Ο Πειραιάς του Χαριτόπουλου
Ανδρέας Μπελεγρής
Ο Πειραιάς του Χαριτόπουλου
Σπάνια πλέον εκδίδονται βιβλία στην Ελλάδα που επιχειρούν την ανάπλαση μιας εποχής, την περιγραφή ενός τόπου ως ιστορικής αναφοράς, την έκφραση ενός λαού και τη δημιουργία ενός ψηφιδωτού συλλογικών εμπειριών, που πέρα από αυτό δεν θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε το παρόν, όχι συγκυριακά, αλλά με οραματική διάθεση. Αναμφισβήτητα ένα από αυτά τα βιβλία που τολμά αυτήν την προσπάθεια είναι το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, Εκ Πειραιώς.
Ο Πειραιάς αποτελεί τόπο αναφοράς για την σύγχρονη πολιτική, καλλιτεχνική και οικονομική ιστορία του τόπου. Ως το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας δέχτηκε άμεσες επιρροές, επισκέψεις και «επιθέσεις» και διακρίνεται σημαντικά από περιοχές που δεν βλέπουν θάλασσα. «Το λιμάνι είναι ο κοσμοπολίτης κάθε χώρας», σημειώνει ο συγγραφέας. «Ο ψυχισμός των ανθρώπων που ζουν γύρω από τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου, Μπουένος Άιρες, Μασαλία, Πειραιά, Νάπολι, διαφέρει αισθητά από των κατοίκων της ενδοχώρας σαν να ξέρουν κάτι που οι άλλοι αγνοούν. Ίσως επειδή το καθημερινό νταραβέρι με τον έξω κόσμο τούς κάνει πιο ανοιχτόμυαλους, ξυράφια, καθώς βλέπουν, ακούνε και γνωρίζουν πρώτοι όσα στις παραμέσα πόλεις θα μάθουν αργότερα ή και ποτέ στη ζωή τους».
Εκ Πειραιώς (Μυθιστόρημα)
Διονύσης Χαριτόπουλος
Εκδόσεις Τόπος
Σπάνια πλέον εκδίδονται βιβλία στην Ελλάδα που επιχειρούν την ανάπλαση μιας εποχής, την περιγραφή ενός τόπου ως ιστορικής αναφοράς, την έκφραση ενός λαού και τη δημιουργία ενός ψηφιδωτού συλλογικών εμπειριών, που πέρα από αυτό δεν θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε το παρόν, όχι συγκυριακά, αλλά με οραματική διάθεση. Αναμφισβήτητα ένα από αυτά τα βιβλία που τολμά αυτήν την προσπάθεια είναι το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, Εκ Πειραιώς.
Ο Πειραιάς αποτελεί τόπο αναφοράς για την σύγχρονη πολιτική, καλλιτεχνική και οικονομική ιστορία του τόπου. Ως το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας δέχτηκε άμεσες επιρροές, επισκέψεις και «επιθέσεις» και διακρίνεται σημαντικά από περιοχές που δεν βλέπουν θάλασσα. «Το λιμάνι είναι ο κοσμοπολίτης κάθε χώρας», σημειώνει ο συγγραφέας. «Ο ψυχισμός των ανθρώπων που ζουν γύρω από τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου, Μπουένος Άιρες, Μασαλία, Πειραιά, Νάπολι, διαφέρει αισθητά από των κατοίκων της ενδοχώρας σαν να ξέρουν κάτι που οι άλλοι αγνοούν. Ίσως επειδή το καθημερινό νταραβέρι με τον έξω κόσμο τούς κάνει πιο ανοιχτόμυαλους, ξυράφια, καθώς βλέπουν, ακούνε και γνωρίζουν πρώτοι όσα στις παραμέσα πόλεις θα μάθουν αργότερα ή και ποτέ στη ζωή τους».
Το βιβλίο αναφέρεται σε μια εικοσαετία, 1947 – 1967, η οποία από πλευράς δομής συμπυκνώνεται σε μια μέρα: 7 Νοεμβρίου 1955. Η πρώτη φράση – διαμάντι ορίζει όλες όσες ακολουθούν μέχρι το τέλος: «Στο Λιμάνι κατεβαίνει πρώτη φορά μόνος του να βρει από πού έρχονται τα φέρετρα». Ένα οχτάχρονο παιδί περπατώντας από τα Μανιάτικα προς το Λιμάνι και έχοντας στο μυαλό του «τα λείψανα των στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Κορέα», περιτριγυρίζει στην ιστορία του Πειραιά και διαβαίνει παρ' Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων για να ανοιχτεί, τελικά, στον κόσμο, δώδεκα χρόνια μετά, «οπλισμένος ανάμεσα σε άοπλους». Μέσα από τα μάτια του παιδιού βλέπεις τα πάντα. Και τα πάντα στον Πειραιά ξεκίνησαν από τη γειτονιά των Μανιάτικων και τους ανθρώπους της. Οι Λάκωνες που έφτιαξαν τα Μανιάτικα «σαν πρίγκιπες φέρονται και το απαιτούν να τους φέρεσαι και ας μην έχουν δεύτερο παντελόνι να βάλουν» και πιο κάτω: «άγρια ράτσα, σκληρή και ανελέητη και πρώτα με τον εαυτό της• δεν ξέρεις τι να τους σεβαστείς και τι να τους μισήσεις». Ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί, κώδικες τιμής, συνείδηση καταγωγής, ντομπροσύνη, περηφάνια. Όλα αυτά πολύ σύντομα αποθεώθηκαν ποικιλοτρόπως σε πράξεις, έργα και εκδηλώσεις ζωής που συνέθεσαν την ιστορία του Πειραιά και σε μεγάλο βαθμό επηρέασαν την κουλτούρα όλου του λαού: βεντέτες, Τρούμπα, Αριστερά, εφοπλισμός, αντάρτικο, Ολυμπιακός. Και εν τέλει έγιναν τραγούδι: ο Μάρκος και ο Μπιθικώτσης άλλαξαν το ελληνικό τραγούδι για πάντα, αναπνέοντας Πειραιά συνεχώς, τόσο στην αναγνώριση όσο και στην παρακμή τους. Στο αποκορύφωμα της φήμης του ο Μπιθικώτσης θα κατανοήσει δημόσια τον Νίκο Κοεμτζή και θα δηλώσει στήριξη στο πρόσωπό του, προκαλώντας αντιδράσεις. Όταν ένας δημοσιογράφος του ζήτησε το λόγο δεν έκατσε να ασχοληθεί και «ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει “πού να σου εξηγώ…”»*.
Τα πρόσωπα που περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου περιγράφονται με στερεή χρήση της γλώσσας του λιμανιού, με όλο της το αίσθημα και την αρχέγονη χυδαιότητα που περιέχει. Λιμενεργάτες, εναγείς παραβάτες, αγέλες ρεμπετών, γήινες πόρνες, μάγκες, πούστηδες, αρχοντάνθρωποι, επιχειρηματίες, γυναίκες που καταστρέφουν κόσμο, παρελαύνουν αβίαστα δίνοντας ψυχή σε ένα έργο, το οποίο σε άλλα χέρια θα κινδύνευε να μετατραπεί σε καθαρή ηθογραφία ή ακόμα χειρότερα, σε σνομπίστικο παραλήρημα, κάτι που συνηθίζεται τελευταία. Όμως το τραγικό άσθμα του πληθυσμού, ο λαϊκός πόνος, ο καημός των φτωχών και καταφρονεμένων έχουν την πρώτη θέση στις σελίδες του και προσεγγίζονται μετά φόβου θεού. Υπερισχύει η εξύψωση του λαϊκού στοιχείου. Ο Χαριτόπουλος αντιλαμβάνεται το λαό όχι μόνο ως μούσα και εργαλείο δημιουργίας, αλλά ως βασικό συνομιλητή και, πιθανώς, ως ιδανικό αναγνώστη – γεγονός που δύσκολα συναντάται στους Έλληνες λογοτέχνες πια.
Στο σύνολο του έργου του, και εξαιρετικά στο «Εκ Πειραιώς», ο Διονύσης Χαριτόπουλος, εκών άκων, απαντά σε εκείνη την κριτική του Αντόνιο Γκράμσι για τους συγχρόνους του συγγραφείς οι οποίοι «απέτυχαν στο ιστορικό καθήκον τους να εκπαιδεύσουν και να επεξεργαστούν την πνευματικότητα και την ηθική συνείδηση του λαού – έθνους, δεν είχαν την δυνατότητα να δώσουν μια ικανοποίηση στις πνευματικές αναγκαιότητες του λαού: ακριβώς επειδή δεν ήταν αντιπρόσωποι μια λαϊκής κουλτούρας, επειδή δεν κατάφεραν να επεξεργαστούν έναν σύγχρονο “ανθρωπισμό”, ικανό να διαδοθεί μέχρι τα πιο αμαθή και ακαλλιέργητα στρώματα, όπως ήταν αναγκαίο από εθνική άποψη, για να συνεχίσουν να συνδέονται με έναν απαρχαιωμένο κόσμο, γεμάτο ελαττώματα, αφηρημένο, πολύ εγωιστικό και ελιτίστικο»**.
Διονύσης Χαριτόπουλος
Εκδόσεις Τόπος
Σπάνια πλέον εκδίδονται βιβλία στην Ελλάδα που επιχειρούν την ανάπλαση μιας εποχής, την περιγραφή ενός τόπου ως ιστορικής αναφοράς, την έκφραση ενός λαού και τη δημιουργία ενός ψηφιδωτού συλλογικών εμπειριών, που πέρα από αυτό δεν θα μπορούσαμε να διερευνήσουμε το παρόν, όχι συγκυριακά, αλλά με οραματική διάθεση. Αναμφισβήτητα ένα από αυτά τα βιβλία που τολμά αυτήν την προσπάθεια είναι το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, Εκ Πειραιώς.
Ο Πειραιάς αποτελεί τόπο αναφοράς για την σύγχρονη πολιτική, καλλιτεχνική και οικονομική ιστορία του τόπου. Ως το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας δέχτηκε άμεσες επιρροές, επισκέψεις και «επιθέσεις» και διακρίνεται σημαντικά από περιοχές που δεν βλέπουν θάλασσα. «Το λιμάνι είναι ο κοσμοπολίτης κάθε χώρας», σημειώνει ο συγγραφέας. «Ο ψυχισμός των ανθρώπων που ζουν γύρω από τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου, Μπουένος Άιρες, Μασαλία, Πειραιά, Νάπολι, διαφέρει αισθητά από των κατοίκων της ενδοχώρας σαν να ξέρουν κάτι που οι άλλοι αγνοούν. Ίσως επειδή το καθημερινό νταραβέρι με τον έξω κόσμο τούς κάνει πιο ανοιχτόμυαλους, ξυράφια, καθώς βλέπουν, ακούνε και γνωρίζουν πρώτοι όσα στις παραμέσα πόλεις θα μάθουν αργότερα ή και ποτέ στη ζωή τους».
Το βιβλίο αναφέρεται σε μια εικοσαετία, 1947 – 1967, η οποία από πλευράς δομής συμπυκνώνεται σε μια μέρα: 7 Νοεμβρίου 1955. Η πρώτη φράση – διαμάντι ορίζει όλες όσες ακολουθούν μέχρι το τέλος: «Στο Λιμάνι κατεβαίνει πρώτη φορά μόνος του να βρει από πού έρχονται τα φέρετρα». Ένα οχτάχρονο παιδί περπατώντας από τα Μανιάτικα προς το Λιμάνι και έχοντας στο μυαλό του «τα λείψανα των στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Κορέα», περιτριγυρίζει στην ιστορία του Πειραιά και διαβαίνει παρ' Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων για να ανοιχτεί, τελικά, στον κόσμο, δώδεκα χρόνια μετά, «οπλισμένος ανάμεσα σε άοπλους». Μέσα από τα μάτια του παιδιού βλέπεις τα πάντα. Και τα πάντα στον Πειραιά ξεκίνησαν από τη γειτονιά των Μανιάτικων και τους ανθρώπους της. Οι Λάκωνες που έφτιαξαν τα Μανιάτικα «σαν πρίγκιπες φέρονται και το απαιτούν να τους φέρεσαι και ας μην έχουν δεύτερο παντελόνι να βάλουν» και πιο κάτω: «άγρια ράτσα, σκληρή και ανελέητη και πρώτα με τον εαυτό της• δεν ξέρεις τι να τους σεβαστείς και τι να τους μισήσεις». Ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί, κώδικες τιμής, συνείδηση καταγωγής, ντομπροσύνη, περηφάνια. Όλα αυτά πολύ σύντομα αποθεώθηκαν ποικιλοτρόπως σε πράξεις, έργα και εκδηλώσεις ζωής που συνέθεσαν την ιστορία του Πειραιά και σε μεγάλο βαθμό επηρέασαν την κουλτούρα όλου του λαού: βεντέτες, Τρούμπα, Αριστερά, εφοπλισμός, αντάρτικο, Ολυμπιακός. Και εν τέλει έγιναν τραγούδι: ο Μάρκος και ο Μπιθικώτσης άλλαξαν το ελληνικό τραγούδι για πάντα, αναπνέοντας Πειραιά συνεχώς, τόσο στην αναγνώριση όσο και στην παρακμή τους. Στο αποκορύφωμα της φήμης του ο Μπιθικώτσης θα κατανοήσει δημόσια τον Νίκο Κοεμτζή και θα δηλώσει στήριξη στο πρόσωπό του, προκαλώντας αντιδράσεις. Όταν ένας δημοσιογράφος του ζήτησε το λόγο δεν έκατσε να ασχοληθεί και «ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει “πού να σου εξηγώ…”»*.
Τα πρόσωπα που περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου περιγράφονται με στερεή χρήση της γλώσσας του λιμανιού, με όλο της το αίσθημα και την αρχέγονη χυδαιότητα που περιέχει. Λιμενεργάτες, εναγείς παραβάτες, αγέλες ρεμπετών, γήινες πόρνες, μάγκες, πούστηδες, αρχοντάνθρωποι, επιχειρηματίες, γυναίκες που καταστρέφουν κόσμο, παρελαύνουν αβίαστα δίνοντας ψυχή σε ένα έργο, το οποίο σε άλλα χέρια θα κινδύνευε να μετατραπεί σε καθαρή ηθογραφία ή ακόμα χειρότερα, σε σνομπίστικο παραλήρημα, κάτι που συνηθίζεται τελευταία. Όμως το τραγικό άσθμα του πληθυσμού, ο λαϊκός πόνος, ο καημός των φτωχών και καταφρονεμένων έχουν την πρώτη θέση στις σελίδες του και προσεγγίζονται μετά φόβου θεού. Υπερισχύει η εξύψωση του λαϊκού στοιχείου. Ο Χαριτόπουλος αντιλαμβάνεται το λαό όχι μόνο ως μούσα και εργαλείο δημιουργίας, αλλά ως βασικό συνομιλητή και, πιθανώς, ως ιδανικό αναγνώστη – γεγονός που δύσκολα συναντάται στους Έλληνες λογοτέχνες πια.
Στο σύνολο του έργου του, και εξαιρετικά στο «Εκ Πειραιώς», ο Διονύσης Χαριτόπουλος, εκών άκων, απαντά σε εκείνη την κριτική του Αντόνιο Γκράμσι για τους συγχρόνους του συγγραφείς οι οποίοι «απέτυχαν στο ιστορικό καθήκον τους να εκπαιδεύσουν και να επεξεργαστούν την πνευματικότητα και την ηθική συνείδηση του λαού – έθνους, δεν είχαν την δυνατότητα να δώσουν μια ικανοποίηση στις πνευματικές αναγκαιότητες του λαού: ακριβώς επειδή δεν ήταν αντιπρόσωποι μια λαϊκής κουλτούρας, επειδή δεν κατάφεραν να επεξεργαστούν έναν σύγχρονο “ανθρωπισμό”, ικανό να διαδοθεί μέχρι τα πιο αμαθή και ακαλλιέργητα στρώματα, όπως ήταν αναγκαίο από εθνική άποψη, για να συνεχίσουν να συνδέονται με έναν απαρχαιωμένο κόσμο, γεμάτο ελαττώματα, αφηρημένο, πολύ εγωιστικό και ελιτίστικο»**.
Ο Χαριτόπουλος δεν ανήκει σε αυτούς. Αντίθετα κάθε φορά κάνει όλη τη διαδρομή μέχρι την πρώτη πηγή. Είναι ο συγγραφέας της Αριστεράς που έχει ανάγκη η χώρα.
* Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο, Διονύσης Σαββόπουλος
** Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, Αντόνιο Γκράμσι, μτφ. Χρήστος Μαστραντώνης, εκδόσεις Στοχαστής
* Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο, Διονύσης Σαββόπουλος
** Λογοτεχνία και Εθνική Ζωή, Αντόνιο Γκράμσι, μτφ. Χρήστος Μαστραντώνης, εκδόσεις Στοχαστής
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα