Αγεφύρωτα όνειρα
Νίκος Αλιάγας
Αγεφύρωτα όνειρα
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα μας, σκέφτομαι έντονα τον αείμνηστο Αρη Φακίνο, αυτό το σπουδαίο ελληνικό πνεύμα και ανεπανάληπτα ταλαντούχο συγγραφέα που έφυγε πρόωρα από τη ζωή ένα μουντό πρωινό του Μάη 1998 στο Παρίσι.
Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα μας, σκέφτομαι έντονα τον αείμνηστο Αρη Φακίνο, αυτό το σπουδαίο ελληνικό πνεύμα και ανεπανάληπτα ταλαντούχο συγγραφέα που έφυγε πρόωρα από τη ζωή ένα μουντό πρωινό του Μάη 1998 στο Παρίσι. Ορισμένες φορές αναρωτιέμαι τι θα έλεγε για τη σημερινή κατάσταση, αυτός που πάντα προειδοποιούσε μέσα από τα γραπτά του ότι όποιος έχει τα μάτια μεγαλύτερα από το στομάχι, νηστικός θα μείνει στο τέλος.
Ο Αρης Φακίνος, που πολέμησε για τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια της Ελλάδος και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξορίστηκε, αγωνίστηκε και δεν πίστεψε ποτέ στις καλές προθέσεις των γραβατωμένων κυρίων της Δύσης. «Να τους φοβάσαι τους ανιαρούς φλούφληδες που σου σφίγγουν το χέρι μαλθακά, χωρίς να σε κοιτάζουν στα μάτια και που κρατούν σημειώσεις σε καλοσιδερωμένες κόλλες που κουβαλάνε μέρα-νύχτα στους χαρτοφύλακές τους», μου έλεγε, ενώ τόνιζε: «Αλλά να φοβάσαι και τους αχόρταγους δικούς μας, που τρέχουν πίσω από τους βουλευτάδες και παθαίνουν αμνησία στο κάθε εκλογικό πανηγύρι».
Ο Αρης ήταν αγωνιστής. Μετά την πτώση της χούντας δεν επέστρεψε στην Αθήνα για να «εξαργυρώσει» τον δικό του αντιδικτατορικό αγώνα για μια θεσούλα, ένα βόλεμα, μια βουλευτική έδρα ή κάνα σπιτάκι στα βόρεια προάστια. Εμεινε ως το τέλος της ζωής του σε ένα δυάρι στα περίχωρα των Παρισίων, με έναν γάτο, μία ερωμένη, λίγο ούζο, ελιές καλαμών και μπόλικους δίσκους με ρεμπέτικα. Εκεί έγραψε τις πιο ζουμερές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, όπως «Τα παιδιά του Οδυσσέα» ή «Το κάστρο της μνήμης».
Οταν έγραψε την τελευταία σελίδα του έσχατου βιβλίου του, «Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα», εκεί πάνω στη γραφομηχανή του έσβησε διακριτικά σαν καντήλι που χαϊδεύει ο άνεμος το σούρουπο, χωρίς να ενοχλήσει κανέναν. Ο Αρης πίστευε πως το συναίσθημα της μετανάστευσης και του εκπατρισμού δεν έχει να κάνει με τα σύνορα. Πίστευε πως μια μέρα οι Ελληνες θα αισθάνονται εξόριστοι μέσα στην ίδια τους την πατρίδα.
Ο ξεριζωμός γι’ αυτόν είχε να κάνει με την απομάκρυνση και την αντιπαράθεση του ατόμου, με το σύνολο και το ολέθριο μέλλον που, όπως έλεγε, θα είναι συνολικό. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα εξιστορούσε το όνειρο ενός Ελληνα χτίστη, ο οποίος ήθελε να ενώσει δύο κόσμους, κάπου εκεί ψηλά στα βουνά της Πίνδου, δημιουργώντας μια γέφυρα. Αλληγορικά έμοιαζε με τη γέφυρα που χτίσαμε κι εμείς τις τελευταίες δεκαετίες με τη Δύση. Μοιάζουμε σε όλα: έχουμε τα ίδια καταστήματα, το ίδιο χαρτονόμισμα, τα ίδια αυτοκίνητα, αλλά, αν ψάξουμε καλά, είμαστε παντελώς διαφορετικοί.
Θα τελειώσω τη σημερινή στήλη με ένα απόσπασμα από «Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα», τη στιγμή που ο Νικήτας έχει σχεδόν ολοκληρώσει το έργο του, το επίτευγμά του, τη γέφυρά του: «Ποτέ στη ζωή του δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στα συμφωνητικά και στα συμβόλαια, σε όλα αυτά τα μέσα που έχουν σκαρφιστεί οι άνθρωποι, προσπαθώντας να προστατευτούν από τον βόρβορο που κρύβουν στην ψυχή τους. Αλλωστε ήξερε πως έτσι κι αλλιώς από τη στιγμή που θα έπεφτε η τελευταία μυστριά στη γέφυρα όλα θα τελείωναν γι’ αυτόν, δεν θα είχε πια πάνω στο δημιούργημά του καμία εξουσία. Οταν θα έμπαιναν οι ξένοι στο χώρο θα γινόταν και αυτός ξένος στον ίδιο του τον τόπο, άλλο πράγμα όμως να φαντάζεται κανείς κάτι και άλλο να το βλέπει με τα ίδια του τα μάτια, να το ακούει με τα ίδια του τα αυτιά…».
Ο Αρης Φακίνος, που πολέμησε για τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια της Ελλάδος και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξορίστηκε, αγωνίστηκε και δεν πίστεψε ποτέ στις καλές προθέσεις των γραβατωμένων κυρίων της Δύσης. «Να τους φοβάσαι τους ανιαρούς φλούφληδες που σου σφίγγουν το χέρι μαλθακά, χωρίς να σε κοιτάζουν στα μάτια και που κρατούν σημειώσεις σε καλοσιδερωμένες κόλλες που κουβαλάνε μέρα-νύχτα στους χαρτοφύλακές τους», μου έλεγε, ενώ τόνιζε: «Αλλά να φοβάσαι και τους αχόρταγους δικούς μας, που τρέχουν πίσω από τους βουλευτάδες και παθαίνουν αμνησία στο κάθε εκλογικό πανηγύρι».
Ο Αρης ήταν αγωνιστής. Μετά την πτώση της χούντας δεν επέστρεψε στην Αθήνα για να «εξαργυρώσει» τον δικό του αντιδικτατορικό αγώνα για μια θεσούλα, ένα βόλεμα, μια βουλευτική έδρα ή κάνα σπιτάκι στα βόρεια προάστια. Εμεινε ως το τέλος της ζωής του σε ένα δυάρι στα περίχωρα των Παρισίων, με έναν γάτο, μία ερωμένη, λίγο ούζο, ελιές καλαμών και μπόλικους δίσκους με ρεμπέτικα. Εκεί έγραψε τις πιο ζουμερές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, όπως «Τα παιδιά του Οδυσσέα» ή «Το κάστρο της μνήμης».
Οταν έγραψε την τελευταία σελίδα του έσχατου βιβλίου του, «Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα», εκεί πάνω στη γραφομηχανή του έσβησε διακριτικά σαν καντήλι που χαϊδεύει ο άνεμος το σούρουπο, χωρίς να ενοχλήσει κανέναν. Ο Αρης πίστευε πως το συναίσθημα της μετανάστευσης και του εκπατρισμού δεν έχει να κάνει με τα σύνορα. Πίστευε πως μια μέρα οι Ελληνες θα αισθάνονται εξόριστοι μέσα στην ίδια τους την πατρίδα.
Ο ξεριζωμός γι’ αυτόν είχε να κάνει με την απομάκρυνση και την αντιπαράθεση του ατόμου, με το σύνολο και το ολέθριο μέλλον που, όπως έλεγε, θα είναι συνολικό. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα εξιστορούσε το όνειρο ενός Ελληνα χτίστη, ο οποίος ήθελε να ενώσει δύο κόσμους, κάπου εκεί ψηλά στα βουνά της Πίνδου, δημιουργώντας μια γέφυρα. Αλληγορικά έμοιαζε με τη γέφυρα που χτίσαμε κι εμείς τις τελευταίες δεκαετίες με τη Δύση. Μοιάζουμε σε όλα: έχουμε τα ίδια καταστήματα, το ίδιο χαρτονόμισμα, τα ίδια αυτοκίνητα, αλλά, αν ψάξουμε καλά, είμαστε παντελώς διαφορετικοί.
Θα τελειώσω τη σημερινή στήλη με ένα απόσπασμα από «Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα», τη στιγμή που ο Νικήτας έχει σχεδόν ολοκληρώσει το έργο του, το επίτευγμά του, τη γέφυρά του: «Ποτέ στη ζωή του δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στα συμφωνητικά και στα συμβόλαια, σε όλα αυτά τα μέσα που έχουν σκαρφιστεί οι άνθρωποι, προσπαθώντας να προστατευτούν από τον βόρβορο που κρύβουν στην ψυχή τους. Αλλωστε ήξερε πως έτσι κι αλλιώς από τη στιγμή που θα έπεφτε η τελευταία μυστριά στη γέφυρα όλα θα τελείωναν γι’ αυτόν, δεν θα είχε πια πάνω στο δημιούργημά του καμία εξουσία. Οταν θα έμπαιναν οι ξένοι στο χώρο θα γινόταν και αυτός ξένος στον ίδιο του τον τόπο, άλλο πράγμα όμως να φαντάζεται κανείς κάτι και άλλο να το βλέπει με τα ίδια του τα μάτια, να το ακούει με τα ίδια του τα αυτιά…».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα