Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…
Ακόμη και όσοι έχουν προεξοφλήσει το διαζύγιο το οποίο έχει πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την αλήθεια, δεν μπορεί να μην εκπλήσσονται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί καθιέρωσης για πρώτη φορά εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής
Την άνοιξη του 1989, η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει εκλογικό νόμο με τον οποίο η κατανομή των εδρών γινόταν με ακόμη πιο «δίκαιο» τρόπο από αυτόν που καθιερώνεται τώρα, αφού τότε δεν ίσχυε το πλαφόν του 3% για την εκλογή βουλευτή από τους συνδυασμούς που μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έγιναν με το συγκεκριμένο σύστημα.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει την…συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει την…συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Όλο αυτό, μάλιστα, το -εν πολλοίς επικοινωνιακό- κατασκεύασμα περί της σημασίας του «συν ένα» έγινε αργότερα μπούμερανγκ για τον νεοπαγή Συνασπισμό της Αριστεράς, όταν επί των ημερών της συγκυβέρνησής του με τη Νέα Δημοκρατία στο ετερόκλητο σχήμα με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το –δήθεν… μετανοημένο- ΠΑΣΟΚ εισηγήθηκε, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που έγιναν με την καινούργια νομοθεσία, την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης, ευελπιστώντας ότι έτσι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η προσπάθεια της ΝΔ να αποκτήσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το 50% των ψήφων.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα