Γλυκιά μου καρέτα – καρέτα, σου είμαι ευγνώμων!
Σωτήρης Χιωτάκης
Γλυκιά μου καρέτα – καρέτα, σου είμαι ευγνώμων!
Είναι κάποιες στιγμές που σου μένουν στο πέρασμα της ζωής… Μοιάζουν σαν τους φάρους που συναντάς τη νύχτα σε ένα ταξίδι με πλοίο. Ειδικά όταν γύρω όλα μοιάζουν τόσο σκοτεινά που σκεπάζουν ακόμη κι εκείνα που θα έπρεπε να αντικρύζεις κατάματα και να σου δίνουν κουράγιο…
Ήταν κοντά στα μεσάνυχτα της Δευτέρας προς Τρίτη όταν αφήναμε το σπίτι των φίλων μας στη Μάνη για να κατηφορίσουμε προς το παραλιακό ξενοδοχείο, όπου προσπαθήσαμε να περάσουμε μερικές γαλήνιες μέρες πριν τον χαμό της επικαιρότητας που θα ακολουθούσε με το Μεσοπρόθεσμο και τα όσα θα γίνονταν – και, δυστυχώς, έγιναν…
Είναι κάποιες στιγμές που σου μένουν στο πέρασμα της ζωής… Μοιάζουν σαν τους φάρους που συναντάς τη νύχτα σε ένα ταξίδι με πλοίο. Ειδικά όταν γύρω όλα μοιάζουν τόσο σκοτεινά που σκεπάζουν ακόμη κι εκείνα που θα έπρεπε να αντικρύζεις κατάματα και να σου δίνουν κουράγιο…
Ήταν κοντά στα μεσάνυχτα της Δευτέρας προς Τρίτη όταν αφήναμε το σπίτι των φίλων μας στη Μάνη για να κατηφορίσουμε προς το παραλιακό ξενοδοχείο, όπου προσπαθήσαμε να περάσουμε μερικές γαλήνιες μέρες πριν τον χαμό της επικαιρότητας που θα ακολουθούσε με το Μεσοπρόθεσμο και τα όσα θα γίνονταν – και, δυστυχώς, έγιναν…
Οδηγούσε η Αγγελική, εγώ συνοδηγός, και τα δύο κορίτσια πίσω ευχαριστημένα από το παιχνίδι που είχε προηγηθεί με τους φίλους τους μα και μελαγχολικά γιατί οι μίνι διακοπές με τον μπαμπά – που βλέπουν σπανίως, λόγω δουλειάς – έφταναν στο τέλος τους.
Η νύχτα απόλυτη, ερημικό το μέρος, εμείς και τα άστρα μόνο. Έτσι νομίζαμε τουλάχιστον, μέχρι που τα φώτα του αυτοκινήτου σχημάτισαν στη μαύρη άσφαλτο έναν γκριζοκίτρινο μεγάλο όγκο που με δυσκολία προσπαθούσε να κάνει τα κουμάντα του πάνω σε ένα τόσο ξένο για αυτόν περιβάλλον!
Ήταν μια καρέτα – καρέτα! Τεράστια, μεγαλόπρεπη, μα και κουρασμένη καθώς τα πτερύγιά της, αντί για την άμμο που είχαν συνηθίσει να δρασκελίζουν σε κάποια από τις προηγούμενες γέννες της, δοκιμάζονταν τώρα πάνω στο άγνωστο για αυτήν τραχύ υλικό που ακόμη και τα λάστιχα ενός αυτοκινήτου θα μπορούσε να φθείρει.
Η έκπληξή μας τεράστια, ο ενθουσιασμός των κοριτσιών πρωτοφανής, παρόλο που το μέγεθος της χελώνας τους προξενούσε προφανώς και κάποιο μικρό φόβο! Τηλεφώνημα αμέσως στους φίλους μας για βοήθεια αλλά και για να ζήσουν και τα δικά τους παιδιά την πρωτόγνωρη εμπειρία που η μάνα φύση τα αξίωσε τόσο νωρίς στη ζωή τους να γευτούν.
Ήταν κοντά στα μεσάνυχτα της Δευτέρας προς Τρίτη όταν αφήναμε το σπίτι των φίλων μας στη Μάνη για να κατηφορίσουμε προς το παραλιακό ξενοδοχείο, όπου προσπαθήσαμε να περάσουμε μερικές γαλήνιες μέρες πριν τον χαμό της επικαιρότητας που θα ακολουθούσε με το Μεσοπρόθεσμο και τα όσα θα γίνονταν – και, δυστυχώς, έγιναν…
Οδηγούσε η Αγγελική, εγώ συνοδηγός, και τα δύο κορίτσια πίσω ευχαριστημένα από το παιχνίδι που είχε προηγηθεί με τους φίλους τους μα και μελαγχολικά γιατί οι μίνι διακοπές με τον μπαμπά – που βλέπουν σπανίως, λόγω δουλειάς – έφταναν στο τέλος τους.
Η νύχτα απόλυτη, ερημικό το μέρος, εμείς και τα άστρα μόνο. Έτσι νομίζαμε τουλάχιστον, μέχρι που τα φώτα του αυτοκινήτου σχημάτισαν στη μαύρη άσφαλτο έναν γκριζοκίτρινο μεγάλο όγκο που με δυσκολία προσπαθούσε να κάνει τα κουμάντα του πάνω σε ένα τόσο ξένο για αυτόν περιβάλλον!
Ήταν μια καρέτα – καρέτα! Τεράστια, μεγαλόπρεπη, μα και κουρασμένη καθώς τα πτερύγιά της, αντί για την άμμο που είχαν συνηθίσει να δρασκελίζουν σε κάποια από τις προηγούμενες γέννες της, δοκιμάζονταν τώρα πάνω στο άγνωστο για αυτήν τραχύ υλικό που ακόμη και τα λάστιχα ενός αυτοκινήτου θα μπορούσε να φθείρει.
Η έκπληξή μας τεράστια, ο ενθουσιασμός των κοριτσιών πρωτοφανής, παρόλο που το μέγεθος της χελώνας τους προξενούσε προφανώς και κάποιο μικρό φόβο! Τηλεφώνημα αμέσως στους φίλους μας για βοήθεια αλλά και για να ζήσουν και τα δικά τους παιδιά την πρωτόγνωρη εμπειρία που η μάνα φύση τα αξίωσε τόσο νωρίς στη ζωή τους να γευτούν.
Σταματήσαμε το αυτοκίνητο στην αντίθετη προς την θάλασσα πλευρά του δρόμου, μήπως και το ετοιμόγεννο ζωντανό φοβηθεί και στραφεί προς την παραλία. Η απάντηση ήταν ένα γρύλλισμα – δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω – ήχος φόβου, απόπειρα απειλής προς κάτι που φάνταζε σε εκείνη πιο δυνατό και, προφανώς, εχθρικό.
Λένε ότι οι καρέτα-καρέτα γεννούν εκεί που γεννήθηκαν, ξέρουν σημάδια, μυρωδιές και ό, τι άλλο θαυμαστό τους φανερώνει ο δικός τους κόσμος. Ο δρόμος αυτός ήταν πολύ καινούργιος, πιθανότατα όταν η χελώνα είχε γεννηθεί να μην υπήρχε και το πλάσμα να έψαχνε τον τόπο του θαύματος που είχε κρατημένο μέσα στις αισθήσεις του.
Γρήγορα ήρθε και η οικογένεια των φίλων μας. Τέσσερις άνθρωποι προσπαθούσαμε να την γυρίσουμε με όση προσοχή και κανόνες υπαγορεύονταν από το όποιο φυσικό ένστικτο έχει απομείνει στους ανθρώπους της πόλης. Δύσκολη προσπάθεια, το ζωντανό γυρνούσε και ξαναγυρνούσε προς την μέσα πλευρά του δρόμου, προσπαθώντας να αμυνθεί έναντι αυτών που ένιωθε να απειλούν πρώτα από όλα αυτά που κουβαλούσε στα σπλάχνα του. Η τραχιά άσφαλτος που της τραυμάτιζε τα πτερύγια έμοιαζε στην καρέτα-καρέτα ξαφνικά πιο οικεία από τα τέρατα που την σήκωναν στον αέρα για να της αλλάξουν τη ρότα που είχε πάρει για τη γέννα της.
Εμείς γνωρίζαμε ότι αν την αφήναμε στο δρόμο, το πιθανότερο θα ήταν να την χτυπήσει κάποιος εποχούμενος που θα είχε πειθαρχήσει στις ταχύτητες που μας επιβάλλει ο πολιτισμός μας. Αυτές, τις τόσο ξένες από το απλό, φυσικό σούρσιμο του τεράστιου ζώου…
Προσπαθήσαμε περίπου είκοσι λεπτά, για εκείνην μπορεί να έμοιαζαν με μια ολόκληρη ζωή, σαν προσπάθεια επιβίωσης. Τελικά, η καρέτα-καρέτα, κοντά πια στην άμμο, έκανε μια γρήγορη στροφή ώστε να βρει τα μονοπάτια που είχε νωρίτερα πατήσει και άρχισε τον δρόμο προς το υγρό στοιχείο που, σκουρόχρωμο από τον βαθύ ουρανό, έμοιαζε τόσο ξένο σε εμάς, μα τόσο αυτονόητο για εκείνη.
Τα παιδιά την συνόδευσαν διακριτικά κι από απόσταση ασφαλείας – και για εκείνα και για αυτήν, έτσι ένιωθαν όλοι τους, οι τρυφερές ψυχούλες είναι ακόμη τόσο κοντά στο φυσικό ένστικτο! – μέχρι που ο τεράστιος όγκος άφησε πίσω του έναν πανέμορφο πλαφασμό και χάθηκε στα βαθιά νερά, ψάχνοντας ίσως για κάποιο άλλο μέρος για τον σκοπό που του είχε ορίσει η πλάση.
Και –ειλικρινά σας λέω – αυτή η ευλογία που ζήσαμε ένιωθα να με γεμίζει, σε κάθε επαφή των χεριών μου με το σκληρό καβούκι, με μια συγκινητική δύναμη ζωής κόντρα σε όλα αυτά που υποφέρουμε και υπομένουμε καιρό τώρα στην καθημερινότητά μας.
Ένας απροσδιόριστος μεταδότης του μεγαλείου της φύσης, μια ηλεκτρόλυση να σε διαπερνά, μια αγωνιώδης προσπάθεια η μνήμη να την ξαναφέρει πίσω, σαν παίρναμε πια τον δρόμο προς το δωμάτιο.
Γλυκιά μας καρέτα-καρέτα, σου είμαι ευγνώμων για αυτό που ζήσαμε! Κι αν μπορείς και θυμάσαι, όπως κι εμείς, μακάρι να ξανασυναντηθούμε… Κι αν μπορείς να μας εμπιστευθείς, στον άγριο κόσμο των ανθρώπων, να καθίσουμε κοντά χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία, χωρίς αντίσταση.
Σε μια μέθεξη ζωής, σε ένα δίδαγμα για το γένος των ανθρώπων...
Σου είμαι ευγνώμων, αγάπη μου!
Λένε ότι οι καρέτα-καρέτα γεννούν εκεί που γεννήθηκαν, ξέρουν σημάδια, μυρωδιές και ό, τι άλλο θαυμαστό τους φανερώνει ο δικός τους κόσμος. Ο δρόμος αυτός ήταν πολύ καινούργιος, πιθανότατα όταν η χελώνα είχε γεννηθεί να μην υπήρχε και το πλάσμα να έψαχνε τον τόπο του θαύματος που είχε κρατημένο μέσα στις αισθήσεις του.
Γρήγορα ήρθε και η οικογένεια των φίλων μας. Τέσσερις άνθρωποι προσπαθούσαμε να την γυρίσουμε με όση προσοχή και κανόνες υπαγορεύονταν από το όποιο φυσικό ένστικτο έχει απομείνει στους ανθρώπους της πόλης. Δύσκολη προσπάθεια, το ζωντανό γυρνούσε και ξαναγυρνούσε προς την μέσα πλευρά του δρόμου, προσπαθώντας να αμυνθεί έναντι αυτών που ένιωθε να απειλούν πρώτα από όλα αυτά που κουβαλούσε στα σπλάχνα του. Η τραχιά άσφαλτος που της τραυμάτιζε τα πτερύγια έμοιαζε στην καρέτα-καρέτα ξαφνικά πιο οικεία από τα τέρατα που την σήκωναν στον αέρα για να της αλλάξουν τη ρότα που είχε πάρει για τη γέννα της.
Εμείς γνωρίζαμε ότι αν την αφήναμε στο δρόμο, το πιθανότερο θα ήταν να την χτυπήσει κάποιος εποχούμενος που θα είχε πειθαρχήσει στις ταχύτητες που μας επιβάλλει ο πολιτισμός μας. Αυτές, τις τόσο ξένες από το απλό, φυσικό σούρσιμο του τεράστιου ζώου…
Προσπαθήσαμε περίπου είκοσι λεπτά, για εκείνην μπορεί να έμοιαζαν με μια ολόκληρη ζωή, σαν προσπάθεια επιβίωσης. Τελικά, η καρέτα-καρέτα, κοντά πια στην άμμο, έκανε μια γρήγορη στροφή ώστε να βρει τα μονοπάτια που είχε νωρίτερα πατήσει και άρχισε τον δρόμο προς το υγρό στοιχείο που, σκουρόχρωμο από τον βαθύ ουρανό, έμοιαζε τόσο ξένο σε εμάς, μα τόσο αυτονόητο για εκείνη.
Τα παιδιά την συνόδευσαν διακριτικά κι από απόσταση ασφαλείας – και για εκείνα και για αυτήν, έτσι ένιωθαν όλοι τους, οι τρυφερές ψυχούλες είναι ακόμη τόσο κοντά στο φυσικό ένστικτο! – μέχρι που ο τεράστιος όγκος άφησε πίσω του έναν πανέμορφο πλαφασμό και χάθηκε στα βαθιά νερά, ψάχνοντας ίσως για κάποιο άλλο μέρος για τον σκοπό που του είχε ορίσει η πλάση.
Και –ειλικρινά σας λέω – αυτή η ευλογία που ζήσαμε ένιωθα να με γεμίζει, σε κάθε επαφή των χεριών μου με το σκληρό καβούκι, με μια συγκινητική δύναμη ζωής κόντρα σε όλα αυτά που υποφέρουμε και υπομένουμε καιρό τώρα στην καθημερινότητά μας.
Ένας απροσδιόριστος μεταδότης του μεγαλείου της φύσης, μια ηλεκτρόλυση να σε διαπερνά, μια αγωνιώδης προσπάθεια η μνήμη να την ξαναφέρει πίσω, σαν παίρναμε πια τον δρόμο προς το δωμάτιο.
Γλυκιά μας καρέτα-καρέτα, σου είμαι ευγνώμων για αυτό που ζήσαμε! Κι αν μπορείς και θυμάσαι, όπως κι εμείς, μακάρι να ξανασυναντηθούμε… Κι αν μπορείς να μας εμπιστευθείς, στον άγριο κόσμο των ανθρώπων, να καθίσουμε κοντά χωρίς φόβο, χωρίς αγωνία, χωρίς αντίσταση.
Σε μια μέθεξη ζωής, σε ένα δίδαγμα για το γένος των ανθρώπων...
Σου είμαι ευγνώμων, αγάπη μου!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα