Φόβος, ο πρωτόγονος
Κλεοπάτρα Κοντονίκα
Φόβος, ο πρωτόγονος
Οι μεγαλύτεροι στην ηλικία ψηφοφόροι έχουν στο ενεργητικό τους πολλές εκλογικές αναμετρήσεις.
Από τις περισσότερες θα θυμούνται πως μετεκλογικά ένιωσαν «εξαπατημένοι». Στην πραγματικότητα, ελάχιστες φορές εξαπατήθηκαν στ’ αλήθεια.
Σε παλαιότερες εποχές, που τα αίματα άναβαν πιο εύκολα για τα πολιτικά, αρκετοί συμμετείχαν σε καυγάδες, αντιπαραθέσεις, φωνές πορείες, συγκεντρώσεις. Παθιάζονταν και έπειθαν τον εαυτό τους για το αληθές, το σωστό και το πρέπον. Έπαιρναν τα σημαιάκια, τα ανέμιζαν με πάθος βράχνιαζαν φωνάζοντας συνθήματα και παραληρούσαν με τη μεγαλειώδη νίκη.
Κι απ’ την επομένη επέστρεφαν στην καθημερινότητα η οποία τους προσγείωνε συνήθως έως ότου σύντομα να νοιώσουν εξαπατημένοι επειδή δεν εκπληρώθηκαν οι επιθυμίες ή επειδή άλλα έταζε το κόμμα κι άλλα έκανε. Μα και πάλι «δεν έτρεχε και τίποτα»… ως την επόμενη φορά με τα σημαιάκια από τη ναφθαλίνη και τις παστίλιες για τη βραχνάδα.
Αυτό το παραμύθι τελείωσε. Στην πραγματικότητα είχε τελειώσει πριν από την κρίση. Η κρίση έβαλε την ταφόπλακα στο παραμύθι κι άνοιξε την πόρτα της χρεοκοπημένης κολάσεως.
Σ’ αυτά τα χρόνια, οι προεκλογικές περίοδοι δεν είχαν τάματα, δεν είχαν υποσχέσεις, δεν είχαν λαγούς με πετραχείλια. Η πολιτική επικοινωνία επιστράτευσε φοβικά και ενοχικά σύνδρομα, βιωματικά διλλήματα, ανασφάλειες και αβεβαιότητες. Στην εποχή της αβεβαιότητας άλλωστε, τι καλύτερο από την όξυνση της ίδιας της αβεβαιότητας;
Η πολιτική επικοινωνία των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας των πιο συστημικών, με την προηγούμενη εμπειρία των λαγών και των υποσχέσεων, σκέπασε προσεκτικά και με μαεστρία τις υποσχέσεις που δεν μπορούσε να δώσει, με το μεγάλο αδιαφανές πέπλο ενός άλλου διακυβεύματος, του πιθανού λάθους που όμως στις νέες συνθήκες θα είναι ολέθριο, θα είναι καταστροφικό δεν θα έχει επιστροφή. Ειπώθηκαν τα τελευταία 5 χρόνια απίστευτα πράγματα.
Θα γίνουμε Αλβανία του Χότζα, δεν θα έχουμε ψωμί, γάλα, ρεύμα, πετρέλαιο, θα απομονωθούμε, θα φάμε τις σάρκες μας, θα ζήσουμε ένα νέο εμφύλιο.
Σε παλαιότερες εποχές, που τα αίματα άναβαν πιο εύκολα για τα πολιτικά, αρκετοί συμμετείχαν σε καυγάδες, αντιπαραθέσεις, φωνές πορείες, συγκεντρώσεις. Παθιάζονταν και έπειθαν τον εαυτό τους για το αληθές, το σωστό και το πρέπον. Έπαιρναν τα σημαιάκια, τα ανέμιζαν με πάθος βράχνιαζαν φωνάζοντας συνθήματα και παραληρούσαν με τη μεγαλειώδη νίκη.
Κι απ’ την επομένη επέστρεφαν στην καθημερινότητα η οποία τους προσγείωνε συνήθως έως ότου σύντομα να νοιώσουν εξαπατημένοι επειδή δεν εκπληρώθηκαν οι επιθυμίες ή επειδή άλλα έταζε το κόμμα κι άλλα έκανε. Μα και πάλι «δεν έτρεχε και τίποτα»… ως την επόμενη φορά με τα σημαιάκια από τη ναφθαλίνη και τις παστίλιες για τη βραχνάδα.
Αυτό το παραμύθι τελείωσε. Στην πραγματικότητα είχε τελειώσει πριν από την κρίση. Η κρίση έβαλε την ταφόπλακα στο παραμύθι κι άνοιξε την πόρτα της χρεοκοπημένης κολάσεως.
Σ’ αυτά τα χρόνια, οι προεκλογικές περίοδοι δεν είχαν τάματα, δεν είχαν υποσχέσεις, δεν είχαν λαγούς με πετραχείλια. Η πολιτική επικοινωνία επιστράτευσε φοβικά και ενοχικά σύνδρομα, βιωματικά διλλήματα, ανασφάλειες και αβεβαιότητες. Στην εποχή της αβεβαιότητας άλλωστε, τι καλύτερο από την όξυνση της ίδιας της αβεβαιότητας;
Η πολιτική επικοινωνία των λεγόμενων κομμάτων εξουσίας των πιο συστημικών, με την προηγούμενη εμπειρία των λαγών και των υποσχέσεων, σκέπασε προσεκτικά και με μαεστρία τις υποσχέσεις που δεν μπορούσε να δώσει, με το μεγάλο αδιαφανές πέπλο ενός άλλου διακυβεύματος, του πιθανού λάθους που όμως στις νέες συνθήκες θα είναι ολέθριο, θα είναι καταστροφικό δεν θα έχει επιστροφή. Ειπώθηκαν τα τελευταία 5 χρόνια απίστευτα πράγματα.
Θα γίνουμε Αλβανία του Χότζα, δεν θα έχουμε ψωμί, γάλα, ρεύμα, πετρέλαιο, θα απομονωθούμε, θα φάμε τις σάρκες μας, θα ζήσουμε ένα νέο εμφύλιο.
Ευτυχώς, αυτή την καταστροφή την αποφύγαμε. Αντ’ αυτής ζήσαμε μνημόνια, μνημονιακές υποχρεώσεις, δεσμεύσεις. Η εθνική προσπάθεια είχε αντικείμενο την επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος. Και οι πολίτες έμαθαν πως η ανεργία, οι μισθοί τους, οι συντάξεις τους, η διάλυση των ασφαλιστικών ταμείων τους, των νοσοκομείων, του κράτους ήταν η δική τους συμμετοχή σ’ αυτόν τον αγώνα. Μα σε τούτο τον πόλεμο, ο εχθρός δεν είναι και τόσο ευδιάκριτος. Ποιός είναι λοιπόν ο εχθρός; Μήπως είναι η Ευρώπη που μας έβαλε τα δυό πόδια σ’ ένα παπούτσι κι αυτό μπαλωμένο; Η σκληρή κ. Μέρκελ και ο αντιπαθητικός και ωμός κ. Σόϊπμπλε; Ο πλούσιος Βορράς; Οι μανδαρίνοι των Βρυξελλών; Τα αόριστα ή και με ονοματεπώνυμο συμφέροντα;
Κι αν αυτός είναι ο εχθρός, τότε πώς θέλουμε να είμαστε και μαζί του και απέναντί του;
Μήπως ο εχθρός είναι ο δικός μας κακός εαυτός; Μήπως είμαστε εμείς οι ίδιοι; Εμείς που τεντώσαμε τα πόδια μας έξω από το πάπλωμα; Εμείς που δανειστήκαμε για να φτιάξουμε μεζονέτες, να αγοράσουμε δεύτερο αυτοκίνητο, να ταξιδεύουμε Μιλάνο και Λονδίνο για ψώνια, νησιά Μπουκέ και Μαλβίδες για εξωτικές διακοπές; Εμείς που διεκδικούσαμε υψηλότερους μισθούς, καλύτερες εργασιακές συνθήκες, εμείς που «δεν έτρεχε και τίποτα» αν δεν πληρώναμε εγκαίρως τις εισφορές μας ή φοροδιαφεύγαμε και «έλα μωρέ αφού όλοι τα ίδια κάνουν…;». Αν λοιπόν είμαστε εμείς ο εχθρός, γιατί δυσανασχετούμε τώρα που μας έπιασαν στα πράσα και πρέπει να σφίξουμε το λουρί; Και γιατί μας ενοχλεί η ρήση Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε;»
Μήπως όμως ο εχθρός είναι αυτός που κρύβεται πίσω απ’ τις μικρές και μεγάλες δικές μας αμαρτίες;
Δεν ήταν ακυβέρνητο καράβι η χώρα όλα αυτά τα χρόνια. Ούτε προ ούτε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Κυβερνήτες είχε και μάλιστα εκλεγμένους. Οι οποίοι ήταν και είναι γνώριμοί μας από παλιά. Δεν τους μάθαμε χθες. Τους γνωρίζουμε πολύ καλά. Είναι οι ίδιοι που εύκολα μας έταζαν και υπόσχονταν και μας κανάκευαν και μετά το ίδιο εύκολα μας ξέχναγαν. Γνωριζόμαστε. Ωστόσο, όπως όλη η κοινωνία έτσι και η πολιτική τάξη υπέστη τη φθορά της κρίσης.
Εξαναγκάστηκε να κάνει πράξη, πράγματα που θα ήταν αδιανόητα στις περιόδους του πολιτικού κόστους και των προβλημάτων που κρύβονταν κάτω απ’ το χαλί. Υποχρεώθηκε να λάβει τα σκληρότερα και πλέον αντιλαϊκά μέτρα, μέτρα που είχαν δραματικές επιπτώσεις στη ζωή όλων. Οι μειώσεις των μισθών και των συντάξεων, η ανεργία, η υπέρογκη και άδικη φορολογία έχουν στοιχίσει και στους πολιτικούς, που πια δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν ελεύθερα στο δρόμο. Σιγά το κόστος, θα πει κάποιος. Σωστά, σιγά το κόστος. Μπροστά στο άδειο πιάτο και στην πολυετή ανεργία, μπροστά στη φτώχεια που κατατρώει ακόμα και την «προνομιούχα» κάποτε μεσαία τάξη, τι έπαθε το πολιτικό σύστημα;
Κι όμως, το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε. Η κυβέρνηση αγωνιά κι ας εμφανίζονται δήθεν ψύχραιμοι οι τηλεοπτικοί πολιτικοί.
Δεν είναι όμως αυτό το θέμα μας. Το θέμα είναι, εάν και πόσο διδάχθηκαν και προβληματίσθηκαν και παραδειγματίσθηκαν τα πολιτικά κόμματα. Έτσι είναι;
Η τρέχουσα προεκλογική περίοδος αποδεικνύει πως δεν διδάχθηκαν οι πολιτικοί.
Ο πρόεδρος του φθίνοντος ΠΑΣΟΚ, κ. Ευάγγελος Βενιζέλος με τον πρόσθετο βαθμό δυσκολίας που του φορτώνει η έμφυτη αλαζονεία του, δεν μπορεί να συγκρατήσει το δάχτυλό του όταν ωσάν ανεξέλεγκτο συνεχίζει να μας το κουνά μπροστά στο πρόσωπο. Ο κ. Βενιζέλος που επαίρεται για τη συμβολή του στη διαγραφή του χρέους, ξεχνά την ίδια στιγμή πως αυτή η επιτυχία του στοίχισε σε 15.000 ομολογιούχους τις αποταμιεύσεις μιας ζωής. Ξεχνά επίσης τις δεσμεύσεις του πως μετά το –καταστροφικό όπως αποδείχθηκε- PSI θα φρόντιζε για την αποκατάσταση αυτής της αδικίας. Και μόλις προχθές, κατηγόρησε αυτούς τους ανθρώπους για «φασίζουσες συμπεριφορές» και χαρακτήρισε την απώλεια των χρημάτων τους «παρενέργεια».
Ο κ. Σαμαράς, πιεζόμενος από την ήττα των αυτοδιοικητικών επιλογών του στο μεγαλύτερο δήμο της χώρας, επέλεξε τη πόλωση. Αυτό δεν είναι περίεργο, θα πείτε. Περίεργο είναι όμως, να βγαίνει ο πρωθυπουργός τέσσερεις μέρες πριν τις Ευρωεκλογές και να μιλά για 770.000 νέες θέσεις εργασίας, όταν έχουμε 1,5 εκατομμύριο ανέργους, να μιλά για μείωση φορολογίας όταν έχουμε μακράν τα πιο άδικα και βάρβαρα φορολογικά βάρη, να μιλά για μείωση του ΦΠΑ όταν μέχρι χθες η τρόικα αντιστεκόταν πεισματικά στους ειδικούς συντελεστές για τα νησιά. Ως κι ο τεχνοκράτης υπουργός Οικονομικών κ. Στουρνάρας επιστρατεύθηκε για να περάσει ανάλογο μήνυμα περί κατάργησης της έκτακτης (που μονιμοποιήθηκε) εισφοράς αλληλεγγύης αυξάνοντας τις ήδη βαριές φορολογικές υποχρεώσεις όλων των πολιτών. Αντίστοιχη η …διπλωματική αναδίπλωση του υπουργείου Οικονομικών στο νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς μετά την κατακραυγή για την πώληση/αξιοποίηση/τσιμεντοποίηση και αυτής ακόμη της Ελαφονήσου. Και ήρθε την επομένη ο αξιωματούχος της Κομισιόν να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, διευκρινίζοντας πως αυτό αποτελεί άλλη μία μνημονιακή υποχρέωση της χώρας. Όπως μνημονιακή υποχρέωση έγινε και η τιμή του γάλακτος η οποία ωστόσο δεν μειώθηκε όπως υποστήριζε διαρρηγνύων τα ιμάτιά του ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Χατζηδάκης.
Πιστεύει κανείς όλα αυτά τα ωραία τα προεκλογικά; Σχεδόν το αποκλείω. Το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα δεν αρκεί για να καλύψει το τεράστιο ασφαλιστικό έλλειμμα που διογκώθηκε λόγω της ανεργίας και των αυξημένων υποχρεώσεων των χρεοκοπημένων Ασφαλιστικών Ταμείων. Πιστεύει κανείς ότι τα επόμενα 5 χρόνια 770.000 άνεργοι θα έχουν βρει δουλειά; Και πόσοι θα πιστέψουν τον κ. Στουρνάρα για κατάργηση της έκτακτης εισφοράς μόλις λάβουν τα εκκαθαριστικά σημειώματα της εφορίας;
Υποθέτω πως και οι ίδιοι δεν πιστεύουν ότι μπορεί να γίνουν πιστευτά όλα αυτά. Γι’ αυτό και επιστρατεύουν πάλι το φόβο. Η σταθερότητα εκτοξεύθηκε ως απειλή και όχι με τη σοβαρότητα που αρμόζει σε μια τόσο σημαντική για τη χώρα προϋπόθεση προόδου.
Με προτεταμένο το δάχτυλο όλοι, ατενίζουν το πλήθος των ψηφοφόρων και προειδοποιούν πάλι για την καταστροφή, για την απειλή, για το χάος, για τις χαμένες θυσίες για το καλό μας, απειλώντάς μας. Κανείς όμως αυτά τα πέντε χρόνια κρίσης, δεν σκέφτηκε πως του αναλογούν ευθύνες και πώς αποτελεί υποχρέωσή του να τις αναλάβει. Δεν αναφέρομαι στις ευθύνες που φωνασκώντας ο κ. Βενιζέλος διαβεβαιώνει ότι ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ. Όχι, καμία ευθύνη δεν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ. Πλήρωσε με την εκλογική συντριβή του το 2012, τις ευθύνες που οι ψηφοφόροι του απέδωσαν.
Για τους ίδιους λόγους αγωνιούν τώρα και οι βουλευτές και υπουργοί της Νέας Δημοκρατίας. Γνωρίζουν κι εκείνοι πως το κόμμα τους φέρει μεγάλες ευθύνες από την περίοδο Καραμανλή. Τις οποίες ουδέποτε ανέλαβε έναντι των πολιτών. Γι’ αυτό και υπάρχει –κι ας μην ομολογείται- ο φόβος της τιμωριτικής ψήφου.
Είναι πολλοί αυτοί που θέλουν να τιμωρήσουν. Όπως και πολλοί είναι αυτοί που φοβούνται. Μήπως τυχόν η «τιμωρία» στραφεί εναντίον τους. Κι επειδή η τιμωρία εκφράζεται κατά κύριο λόγο με την υπερψήφιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι πολλοί αυτοί που ταλαντεύονται. Και ο ΣΥΡΙΖΑ απ’ την απότομη ανάπτυξή του μεταξύ του 4% και του 24% χάνοντας την περίοδο της επαναστατικής εφηβείας δεν κατάφερε να «ενηλικιωθεί» πολιτικά. Φαίνεται στην «πολυφωνία» που όμως δεν είναι χαρακτηριστικό της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας ανυπότακτης ανάγκης των στελεχών του να εκφράσει ο καθένας τα δικά του.
Με δυό λόγια, η πολιτική ανωριμότητα με τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε κόμματος παραμένει ζωντανή και κυρίαρχη. Ούτε ανάληψη ευθυνών άρα ούτε και κάθαρση. Ούτε εθνικό ανάστημα, άρα ούτε αληθινός σεβασμός στις θυσίες των ανθρώπων. Ούτε αγαθές προθέσεις άρα ούτε ειλικρινείς οι πολιτικές προσπάθειες.
Γι’ αυτό και πολλοί λένε «Δεν σας πιστεύω». Ο πολιτικός κόσμος θα αναγεννηθεί μόνο όταν αυτοκαθαρθεί αναγνωρίζοντας τα τραγικά του λάθη. Κι έτσι ίσως κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών. Μέχρι τότε, όποιος κι αν κυβερνά θα βρίσκεται υπό διαρκή αμφισβήτηση. Η δε αμφισβήτηση είναι κι αυτή τροφή για τα συσσίτια της Χρυσής Αυγής.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα