρχει στα «Ορφανά», όμως ο Κέλλυ σκάβει πιο βαθιά επιχειρώντας να συνομιλήσει με τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν τον αφορά στην πραγματικότητα το συμβάν καθεαυτό, αλλά η διαχείριση του συμβάντος από τους τρεις ήρωες. Εκεί εστιάζει αποκαλύπτοντας τις ρωγμές ενός ολόκληρου συστήματος.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του έργου είναι αυτός ο ύπουλος διάλογος με τη βία, που ανοίγουν και τα τρία πρόσωπα του έργου. Από τη στιγμή που ο Λίαμ εισβάλλει στο σπίτι του Ντάννυ και της Έλεν η εύθραυστη – και εντέλει ψευδεπίγραφη – οικογενειακή γαλήνη συντρίβεται. Και μαζί της κάθε αίσθημα ασφάλειας, κάθε έννοια ηθικής, κάθε ιδεολογική κατασκευή. Το αίμα στη μπλούζα του Λίαμ λερώνει γρήγορα και τους άλλους δύο. Κανείς δεν μπορεί να το ξεπλύνει αποτελεσματικά, γιατί στην πραγματικότητα πηγάζει από μέσα τους. Παλεύουν απελπισμένα να δικαιολογήσουν τις αποφάσεις και τις πράξεις τους μέσα από έωλα επιχειρήματα, που αρέσκονται να υιοθετούν και να εγκαταλείπουν ανάλογα με τη στιγμή και τα νέα δεδομένα που πέφτουν στο τραπέζι. Καμία σταθερά, καμία συνέπεια. Και οι τρεις είναι πιόνια ενός συστήματος, που θρέφει τη βία θεωρώντας την συστατικό στοιχείο της ύπαρξής του. Το έργο του Ντέννυς Κέλλυ, αν και έχει τις βάσεις του σε αυτό που αποκαλούμε κοινωνικό ρεαλισμό, δεν λειτουργεί σε καμία περίπτωση σαν μία απλή καταγραφή μίας ζοφερής κοινωνικής πραγματικότητας. Εκκινεί από αυτή για να μιλήσει για ένα πυρηνικό κομμάτι της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Τη βία μέσα μας. Κι αυτό είναι που του χαρίζει και τη διαχρονία του.
Στην εξαιρετική παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, η σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά μοιάζει να ανασαίνει μαζί με το έργο. Είναι προφανές ότι ο Τζαμαργιάς μελέτησε εξαντλητικά το κείμενο του Κέλλυ. Αντιλήφθηκε την ουσία του, ανακάλυψε τις λέξεις – κλειδιά, φώτισε τις παύσεις του, αφουγκράστηκε τις δονήσεις του, διείσδυσε στα πολλαπλά του επίπεδα… Το έργο του Κέλλυ είναι αναμφισβήτητα ένα αριστοτεχνικά δομημένο έργο, τόσο ως προς την πλοκή του όσο και ως προς το ψυχογράφημα των ηρώων του. Είναι όμως η σκηνοθεσία του Τζαμαργιά που το απογειώνει.
Στο γεμάτο αντιθετικές κλίσεις και κρυψώνες, ευφυέστατο σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου, που δεν δημιουργεί απλά διαφορετικά επίπεδα αλλά αντικατοπτρίζει μ’ έναν τρόπο και τον ψυχικό κόσμο των ηρώων, ο Τζαμαργιάς έστησε μια παράσταση που σε αιχμαλωτίζει από το πρώτο λεπτό κάνοντας σε να ξεχάσεις ότι βρίσκεσαι σ’ έναν μη θεατρικό χώρο, όπως αυτός του Φουαγιέ. Η υποβλητική μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη που υπογραμμίζει τους εσωτερικούς κραδασμούς των ηρώων, η έξοχη – και καθόλου φλύαρη – κίνηση της Φρόσως Κορρού και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Στράτου Κουτράκη λειτούργησαν αρμονικά με τη σκηνοθεσία, που ορθώς έριξε το μεγαλύτερο βάρος της στην προσεκτική καθοδήγηση των ηθοποιών – εδώ μιλάμε για ένα έργο χαρακτήρων – χαρίζοντας μας τρεις υποδειγματικές ερμηνείες.
Ο Χρίστος Στυλιανού είναι ένας από τους πλέον ικανούς ηθοποιούς του ΚΘΒΕ. Η ερμηνεία του στον Ντάννυ είναι μία προσωπική νίκη. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για τον πιο δύσκολο και απαιτητικό ρόλο του έργου. Κι αυτό, γιατί στον Ντάννυ σχεδόν τίποτα δεν εξωτερικεύεται, τίποτα δεν «φωνάζει». Όλα λειτουργούν εκ των έσω. Όλα σιγοβράζουν. Ο Ντάννυ, σε αντίθεση με την Έλεν και τον Λίαμ, είναι ένα τυπικό παιδί της μεσοαστικής τάξης, χωρίς εμφανή τραύματα, με ευγενείς τρόπους και ανατροφή. Ο «έξω κόσμος» δεν τον έχει ακόμα πραγματικά αγγίξει. Ζει στον μικρόκοσμό του. Αυτή τη συνθήκη καλείται να υπηρετήσει ο ηθοποιός, καθώς το σύμπαν του ήρωα καταρρέει κομμάτι κομμάτι και ο ίδιος σταδιακά μεταμορφώνεται σε τέρας. Το τέρας που πάντα έκρυβε μέσα του. Ο Στυλιανού είναι σε όλη την παράσταση απόλυτος κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων. Κάποιες φορές σε ξενίζει η συγκαταβατικότητά του, είναι όμως τόσο μέσα στο πνεύμα του έργου και του ήρωα. Μόνο έτσι θα φωτιστεί σωστά η στιγμή της έκρηξής του. Κι εκεί – σε αυτή την απεγνωσμένη κραυγή που σηματοδοτεί την αποδοχή της πτώσης του – ο Στυλιανού σου παγώνει το αίμα.
Ρόλος στην κόψη, αλλά πιο αβανταδόρικος από γραφής, είναι και αυτός του Λίαμ. Ο νεαρός Χρήστος Διαμαντούδης δεν υποκύπτει σε ευκολίες. Έχει μέτρο, δύναμη, αλήθεια. Ο Λίαμ είναι το θύμα/θύτης του έργου. Κρύβει οργή. Μισεί και αγαπάει ταυτόχρονα. Βαθιά μέσα του ξέρει όμως ότι το παιχνίδι για τον ίδιο είναι χαμένο. Όχι, γιατί έπαιξε κι έχασε. Το παιχνίδι ήταν χαμένο εξαρχής. Η ορφάνια είναι το σπίτι του. Ορφανός όχι μόνο από γονείς, αλλά κι από ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα που τον κατέταξε με χαρακτηριστική ευκολία στο τελευταίο σκαλί του. «Υπάρχουν ψόφιες γάτες στον κόσμο, Ντάννυ, υπάρχουν ψόφιες γάτες, Λένι». Ο Λίαμ είναι το πλέον τραγικό πρόσωπο του έργου. Ο Διαμαντούδης σκιαγραφεί αυτή την τραγικότητα χωρίς υπερβολές επιδεικνύοντας μία θαυμαστή ερμηνευτική ωριμότητα για το νεαρό της ηλικίας του.
Την Έλεν, ίσως τον πιο κομβικό ρόλο του έργου, υποδύεται η Ελένη Θυμιοπούλου. Θα μου επιτρέψετε να την ξεχωρίσω. Είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω στη σκηνή και έμεινα άναυδος με την ερμηνευτική της δύναμη. Η Έλεν είναι μία πολύ ιδιαίτερη ηρωίδα. Η μεγαλύτερη αδελφή του Λίαμ μπορεί να στοιχειώνεται από το κοινό τους παρελθόν, αλλά φαινομενικά έχει καταφέρει να το ξεπεράσει. Μοιάζει να έχει σπάσει αυτό τον κύκλο ορφάνιας, μίσους και βίας. Στην πραγματικότητα βρίσκεται στο κέντρο του. Η Έλεν ασκεί ξεκάθαρα ψυχολογική βία τόσο στον Λίαμ, όσο και στον Ντάννυ. Είναι «παιδί της βίας», όσο κι αν την έχει αποκηρύξει. Παλεύει να βρει λογικά επιχειρήματα για να τη δικαιολογήσει. Λειτουργεί απεγνωσμένα, αλλά και υπολογιστικά. Προσπαθεί να χειραγωγήσει τους άλλους δύο, εκβιάζει με βάση το παιδί που έχει στην κοιλιά της. Τα κίνητρά της μοιάζουν αγαθή. Να σώσει τον αδελφό της. Υπάρχουν όμως αγαθή κίνητρα όταν μιλάμε για βία; Η Ελένη Θυμιοπούλου βούτηξε θαρραλέα στη τραυματισμένη και γεμάτη σκοτάδια ψυχή της ηρωίδας της και σχεδόν έγινε ένα με αυτή. Η ερμηνεία της πάλλεται από συναισθήματα και διαρκείς μεταπτώσεις. Εκφράζει μοναδικά όλον αυτόν τον εγκλωβισμό της ηρωίδας. Στο τέλος συνειδητοποιεί την ήττα της. Μία θαυμάσια ηθοποιός, που νομίζω θα μας χαρίσει κι άλλες υπέροχες ερμηνείες στο μέλλον.
Τα «Ορφανά» είναι μία παράσταση – γροθιά στο στομάχι. Κυρίως μετά τη συνειδητοποίηση ότι ο Ντάννυ, η Έλεν και ο Λίαμ δεν είναι κάποιοι άλλοι. Κάποιοι έξω από εμάς. Είμαστε εμείς. Όσο κι αν παλεύουμε να προσποιούμαστε κάτι άλλο μπροστά στον καθρέφτη μας.
Την Έλεν, ίσως τον πιο κομβικό ρόλο του έργου, υποδύεται η Ελένη Θυμιοπούλου. Θα μου επιτρέψετε να την ξεχωρίσω. Είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω στη σκηνή και έμεινα άναυδος με την ερμηνευτική της δύναμη. Η Έλεν είναι μία πολύ ιδιαίτερη ηρωίδα. Η μεγαλύτερη αδελφή του Λίαμ μπορεί να στοιχειώνεται από το κοινό τους παρελθόν, αλλά φαινομενικά έχει καταφέρει να το ξεπεράσει. Μοιάζει να έχει σπάσει αυτό τον κύκλο ορφάνιας, μίσους και βίας. Στην πραγματικότητα βρίσκεται στο κέντρο του. Η Έλεν ασκεί ξεκάθαρα ψυχολογική βία τόσο στον Λίαμ, όσο και στον Ντάννυ. Είναι «παιδί της βίας», όσο κι αν την έχει αποκηρύξει. Παλεύει να βρει λογικά επιχειρήματα για να τη δικαιολογήσει. Λειτουργεί απεγνωσμένα, αλλά και υπολογιστικά. Προσπαθεί να χειραγωγήσει τους άλλους δύο, εκβιάζει με βάση το παιδί που έχει στην κοιλιά της. Τα κίνητρά της μοιάζουν αγαθή. Να σώσει τον αδελφό της. Υπάρχουν όμως αγαθή κίνητρα όταν μιλάμε για βία; Η Ελένη Θυμιοπούλου βούτηξε θαρραλέα στη τραυματισμένη και γεμάτη σκοτάδια ψυχή της ηρωίδας της και σχεδόν έγινε ένα με αυτή. Η ερμηνεία της πάλλεται από συναισθήματα και διαρκείς μεταπτώσεις. Εκφράζει μοναδικά όλον αυτόν τον εγκλωβισμό της ηρωίδας. Στο τέλος συνειδητοποιεί την ήττα της. Μία θαυμάσια ηθοποιός, που νομίζω θα μας χαρίσει κι άλλες υπέροχες ερμηνείες στο μέλλον.
Τα «Ορφανά» είναι μία παράσταση – γροθιά στο στομάχι. Κυρίως μετά τη συνειδητοποίηση ότι ο Ντάννυ, η Έλεν και ο Λίαμ δεν είναι κάποιοι άλλοι. Κάποιοι έξω από εμάς. Είμαστε εμείς. Όσο κι αν παλεύουμε να προσποιούμαστε κάτι άλλο μπροστά στον καθρέφτη μας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα