Αν κάτι έχει κερδίσει ο Δημήτρης Ιτούδης, όλον αυτόν τον καιρό που προσπαθεί να φτιάξει την ιδανική Εθνική, δεν είναι μόνο νίκες ή καλή στρατηγική για την ομάδα, αλλά ένα καθημερινό μάθημα σεμνότητας και ήθους
Blogs
“Εγώ δεν γράφω τραγούδια. Γράφω για τον ελληνικό λαό” έλεγε ο Μίκης Θεοδωράκης με την απόλυτη επίγνωση ότι κάθε νότα που του υπαγορεύει η μούσα έχει ως στόχο να ανυψώσει το θυμικό και το ηθικό των Ελλήνων. Τίποτα λιγότερο από αυτό.
“Ευχόμαστε να μην έχουμε θύματα από τη φωτιά”-με αυτή τη φράση, άλλη μια προσευχή για την Ελλάδα, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο ανακοίνωνε την αναβολή της εκδήλωσης στα Σεπόλια, όπου θα έπαιζε μπροστά στους πλέον αγαπημένους του θεατές, τα παιδιά που ονειρεύονται να γίνουν σαν και αυτόν, Greek Freak ή απλώς σπουδαίοι Γιάννηδες, άνθρωποι με αξίες και με την Ελλάδα στην καρδιά
Κάθε φορά που το κλισέ πάει να αφανίσει ένα κείμενο, που η απελπισία εξοντώνει κάθε δυνατότητα, που η απώλεια συντρίβει το ενδεχόμενο να ξαναγίνουν όλα όπως πριν, έρχεται ο ίδιος ο Θέμος για να μου/να μας θυμίσει ότι έχουμε χρέος να υπερβούμε τον φόβο: προς το κενό που ο ίδιος άφησε και που απειλεί να σβήσει το γέλιο που αιωρείται ακόμα ολοζώντανο στις αίθουσες ή το πείραγμα που δεν επιτρέπει να λυγίσεις όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.
Σε μια εποχή όπου πλεονάζουν οι ψεύτικοι λόγοι και βαράνε στο πρόσωπο οι κοφτερές ατάκες και οι φτηνοί χαρακτηρισμοί, ο λόγος της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου κάνει τη διαφορά: μεστός, ήρεμος, συγκροτημένος επιβάλλεται όχι με τον συνήθη στόμφο, με τον οποίο έχουν συνηθίσει να απευθύνονται στον κόσμο τα πρόσωπα της εξουσίας, αλλά με μια σεμνότητα που φαντάζει σχεδόν με ελάττωμα. Αλλά δεν είναι.
Δεν θέλω καν να φανταστώ πως θα ήταν σήμερα τα πράγματα στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε ο καθηγητής κ. Σωτήρης Τσιόδρας και τη θέση του καταλάμβανε ένας αυστηρός και ψυχρός καθηγητής ή κάποιος άτεγκτος πολιτικάντης.
Την ώρα που η περήφανη καπετάνισσα Καρόλα Ρακέτε έδινε το δικό της αγώνα στις ανεμοδαρμένες θάλασσες, κόντρα στον Σαλβίνι και στις αποφάσεις των Ευρωπαίων, κάποιοι στην Ελλάδα έδιναν τον δικό τους αγώνα για τη Δημοκρατία.
Όσοι έχουν βρεθεί σε δημόσιο νοσοκομείο, ξέρουν ακριβώς τι εννοώ: τραγική έλλειψη υλικών ακόμα και ιματισμών, κρεβάτια σε άθλια κατάσταση, πεσμένοι τοίχοι, ανσανσέρ που δεν λειτουργούν, τουαλέτες κοινής χρήσης σε αχρηστία
Είναι σχεδόν τραγικό, βγαλμένο θαρρείς από αρχαία τραγωδία, στον ίδιο δρόμο που μέχρι πριν από λίγες μέρες διαμαρτύρονταν για την παρουσία των τουριστών στην πόλη, να καταγράφονται θύματα τρομοκρατικής επίθεσης και ανθρώπινες απώλειες.
Eνα μνημείο κακογουστιάς που μάλλον υποδηλώνει την επιθυμία πολλών να «τρουπώσουν» όπως-όπως στην κρατική ΕΡΤ παρά στους αγώνες για να μείνει ανοιχτή η κρατική τηλεόραση - Απίστευτο διαδικτυακό τρολάρισμα για... τους νεκρούς της ΕΡΤ και η αστεία εκδήλωση με τις ύβρεις Τσακνή και Ραχήλ Μακρή
Ερωτεύτηκα το Παρίσι, μαγικό και ταυτόχρονα βρομερό. Με πλάνεψε και ακόμα με πλανεύει. Δεν μ’ενδιαφέρει να ζήσω τα όνειρά μου ή να ονειρευτώ τη ζωή μου.
Λένε πως στην αρχαιότητα δεν υπήρχε πιο ατιμωτική πράξη για έναν άνδρα και πολεμιστή από το να πετάξει μακριά την ασπίδα του: να εγκαταλείψει, δηλαδή, το πεδίο της μάχης την ώρα που κρίνονται όλα και να αρνηθεί την ύψιστη τιμή τού να θυσιάσει την ανέξοδη ταυτότητά του για την πόλη ή την πατρίδα του.
Μια προφητική ταινία που είχε σκηνοθετήσει πριν από λίγα χρόνια ο φερόμενος κι ως υποψήφιος για Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κώστας Γαβράς-το «Κεφάλαιο»- ήθελε τον πλανήτη να διαφεντεύεται από μια δράκα τεχνοκρατών και κερδοσκόπων που δεν υπολόγιζαν ότι κάτω από τα ψυχρά νούμερα κρύβονται ανθρώπινες ψυχές.
Αρκεί να ακούσεις τον Ύμνο προς την Ελευθερία-αυτά τα κοφτερά, ρομαντικά λόγια συνοδευμένα από μια μελωδία που δεν αφήνει περιθώρια σε φασιστικές κορώνες, για να καταλάβεις ότι αυτές οι εκλογές είναι ιστορικές για τη χώρα.
Η οικειότητα που συνήθως προέρχεται από ανθρώπους που έχουν αναπτύξει ερωτική συνάφεια προφανώς δεν αφορά την περίπτωση της σχέσης Ελλάδας και Επιτροπής,
Από το αρχαιοελληνική έννοια της Τιμωρίας-που σήμαινε αρωγή παρά εκδίκηση-έως τους σωφρονιστικούς κανόνες που υποστήριξε, αιώνες πριν ο Τσεζάρε Μπεκαρία, πουθενά, σε κανέναν κώδικα ευνομούμενου και δημοκρατικού κράτους δεν υπάρχει η έννοια της εκδίκησης ως αιτιολογική αρχή του εγκλεισμού.
«Δεν είναι ο ύπνος της λογικής που γεννάει τέρατα, αλλά ο άγρυπνος ορθολογισμός που πάσχει από αϋπνίες» έγραφαν κάποτε οι Ζυλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουατταρι για να μιλήσουν για τα επικίνδυνα και αιμοβόρα τέρατα που γεννάνε οι επιστήμες και ο ορθολογισμός.
“Αυτοί οι ηθικολόγοι που στερούνται την αγάπη για τη γνώση, που δεν γνωρίζουν παρά μόνο τη χαρά του να κάνεις κακό, έχουν το πνεύμα και την πλήξη των επαρχιωτών.
Διαβάζοντας το κοινό βιβλίο Δούρου-Γλέζου «Μια Κουβέντα με τον Γλέζο» (που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη), διακρίνει κανείς ένα πρωταρχικό μέλημα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα: να ακολουθηθεί η λογική μιας συζήτησης μεταξύ φίλων, μιας εγκάρδιας εκμυστήρευσης και μιας θεωρητικής αναζήτησης που πόρρω απέχει από τα βιβλία που εκδίδουν οι πολιτικοί.
«Να θυμηθώ όταν η μοίρα δείξει περισσότερο έλεος, να θυμηθώ την τωρινή φανταστική ζωή μου. Εσωτερικά φαγωμένη πέρα για πέρα, και οι αναμνήσεις έρχονται και τυλίγουνται γύρω από τον κορμό της, όπως ο κισσός-κάθε τόσο κι ένας άλλος κισσός που ανασαίνει στον αέρα.
Όσους προσπαθούν να ζήσουν διπλή ζωή τελικά τους περιμένει «μια μικρή αλλά ενδιαφέρουσα εκδίκηση» έλεγε με τον δικό του φλεγματικό τρόπο ο βρετανός ποιητής Τζέιμς Φέιντον.
Κάποτε αρκούσε μια ρακή, ένα καφενείο και δυο τρία φιλικά χτυπήματα στην πλάτη για να λυθούν οι παρεξηγήσεις που προξενούσαν τα πολιτικά διλήμματα.
Ευτυχώς είμαστε πολλοί εμείς που απολαύσαμε με χαρά το θέαμα της αλυσοδεμένης συμμορίας και πιστέψαμε, έστω κι ως πρόσκαιρη ψευδαίσθηση, ότι τελικά τιμωρούνται όσοι καταπατούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το σεβασμό στον ξένο και στον άλλο. Εμείς οι «παλιολινάτσες» που ξέραμε ότι πίσω από αυτό το ναζιστικό μόρφωμα κρύβονται άνθρωποι που έχουν ορκιστεί στο νόμο του αίματος αποφασισμένοι αντί με λόγο να απαντούν με τρόμο.
Ζώντας από κοντά τις διάφορες κομματικές συγκεντρώσεις των γερμανικών εκλογών σε διαφορετικά μέρη του Βερολίνου ανάλογα με την παράδοση του κάθε κόμματος- κυριλέ καρδιά της πόλης για την Άνγκελα, παλιό δυτικό Βερολίνο για τον Στάινμπρουκ και ανατολικό Βερολίνο για τους Αριστερούς-αυτό που μου μένει βαθιά αποτυπωμένο δεν είναι οι πολιτικές αντιδράσεις αλλά ένα απλό, ποταπό αντικείμενο: το κολιέ της Άνγκελα Μέρκελ.
Τυγχάνει άνθρωποι του διαμετρήματος της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ να χρειάζονται, όσο ποτέ άλλοτε, στην Ελλάδα-και η χώρα, αντίστοιχα, να τους οφείλει συμβολικά κομμάτια του κύρους της.