Ο αρνητισμός της πανδημίας και η «αλυσίδα ζωής»
Χριστίνα Παπανικολάου
Ο αρνητισμός της πανδημίας και η «αλυσίδα ζωής»
Βρισκόμαστε στην τελική ευθεία. Η επιστήμη παρέχει συνεχώς νέα μέσα για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την επιστροφή στη φυσιολογική κοινωνική και οικονομική ζωή, αλλά και στην υγειονομική κανονικότητα. Η πανδημία, λόγω του νέου μολυσματικού στελέχους του κορωνοϊού, και παρά τις προηγούμενες προειδοποιήσεις (με το SARS και το MERS) δεν έγινε κατορθωτό να ανασχεθεί αποτελεσματικά στην αρχική της φάση. Κανένα Υγειονομικό Σύστημα στον κόσμο και καμμιά οργανωμένη κοινωνία δεν ήταν προετοιμασμένοι για μια τόσο καταστροφική, μαζική και ασύμμετρη απειλή για τη Δημόσια Υγεία.
Μέχρι σήμερα η μικρή μας χώρα και το χρονίως προβληματικό Υγειονομικό μας Σύστημα έχει ανταποκριθεί με συνέπεια και καλά αποτελέσματα, συγκριτικά με άλλες, ισχυρότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Καμία στρατηγική για την προστασία της Δημόσιας Υγείας δεν αποδείχθηκε να διαθέτει τη “μαγική λύση”. Θα έχουμε όλο το χρόνο μετά την κρίση να βγάλουμε τα κατάλληλα συμπεράσματα, τόσο για την οργάνωση των Συστημάτων Υγείας, όσο και για τις νέες στρατηγικές Δημόσιας Υγείας στη μετα-COVID εποχή. Προς το παρόν, οι μίζερες κριτικές και η αντιπολιτευτική εκμετάλλευση ορισμένων παραλείψεων ή επιμέρους λαθών στη διαχείριση της πανδημίας δεν μπορεί να αποτελούν άλλοθι για την υποτίμηση ή την ακύρωση του όλου εγχειρήματος.
Σήμερα ο στόχος είναι ένας: η επίτευξη συλλογικής ανοσίας μέσω του εμβολιασμού, η ελαχιστοποίηση της μετάδοσης και η δραστική μείωση των νοσηλειών, των βαρέως πασχόντων και των απωλειών της ζωής. Και όλα τα παραπάνω, αποτελούν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, μια “αλυσίδα ζωής”. Κάθε κομμάτι της αλυσίδας επηρεάζει και επηρεάζεται αναπόφευκτα από όλα τα άλλα. Η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και η παράλειψη τήρησης μέτρων προφύλαξης ευνοεί την αυξημένη μετάδοση και την εμφάνιση νέων μεταλλάξεων, η αύξηση των νοσηλειών και των βαρέως πασχόντων απορρυθμίζει την ομαλή λειτουργία του Υγειονομικού συστήματος προκαλώντας πιθανόν περισσότερες απώλειες ζωής, που δεν οφείλονται μόνο στο COVID, αλλά και στις καθυστερήσεις αντιμετώπισης άλλων σοβαρών νοσημάτων.
Υπάρχει μια αλήθεια, που γίνεται δύσκολα αντιληπτή από την κοινωνία και το συλλογικό υποσυνείδητο, παρά το γεγονός ότι ζούμε σε κοινωνίες διακυνδίνευσης: το γεγονός ότι στη βιολογία και ειδικά στην ιατρική καμμία ιατρική πράξη, θεραπευτική ή διαγνωστική, δεν είναι απαλλαγμένη από ένα μικρό ή μεγαλύτερο ποσοστό κινδύνου, ή αστοχίας. Όποιος επιδιώκει ή φαντασιώνεται μηδενικούς κινδύνους από τη λήψη του απλούστερου φαρμάκου έως την πιο περίπλοκη χειρουργική επέμβαση, δεν έχει παρά να διαβάσει τη στατιστική διαβάθμιση των παρενεργειών και των οδηγιών, που εσωκλείονται σε όλα ανεξαιρέτως τα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα εμβόλια. Όλα τα εμβόλια, και όχι μόνο του κορωνοϊού, μπορούν να παρουσιάσουν σπανιότατες παρενέργειες ή ανεπιθύμητες ενέργειες, που είναι κυρίως οι αλλεργικές αντιδράσεις. Η γενετική μοναδικότητα του κάθε ανθρώπινου οργανισμού αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εξατομικευμένη, ενδεχόμενη αντίδραση. Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των ψηφιακών εφαρμογών στην Υγεία προσφέρουν σήμερα την δυνατότητα ταχύτατης συγκέντρωσης, ανάλυσης και αξιολόγησης μεγάλων όγκων δεδομένων, που σημαίνει ότι η στατιστική εκτίμηση του ποσοστού εμφάνισης πιθανών παρενεργειών σε πολλά εκατομμύρια εμβολιασμών είναι εξαιρετικά πιο ακριβής και ασφαλής από ότι στο παρελθόν, αλλά και άμεσα κοινωποιήσιμη, σε ένα κόσμο παγκοσμιοποιημένης πληροφορίας ..... Έχουμε, μάλλον στατιστικά, περισσότερες πιθανότητες να εμπλακούμε σε ένα αυτοκινητιστικό ή άλλο ατύχημα στην καθημερινότητά μας, παρά να υποστούμε μια σοβαρή παρενέργεια από το οποιοδήποτε εγκεκριμένο εμβόλιο. Διαθέτουμε όμως και την “σύγχρονη τύχη” της πολύ γρήγορης ενσωμάτωσης των βιοτεχνολογικών επιτευγμάτων στην ιατρική πρακτική και τη δυνατότητα αξιολόγησης του ισοζυγίου οφέλειας και κινδύνου. Και είναι λογικό, η σταδιακά αυξανόμενη συγκέντρωση και αξιολόγηση όλο και περισσότερων ερευνητικών, κλινικών ή εμβολιαστικών δεδομένων μέσα στο χρόνο, να επιφέρει, αναπόφευκτα, διαφοροποιήσεις σε επιμέρους τακτικές προστασίας ή και στην στρατηγική αντιμετώπιση της πανδημίας. Ειδικά όταν πρόκειται για ένα καινούργιο μολυσματικό στέλεχος, ενός γνωστού ιού, διαδεδομένου στη φύση, που επι σειρά ετών θεωρούνταν υπεύθυνος μόνο για “απλά κρυολογήματα” στον άνθρωπο και σήμερα εμφανίζεται ως αίτιο μείζονος υγειονομικής απειλής.
Αυτές οι κατανοητές αλήθειες για τους επιστήμονες ή άλλους “μυημένους”, είναι πράγματι δύσκολο να μεταδοθούν και να γίνουν συνειδητά αποδεκτές από το ευρύ κοινό. Η επικοινωνία του κινδύνου στην κοινότητα και κυρίως η “ποσοτικοποίησή” του αποτελει ένα από τα δυσκολότερα κεφάλαια στη διαχείριση όλων των κρίσεων, ιδιαίτερα των κρίσεων Δημόσιας Υγείας. Απαιτείται όχι μόνο ευαισθητοποίηση, αλλά πραγματική εκπαίδευση του κοινού, που θα πρέπει να προέρχεται από κοινωνικούς leaders, άτομα ή φορείς μέσα από την κοινότητα, με τη μεγαλύτερη δυνατή εγγύτητα και επιρροή στους πολίτες. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, της φονικότερης και καταστροφικότερης υγειονομικής κρίσης, που βιώνει η ανθρωπότητα τα τελευταία 100 χρόνια, οφείλουν όλοι, ειδικοί και διαμορφωτές της κοινής γνώμης να συμπεριφέρονται με μεγάλη υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση. Η πολυφωνία και οι “παραφωνίες” της δημόσιας έκφρασης προσωπικών απόψεων δεν έχουν θέση στο δημόσιο διάλογο, όταν απειλούνται ζωές. Αυτό ισχύει, τόσο για τα μέλη των αρμόδιων επιστημονικών φορέων, όσο και για πολλούς άλλους, που θεωρούν ότι ο καθηγητικός και μόνο τίτλος ή η θέση τους στην κομματική ιεραρχία του οποιουδήποτε κόμματος παρέχει “το ελευθέρας” για να διτυπώνουν ανούσιες αντιπολιτευτικές κρίσεις, άστοχες επικρίσεις ή αντιεπιστημονικές απόψεις, που επηρεάζουν τις επιλογές των πολιτών, τροφοδοτούν έμμεσα τη συνομωσιολογία, θέτουν σε αμφισβήτηση την επιστήμη και δυσχεραίνουν την έξοδο από την κρίση. Οι παλινωδίες των Ευρωπαϊκών κρατών για τη χρήση του εμβολίου της Astra-Zeneca και η αδυναμία υιοθέτησης μιας ενιαίας στάσης από τις Ευρωπαϊκές αρχές στοίχησε οπωσδήποτε ακριβά στην εμπιστοσύνη των πληθυσμών απέναντι στην ανάγκη άμεσου και καθολικού εμβολιασμού.
Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση εμβολιασμού μεγάλων, δυστυχώς, πληθυσμιακών ομάδων και ιδιαίτερα όσων ανήκουν στους επαγγελματίες υγείας. Ειδικότερα για όσους, ελπίζω λίγους, από τους γιατρούς αρνούνται να εμβολιαστούν θα πρέπει να επισημανθεί, κυρίως από την πλευρά των επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων, ότι η άρνηση εμβολιασμού έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους βασικούς κανόνες βιοηθικής στην άσκηση της ιατρικής, αλλά και με τις βασικές αρχές του Ιπποκρατικού όρκου. Όσοι επιμένουν να λειτουργούν ως μεταδότες του ιού για τους ασθενείς τους, μόνο “βλάβη”μπορούν να προκαλέσουν και καμμία “οφέλεια”. Τίθεται όμως και θέμα επιστημονικής επάρκειας, διότι όταν τον 21ο αιώνα ένας γιατρός της οποιασδήποτε ειδικότητας αγνοεί τους βασικούς μηχανισμούς ανοσοποίησης και τον καθοριστικά επωφελή ρόλο των εμβολίων στην ιστορία της Δημόσιας Υγείας και της ανθρωπότητας , δεν είναι ασφαλές, ούτε θεμιτό να προσφέρει ιατρικές υπηρεσίες σε οποιαδήποτε δομή του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Ανεπιφύλακτα, επομένως, αναμένουμε από την κεντρική Διοίκηση, σε συνεργασία με τους επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς των επαγγελματιών Υγείας, να θεσπίσει άμεσα, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των Υγειονομικών και να εφαρμόσει μηχανισμούς ελέγχου και αξιολόγησης της επιστημονικής επάρκειας, για την ασφάλεια των ασθενών και την ομαλή λειτουργία του συστήματος Υγείας.
Τι σημαινει όμως και τι σηματοδοτεί αυτός ο παράδοξος για την εποχή μας αρνητισμός, όχι μόνο απέναντι στον εμβολιασμό, αλλά και στη χρήση τεστ αυτοδιάγνωσης, ακόμη και στην ύπαρξη της πανδημίας? Δεν υπάρχει λογική εξήγηση για την αντικοινωνική, ανεύθυνη αυτή στάση, που εκδηλώνεται ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, ιδεολογικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και κοινωνικοοικονομικής τάξης. Εκπαιδευτικοί που αρνούνται τα self-test και τη χρήση μάσκας, επιφορτισμένοι “να μάθουν γράμματα” στα παιδιά της τεχνολογίας και των υπολογιστών! Γιατροί, που δημοσίως διατυπώνουν την άποψη, ότι οι εμβολιασμοί ευνοούν την εμφάνιση νέων μεταλλάξεων! Ιερείς, που παρά τη διατυπωμένη, επίσημη θέση της Εκκλησίας, διακηρύττουν από άμβωνος, με μοναδική ιδεοληπτική θρησκοληψία την δαιμονοποίηση του ιού! Μόνο ίσως με ψυχολογικούς όρους θα μπορούσε να αναλυθεί αυτή η κατάσταση ιδιότυπης πολιτισμικής “καθυστέρησης”, που μας φέρνει στο νου τον πρωτόγονο, μεταφυσικό φόβο και τον σκοταδισμό του Μεσαίωνα, σε ότι δεν μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητό. Βεβαίως, οι περισσότεροι από τους σημερινούς “αρνητές” της επιστήμης, και της σοβαρότητας της κατάστασης, κάνουν ευχαρίστως χρήση όλων των άλλων σύγχρονων επιτευγμάτων και ευεργημάτων της τεχνολογίας, που διευκολύνουν την καθημερινότητά τους, χωρίς να επιζητούν να κατανοήσουν πλήρως τις αρχές λειτουργίας τους. Θα πρέπει να γίνει όμως σαφές, ότι όσοι επιμένουν να αποτελούν ένα “κρίκο” στην αλυσίδα της μετάδοσης του ιού στην κοινότητα θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και πολλούς άλλους απο το οικογενειακό, το εργασιακό και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Και είναι τραγικό λάθος να θεωρούμε ότι στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης προσωπικής ελευθερίας οι διάφοροι τύποι αρνητών ασκούν ένα ατομικό τους δικαίωμα. Για τον απλούστατο λόγο, ότι η στάση και η πρακτική τους δημιουργεί μεγάλες ανισότητες εις βάρος της άσκησης των νόμιμων και θεμιτών δικαιωμάτων στην Υγεία και τη ζωή όλης της υπόλοιπης κοινωνίας. Δεν είναι λογικά και ηθικά αποδεκτό, όσοι και όποιοι πρακτικά παρεμποδίζουν την επάνοδο στην κανονικότητα επιβάλλοντας έμμεσα την παράταση περιοριστικών και δυσάρεστων μέτρων για τους συνανθρώπους τους, να έχουν τα ίδια δικαιώματα με όσους εμβολιάζονται, τηρούν τα μέτρα πρόληψης και ατομικής προστασίας, ενώ πολλοί έχουν υποστεί και δραματικές οικονομικές επιπτώσεις από την μακροχρόνια αναστολή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων.
Η θέσπιση επομένως ορισμένων προνομιακών ελευθεριών και του “πράσινου” διαβατηρίου για τους εμβολιασμένους πολίτες, όπως η δυνατότητα ελεύθερων μετακινήσεων, η συμμετοχή σε πολιτιστικές και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις ή δραστηριότητες, που ήδη εφαρμόζονται σε χώρες με υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης, μπορεί να αποτελέσει την έμπρακτη αναγνώριση της κοινωνικής ευθύνης των πολιτών και ένα επιπλέον κίνητρο για την ταχύτερη απόκτηση συλλογικής ανοσίας και την επάνοδο στην κανονικότητα, όσο και εαν αυτό δεν αρέσει σε ορισμένους πολιτικούς “φωστήρες”.
* Η Χριστίνα Παπανικολάου είναι Βιοπαθολόγος, πρ. Διευθύντρια ΕΣΥ, πρ. Γεν. Γραμματέας Δημόσιας Υγείας
Σήμερα ο στόχος είναι ένας: η επίτευξη συλλογικής ανοσίας μέσω του εμβολιασμού, η ελαχιστοποίηση της μετάδοσης και η δραστική μείωση των νοσηλειών, των βαρέως πασχόντων και των απωλειών της ζωής. Και όλα τα παραπάνω, αποτελούν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, μια “αλυσίδα ζωής”. Κάθε κομμάτι της αλυσίδας επηρεάζει και επηρεάζεται αναπόφευκτα από όλα τα άλλα. Η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και η παράλειψη τήρησης μέτρων προφύλαξης ευνοεί την αυξημένη μετάδοση και την εμφάνιση νέων μεταλλάξεων, η αύξηση των νοσηλειών και των βαρέως πασχόντων απορρυθμίζει την ομαλή λειτουργία του Υγειονομικού συστήματος προκαλώντας πιθανόν περισσότερες απώλειες ζωής, που δεν οφείλονται μόνο στο COVID, αλλά και στις καθυστερήσεις αντιμετώπισης άλλων σοβαρών νοσημάτων.
Υπάρχει μια αλήθεια, που γίνεται δύσκολα αντιληπτή από την κοινωνία και το συλλογικό υποσυνείδητο, παρά το γεγονός ότι ζούμε σε κοινωνίες διακυνδίνευσης: το γεγονός ότι στη βιολογία και ειδικά στην ιατρική καμμία ιατρική πράξη, θεραπευτική ή διαγνωστική, δεν είναι απαλλαγμένη από ένα μικρό ή μεγαλύτερο ποσοστό κινδύνου, ή αστοχίας. Όποιος επιδιώκει ή φαντασιώνεται μηδενικούς κινδύνους από τη λήψη του απλούστερου φαρμάκου έως την πιο περίπλοκη χειρουργική επέμβαση, δεν έχει παρά να διαβάσει τη στατιστική διαβάθμιση των παρενεργειών και των οδηγιών, που εσωκλείονται σε όλα ανεξαιρέτως τα φαρμακευτικά σκευάσματα.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα εμβόλια. Όλα τα εμβόλια, και όχι μόνο του κορωνοϊού, μπορούν να παρουσιάσουν σπανιότατες παρενέργειες ή ανεπιθύμητες ενέργειες, που είναι κυρίως οι αλλεργικές αντιδράσεις. Η γενετική μοναδικότητα του κάθε ανθρώπινου οργανισμού αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εξατομικευμένη, ενδεχόμενη αντίδραση. Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα των ψηφιακών εφαρμογών στην Υγεία προσφέρουν σήμερα την δυνατότητα ταχύτατης συγκέντρωσης, ανάλυσης και αξιολόγησης μεγάλων όγκων δεδομένων, που σημαίνει ότι η στατιστική εκτίμηση του ποσοστού εμφάνισης πιθανών παρενεργειών σε πολλά εκατομμύρια εμβολιασμών είναι εξαιρετικά πιο ακριβής και ασφαλής από ότι στο παρελθόν, αλλά και άμεσα κοινωποιήσιμη, σε ένα κόσμο παγκοσμιοποιημένης πληροφορίας ..... Έχουμε, μάλλον στατιστικά, περισσότερες πιθανότητες να εμπλακούμε σε ένα αυτοκινητιστικό ή άλλο ατύχημα στην καθημερινότητά μας, παρά να υποστούμε μια σοβαρή παρενέργεια από το οποιοδήποτε εγκεκριμένο εμβόλιο. Διαθέτουμε όμως και την “σύγχρονη τύχη” της πολύ γρήγορης ενσωμάτωσης των βιοτεχνολογικών επιτευγμάτων στην ιατρική πρακτική και τη δυνατότητα αξιολόγησης του ισοζυγίου οφέλειας και κινδύνου. Και είναι λογικό, η σταδιακά αυξανόμενη συγκέντρωση και αξιολόγηση όλο και περισσότερων ερευνητικών, κλινικών ή εμβολιαστικών δεδομένων μέσα στο χρόνο, να επιφέρει, αναπόφευκτα, διαφοροποιήσεις σε επιμέρους τακτικές προστασίας ή και στην στρατηγική αντιμετώπιση της πανδημίας. Ειδικά όταν πρόκειται για ένα καινούργιο μολυσματικό στέλεχος, ενός γνωστού ιού, διαδεδομένου στη φύση, που επι σειρά ετών θεωρούνταν υπεύθυνος μόνο για “απλά κρυολογήματα” στον άνθρωπο και σήμερα εμφανίζεται ως αίτιο μείζονος υγειονομικής απειλής.
Αυτές οι κατανοητές αλήθειες για τους επιστήμονες ή άλλους “μυημένους”, είναι πράγματι δύσκολο να μεταδοθούν και να γίνουν συνειδητά αποδεκτές από το ευρύ κοινό. Η επικοινωνία του κινδύνου στην κοινότητα και κυρίως η “ποσοτικοποίησή” του αποτελει ένα από τα δυσκολότερα κεφάλαια στη διαχείριση όλων των κρίσεων, ιδιαίτερα των κρίσεων Δημόσιας Υγείας. Απαιτείται όχι μόνο ευαισθητοποίηση, αλλά πραγματική εκπαίδευση του κοινού, που θα πρέπει να προέρχεται από κοινωνικούς leaders, άτομα ή φορείς μέσα από την κοινότητα, με τη μεγαλύτερη δυνατή εγγύτητα και επιρροή στους πολίτες. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, της φονικότερης και καταστροφικότερης υγειονομικής κρίσης, που βιώνει η ανθρωπότητα τα τελευταία 100 χρόνια, οφείλουν όλοι, ειδικοί και διαμορφωτές της κοινής γνώμης να συμπεριφέρονται με μεγάλη υπευθυνότητα και αυτοσυγκράτηση. Η πολυφωνία και οι “παραφωνίες” της δημόσιας έκφρασης προσωπικών απόψεων δεν έχουν θέση στο δημόσιο διάλογο, όταν απειλούνται ζωές. Αυτό ισχύει, τόσο για τα μέλη των αρμόδιων επιστημονικών φορέων, όσο και για πολλούς άλλους, που θεωρούν ότι ο καθηγητικός και μόνο τίτλος ή η θέση τους στην κομματική ιεραρχία του οποιουδήποτε κόμματος παρέχει “το ελευθέρας” για να διτυπώνουν ανούσιες αντιπολιτευτικές κρίσεις, άστοχες επικρίσεις ή αντιεπιστημονικές απόψεις, που επηρεάζουν τις επιλογές των πολιτών, τροφοδοτούν έμμεσα τη συνομωσιολογία, θέτουν σε αμφισβήτηση την επιστήμη και δυσχεραίνουν την έξοδο από την κρίση. Οι παλινωδίες των Ευρωπαϊκών κρατών για τη χρήση του εμβολίου της Astra-Zeneca και η αδυναμία υιοθέτησης μιας ενιαίας στάσης από τις Ευρωπαϊκές αρχές στοίχησε οπωσδήποτε ακριβά στην εμπιστοσύνη των πληθυσμών απέναντι στην ανάγκη άμεσου και καθολικού εμβολιασμού.
Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση εμβολιασμού μεγάλων, δυστυχώς, πληθυσμιακών ομάδων και ιδιαίτερα όσων ανήκουν στους επαγγελματίες υγείας. Ειδικότερα για όσους, ελπίζω λίγους, από τους γιατρούς αρνούνται να εμβολιαστούν θα πρέπει να επισημανθεί, κυρίως από την πλευρά των επαγγελματικών και επιστημονικών φορέων, ότι η άρνηση εμβολιασμού έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τους βασικούς κανόνες βιοηθικής στην άσκηση της ιατρικής, αλλά και με τις βασικές αρχές του Ιπποκρατικού όρκου. Όσοι επιμένουν να λειτουργούν ως μεταδότες του ιού για τους ασθενείς τους, μόνο “βλάβη”μπορούν να προκαλέσουν και καμμία “οφέλεια”. Τίθεται όμως και θέμα επιστημονικής επάρκειας, διότι όταν τον 21ο αιώνα ένας γιατρός της οποιασδήποτε ειδικότητας αγνοεί τους βασικούς μηχανισμούς ανοσοποίησης και τον καθοριστικά επωφελή ρόλο των εμβολίων στην ιστορία της Δημόσιας Υγείας και της ανθρωπότητας , δεν είναι ασφαλές, ούτε θεμιτό να προσφέρει ιατρικές υπηρεσίες σε οποιαδήποτε δομή του δημόσιου ή του ιδιωτικού τομέα. Ανεπιφύλακτα, επομένως, αναμένουμε από την κεντρική Διοίκηση, σε συνεργασία με τους επαγγελματικούς και επιστημονικούς φορείς των επαγγελματιών Υγείας, να θεσπίσει άμεσα, τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των Υγειονομικών και να εφαρμόσει μηχανισμούς ελέγχου και αξιολόγησης της επιστημονικής επάρκειας, για την ασφάλεια των ασθενών και την ομαλή λειτουργία του συστήματος Υγείας.
Τι σημαινει όμως και τι σηματοδοτεί αυτός ο παράδοξος για την εποχή μας αρνητισμός, όχι μόνο απέναντι στον εμβολιασμό, αλλά και στη χρήση τεστ αυτοδιάγνωσης, ακόμη και στην ύπαρξη της πανδημίας? Δεν υπάρχει λογική εξήγηση για την αντικοινωνική, ανεύθυνη αυτή στάση, που εκδηλώνεται ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, ιδεολογικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και κοινωνικοοικονομικής τάξης. Εκπαιδευτικοί που αρνούνται τα self-test και τη χρήση μάσκας, επιφορτισμένοι “να μάθουν γράμματα” στα παιδιά της τεχνολογίας και των υπολογιστών! Γιατροί, που δημοσίως διατυπώνουν την άποψη, ότι οι εμβολιασμοί ευνοούν την εμφάνιση νέων μεταλλάξεων! Ιερείς, που παρά τη διατυπωμένη, επίσημη θέση της Εκκλησίας, διακηρύττουν από άμβωνος, με μοναδική ιδεοληπτική θρησκοληψία την δαιμονοποίηση του ιού! Μόνο ίσως με ψυχολογικούς όρους θα μπορούσε να αναλυθεί αυτή η κατάσταση ιδιότυπης πολιτισμικής “καθυστέρησης”, που μας φέρνει στο νου τον πρωτόγονο, μεταφυσικό φόβο και τον σκοταδισμό του Μεσαίωνα, σε ότι δεν μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητό. Βεβαίως, οι περισσότεροι από τους σημερινούς “αρνητές” της επιστήμης, και της σοβαρότητας της κατάστασης, κάνουν ευχαρίστως χρήση όλων των άλλων σύγχρονων επιτευγμάτων και ευεργημάτων της τεχνολογίας, που διευκολύνουν την καθημερινότητά τους, χωρίς να επιζητούν να κατανοήσουν πλήρως τις αρχές λειτουργίας τους. Θα πρέπει να γίνει όμως σαφές, ότι όσοι επιμένουν να αποτελούν ένα “κρίκο” στην αλυσίδα της μετάδοσης του ιού στην κοινότητα θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και πολλούς άλλους απο το οικογενειακό, το εργασιακό και το κοινωνικό τους περιβάλλον. Και είναι τραγικό λάθος να θεωρούμε ότι στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης προσωπικής ελευθερίας οι διάφοροι τύποι αρνητών ασκούν ένα ατομικό τους δικαίωμα. Για τον απλούστατο λόγο, ότι η στάση και η πρακτική τους δημιουργεί μεγάλες ανισότητες εις βάρος της άσκησης των νόμιμων και θεμιτών δικαιωμάτων στην Υγεία και τη ζωή όλης της υπόλοιπης κοινωνίας. Δεν είναι λογικά και ηθικά αποδεκτό, όσοι και όποιοι πρακτικά παρεμποδίζουν την επάνοδο στην κανονικότητα επιβάλλοντας έμμεσα την παράταση περιοριστικών και δυσάρεστων μέτρων για τους συνανθρώπους τους, να έχουν τα ίδια δικαιώματα με όσους εμβολιάζονται, τηρούν τα μέτρα πρόληψης και ατομικής προστασίας, ενώ πολλοί έχουν υποστεί και δραματικές οικονομικές επιπτώσεις από την μακροχρόνια αναστολή των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων.
Η θέσπιση επομένως ορισμένων προνομιακών ελευθεριών και του “πράσινου” διαβατηρίου για τους εμβολιασμένους πολίτες, όπως η δυνατότητα ελεύθερων μετακινήσεων, η συμμετοχή σε πολιτιστικές και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις ή δραστηριότητες, που ήδη εφαρμόζονται σε χώρες με υψηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης, μπορεί να αποτελέσει την έμπρακτη αναγνώριση της κοινωνικής ευθύνης των πολιτών και ένα επιπλέον κίνητρο για την ταχύτερη απόκτηση συλλογικής ανοσίας και την επάνοδο στην κανονικότητα, όσο και εαν αυτό δεν αρέσει σε ορισμένους πολιτικούς “φωστήρες”.
* Η Χριστίνα Παπανικολάου είναι Βιοπαθολόγος, πρ. Διευθύντρια ΕΣΥ, πρ. Γεν. Γραμματέας Δημόσιας Υγείας
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα