Ελληνικά λουκάνικα: τα πάντα και ακόμη περισσότερα για το πιο αγαπημένο αλλαντικό!
Ελληνικά λουκάνικα: τα πάντα και ακόμη περισσότερα για το πιο αγαπημένο αλλαντικό!
Λουκάνικα, τα ελληνικά. Κάθε περιοχή έχει τη δική της εκδοχή, με διαφορετικά είδη κρέατος, μπαχαρικά και μυρωδικά, κάπνισμα, ωρίμανση. Και καθένα τους είναι ξεχωριστά νόστιμο.
Περίπου το 1948-49 ο Νίκος Γούναρης με τον Τώνη Μαρούδα, διάσημοι τραγουδιστές της εποχής εκείνης, έλεγαν ένα τραγούδι για την όμορφη Αθήνα που κατέληγε σε ένα δίστιχο που παρέμεινε μέχρι σήμερα στη γλώσσα μας ως δηλωτικό μεγάλης ευημερίας:
«Πού ’ν’ τα χρόνια που ξηγιόμαστε αλάνικα και που σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα».
Πού είναι τα χρόνια, δηλαδή, που είχαμε τόσα χρήματα ώστε να μην πεινάνε ούτε τα σκυλιά μας. Κι αν αναλογιστεί κανείς πως το τραγούδι αυτό έκανε σουξέ σε μια Ελλάδα που μόλις έβγαινε από τον πόλεμο και την αιματηρή συνέχειά του, θα αναρωτηθεί από πού μπορεί να πήγαζε εκείνη η εικόνα της αφθονίας και των χορτάτων σκύλων. Και τότε ίσως να ανακαλύψει ότι η φράση αναφερόταν στη χιουμοριστική βιτρίνα ενός από τα ελάχιστα μεγαλομπακάλικα της μεταπολεμικής Αθήνας, του Θανόπουλου, στα Χαυτεία –Αιόλου και Σταδίου–, όπου είχαν στήσει έναν λούτρινο σκύλο, δεμένο από τον λαιμό του με ψεύτικα λουκάνικα, αντί για λουρί και κολάρο.
Τότε, που οι άνθρωποι δυσκολεύονταν ακόμη να τα βγάλουν πέρα, τα λουκάνικα είχαν περίοπτη θέση στη διατροφή τους, καθώς θεωρούνταν το κατεξοχήν υποκατάστατο του κρέατος, το οποίο δεν ήταν οικονομικά προσβάσιμο για όλο τον κόσμο. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη οι μεγάλες αλλαντοβιομηχανίες ή οι υπεραγορές κρεάτων και ο μόνος τρόπος να προμηθευτείς λουκάνικα ήταν να αποτανθείς στον κρεοπώλη σου, σε περίπτωση που έφτιαχνε δικά του ή να έχεις συγγενείς σε κάποιο χωριό για να σου τα στείλουν πεσκέσι, μετά τα χοιροσφάγια τους.
Δείτε τη συνέχεια στο Olivemagazine.gr
«Πού ’ν’ τα χρόνια που ξηγιόμαστε αλάνικα και που σέρναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα».
Πού είναι τα χρόνια, δηλαδή, που είχαμε τόσα χρήματα ώστε να μην πεινάνε ούτε τα σκυλιά μας. Κι αν αναλογιστεί κανείς πως το τραγούδι αυτό έκανε σουξέ σε μια Ελλάδα που μόλις έβγαινε από τον πόλεμο και την αιματηρή συνέχειά του, θα αναρωτηθεί από πού μπορεί να πήγαζε εκείνη η εικόνα της αφθονίας και των χορτάτων σκύλων. Και τότε ίσως να ανακαλύψει ότι η φράση αναφερόταν στη χιουμοριστική βιτρίνα ενός από τα ελάχιστα μεγαλομπακάλικα της μεταπολεμικής Αθήνας, του Θανόπουλου, στα Χαυτεία –Αιόλου και Σταδίου–, όπου είχαν στήσει έναν λούτρινο σκύλο, δεμένο από τον λαιμό του με ψεύτικα λουκάνικα, αντί για λουρί και κολάρο.
Τότε, που οι άνθρωποι δυσκολεύονταν ακόμη να τα βγάλουν πέρα, τα λουκάνικα είχαν περίοπτη θέση στη διατροφή τους, καθώς θεωρούνταν το κατεξοχήν υποκατάστατο του κρέατος, το οποίο δεν ήταν οικονομικά προσβάσιμο για όλο τον κόσμο. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη οι μεγάλες αλλαντοβιομηχανίες ή οι υπεραγορές κρεάτων και ο μόνος τρόπος να προμηθευτείς λουκάνικα ήταν να αποτανθείς στον κρεοπώλη σου, σε περίπτωση που έφτιαχνε δικά του ή να έχεις συγγενείς σε κάποιο χωριό για να σου τα στείλουν πεσκέσι, μετά τα χοιροσφάγια τους.
Δείτε τη συνέχεια στο Olivemagazine.gr
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα