«Τι δεν θέλω να ξεχάσω»
Πάολο Τζορντάνο
«Τι δεν θέλω να ξεχάσω»
Άρθρο του Ιταλού δημοσιογράφου της Corriere della Sera και συγγραφέα Πάολο Τζορντάνο αποκλειστικά για το protothema.gr - Μετάφραση άρθρου: Σώτη Τριανταφύλλου - Το βιβλίο του Πάολο Τζορντάνο «Περί Μετάδοσης» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
Χρησιμοποιούμε όλο και συχνότερα τη λέξη «πόλεμος». Ο Εμανουέλ Μακρόν τη χρησιμοποίησε στο διάγγελμά του προς τους Γάλλους· οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι σχολιαστές την επαναλαμβάνουν, οι γιατροί την υιοθετούν κι αυτοί. «Είμαστε σε πόλεμο», «είναι σαν πόλεμος», «ετοιμαστείτε για πόλεμο». Αλλά δεν είναι αλήθεια, δεν είμαστε σε κατάσταση πολέμου. Είμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία και για την οικονομία, για την κοινωνία ― δραματική όπως ένας πόλεμος, αλλά ουσιωδώς διαφορετική. Αυτή την ιδιαιτερότητα αξίζει να τη μελετήσουμε.
Το να κάνουμε λόγο για πόλεμο είναι μια λεξιλογική συντόμευση, ένας ακόμη τρόπος για να αποφύγουμε την παραξενιά, τη μοναδικότητα, τουλάχιστον για εμάς, γι' αυτή τη γενιά: ανατρέχουμε στον πόλεμο, σε κάτι που φαίνεται ότι γνωρίζουμε καλύτερα. Αυτό ήταν το λάθος μας από την αρχή, και το επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά: απορρίπτουμε το αδιανόητο, προσπαθούμε να το χωρέσουμε σε συνηθισμένες και λιγότερο τρομακτικές κατηγορίες. Μπερδέψαμε την οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια με την εποχική γρίπη. Μια πιο προσεκτική, ακριβής και αυστηρή επιλογή λέξεων είναι απαραίτητη σε μια επιδημία: οι λέξεις επηρεάζουν και ρυθμίζουν τις μορφές της συμπεριφοράς μας· οι ασάφειες κινδυνεύουν να τις στρεβλώσουν. Κάθε λέξη φέρνει μαζί της τα φαντάσματά της: ο πόλεμος φέρνει αυταρχισμό, αναστολή δικαιωμάτων, βία ― όλους τους δαίμονες που δεν θέλουμε να ξυπνήσουν.
Έχουν περάσει δυο μήνες από τότε που το αδιανόητο εισέβαλε στη ζωή μας. Ακριβώς όπως ο ιός, που είναι τόσο ύπουλος ώστε φτάνει στις πιο λεπτές διακλαδώσεις των πνευμόνων, το αδιανόητο εκδηλώνεται σε κάθε πτυχή της καθημερινής μας ζωής. Ποτέ δεν περιμέναμε ότι θα χρειάζεται επίσημο δικαιολογητικό για να κατεβάσουμε τα σκουπίδια. Δεν περιμέναμε ότι θα ρυθμίζαμε το ημερήσιο πρόγραμμά μας γύρω από το δελτίο της Πολιτικής Προστασίας. Δεν περιμέναμε ―εμείς, εδώ στην Ιταλία― ότι κάποιος θα πέθαινε μόνος χωρίς να έχει κοντά του τους αγαπημένους του. Κι ότι η κηδεία του θα ήταν σιωπηλή και έρημη.
Κι όμως.
Στις 21 Φεβρουαρίου, στην πρώτη σελίδα της Corriere della Sera υπήρχε μια αντιπαράθεση μεταξύ Τζουζέπε Κόντε και Ματέο Ρέντσι. Αντιπαράθεση για ποιο πράγμα; Δεν θυμάμαι, το ορκίζομαι. Το πρώτο κρούσμα του Covid-19 αναφερόταν πιο κάτω σε ένα μονόστηλο: στο Κοντόνιο της Λομβαρδίας. Πολλοί από μας δεν είχαμε ξανακούσει ούτε το Κοντόνιο ούτε τον ιό. Ο κορωναϊός αναβαθμίστηκε σε πηχυαίους τίτλους από το επόμενο πρωί. Κι έμεινε εκεί.
Ο καιρός πέρασε αφήνοντάς μας μια αίσθηση υπερβολικής ταχύτητας. Η θεωρία των έξι βαθμών χωρισμού του Frigyes Karinthy, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι στη γη χωρίζονται από πολύ λίγους άλλους σε μια αλυσίδα γνωριμιών, μπορεί να αληθεύει, μπορεί και όχι· αλλά φαίνεται ότι ο ιός έχει σκαρφαλώσει σ' αυτό το κύκλωμα που μας ενώνει, όπως ένα έντομο σε ένα δίχτυ, και μας πλησιάζει, φτάνει σ' εμάς. Η λοίμωξη άρχισε από την Κίνα, ήρθε στην Ιταλία, μπήκε στην πόλη μας, μόλυνε κάποιον διάσημο, ύστερα ένα φίλο μας κι έναν από την πολυκατοικία μας που κατέληξε στο νοσοκομείο. Τριάντα ημέρες. Σαράντα. Κάθε βήμα, αν και ήταν πιθανό, αν και ήταν αναπόφευκτο στον στατιστικό υπολογισμό, προκαλούσε δυσπιστία και έκπληξη. Η μετατόπισή μας στον χώρο του αδιανόητου ήταν το πλεονέκτημα του ιού από την αρχή. Από το «φαντάσου να…» βρεθήκαμε περιορισμένοι στο σπίτι να εκτυπώνουμε δικαιολογητικό για να δείχνουμε στην αστυνομία όταν πηγαίνουμε στο σούπερ μάρκετ.
Κάθε αναβολή, κάθε καθυστέρηση, κάθε περιττή συζήτηση, κάθε ασυλλόγιστο hashtag προκάλεσε θανάτους. Στον καιρό της επιδημίας, ο δισταγμός, η κωλυσιεργία, έχει τίμημα· έχει θύματα: το πιο εξωφρενικό ωριαίο κόστος στην ιστορία μας.
Οι θάνατοι στην Ιταλία ξεπέρασαν τους θανάτους στην Κίνα. Μπορούμε να μελετήσουμε τις ενδεχόμενες αιτίες, το άθροισμά τους, την αλληλεξάρτησή τους· πρέπει να τις μελετήσουμε, αλλά προπάντων πρέπει να σκεφτούμε τη δυσκολία μας να δεχτούμε το αδιανόητο συγκριτικά με άλλες χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοιες επιδημίες στο πρόσφατο παρελθόν τους. Προς το παρόν πρέπει να καταλάβουμε ότι η προέλαση του αδιανόητου δεν θα τελειώσει σήμερα, ούτε στο τέλος του μηνός, ούτε με το τέλος της απομόνωσης στο σπίτι· ούτε θα συμπέσει με το τέλος της ίδιας της συγκεκριμένης πανδημίας. Το αδιανόητο έχει μόλις ξεκινήσει και θα μείνει. Ίσως θα είναι το χαρακτηριστικό μιας καινούργιας εποχής που ανοίγεται μπροστά μας.
Θυμάμαι μια φράση της Μαργκερίτ Ντυράς για τον πόλεμο που ακούγεται κάπως παράδοξη: «Η ειρήνη είναι ήδη ορατή. Είναι σαν βαθύ σκοτάδι που πέφτει. Η αρχή της λήθης». Μετά από έναν πόλεμο, όλοι βιάζονται να ξεχάσουν· κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ασθένεια: η οδυνηρή εμπειρία της μάς φέρνει σε επαφή με συγκεχυμένες και κρυμμένες αλήθειες και μπαίνει σε απόλυτη προτεραιότητα στο παρόν· μόλις όμως θεραπευτούμε εξατμίζονται όλες οι αποκαλύψεις που τη συνοδεύουν. Τώρα βρισκόμαστε εν μέσω μιας πλανητικής νόσου. Η πανδημία περνάει τον πολιτισμό μας από ακτίνες Χ: αναδύονται αλήθειες που θα εξαφανιστούν στο τέλος της. Εκτός αν αποφασίσουμε να τις καταγράψουμε αμέσως. Στην αγωνία της έκτακτης ανάγκης, η οποία αρκεί για να μας κατακλύσει, γεμίζοντας το κεφάλι μας αριθμούς, μαρτυρίες, tweets, διαταγές, φόβους ― πρέπει να σκάψουμε λίγο χώρο για διαφορετικούς συλλογισμούς, για τολμηρές ερωτήσεις που πριν από σαράντα ημέρες θα μας έκαναν να χαμογελάσουμε, θα τις θεωρούσαμε αφελείς. Όταν τελειώσει η πανδημία, θέλουμε άραγε έναν κόσμο πανομοιότυπο με τον προηγούμενο;
Ψάχνουμε για τις αόρατες γραμμές μετάδοσης του Covid-19, αλλά υπάρχουν κι άλλες ακόμη πιο εύθραυστες γραμμές μετάδοσης που έφεραν την κατάσταση σε αυτό το σημείο, στον κόσμο κι εδώ στην Ιταλία. Πρέπει να τις ερευνήσουμε κι αυτές. Έτσι, κάθομαι και κάνω μια λίστα με όλα όσα δεν θέλω να ξεχάσω. Κάθε μέρα η λίστα μακραίνει. Νομίζω ότι ο καθένας πρέπει να φτιάξει τη δική του, έτσι ώστε όταν ηρεμήσουν τα πράγματα να τις διαβάσουμε δυνατά και να τις συγκρίνουμε, να δούμε αν η φωνή μας είναι κοινή, κι αν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι' αυτό.
Δεν θέλω να ξεχάσω την υπακοή στους κανόνες που παρατηρώ γύρω μου, ούτε για την έκπληξή μου μπροστά σ' αυτή την υπακοή· την ακούραστη θυσία εκείνων που φροντίζουν τους άρρωστους μαζί με τους υγιείς, ούτε τις εκδηλώσεις εγγύτητας εκείνων που τραγουδούν το βράδυ από τα παράθυρα. Δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να τα ξεχάσω αυτά: θα είναι εύκολο να τα θυμάμαι γιατί αποτελούν ήδη την επίσημη αφήγηση αυτής της επιδημίας.
Aλλά δεν θέλω να ξεχάσω και όλες τις στιγμές που, τις πρώτες εβδομάδες και μπροστά στα δειλά αρχικά μέτρα, άκουσα να μου λένε «είστε τρελοί». Χρόνια και χρόνια απαξίωσης κάθε αυθεντίας έχουν προκαλέσει την ενστικτώδη και ευρέως διαδεδομένη δυσπιστία που εκφραζόταν με αυτές τις δύο λέξεις: «είστε τρελοί». Αυτή η δυσπιστία οδήγησε σε καθυστερήσεις. Οι καθυστερήσεις προκάλεσαν απώλειες.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ακύρωσα ένα αεροπορικό εισιτήριο, αν και ήταν σαφές ότι το να πάρω το αεροπλάνο δεν είχε άλλη λογική πέραν του ότι ήθελα να φύγω. Αμβλύνοια και εγωισμός, δικά μου και τα δύο.
Δεν θέλω να ξεχάσω τις αντιφατικές, υπερσυναισθηματικές και ανακριβείς πληροφορίες που συνόδευαν την αρχική εξέλιξη της μόλυνσης ― ίσως την πιο προφανή αποτυχία όλων μας. Δεν πρόκειται για λεπτομέρεια ή τυπικότητα: σε μια επιδημία, οι σαφείς πληροφορίες είναι η σπουδαιότερη προφύλαξη.
Δεν θέλω να ξεχάσω όταν, ξαφνικά, οι πολιτικές συζητήσεις σταμάτησαν και ήταν σαν να άνοιξαν τα αυτιά μου, σαν να απαλλάχτηκα από τον θόρυβο του αεροπλάνου που δεν είχα καν πάρει. Αυτός ο αδιάκοπος, αυτοαναφορικός θόρυβος του περιβάλλοντος που ξεχείλιζε τα πάντα εμποδίζοντας οποιοδήποτε περιεχόμενο, οποιονδήποτε λογικό προβληματισμό, εξαφανίστηκε μεμιάς.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι η Ευρώπη καθυστέρησε και ότι κανείς δεν είχε την ιδέα να παρουσιάσει, μαζί με τις εθνικές καμπύλες των μεταδοτικών ασθενειών, μια ευρωπαϊκή καμπύλη που να μας κάνει να νιώθουμε ενωμένοι σε αυτή τη δυσάρεστη περιπέτεια, συμβολικά τουλάχιστον.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι η πανδημία δεν οφείλεται σε κάποιο μυστικό στρατιωτικό πείραμα, αλλά στην ανώμαλη σχέση μας με το περιβάλλον και τη φύση, στην καταστροφή των δασών, στον τρομακτικό καταναλωτισμό μας.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι η πανδημία μάς βρήκε σε μεγάλο βαθμό τεχνικά και επιστημονικά απροετοίμαστους.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι δεν ήμουν ηρωικός, ούτε σταθερός ή μεγαλόθυμος στο να διατηρήσω την ενότητα της οικογένειάς μου. Όταν υπήρχε ανάγκη, δεν ήξερα πώς να τονώσω το ηθικό των άλλων· ούτε το δικό μου.
Η θετική καμπύλη θα ισοπεδωθεί, η καμπύλη που δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε και που τώρα αποφασίζει για μας θα γίνει μια ευθεία γραμμή. Θα φτάσει στην αγωνιώδη κορυφή και στη συνέχεια θα πάρει την κατηφόρα. Δεν πρόκειται για ευσεβή πόθο: θα είναι το άμεση αποτέλεσμα της πειθαρχίας μας, των μέτρων που ισχύουν και που είναι τα μόνα αποτελεσματικά και ηθικά αποδεκτά. Δεν υπάρχουν άλλα. Πρέπει να ξέρουμε από τώρα ότι η κάθοδος μπορεί να είναι πιο αργή από την άνοδο κι ότι μπορεί να υπάρξει στασιμότητα, μπορούμε να συναντήσουμε κι άλλες στιγμές έκτακτης ανάγκης. Κάποιοι περιορισμοί θα χρειαστεί να εφαρμοστούν για λίγο καιρό ακόμα. Το πιθανότερο σενάριο είναι η εναλλαγή μιας «κλινικής», ρυθμισμένης, κανονικότητας και της διαρκούς προφύλαξης. Αλλά σε κάποιο σημείο όλα αυτά θα τελειώσουν. Και η ανοικοδόμηση θα ξεκινήσει.
Θα έρθει η στιγμή για το χτυπηματάκι στην πλάτη της ηγεσίας, για τα συγχαρητήρια για τη νίκη, για την ταχύτητα, τη σοβαρότητα και την αυταπάρνηση. Για το ότι μπροστά στην κοινή απειλή, οι ηγέτες μας ανακάλυψαν, ως του θαύματος, την ομαδική εργασία. Στο μεταξύ, εμείς, παίρνοντας απόσταση από την πανδημία, δεν θα θέλουμε να τη σκεφτόμαστε πια. Το πυκνό σκοτάδι που πέφτει. Η αρχή της λήθης.
Ας τολμήσουμε να συλλογιστούμε τώρα σε τι δεν θα θέλαμε να επιστρέψουμε, ο καθένας για τον εαυτό του και στη συνέχεια όλοι μαζί. Δεν ξέρω πώς ο τερατώδης καπιταλισμός γίνεται λίγο λιγότερο τερατώδης, δεν ξέρω πώς αλλάζει ένα οικονομικό σύστημα, δεν ξέρω πώς μπορεί να αποκατασταθεί η σχέση μας με το περιβάλλον. Δεν είμαι βέβαιος ότι ξέρω πώς να αλλάξω τη ν ίδια μου τη συμπεριφορά. Αλλά ξέρω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα από αυτά τα πράγματα, αν δεν κάνουμε τον κόπο να τα σκεφτούμε πρώτα.
Μένουμε στο σπίτι για όσο χρειάζεται. Φροντίζουμε τους αρρώστους. Κλαίμε και θάβουμε τους νεκρούς. Αλλά φανταζόμαστε το αργότερα, το «μετά», ξεκινώντας από τώρα. Ας αποφύγουμε να μας χτυπήσει για μια ακόμα φορά την πόρτα το αδιανόητο· ας μη μας ξαναβρεί έκπληκτους κι απροετοίμαστους.
20/2/2020 Corriere della Sera
Το να κάνουμε λόγο για πόλεμο είναι μια λεξιλογική συντόμευση, ένας ακόμη τρόπος για να αποφύγουμε την παραξενιά, τη μοναδικότητα, τουλάχιστον για εμάς, γι' αυτή τη γενιά: ανατρέχουμε στον πόλεμο, σε κάτι που φαίνεται ότι γνωρίζουμε καλύτερα. Αυτό ήταν το λάθος μας από την αρχή, και το επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά: απορρίπτουμε το αδιανόητο, προσπαθούμε να το χωρέσουμε σε συνηθισμένες και λιγότερο τρομακτικές κατηγορίες. Μπερδέψαμε την οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια με την εποχική γρίπη. Μια πιο προσεκτική, ακριβής και αυστηρή επιλογή λέξεων είναι απαραίτητη σε μια επιδημία: οι λέξεις επηρεάζουν και ρυθμίζουν τις μορφές της συμπεριφοράς μας· οι ασάφειες κινδυνεύουν να τις στρεβλώσουν. Κάθε λέξη φέρνει μαζί της τα φαντάσματά της: ο πόλεμος φέρνει αυταρχισμό, αναστολή δικαιωμάτων, βία ― όλους τους δαίμονες που δεν θέλουμε να ξυπνήσουν.
Έχουν περάσει δυο μήνες από τότε που το αδιανόητο εισέβαλε στη ζωή μας. Ακριβώς όπως ο ιός, που είναι τόσο ύπουλος ώστε φτάνει στις πιο λεπτές διακλαδώσεις των πνευμόνων, το αδιανόητο εκδηλώνεται σε κάθε πτυχή της καθημερινής μας ζωής. Ποτέ δεν περιμέναμε ότι θα χρειάζεται επίσημο δικαιολογητικό για να κατεβάσουμε τα σκουπίδια. Δεν περιμέναμε ότι θα ρυθμίζαμε το ημερήσιο πρόγραμμά μας γύρω από το δελτίο της Πολιτικής Προστασίας. Δεν περιμέναμε ―εμείς, εδώ στην Ιταλία― ότι κάποιος θα πέθαινε μόνος χωρίς να έχει κοντά του τους αγαπημένους του. Κι ότι η κηδεία του θα ήταν σιωπηλή και έρημη.
Κι όμως.
Στις 21 Φεβρουαρίου, στην πρώτη σελίδα της Corriere della Sera υπήρχε μια αντιπαράθεση μεταξύ Τζουζέπε Κόντε και Ματέο Ρέντσι. Αντιπαράθεση για ποιο πράγμα; Δεν θυμάμαι, το ορκίζομαι. Το πρώτο κρούσμα του Covid-19 αναφερόταν πιο κάτω σε ένα μονόστηλο: στο Κοντόνιο της Λομβαρδίας. Πολλοί από μας δεν είχαμε ξανακούσει ούτε το Κοντόνιο ούτε τον ιό. Ο κορωναϊός αναβαθμίστηκε σε πηχυαίους τίτλους από το επόμενο πρωί. Κι έμεινε εκεί.
Ο καιρός πέρασε αφήνοντάς μας μια αίσθηση υπερβολικής ταχύτητας. Η θεωρία των έξι βαθμών χωρισμού του Frigyes Karinthy, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι στη γη χωρίζονται από πολύ λίγους άλλους σε μια αλυσίδα γνωριμιών, μπορεί να αληθεύει, μπορεί και όχι· αλλά φαίνεται ότι ο ιός έχει σκαρφαλώσει σ' αυτό το κύκλωμα που μας ενώνει, όπως ένα έντομο σε ένα δίχτυ, και μας πλησιάζει, φτάνει σ' εμάς. Η λοίμωξη άρχισε από την Κίνα, ήρθε στην Ιταλία, μπήκε στην πόλη μας, μόλυνε κάποιον διάσημο, ύστερα ένα φίλο μας κι έναν από την πολυκατοικία μας που κατέληξε στο νοσοκομείο. Τριάντα ημέρες. Σαράντα. Κάθε βήμα, αν και ήταν πιθανό, αν και ήταν αναπόφευκτο στον στατιστικό υπολογισμό, προκαλούσε δυσπιστία και έκπληξη. Η μετατόπισή μας στον χώρο του αδιανόητου ήταν το πλεονέκτημα του ιού από την αρχή. Από το «φαντάσου να…» βρεθήκαμε περιορισμένοι στο σπίτι να εκτυπώνουμε δικαιολογητικό για να δείχνουμε στην αστυνομία όταν πηγαίνουμε στο σούπερ μάρκετ.
Κάθε αναβολή, κάθε καθυστέρηση, κάθε περιττή συζήτηση, κάθε ασυλλόγιστο hashtag προκάλεσε θανάτους. Στον καιρό της επιδημίας, ο δισταγμός, η κωλυσιεργία, έχει τίμημα· έχει θύματα: το πιο εξωφρενικό ωριαίο κόστος στην ιστορία μας.
Οι θάνατοι στην Ιταλία ξεπέρασαν τους θανάτους στην Κίνα. Μπορούμε να μελετήσουμε τις ενδεχόμενες αιτίες, το άθροισμά τους, την αλληλεξάρτησή τους· πρέπει να τις μελετήσουμε, αλλά προπάντων πρέπει να σκεφτούμε τη δυσκολία μας να δεχτούμε το αδιανόητο συγκριτικά με άλλες χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοιες επιδημίες στο πρόσφατο παρελθόν τους. Προς το παρόν πρέπει να καταλάβουμε ότι η προέλαση του αδιανόητου δεν θα τελειώσει σήμερα, ούτε στο τέλος του μηνός, ούτε με το τέλος της απομόνωσης στο σπίτι· ούτε θα συμπέσει με το τέλος της ίδιας της συγκεκριμένης πανδημίας. Το αδιανόητο έχει μόλις ξεκινήσει και θα μείνει. Ίσως θα είναι το χαρακτηριστικό μιας καινούργιας εποχής που ανοίγεται μπροστά μας.
Θυμάμαι μια φράση της Μαργκερίτ Ντυράς για τον πόλεμο που ακούγεται κάπως παράδοξη: «Η ειρήνη είναι ήδη ορατή. Είναι σαν βαθύ σκοτάδι που πέφτει. Η αρχή της λήθης». Μετά από έναν πόλεμο, όλοι βιάζονται να ξεχάσουν· κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την ασθένεια: η οδυνηρή εμπειρία της μάς φέρνει σε επαφή με συγκεχυμένες και κρυμμένες αλήθειες και μπαίνει σε απόλυτη προτεραιότητα στο παρόν· μόλις όμως θεραπευτούμε εξατμίζονται όλες οι αποκαλύψεις που τη συνοδεύουν. Τώρα βρισκόμαστε εν μέσω μιας πλανητικής νόσου. Η πανδημία περνάει τον πολιτισμό μας από ακτίνες Χ: αναδύονται αλήθειες που θα εξαφανιστούν στο τέλος της. Εκτός αν αποφασίσουμε να τις καταγράψουμε αμέσως. Στην αγωνία της έκτακτης ανάγκης, η οποία αρκεί για να μας κατακλύσει, γεμίζοντας το κεφάλι μας αριθμούς, μαρτυρίες, tweets, διαταγές, φόβους ― πρέπει να σκάψουμε λίγο χώρο για διαφορετικούς συλλογισμούς, για τολμηρές ερωτήσεις που πριν από σαράντα ημέρες θα μας έκαναν να χαμογελάσουμε, θα τις θεωρούσαμε αφελείς. Όταν τελειώσει η πανδημία, θέλουμε άραγε έναν κόσμο πανομοιότυπο με τον προηγούμενο;
Ψάχνουμε για τις αόρατες γραμμές μετάδοσης του Covid-19, αλλά υπάρχουν κι άλλες ακόμη πιο εύθραυστες γραμμές μετάδοσης που έφεραν την κατάσταση σε αυτό το σημείο, στον κόσμο κι εδώ στην Ιταλία. Πρέπει να τις ερευνήσουμε κι αυτές. Έτσι, κάθομαι και κάνω μια λίστα με όλα όσα δεν θέλω να ξεχάσω. Κάθε μέρα η λίστα μακραίνει. Νομίζω ότι ο καθένας πρέπει να φτιάξει τη δική του, έτσι ώστε όταν ηρεμήσουν τα πράγματα να τις διαβάσουμε δυνατά και να τις συγκρίνουμε, να δούμε αν η φωνή μας είναι κοινή, κι αν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι' αυτό.
Δεν θέλω να ξεχάσω την υπακοή στους κανόνες που παρατηρώ γύρω μου, ούτε για την έκπληξή μου μπροστά σ' αυτή την υπακοή· την ακούραστη θυσία εκείνων που φροντίζουν τους άρρωστους μαζί με τους υγιείς, ούτε τις εκδηλώσεις εγγύτητας εκείνων που τραγουδούν το βράδυ από τα παράθυρα. Δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να τα ξεχάσω αυτά: θα είναι εύκολο να τα θυμάμαι γιατί αποτελούν ήδη την επίσημη αφήγηση αυτής της επιδημίας.
Aλλά δεν θέλω να ξεχάσω και όλες τις στιγμές που, τις πρώτες εβδομάδες και μπροστά στα δειλά αρχικά μέτρα, άκουσα να μου λένε «είστε τρελοί». Χρόνια και χρόνια απαξίωσης κάθε αυθεντίας έχουν προκαλέσει την ενστικτώδη και ευρέως διαδεδομένη δυσπιστία που εκφραζόταν με αυτές τις δύο λέξεις: «είστε τρελοί». Αυτή η δυσπιστία οδήγησε σε καθυστερήσεις. Οι καθυστερήσεις προκάλεσαν απώλειες.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ακύρωσα ένα αεροπορικό εισιτήριο, αν και ήταν σαφές ότι το να πάρω το αεροπλάνο δεν είχε άλλη λογική πέραν του ότι ήθελα να φύγω. Αμβλύνοια και εγωισμός, δικά μου και τα δύο.
Δεν θέλω να ξεχάσω τις αντιφατικές, υπερσυναισθηματικές και ανακριβείς πληροφορίες που συνόδευαν την αρχική εξέλιξη της μόλυνσης ― ίσως την πιο προφανή αποτυχία όλων μας. Δεν πρόκειται για λεπτομέρεια ή τυπικότητα: σε μια επιδημία, οι σαφείς πληροφορίες είναι η σπουδαιότερη προφύλαξη.
Δεν θέλω να ξεχάσω όταν, ξαφνικά, οι πολιτικές συζητήσεις σταμάτησαν και ήταν σαν να άνοιξαν τα αυτιά μου, σαν να απαλλάχτηκα από τον θόρυβο του αεροπλάνου που δεν είχα καν πάρει. Αυτός ο αδιάκοπος, αυτοαναφορικός θόρυβος του περιβάλλοντος που ξεχείλιζε τα πάντα εμποδίζοντας οποιοδήποτε περιεχόμενο, οποιονδήποτε λογικό προβληματισμό, εξαφανίστηκε μεμιάς.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι η Ευρώπη καθυστέρησε και ότι κανείς δεν είχε την ιδέα να παρουσιάσει, μαζί με τις εθνικές καμπύλες των μεταδοτικών ασθενειών, μια ευρωπαϊκή καμπύλη που να μας κάνει να νιώθουμε ενωμένοι σε αυτή τη δυσάρεστη περιπέτεια, συμβολικά τουλάχιστον.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι η πανδημία δεν οφείλεται σε κάποιο μυστικό στρατιωτικό πείραμα, αλλά στην ανώμαλη σχέση μας με το περιβάλλον και τη φύση, στην καταστροφή των δασών, στον τρομακτικό καταναλωτισμό μας.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι η πανδημία μάς βρήκε σε μεγάλο βαθμό τεχνικά και επιστημονικά απροετοίμαστους.
Δεν θέλω να ξεχάσω ότι δεν ήμουν ηρωικός, ούτε σταθερός ή μεγαλόθυμος στο να διατηρήσω την ενότητα της οικογένειάς μου. Όταν υπήρχε ανάγκη, δεν ήξερα πώς να τονώσω το ηθικό των άλλων· ούτε το δικό μου.
Η θετική καμπύλη θα ισοπεδωθεί, η καμπύλη που δεν γνωρίζαμε ότι υπήρχε και που τώρα αποφασίζει για μας θα γίνει μια ευθεία γραμμή. Θα φτάσει στην αγωνιώδη κορυφή και στη συνέχεια θα πάρει την κατηφόρα. Δεν πρόκειται για ευσεβή πόθο: θα είναι το άμεση αποτέλεσμα της πειθαρχίας μας, των μέτρων που ισχύουν και που είναι τα μόνα αποτελεσματικά και ηθικά αποδεκτά. Δεν υπάρχουν άλλα. Πρέπει να ξέρουμε από τώρα ότι η κάθοδος μπορεί να είναι πιο αργή από την άνοδο κι ότι μπορεί να υπάρξει στασιμότητα, μπορούμε να συναντήσουμε κι άλλες στιγμές έκτακτης ανάγκης. Κάποιοι περιορισμοί θα χρειαστεί να εφαρμοστούν για λίγο καιρό ακόμα. Το πιθανότερο σενάριο είναι η εναλλαγή μιας «κλινικής», ρυθμισμένης, κανονικότητας και της διαρκούς προφύλαξης. Αλλά σε κάποιο σημείο όλα αυτά θα τελειώσουν. Και η ανοικοδόμηση θα ξεκινήσει.
Θα έρθει η στιγμή για το χτυπηματάκι στην πλάτη της ηγεσίας, για τα συγχαρητήρια για τη νίκη, για την ταχύτητα, τη σοβαρότητα και την αυταπάρνηση. Για το ότι μπροστά στην κοινή απειλή, οι ηγέτες μας ανακάλυψαν, ως του θαύματος, την ομαδική εργασία. Στο μεταξύ, εμείς, παίρνοντας απόσταση από την πανδημία, δεν θα θέλουμε να τη σκεφτόμαστε πια. Το πυκνό σκοτάδι που πέφτει. Η αρχή της λήθης.
Ας τολμήσουμε να συλλογιστούμε τώρα σε τι δεν θα θέλαμε να επιστρέψουμε, ο καθένας για τον εαυτό του και στη συνέχεια όλοι μαζί. Δεν ξέρω πώς ο τερατώδης καπιταλισμός γίνεται λίγο λιγότερο τερατώδης, δεν ξέρω πώς αλλάζει ένα οικονομικό σύστημα, δεν ξέρω πώς μπορεί να αποκατασταθεί η σχέση μας με το περιβάλλον. Δεν είμαι βέβαιος ότι ξέρω πώς να αλλάξω τη ν ίδια μου τη συμπεριφορά. Αλλά ξέρω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κανένα από αυτά τα πράγματα, αν δεν κάνουμε τον κόπο να τα σκεφτούμε πρώτα.
Μένουμε στο σπίτι για όσο χρειάζεται. Φροντίζουμε τους αρρώστους. Κλαίμε και θάβουμε τους νεκρούς. Αλλά φανταζόμαστε το αργότερα, το «μετά», ξεκινώντας από τώρα. Ας αποφύγουμε να μας χτυπήσει για μια ακόμα φορά την πόρτα το αδιανόητο· ας μη μας ξαναβρεί έκπληκτους κι απροετοίμαστους.
20/2/2020 Corriere della Sera
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα