
Ανέφικτη η Μεταρρύθμιση Πριν τις Βουλευτικές Εκλογές
Το προεκλογικό πρόγραμμα της κυβέρνησης δεν κατέστη δυνατό να υλοποιηθεί μέχρι σήμερα, κυρίως λόγω της πανδημίας και των επιπτώσεων των γεγονότων στην Ουκρανία
Αν και υπήρξε πρόοδος σε διάφορους τομείς, είναι λογικό ότι, οι βασικές νομοθετικές πρωτοβουλίες δεν θα μπορέσουν να δρομολογηθούν στη διάρκεια της επερχόμενης προεκλογικής περιόδου.
Από τη φύση τους, οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές απαιτούν επαρκή κυβερνητικό χρόνο, αφενός προκειμένου να διασκεδασθούν οι πραγματικές (ή υποτιθέμενες) φοβίες, αφετέρου διότι η κρατική μηχανή δεν διαθέτει τη συναφή γνώση και εμπειρία, ούτε την απαραίτητη δημιουργική διάθεση. Επιπροσθέτως, η όξυνση της κομματικής αντιπαλότητας με έλλειψη έστω ελάχιστης συναίνεσης, στο πλαίσιο της οποίας εκστομίζονται σοβαρές ανακρίβειες και καλλιεργούνται κοινωνικές αντιπαραθέσεις, αναστέλλει κάθε δράση, υπό τον φόβο του εκλογικού κόστους.
Τα παραπάνω ισχύουν απολύτως στον υγειονομικό τομέα, όπου αναμασάται συνεχώς το ψευδώνυμο σύνθημα περί δήθεν «δωρεάν υγείας», που συνήθως αμβλύνει το αίσθημα συνευθύνης των πολιτών, επιτρέπει αλόγιστες οργανωτικές απαιτήσεις ή ακόμη δικαιολογεί -σε κάποιες περιπτώσεις- την άσκοπη κατανάλωση υπηρεσιών και προϊόντων.
Επομένως, κατά τους επόμενους μήνες δεν αναμένεται κινητικότητα ως προς την χάραξη του πολυσυζητημένου νέου νοσοκομειακού χάρτη, που θα εύρισκε (ανοήτως) αντίθετους τοπικούς πληθυσμούς, ούτε η έναρξη εφαρμογής διαδικασιών πραγματικής αξιολόγησης δομών και εργαζομένων του κρατικού τομέα, όπου προκαλεί αλλεργία ακόμη και η λέξη.
Ανάλογη αναμένεται η αναβλητικότητα στα ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με το επαγγελματικό status του ιατρικού σώματος (ταυτόχρονη απασχόληση στον ιδιωτικό και κρατικό τομέα, απογευματινά χειρουργεία, προσωπικός γιατρός κ.λπ.), όπου ήδη καταγράφεται έντονη διαφοροποίηση απόψεων, όχι μόνο στο πολιτικό εποικοδόμημα, αλλά και μεταξύ των άμεσα ενδιαφερομένων.
Η κυβέρνηση ανησυχεί σοβαρά και δικαίως μπροστά στο φαινόμενο της έντονης γεωγραφικής ανισοκατανομής του υγειονομικού προσωπικού, που αφήνει ακάλυπτα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, και μπροστά στην επικίνδυνη υποστελέχωση των κρατικών μονάδων (νοσοκομείων και κέντρων υγείας), σε συνδυασμό με την άρνηση διορισμού και την επιλογή ακόμη και της εξωτερικής μετανάστευσης εκ μέρους των νεότερων ιατρών.
Επίσης, η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την κυρίαρχη, οικονομική βάση του φαινομένου.
Επιχειρεί όμως να το αντιμετωπίσει, κατά περίπτωση, με ατελέσφορα μικρά επιδόματα και ημίμετρα επιλεκτικής άρσης της αποκλειστικής απασχόλησης στον κρατικό τομέα, με υποτιθέμενες «δικλείδες» ελέγχου απολύτως αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Με άλλα λόγια, κατά το κοινώς λεγόμενο, η κυβέρνηση φαίνεται ότι διστάζει «να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα», πολύ περισσότερο σε προεκλογική περίοδο.
Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι, βασική ιστορική επιλογή του ιατρικού σώματος υπήρξε ο ελευθεροεπαγγελματισμός. Ήδη, πριν 100 χρόνια ο ελληνικός ιατρικός κόσμος αντιτάχθηκε ακόμη και στην εισαγωγή της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, η οποία –υποτίθεται ότι- θα οδηγούσε στην «υποδούλωση» του ιατρού. Η αποκλειστικά υπαλληλική απασχόληση υπήρξε διαχρονικά απωθητική. Με εξαίρεση το Ελληνικό ΕΣΥ και την περίοδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σε ορισμένες χώρες, δεν γνωρίζω άλλο παράδειγμα αποκλειστικής εργασιακής σχέσης των ιατρών με το κράτος. Η μαρξιστική πρόβλεψη ότι ο ιατρός θα γινόταν υποχρεωτικά «έμμισθος εργάτης» τελικά δεν ίσχυσε.
Να θυμίσω ότι ακόμη και το 1985, κατά την πρώτη εφαρμογή του καθεστώτος της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στο ΕΣΥ, οι επιλεγέντες Διευθυντές τμημάτων στα αθηναϊκά νοσοκομεία κρυβόντουσαν, για να μη παραλάβουν την πρόσκληση προς ορκωμοσία. Αλλά και οι Επιμελητές διαπραγματεύτηκαν σκληρά την επίσημη αποκλειστικότητα και απέσπασαν παραχωρήσεις ασύμβατες με τον δημοσιοϋπαλληλισμό (πλασματικές εφημερίες, φορολογικές απαλλαγές, αμετάθετο κ.λπ.), πέραν του γεγονότος ότι οι μέθοδοι απόκτησης πρόσθετου ιδιωτικού εισοδήματος ανακαλύφθηκαν πολύ γρήγορα. Ακολούθησε το γνωστό καθεστώς των κομματικών παρεμβάσεων, οι χαριστικοί διορισμοί και μεταθέσεις και οι προαγωγές χωρίς αξιολογικά κριτήρια, αλλά «δι΄ ανατάσεως της χειρός».
Σήμερα οι αντιλήψεις των νέων ιατρών -και ιδιαίτερα των ικανότερων- έχουν αλλάξει ριζικά. Το ελεύθερο επάγγελμα, ο μεγιστοποιημένος ιδιωτικός νοσοκομειακός και εργαστηριακός τομέας και ο διεθνής στίβος είναι ανοικτοί ορίζοντες, για όσους επιδιώκουν την επαγγελματική διάκριση και την οικονομική επιτυχία, στη βάση της ποιότητας και ποσότητας της εργασίας τους, αλλά και αποδεκτών συνθηκών παροχής της. Αυτοί δεν αποκλείουν την πλήρη ή συμπληρωματική (επιλεκτικά) συνεργασία τους με τον κρατικό τομέα, όταν οι όροι ζήτησης είναι αντίστοιχοι της προσφοράς.
Ελάχιστοι είναι πλέον οι πτυχιούχοι ιατρικής (και προφανώς όχι οι καλύτεροι) που εξακολουθούν να προσβλέπουν μονομερώς στη μίζερη και προκαθορισμένη καριέρα της αποκλειστικής, δημοσιοϋπαλληλικής απασχόλησης, θεωρώντας το κράτος ως υποχρεωτικό και ανεκτικό μισθοδότη, και όχι ως δυνητικό και επιλεκτικό εργοδότη, στο πλαίσιο ενός ασθενοκεντρικού προσανατολισμού.
Από τη φύση τους, οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές απαιτούν επαρκή κυβερνητικό χρόνο, αφενός προκειμένου να διασκεδασθούν οι πραγματικές (ή υποτιθέμενες) φοβίες, αφετέρου διότι η κρατική μηχανή δεν διαθέτει τη συναφή γνώση και εμπειρία, ούτε την απαραίτητη δημιουργική διάθεση. Επιπροσθέτως, η όξυνση της κομματικής αντιπαλότητας με έλλειψη έστω ελάχιστης συναίνεσης, στο πλαίσιο της οποίας εκστομίζονται σοβαρές ανακρίβειες και καλλιεργούνται κοινωνικές αντιπαραθέσεις, αναστέλλει κάθε δράση, υπό τον φόβο του εκλογικού κόστους.
Τα παραπάνω ισχύουν απολύτως στον υγειονομικό τομέα, όπου αναμασάται συνεχώς το ψευδώνυμο σύνθημα περί δήθεν «δωρεάν υγείας», που συνήθως αμβλύνει το αίσθημα συνευθύνης των πολιτών, επιτρέπει αλόγιστες οργανωτικές απαιτήσεις ή ακόμη δικαιολογεί -σε κάποιες περιπτώσεις- την άσκοπη κατανάλωση υπηρεσιών και προϊόντων.
Επομένως, κατά τους επόμενους μήνες δεν αναμένεται κινητικότητα ως προς την χάραξη του πολυσυζητημένου νέου νοσοκομειακού χάρτη, που θα εύρισκε (ανοήτως) αντίθετους τοπικούς πληθυσμούς, ούτε η έναρξη εφαρμογής διαδικασιών πραγματικής αξιολόγησης δομών και εργαζομένων του κρατικού τομέα, όπου προκαλεί αλλεργία ακόμη και η λέξη.
Ανάλογη αναμένεται η αναβλητικότητα στα ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με το επαγγελματικό status του ιατρικού σώματος (ταυτόχρονη απασχόληση στον ιδιωτικό και κρατικό τομέα, απογευματινά χειρουργεία, προσωπικός γιατρός κ.λπ.), όπου ήδη καταγράφεται έντονη διαφοροποίηση απόψεων, όχι μόνο στο πολιτικό εποικοδόμημα, αλλά και μεταξύ των άμεσα ενδιαφερομένων.
Η κυβέρνηση ανησυχεί σοβαρά και δικαίως μπροστά στο φαινόμενο της έντονης γεωγραφικής ανισοκατανομής του υγειονομικού προσωπικού, που αφήνει ακάλυπτα μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, και μπροστά στην επικίνδυνη υποστελέχωση των κρατικών μονάδων (νοσοκομείων και κέντρων υγείας), σε συνδυασμό με την άρνηση διορισμού και την επιλογή ακόμη και της εξωτερικής μετανάστευσης εκ μέρους των νεότερων ιατρών.
Επίσης, η κυβέρνηση δεν αμφισβητεί την κυρίαρχη, οικονομική βάση του φαινομένου.
Επιχειρεί όμως να το αντιμετωπίσει, κατά περίπτωση, με ατελέσφορα μικρά επιδόματα και ημίμετρα επιλεκτικής άρσης της αποκλειστικής απασχόλησης στον κρατικό τομέα, με υποτιθέμενες «δικλείδες» ελέγχου απολύτως αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Με άλλα λόγια, κατά το κοινώς λεγόμενο, η κυβέρνηση φαίνεται ότι διστάζει «να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα», πολύ περισσότερο σε προεκλογική περίοδο.
Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι, βασική ιστορική επιλογή του ιατρικού σώματος υπήρξε ο ελευθεροεπαγγελματισμός. Ήδη, πριν 100 χρόνια ο ελληνικός ιατρικός κόσμος αντιτάχθηκε ακόμη και στην εισαγωγή της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, η οποία –υποτίθεται ότι- θα οδηγούσε στην «υποδούλωση» του ιατρού. Η αποκλειστικά υπαλληλική απασχόληση υπήρξε διαχρονικά απωθητική. Με εξαίρεση το Ελληνικό ΕΣΥ και την περίοδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σε ορισμένες χώρες, δεν γνωρίζω άλλο παράδειγμα αποκλειστικής εργασιακής σχέσης των ιατρών με το κράτος. Η μαρξιστική πρόβλεψη ότι ο ιατρός θα γινόταν υποχρεωτικά «έμμισθος εργάτης» τελικά δεν ίσχυσε.
Να θυμίσω ότι ακόμη και το 1985, κατά την πρώτη εφαρμογή του καθεστώτος της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στο ΕΣΥ, οι επιλεγέντες Διευθυντές τμημάτων στα αθηναϊκά νοσοκομεία κρυβόντουσαν, για να μη παραλάβουν την πρόσκληση προς ορκωμοσία. Αλλά και οι Επιμελητές διαπραγματεύτηκαν σκληρά την επίσημη αποκλειστικότητα και απέσπασαν παραχωρήσεις ασύμβατες με τον δημοσιοϋπαλληλισμό (πλασματικές εφημερίες, φορολογικές απαλλαγές, αμετάθετο κ.λπ.), πέραν του γεγονότος ότι οι μέθοδοι απόκτησης πρόσθετου ιδιωτικού εισοδήματος ανακαλύφθηκαν πολύ γρήγορα. Ακολούθησε το γνωστό καθεστώς των κομματικών παρεμβάσεων, οι χαριστικοί διορισμοί και μεταθέσεις και οι προαγωγές χωρίς αξιολογικά κριτήρια, αλλά «δι΄ ανατάσεως της χειρός».
Σήμερα οι αντιλήψεις των νέων ιατρών -και ιδιαίτερα των ικανότερων- έχουν αλλάξει ριζικά. Το ελεύθερο επάγγελμα, ο μεγιστοποιημένος ιδιωτικός νοσοκομειακός και εργαστηριακός τομέας και ο διεθνής στίβος είναι ανοικτοί ορίζοντες, για όσους επιδιώκουν την επαγγελματική διάκριση και την οικονομική επιτυχία, στη βάση της ποιότητας και ποσότητας της εργασίας τους, αλλά και αποδεκτών συνθηκών παροχής της. Αυτοί δεν αποκλείουν την πλήρη ή συμπληρωματική (επιλεκτικά) συνεργασία τους με τον κρατικό τομέα, όταν οι όροι ζήτησης είναι αντίστοιχοι της προσφοράς.
Ελάχιστοι είναι πλέον οι πτυχιούχοι ιατρικής (και προφανώς όχι οι καλύτεροι) που εξακολουθούν να προσβλέπουν μονομερώς στη μίζερη και προκαθορισμένη καριέρα της αποκλειστικής, δημοσιοϋπαλληλικής απασχόλησης, θεωρώντας το κράτος ως υποχρεωτικό και ανεκτικό μισθοδότη, και όχι ως δυνητικό και επιλεκτικό εργοδότη, στο πλαίσιο ενός ασθενοκεντρικού προσανατολισμού.
Επαναλαμβάνοντας ότι το «εθνικό» σύστημα είναι ενιαίο και απλώς έχει κρατικό και ιδιωτικό βραχίονα (που χρηματοδοτούνται και οι δύο αποκλειστικά και μόνο από τους πολίτες), εισηγούμαι την εγκατάλειψη του αμιγώς δημοσιοϋπαλληλικού καθεστώτος και του ισοπεδωτικού και άδικου «ενιαίου μισθολογίου» στον κρατικό υγειονομικό μηχανισμό, για όλες τις μελλοντικές προσλήψεις. Οι συμβάσεις αορίστου ή (καλύτερα) ορισμένου χρόνου, με πλήρη ή μερική απασχόληση και επαναξιολόγηση, είναι το κατάλληλο σύστημα που, με επεξεργασία των επιμέρους ρεαλιστικών ρυθμίσεων, θα δώσει λύση στο σημερινό αδιέξοδο.
Όμως, αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει προεκλογικά.
*Γιώργος Ι. Στάθης, Οικονομολόγος, Manager Νοσοκομείων, τ. Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ)
Όμως, αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει προεκλογικά.
*Γιώργος Ι. Στάθης, Οικονομολόγος, Manager Νοσοκομείων, τ. Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ)
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα