Η λειτουργία της κυβέρνησης έως τις εκλογές
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Η λειτουργία της κυβέρνησης έως τις εκλογές
Η δήλωση του πρωθυπουργού το βράδυ της 26ης Μαΐου, μετά την ήττα του κυβερνώντος κόμματος στις ευρωεκλογές, ότι θα ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «την άμεση προκήρυξη εθνικών εκλογών» δεν είναι ένα γεγονός χωρίς νομική σημασία.
Διότι με τη δήλωση αυτή του πρωθυπουργού η χώρα εισήλθε ατύπως σε προεκλογική περίοδο, η οποία επισήμως θα ανοίξει με την υπογραφή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του διατάγματος για τη διάλυση της Βουλής, την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών και τη σύγκληση της νέας Βουλής.
Από την 27η Μαΐου, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο -από τη μία Βουλή στην άλλη-, κατά την οποία η κυβέρνηση που ανήγγειλε ήδη την πρόθεσή της να ζητήσει την έκτακτη διάλυση της Βουλής κατά το άρθρο 41 § 2 Συντ., και θα είναι με βάση το άρθρο αυτό η κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών, μετασχηματίζεται σε μια «Κυβέρνηση τρεχουσών υποθέσεων» με μειωμένες πολιτικές αρμοδιότητες. Τούτο ισχύει άλλωστε για κάθε κυβέρνηση διεξαγωγής εκλογών, ανεξάρτητα από το αν διαθέτει ή όχι την εμπιστοσύνη της υπό διάλυση Βουλής, διότι το κύριο διακριτικό γνώρισμα της «Κυβέρνησης τρεχουσών υποθέσεων» είναι ο προσωρινός της χαρακτήρας, εν όψει της ανάδειξης νέας κυβέρνησης από τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο θεσμός της «Κυβέρνησης τρεχουσών υποθέσεων» δημιουργήθηκε στα κοινοβουλευτικά κράτη ως μια «συνθήκη του πολιτεύματος» (πρβλ. Σπ. Βλαχόπουλος, «Η Καθημερινή», 4/6/2019) ή ως έκφραση «συνταγματικής ορθότητας», δηλαδή ενός fair play στη συνταγματική ζωή. Βρίσκεται όμως σε άμεση σχέση και με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, ιδίως με τις αρχές της περιοδικότητας των εκλογών και της αντιστρεψιμότητας των πολιτικών αποφάσεων μέσω της εναλλαγής των κυβερνώντων (βλ. άρθρα 1 και 53 § 1 Συντ.), καθώς και με την αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης (βλ. άρθρο 52 Συντ.). Συνεπώς, οποιαδήποτε νομική πράξη της κυβέρνησης διεξαγωγής των εκλογών που δεν εμπίπτει στην έννοια των «τρεχουσών υποθέσεων» δεν είναι απλώς ηθικοπολιτικά αξιόμεμπτη, αλλά και συνταγματικά ελέγξιμη λόγω αναρμοδιότητας ή κατάχρησης εξουσίας.
Τι δεν αποτελεί «τρέχουσα υπόθεση» και εκφεύγει συνεπώς των αρμοδιοτήτων της κυβέρνησης διεξαγωγής των εκλογών δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, αφού η τελική αξιολόγηση προϋποθέτει κατά κανόνα μια συνταγματική στάθμιση. Και σίγουρα, είναι πιο περίπλοκο στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. απ’ ό,τι στα παλαιά εθνικά κράτη.
Ωστόσο, είναι αναμφίβολο ότι δεν αποτελεί «τρέχουσα υπόθεση» μια νομοθετική παρέμβαση ή μια διοικητική πράξη που αποσκοπεί σε προσωπικές ή συλλογικές εξυπηρετήσεις για την απόσπαση της ψήφου των εκλογέων. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ευθεία αντίθεση με το άρθρο 52 Συντ., αρκεί βεβαίως να υπάρξει ένα δικαστήριο που θα προβεί σε έλεγχο συνταγματικότητας με βάση το άρθρο αυτό. Μάλλον απλά είναι τα πράγματα και στην περίπτωση των προαγωγών στις θέσεις των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεδομένου ότι η τελική επιλογή του Υπουργικού Συμβουλίου έχει κατά βάση πολιτικό χαρακτήρα, δεν επιτρέπεται να ληφθεί από μια κυβέρνηση διεξαγωγής εκλογών όπως είναι η παρούσα κυβέρνηση από την 27η Μαΐου και μετά. Εξάλλου, αφού οι θέσεις θα κενωθούν από την 30ή Ιουνίου, δεν μπορεί να υπάρξει υπογραφή του Προεδρικού Διατάγματος πριν από την παρέλευση της ημέρας αυτής.
Επίσης, είναι αυτονόητο, τουλάχιστον για τους συνταγματολόγους (βλ. τις σχετικές παρεμβάσεις των Αντώνη Μανιτάκη, Νίκου Αλιβιζάτου, Ξενοφώντα Κοντιάδη κ.ά.), ότι δεν είναι δυνατή η υπογραφή του Προεδρικού Διατάγματος μετά τη διάλυση της Βουλής και πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών, αφού η οριστικοποίηση του διορισμού προϋποθέτει ενεργό σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και Βουλής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση έχει διακοπεί. Η διαφορετική ρύθμιση που προβλέπει ο ν. 3841/2010 αγνοεί πλήρως τη διάσταση αυτή.
Από την 27η Μαΐου, λοιπόν, βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο -από τη μία Βουλή στην άλλη-, κατά την οποία η κυβέρνηση που ανήγγειλε ήδη την πρόθεσή της να ζητήσει την έκτακτη διάλυση της Βουλής κατά το άρθρο 41 § 2 Συντ., και θα είναι με βάση το άρθρο αυτό η κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών, μετασχηματίζεται σε μια «Κυβέρνηση τρεχουσών υποθέσεων» με μειωμένες πολιτικές αρμοδιότητες. Τούτο ισχύει άλλωστε για κάθε κυβέρνηση διεξαγωγής εκλογών, ανεξάρτητα από το αν διαθέτει ή όχι την εμπιστοσύνη της υπό διάλυση Βουλής, διότι το κύριο διακριτικό γνώρισμα της «Κυβέρνησης τρεχουσών υποθέσεων» είναι ο προσωρινός της χαρακτήρας, εν όψει της ανάδειξης νέας κυβέρνησης από τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές.
Ο θεσμός της «Κυβέρνησης τρεχουσών υποθέσεων» δημιουργήθηκε στα κοινοβουλευτικά κράτη ως μια «συνθήκη του πολιτεύματος» (πρβλ. Σπ. Βλαχόπουλος, «Η Καθημερινή», 4/6/2019) ή ως έκφραση «συνταγματικής ορθότητας», δηλαδή ενός fair play στη συνταγματική ζωή. Βρίσκεται όμως σε άμεση σχέση και με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές, ιδίως με τις αρχές της περιοδικότητας των εκλογών και της αντιστρεψιμότητας των πολιτικών αποφάσεων μέσω της εναλλαγής των κυβερνώντων (βλ. άρθρα 1 και 53 § 1 Συντ.), καθώς και με την αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης (βλ. άρθρο 52 Συντ.). Συνεπώς, οποιαδήποτε νομική πράξη της κυβέρνησης διεξαγωγής των εκλογών που δεν εμπίπτει στην έννοια των «τρεχουσών υποθέσεων» δεν είναι απλώς ηθικοπολιτικά αξιόμεμπτη, αλλά και συνταγματικά ελέγξιμη λόγω αναρμοδιότητας ή κατάχρησης εξουσίας.
Τι δεν αποτελεί «τρέχουσα υπόθεση» και εκφεύγει συνεπώς των αρμοδιοτήτων της κυβέρνησης διεξαγωγής των εκλογών δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί εκ των προτέρων, αφού η τελική αξιολόγηση προϋποθέτει κατά κανόνα μια συνταγματική στάθμιση. Και σίγουρα, είναι πιο περίπλοκο στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. απ’ ό,τι στα παλαιά εθνικά κράτη.
Ωστόσο, είναι αναμφίβολο ότι δεν αποτελεί «τρέχουσα υπόθεση» μια νομοθετική παρέμβαση ή μια διοικητική πράξη που αποσκοπεί σε προσωπικές ή συλλογικές εξυπηρετήσεις για την απόσπαση της ψήφου των εκλογέων. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ευθεία αντίθεση με το άρθρο 52 Συντ., αρκεί βεβαίως να υπάρξει ένα δικαστήριο που θα προβεί σε έλεγχο συνταγματικότητας με βάση το άρθρο αυτό. Μάλλον απλά είναι τα πράγματα και στην περίπτωση των προαγωγών στις θέσεις των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Δεδομένου ότι η τελική επιλογή του Υπουργικού Συμβουλίου έχει κατά βάση πολιτικό χαρακτήρα, δεν επιτρέπεται να ληφθεί από μια κυβέρνηση διεξαγωγής εκλογών όπως είναι η παρούσα κυβέρνηση από την 27η Μαΐου και μετά. Εξάλλου, αφού οι θέσεις θα κενωθούν από την 30ή Ιουνίου, δεν μπορεί να υπάρξει υπογραφή του Προεδρικού Διατάγματος πριν από την παρέλευση της ημέρας αυτής.
Επίσης, είναι αυτονόητο, τουλάχιστον για τους συνταγματολόγους (βλ. τις σχετικές παρεμβάσεις των Αντώνη Μανιτάκη, Νίκου Αλιβιζάτου, Ξενοφώντα Κοντιάδη κ.ά.), ότι δεν είναι δυνατή η υπογραφή του Προεδρικού Διατάγματος μετά τη διάλυση της Βουλής και πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών, αφού η οριστικοποίηση του διορισμού προϋποθέτει ενεργό σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και Βουλής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση έχει διακοπεί. Η διαφορετική ρύθμιση που προβλέπει ο ν. 3841/2010 αγνοεί πλήρως τη διάσταση αυτή.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα