Τράπεζες, οικονομία και πολιτικοί
Γρ. Νικολόπουλος
Τράπεζες, οικονομία και πολιτικοί
Οι πρόσφατες ρυθμίσεις της κυβέρνησης για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη και την προστασία της α’ κατοικίας των δανειοληπτών από τις τράπεζες κατέδειξε ορισμένα πράγματα: καταρχήν, η κυβέρνηση επέβαλε στις τράπεζες τις απόψεις της, αυξάνοντας το όριο προστασίας, περιλαμβάνοντας επιχειρηματικά δάνεια στις ρυθμίσεις και πετυχαίνοντας κούρεμα δανείων ανάλογα με την αγοραία αξία των υποθηκευμένων ακινήτων.
Η νίκη της κυβέρνησης της προσφέρει επικοινωνιακά οφέλη στα μάτια των ψηφοφόρων, αφού τους διευκολύνει. Από την άλλη μεριά, οι τράπεζες θα εξετάσουν από την αρχή τα δάνεια που καλύπτονται από αυτή την προστασία και σύμφωνα με τον κ. Κωστή Χατζηδάκη της Νέας Δημοκρατίας, εν τέλει πολλοί που ήταν καλυμμένοι θα μείνουν ακάλυπτοι.
Επί της ουσίας, το πρόβλημα των τραπεζών παραμένει άλυτο και περιμένουμε πλέον την εφαρμογή των προτάσεων Στουρνάρα και ΤΧΣ για τα κόκκινα δάνεια, με την ελπίδα ότι το πρόβλημα θα περιοριστεί. Σε καμία περίπτωση, όμως, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν θα λυθεί οριστικά με αυτά τα μέτρα κι έτσι θα συνεχίσει να επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη το ζήτημα της αυξήσεων κεφαλαίων των τραπεζών.
Οπως και να το δει κανείς, το πρόβλημα καταλήγει στην έλλειψη χρήματος. Κάποιος πρέπει -αργά ή γρήγορα- να βάλει λεφτά στις τράπεζες και αυτός ο κάποιος είναι ένας εκ των τριών: μετόχων -νέων ή παλιών-, κράτους (δηλαδή των φορολογουμένων), Ευρωπαίων. Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή δεν αντιμετωπίζεται παρόλο που όλοι θεωρούν ότι υπάρχει λύση. Και αυτή είναι μία: να βάλει λεφτά κάποιος άλλος. Ετσι, αφού όλοι πιστεύουν ότι κάποιος άλλος θα βάλει τα λεφτά που λείπουν αλλά κανείς δεν τα βάζει, η λύση του προβλήματος αναβάλλεται ώστε να το αντιμετωπίσει ο επόμενος. Ο επόμενος πρωθυπουργός, η επόμενη διοίκηση της τράπεζας, ο επόμενος Ευρωπαίος ηγέτης κ.λπ.
Με αυτή την τακτική το πρόβλημα παραμένει, η οικονομία δεν χρηματοδοτείται, επενδύσεις δεν γίνονται, ανάπτυξη δεν έχουμε και η οικονομία σέρνεται.
Οι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι ο λόγος που δεν δίνουν δάνεια είναι ότι δεν υπάρχουν υγιείς επιχειρήσεις να χρηματοδοτήσουν. Για την ακρίβεια, λένε ότι αυτές οι υγιείς επιχειρήσεις που μπορούν να χρηματοδοτηθούν δεν θέλουν δάνεια και αυτές που θέλουν δάνεια δεν είναι υγιείς ώστε να χρηματοδοτηθούν. Αλήθεια είναι αυτό, αλλά είναι η μισή αλήθεια. Η ολόκληρη είναι ότι για να είναι μια ελληνική επιχείρηση υγιής πρέπει να έχει ηρωικό και όχι απλώς καλό μάνατζμεντ, εξωστρέφεια, δηλαδή εξαγωγές, και πολύ καλό προϊόν. Δεν είναι εύκολο, αλλά ακόμη και αν το πετύχει, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τεράστια και αυξανόμενα κόστη, από τα εργασιακά και τα ασφαλιστικά μέχρι τη γραφειοκρατία, τους τεράστιους φόρους κ.λπ.
Οσον αφορά τους πολιτικούς μας, κανείς δεν έχει επιδείξει το απαιτούμενο θάρρος για τομές και μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν λύση στο πρόβλημα, δηλαδή αυτές που θα μειώνουν το κόστος του Δημοσίου. Οποιος το επιχειρήσει θα καταρρεύσει πολιτικά. Χρειαζόμαστε λοιπόν έναν «αυτοκτονικό» πρωθυπουργό ο οποίος να εκπροσωπεί ένα «αυτοκτονικό» κόμμα για να πάρει τις αποφάσεις. Δεν υπάρχει αυτός, ούτε το κόμμα, συνεπώς οι αποφάσεις δεν θα ληφθούν.
Αυτά όσον αφορά στην ουσία του ζητήματος. Τώρα για τους αισιόδοξους υπάρχει πάντα και ο άλλος δρόμος, αυτός της ανάπτυξης. Πράγματι, αν καταφέρει η Ελλάδα να πετύχει έναν πολύ υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, πάνω από 5% τουλάχιστον για πολλά χρόνια, το πρόβλημα θα λυθεί διότι η αύξηση του ΑΕΠ θα μετατρέψει σε μικρά όλα τα σημερινά προβλήματα. Για να έχουμε, όμως, τέτοια ανάπτυξη, χρειάζεται αφενός να υλοποιούνται -και μάλιστα να αυξηθούν- οι δημόσιες επενδύσεις τις οποίες η κυβέρνηση Τσίπρα δεν υλοποιεί για να έχει λεφτά για παροχές και αφετέρου να έρθουν ξένες επενδύσεις. Για να έρθουν ξένες επενδύσεις πρέπει οι επενδυτές να πειστούν ότι τα λεφτά τους θα αποδώσουν και για να γίνει αυτό πρέπει καταρχάς να καταλάβουν ότι αλλάζει το σκηνικό στην Ελλάδα. Με τη συμπεριφορά της κυβέρνησης και τις προεκλογικές παροχές το αντίθετο σήμα δίνεται στους επενδυτές.
Η μείωση των φόρων, η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, η παράκαμψη του Δημοσίου σε οτιδήποτε σχετίζεται με επενδύσεις είναι αναγκαία προϋπόθεση.
Για να γίνει αυτό, όμως, θα πρέπει να συμφωνήσουν οι ξένοι στη μείωση του πλεονάσματος, ή να βρει μια μελλοντική κυβέρνηση τρόπους περικοπής των δαπανών του Δημοσίου για να υπάρχουν λεφτά για επενδύσεις. Πρέπει επίσης να εφαρμόσει την ξεχασμένη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ για να ανέβει θέση στις λίστες διεθνούς ανταγωνιστικότητας και να έχει ελπίδα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Αυτά θα μπορούσε να τα κάνει οποιαδήποτε κυβέρνηση, όχι αναγκαία «αυτοκτονική». Δεν τα κάνουν όμως είτε από ανικανότητα, είτε από ιδεολογική στρέβλωση, είτε από λατρεία του πελατειακού κράτους.
Η ταλαιπωρία λοιπόν θα συνεχιστεί σίγουρα με αυτή την κυβέρνηση και η μοναδική ελπίδα είναι ότι μετά τις εκλογές η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί θα έχει το θάρρος να προχωρήσει σε κάποια εξυγιαντικά μέτρα τουλάχιστον για μία διετία - αν διαθέτει βέβαια το ελάχιστο πολιτικό θάρρος και τις στοιχειώδεις γνώσεις. Δεν είναι βέβαιο, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Επί της ουσίας, το πρόβλημα των τραπεζών παραμένει άλυτο και περιμένουμε πλέον την εφαρμογή των προτάσεων Στουρνάρα και ΤΧΣ για τα κόκκινα δάνεια, με την ελπίδα ότι το πρόβλημα θα περιοριστεί. Σε καμία περίπτωση, όμως, το πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν θα λυθεί οριστικά με αυτά τα μέτρα κι έτσι θα συνεχίσει να επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη το ζήτημα της αυξήσεων κεφαλαίων των τραπεζών.
Οπως και να το δει κανείς, το πρόβλημα καταλήγει στην έλλειψη χρήματος. Κάποιος πρέπει -αργά ή γρήγορα- να βάλει λεφτά στις τράπεζες και αυτός ο κάποιος είναι ένας εκ των τριών: μετόχων -νέων ή παλιών-, κράτους (δηλαδή των φορολογουμένων), Ευρωπαίων. Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή δεν αντιμετωπίζεται παρόλο που όλοι θεωρούν ότι υπάρχει λύση. Και αυτή είναι μία: να βάλει λεφτά κάποιος άλλος. Ετσι, αφού όλοι πιστεύουν ότι κάποιος άλλος θα βάλει τα λεφτά που λείπουν αλλά κανείς δεν τα βάζει, η λύση του προβλήματος αναβάλλεται ώστε να το αντιμετωπίσει ο επόμενος. Ο επόμενος πρωθυπουργός, η επόμενη διοίκηση της τράπεζας, ο επόμενος Ευρωπαίος ηγέτης κ.λπ.
Με αυτή την τακτική το πρόβλημα παραμένει, η οικονομία δεν χρηματοδοτείται, επενδύσεις δεν γίνονται, ανάπτυξη δεν έχουμε και η οικονομία σέρνεται.
Οι τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι ο λόγος που δεν δίνουν δάνεια είναι ότι δεν υπάρχουν υγιείς επιχειρήσεις να χρηματοδοτήσουν. Για την ακρίβεια, λένε ότι αυτές οι υγιείς επιχειρήσεις που μπορούν να χρηματοδοτηθούν δεν θέλουν δάνεια και αυτές που θέλουν δάνεια δεν είναι υγιείς ώστε να χρηματοδοτηθούν. Αλήθεια είναι αυτό, αλλά είναι η μισή αλήθεια. Η ολόκληρη είναι ότι για να είναι μια ελληνική επιχείρηση υγιής πρέπει να έχει ηρωικό και όχι απλώς καλό μάνατζμεντ, εξωστρέφεια, δηλαδή εξαγωγές, και πολύ καλό προϊόν. Δεν είναι εύκολο, αλλά ακόμη και αν το πετύχει, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τεράστια και αυξανόμενα κόστη, από τα εργασιακά και τα ασφαλιστικά μέχρι τη γραφειοκρατία, τους τεράστιους φόρους κ.λπ.
Οσον αφορά τους πολιτικούς μας, κανείς δεν έχει επιδείξει το απαιτούμενο θάρρος για τομές και μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν λύση στο πρόβλημα, δηλαδή αυτές που θα μειώνουν το κόστος του Δημοσίου. Οποιος το επιχειρήσει θα καταρρεύσει πολιτικά. Χρειαζόμαστε λοιπόν έναν «αυτοκτονικό» πρωθυπουργό ο οποίος να εκπροσωπεί ένα «αυτοκτονικό» κόμμα για να πάρει τις αποφάσεις. Δεν υπάρχει αυτός, ούτε το κόμμα, συνεπώς οι αποφάσεις δεν θα ληφθούν.
Αυτά όσον αφορά στην ουσία του ζητήματος. Τώρα για τους αισιόδοξους υπάρχει πάντα και ο άλλος δρόμος, αυτός της ανάπτυξης. Πράγματι, αν καταφέρει η Ελλάδα να πετύχει έναν πολύ υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, πάνω από 5% τουλάχιστον για πολλά χρόνια, το πρόβλημα θα λυθεί διότι η αύξηση του ΑΕΠ θα μετατρέψει σε μικρά όλα τα σημερινά προβλήματα. Για να έχουμε, όμως, τέτοια ανάπτυξη, χρειάζεται αφενός να υλοποιούνται -και μάλιστα να αυξηθούν- οι δημόσιες επενδύσεις τις οποίες η κυβέρνηση Τσίπρα δεν υλοποιεί για να έχει λεφτά για παροχές και αφετέρου να έρθουν ξένες επενδύσεις. Για να έρθουν ξένες επενδύσεις πρέπει οι επενδυτές να πειστούν ότι τα λεφτά τους θα αποδώσουν και για να γίνει αυτό πρέπει καταρχάς να καταλάβουν ότι αλλάζει το σκηνικό στην Ελλάδα. Με τη συμπεριφορά της κυβέρνησης και τις προεκλογικές παροχές το αντίθετο σήμα δίνεται στους επενδυτές.
Η μείωση των φόρων, η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, η παράκαμψη του Δημοσίου σε οτιδήποτε σχετίζεται με επενδύσεις είναι αναγκαία προϋπόθεση.
Για να γίνει αυτό, όμως, θα πρέπει να συμφωνήσουν οι ξένοι στη μείωση του πλεονάσματος, ή να βρει μια μελλοντική κυβέρνηση τρόπους περικοπής των δαπανών του Δημοσίου για να υπάρχουν λεφτά για επενδύσεις. Πρέπει επίσης να εφαρμόσει την ξεχασμένη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ για να ανέβει θέση στις λίστες διεθνούς ανταγωνιστικότητας και να έχει ελπίδα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.
Αυτά θα μπορούσε να τα κάνει οποιαδήποτε κυβέρνηση, όχι αναγκαία «αυτοκτονική». Δεν τα κάνουν όμως είτε από ανικανότητα, είτε από ιδεολογική στρέβλωση, είτε από λατρεία του πελατειακού κράτους.
Η ταλαιπωρία λοιπόν θα συνεχιστεί σίγουρα με αυτή την κυβέρνηση και η μοναδική ελπίδα είναι ότι μετά τις εκλογές η κυβέρνηση που θα σχηματιστεί θα έχει το θάρρος να προχωρήσει σε κάποια εξυγιαντικά μέτρα τουλάχιστον για μία διετία - αν διαθέτει βέβαια το ελάχιστο πολιτικό θάρρος και τις στοιχειώδεις γνώσεις. Δεν είναι βέβαιο, αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα