Ιστορίες -από παλιά- στις γειτονιές της Πόλης
Ιστορίες -από παλιά- στις γειτονιές της Πόλης
Η Σεβαστή Χρηστίδου γράφει με αφορμή τα εγκλήματα των ανθρώπων και τις αναφορές τους στο αστυνομικό δελτίο για τις ζωές τους και τον τόπο τους
«Το βράδυ της 7ης Ιανουαρίου του 1946 ο Αλή γύρισε σπίτι του αποφασισμένος να τα παίξει όλα για όλα. Ή θα συμφωνούσε η Αϊσέ να περιορίσει σε ένα πακέτο την ημέρα το κάπνισμα ή θα την άρπαζε από τα μαλλιά και θα πετούσε κι αυτήν και τα τσιγάρα της έξω από το σπίτι». Ένα πολύ μικρό απόσπασμα μιας από τις ιστορίες που συγκροτούν το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Σεβαστής Χρηστίδου («Εγκλήματα στην Πόλη» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ποταμός).
Το ίδιο το βιβλίο μοιάζει να μην έχει προγόνους. Αν και μιλά για εγκλήματα, δεν είναι μια κλασική συλλογή με αστυνομικά διηγήματα. Κάθε άλλο. Το βιβλίο της Χρηστίδου γεννημένο μέσα στην ασυνέχεια υπηρετεί μια παράδοση που δεν διδάσκεται στις σχολές και τα κάθε λογής εργαστήρια δημιουργικής γραφής, γιατί έχει άμεσα σχέση με την αφήγηση μιας ιστορίας σε στενό οικογενειακό κύκλο. Η Χρηστίδου εκπλήσσει ευχάριστα τον αναγνώστη του βιβλίου της γιατί χρησιμοποιεί το έγκλημα ως αφορμή για να λειτουργήσει όχι ως αστυνομικός επιθεωρητής αλλά ως κοινωνικός ερευνητής με βαθειά γνώση του τόπου και της ιστορίας του.
Για παράδειγμα, στην ιστορία με τον Αλή και την Αϊσέ («Με τις σπατάλες σπαταλιέται και η ζωή», ο τίτλος της ιστορίας) μαθαίνουμε για την καταγωγή του τοπωνύμιου Μπεσικτάς αλλά και για τον θρυλικό Μπαρμπαρόσα.
«Η ονομασία Μπεσίκτας λέγεται ότι προέρχεται από την εποχή του Μπάρμπαρος Χαϊρεντίν Πασά, του περίφημου κοκκινογένη πειρατή Μπαρμπαρόσα, που κατέληξε να γίνει ναύαρχος του οθωμανικού στόλου, πέθανε στην περίφημη παραθαλάσσια έπαυλή του και θάφτηκε με τιμές και φανφάρες το 1546 εκεί ακριβώς στην καρδιά του Μπεσίκτας. Ο Μπαρμπαρόσα, στο απάνεμο σχετικά εκείνο σημείο της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου, είχε χτίσει πέντε μεγάλες κολόνες για να αράζουν τα πλοία του αυτοκρατορικού στόλου και γι’ αυτό στην αρχή το μέρος ονομάστηκε Beştaş (πέντε πέτρες) και σιγά σιγά η ονομασία μετεξελίχθηκε σε Beşiktaş. Σε παλιότερες εποχές η περιοχή ονομαζόταν κατά καιρούς Κουνόπετρα, Ιασώνιον, Σέργιον ή Δάφνη, ενώ πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι εκεί βρισκόταν το Διπλοκόνιον, άποψη την οποία νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν. Την εποχή του Βυζαντίου στο Μπεσίκτας δέσποζαν η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, η οποία αποτελούσε ιερό τόπο προσκυνήματος, το καλοκαιρινό αυτοκρατορικό συγκρότημα κατοικίας Άγιος Μάμας και το μοναστήρι του Φωκά».
Αλλά, η ιστορία αυτών των δύο φτωχών ανθρώπων έχει μια τραγική κατάληξη. Ας την διαβάσουμε: «Όμως όταν λίγο μετά ο καβγάς φούντωσε για τα καλά, ο Αλή αντί να αρπάξει γυναίκα και τσιγάρα και να τους πετάξει έξω στην παγωμένη νύχτα, άρπαξε τον βαρύ μπακιρένιο μύλο του καφέ και τον πέταξε με μεγάλη ευστοχία στο κεφάλι της συζύγου του. Το κεφάλι, αφού ταλαντεύτηκε λίγο δεξιά και αριστερά, έπεσε μαζί με το υπόλοιπο σώμα της γυναίκας στο πάτωμα. Το δεξί της χέρι με τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυλα προσπάθησε να πιάσει το κεφάλι της, αλλά έμεινε μετέωρο, μόλις είχε βγάλει την τελευταία νοτισμένη από το τσιγάρο ανάσα της.
»Ο Αλή είχε για πάντα καταφέρει να εξοικονομήσει όχι μόνο 20 γρόσια αλλά 40 γρόσια την ημέρα. Στο αστυνομικό τμήμα δήλωσε ότι γι’ αυτόν τα 40 γρόσια την ημέρα για τσιγάρα αποτελούσαν μια τεράστια σπατάλη, κι ο ίδιος δεν αγαπούσε τη σπατάλη. Τη στιγμή, μάλιστα, που προσπαθούσε να αποταμιεύσει χρήματα για να χτίσει άλλο ένα δωμάτιο στο σπίτι του, ένα λουτρό και έναν καμπινέ για να ζήσει καλύτερα η γυναίκα και τα παιδιά του όταν ο Αλλάχ θα αποφάσιζε ότι ήρθε η ώρα να γίνει πατέρας».
Το ίδιο το βιβλίο μοιάζει να μην έχει προγόνους. Αν και μιλά για εγκλήματα, δεν είναι μια κλασική συλλογή με αστυνομικά διηγήματα. Κάθε άλλο. Το βιβλίο της Χρηστίδου γεννημένο μέσα στην ασυνέχεια υπηρετεί μια παράδοση που δεν διδάσκεται στις σχολές και τα κάθε λογής εργαστήρια δημιουργικής γραφής, γιατί έχει άμεσα σχέση με την αφήγηση μιας ιστορίας σε στενό οικογενειακό κύκλο. Η Χρηστίδου εκπλήσσει ευχάριστα τον αναγνώστη του βιβλίου της γιατί χρησιμοποιεί το έγκλημα ως αφορμή για να λειτουργήσει όχι ως αστυνομικός επιθεωρητής αλλά ως κοινωνικός ερευνητής με βαθειά γνώση του τόπου και της ιστορίας του.
Για παράδειγμα, στην ιστορία με τον Αλή και την Αϊσέ («Με τις σπατάλες σπαταλιέται και η ζωή», ο τίτλος της ιστορίας) μαθαίνουμε για την καταγωγή του τοπωνύμιου Μπεσικτάς αλλά και για τον θρυλικό Μπαρμπαρόσα.
«Η ονομασία Μπεσίκτας λέγεται ότι προέρχεται από την εποχή του Μπάρμπαρος Χαϊρεντίν Πασά, του περίφημου κοκκινογένη πειρατή Μπαρμπαρόσα, που κατέληξε να γίνει ναύαρχος του οθωμανικού στόλου, πέθανε στην περίφημη παραθαλάσσια έπαυλή του και θάφτηκε με τιμές και φανφάρες το 1546 εκεί ακριβώς στην καρδιά του Μπεσίκτας. Ο Μπαρμπαρόσα, στο απάνεμο σχετικά εκείνο σημείο της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου, είχε χτίσει πέντε μεγάλες κολόνες για να αράζουν τα πλοία του αυτοκρατορικού στόλου και γι’ αυτό στην αρχή το μέρος ονομάστηκε Beştaş (πέντε πέτρες) και σιγά σιγά η ονομασία μετεξελίχθηκε σε Beşiktaş. Σε παλιότερες εποχές η περιοχή ονομαζόταν κατά καιρούς Κουνόπετρα, Ιασώνιον, Σέργιον ή Δάφνη, ενώ πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι εκεί βρισκόταν το Διπλοκόνιον, άποψη την οποία νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν. Την εποχή του Βυζαντίου στο Μπεσίκτας δέσποζαν η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, η οποία αποτελούσε ιερό τόπο προσκυνήματος, το καλοκαιρινό αυτοκρατορικό συγκρότημα κατοικίας Άγιος Μάμας και το μοναστήρι του Φωκά».
Αλλά, η ιστορία αυτών των δύο φτωχών ανθρώπων έχει μια τραγική κατάληξη. Ας την διαβάσουμε: «Όμως όταν λίγο μετά ο καβγάς φούντωσε για τα καλά, ο Αλή αντί να αρπάξει γυναίκα και τσιγάρα και να τους πετάξει έξω στην παγωμένη νύχτα, άρπαξε τον βαρύ μπακιρένιο μύλο του καφέ και τον πέταξε με μεγάλη ευστοχία στο κεφάλι της συζύγου του. Το κεφάλι, αφού ταλαντεύτηκε λίγο δεξιά και αριστερά, έπεσε μαζί με το υπόλοιπο σώμα της γυναίκας στο πάτωμα. Το δεξί της χέρι με τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυλα προσπάθησε να πιάσει το κεφάλι της, αλλά έμεινε μετέωρο, μόλις είχε βγάλει την τελευταία νοτισμένη από το τσιγάρο ανάσα της.
»Ο Αλή είχε για πάντα καταφέρει να εξοικονομήσει όχι μόνο 20 γρόσια αλλά 40 γρόσια την ημέρα. Στο αστυνομικό τμήμα δήλωσε ότι γι’ αυτόν τα 40 γρόσια την ημέρα για τσιγάρα αποτελούσαν μια τεράστια σπατάλη, κι ο ίδιος δεν αγαπούσε τη σπατάλη. Τη στιγμή, μάλιστα, που προσπαθούσε να αποταμιεύσει χρήματα για να χτίσει άλλο ένα δωμάτιο στο σπίτι του, ένα λουτρό και έναν καμπινέ για να ζήσει καλύτερα η γυναίκα και τα παιδιά του όταν ο Αλλάχ θα αποφάσιζε ότι ήρθε η ώρα να γίνει πατέρας».
Η Χρηστίδου με τα «Εγκλήματά» της μου θύμισε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον τρόπο του στην ταινία «Αναπαράσταση» του 1970- όπως διαβάζω σε ένα βιογραφικό σημείωμα «γεννήθηκε στην Πόλη και μεγάλωσε μέσα στη δίνη των ιστορικών γεγονότων των δεκαετιών ‘50 και ‘60 που άφησαν έντονα το αποτύπωμά τους στις ζωές των Ρωμιών. Από το 1973 μόνιμα στην Αθήνα, εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική και τη δημόσια εκπαίδευση. Ασχολήθηκε με την εκπαιδευτική και ιστορική έρευνα. Άρθρα, μελέτες και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά και ιστορικά περιοδικά και σε βιβλία. Στον παρόντα χρόνο ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων».
Η Σεβαστή Χρηστίδου- Λιοναράκη όπως την γνώρισα εγώ είναι η μητέρα της καλής φίλης και συναδέλφου Μυρσίνης Λιοναράκη και σύντροφος ζωής του αλησμόνητου Νικήτα Λιοναράκη. Οι φίλες της στο Facebook την προσφωνούν με το χαριτωμένο «Τούλα», για τους άλλους είναι πάντα μια από τις αγαπημένες παλιές συντρόφισσες των χρόνων της ανανεωτικής αριστεράς.
Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο. Σε ένα κείμενο που βρήκα στο site του εκδοτικού οίκου για το βιβλίο της Χρηστίδου διαβάζω μια πολύ κατατοπιστική προσέγγιση: «Η δεκαετία 1939-1949, η δεκαετία του πολέμου, αποτελεί τον ιδανικό χρόνο και η Πόλη τον ιδανικότερο τόπο των εγκλημάτων. Το αστυνομικό δελτίο της εποχής γίνεται εφαλτήριο για να δημιουργηθούν τα πρόσωπα, η ζωή τους, τα συναισθήματα, τα πάθη και τα παθήματά τους. Θύτες και θύματα ζουν τη δική τους ιστορία μέσα στην ιστορία των γειτονιών της Πόλης. Κανείς δεν ξεφεύγει από τον κίνδυνο να εγκληματήσει. Το θυμικό των κατοίκων βράζει στο ίδιο καζάνι και στους ίδιους βαθμούς. Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, άντρες και γυναίκες βρίσκονται όλοι μια ανάσα μακριά από το θυμό, την πίκρα, τη ζήλια, την απογοήτευση, την κακομοιριά που ψάχνουν διέξοδο, και από την κακιά την ώρα που καιροφυλακτεί. Και από δίπλα η παρανομία προσφέρεται για να δώσει τη δική της ανάσα διεξόδου από τα προβλήματα της εποχής.
»Τα πρόσωπα των διηγημάτων δεν είναι οι απλοί άνθρωποι της Πόλης που παίρνουν τον λόγο μέσα από τη συγγραφή των ιστοριών τους για να περιγράψουν τη δυστυχία και τα παθήματά τους. Είναι πρόσωπα που ζωντανεύουν με μόνο κίνητρο την αγάπη και τον θαυμασμό για το «χάος της ανθρώπινης ψυχής».
Την αγάπη για το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου που ζει, δουλεύει, ξυπνάει και κοιμάται, τριγυρίζει στους δρόμους της Πόλης και στα περίχωρα, αναπνέει και πάσχει στους επτά λόφους της παλιάς πόλης ή στα παράλια του Βοσπόρου, στο πολυσύχναστο Μπέγιογλου ή στις ασιατικές συνοικίες και έρχεται η στιγμή που θα βρεθεί στη θέση του θύματος ή του θύτη. Ένα εύθραυστο εξάλλου νήμα χωρίζει τις δύο αυτές ψυχές μεταξύ τους, τους δύο ρόλους που θα μπορούσαν να ήταν αντεστραμμένοι εάν το κισμέτ, η μοίρα, τα ήθελε τα πράγματα αλλιώς καμωμένα».
Η Σεβαστή Χρηστίδου- Λιοναράκη όπως την γνώρισα εγώ είναι η μητέρα της καλής φίλης και συναδέλφου Μυρσίνης Λιοναράκη και σύντροφος ζωής του αλησμόνητου Νικήτα Λιοναράκη. Οι φίλες της στο Facebook την προσφωνούν με το χαριτωμένο «Τούλα», για τους άλλους είναι πάντα μια από τις αγαπημένες παλιές συντρόφισσες των χρόνων της ανανεωτικής αριστεράς.
Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο. Σε ένα κείμενο που βρήκα στο site του εκδοτικού οίκου για το βιβλίο της Χρηστίδου διαβάζω μια πολύ κατατοπιστική προσέγγιση: «Η δεκαετία 1939-1949, η δεκαετία του πολέμου, αποτελεί τον ιδανικό χρόνο και η Πόλη τον ιδανικότερο τόπο των εγκλημάτων. Το αστυνομικό δελτίο της εποχής γίνεται εφαλτήριο για να δημιουργηθούν τα πρόσωπα, η ζωή τους, τα συναισθήματα, τα πάθη και τα παθήματά τους. Θύτες και θύματα ζουν τη δική τους ιστορία μέσα στην ιστορία των γειτονιών της Πόλης. Κανείς δεν ξεφεύγει από τον κίνδυνο να εγκληματήσει. Το θυμικό των κατοίκων βράζει στο ίδιο καζάνι και στους ίδιους βαθμούς. Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρμένιοι, Εβραίοι, άντρες και γυναίκες βρίσκονται όλοι μια ανάσα μακριά από το θυμό, την πίκρα, τη ζήλια, την απογοήτευση, την κακομοιριά που ψάχνουν διέξοδο, και από την κακιά την ώρα που καιροφυλακτεί. Και από δίπλα η παρανομία προσφέρεται για να δώσει τη δική της ανάσα διεξόδου από τα προβλήματα της εποχής.
»Τα πρόσωπα των διηγημάτων δεν είναι οι απλοί άνθρωποι της Πόλης που παίρνουν τον λόγο μέσα από τη συγγραφή των ιστοριών τους για να περιγράψουν τη δυστυχία και τα παθήματά τους. Είναι πρόσωπα που ζωντανεύουν με μόνο κίνητρο την αγάπη και τον θαυμασμό για το «χάος της ανθρώπινης ψυχής».
Την αγάπη για το μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου που ζει, δουλεύει, ξυπνάει και κοιμάται, τριγυρίζει στους δρόμους της Πόλης και στα περίχωρα, αναπνέει και πάσχει στους επτά λόφους της παλιάς πόλης ή στα παράλια του Βοσπόρου, στο πολυσύχναστο Μπέγιογλου ή στις ασιατικές συνοικίες και έρχεται η στιγμή που θα βρεθεί στη θέση του θύματος ή του θύτη. Ένα εύθραυστο εξάλλου νήμα χωρίζει τις δύο αυτές ψυχές μεταξύ τους, τους δύο ρόλους που θα μπορούσαν να ήταν αντεστραμμένοι εάν το κισμέτ, η μοίρα, τα ήθελε τα πράγματα αλλιώς καμωμένα».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα