«Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω τι συνέβη μόλις πριν από πέντε λεπτά», έλεγε η Αλίσια Βικάντερ στα παρασκήνια του Dolby Theater λίγο αφότου είχε κερδίσει το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για το «Κορίτσι από τη Δανία» του Τομ Χούπερ. «Δεν έχω φάει τίποτα από το μεσημέρι. Θέλω απλώς να βγάλω τα παπούτσια μου και να χορέψω». Η Βικάντερ μπορεί να χορεύει όσο θέλει η ψυχή της, καθώς κατάφερε να παραμερίσει το φαβορί, την Κέιτ Γουίνσλετ. H Σουηδέζα κούκλα είχε ήδη κερδίσει το Βραβείο του Σωματείου των Ηθοποιών, κάτι που της έδινε ένα αβαντάζ. Με τη βαθιά φωνή της (πού χωράει τέτοια φωνή σε τόσο λεπτεπίλεπτο κορμί;) και μια δεξιοτεχνική εσωτερική ένταση, η Βικάντερ ήταν εξαιρετική στον ρόλο της Γκέρντα, της γυναίκας του Αϊναρ Βέγκενερ, του πρώτου άντρα που έκανε εγχείριση επιβεβαίωσης φύλου στα τέλη του 1920.
Η Γκέρντα ήταν εκείνη που έσπρωξε τον Αϊναρ να έρθει σε επαφή με τον πραγματικό του εαυτό και να κάνει τη μετάβαση στη Λίλι. «Η Αλίσια έχει εξαιρετικό ταλέντο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την οντισιόν της. Διαβάζαμε μαζί μια σκηνή και γύρισα να δω τον Τομ και έκλαιγε. Ο κόσμος μιλά συχνά για την Αλίσια σε σχέση με το παρελθόν της στον χορό και τη χρήση της κορμοστασιάς της. Αλλά έχει ταυτόχρονα μια ικανότητα να αγγίζει συναισθήματα με μια ειλικρίνεια που σε αφήνει με ανοιχτό το στόμα», λέει ο Εντι Ρεντμέιν. Στον ευχαριστήριο λόγο της η Βικάντερ φρόντισε να ανταποδώσει το κομπλιμέντο, ευχαριστώντας τον συμπρωταγωνιστή της («Δεν θα τα είχα καταφέρει χωρίς εσένα»), αλλά και τους γονείς της («Ευχαριστώ που μου δώσατε την πίστη ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν, παρόλο που εγώ θα πίστευα ότι ποτέ δεν μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο»). Παρέλειψε βέβαια την αγάπη της, τον Μάικλ Φασμπέντερ, από την άλλη όμως ήταν η πρώτη φορά που επέδειξαν τρυφερότητα δημοσίως.
Η 28χρονη Βικάντερ μεγάλωσε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Η μητέρα της, Μαρία Φαλ Βικάντερ, γνωστή ηθοποιός στη Σουηδία, και ο πατέρας της Σβάντε Βικάντερ, ψυχίατρος, χώρισαν όταν η Αλίσια ήταν πέντε μηνών, αλλά διατήρησαν έκτοτε καλές σχέσεις. Εχει άλλα 5 αδέρφια από την πλευρά του μπαμπά της. Οταν η μαμά της δεν έβρισκε babysitter έπαιρνε τη μικρή Αλίσια μαζί της στο θέατρο. Στα 7 της ήδη πήρε τον πρώτο της ρόλο στο μιούζικαλ «Kristina from Duvemala» (από τους δημιουργούς του «Mamma Mia!». Στα 9 της άρχισε να σπουδάζει χορό στη Βασιλική Σχολή Μπαλέτου στο Γκέτεμποργκ. Μόλις στα 15 της, έφυγε από το σπίτι για να συνεχίσει τις σπουδές της στη Στοκχόλμη. «Δεν μου αρέσει ο πόνος, αλλά ως μπαλαρίνα ζούσα σε διαρκή πόνο. Θυμάμαι ότι στη σχολή στη Στοκχόλμη είχαμε ένα ντουλάπι όπου βάζαμε τα παυσίπονα όποτε κάποια από μας πήγαινε στον γιατρό και τα μοιραζόμασταν. Ημασταν εθισμένες με έναν τρόπο. Για ένα διάστημα αφότου παράτησα τον χορό ένιωθα παράξενα που δεν πονούσα. Ηταν σαν να με είχε εγκαταλείψει ένας παλιός φίλος, που με ακολουθούσε παντού», λέει στη «Vogue».
Είχε επιλέξει όμως ήδη άλλη σχέση ζωής: εκείνη με την ηθοποιία - γι’ αυτό και τελικά δεν συνέχισε επαγγελματικά με τον χορό. Κράτησε όμως την πειθαρχία και τη συγκέντρωση που έμαθε από την εκπαίδευσή της ως μπαλαρίνα και είναι περήφανη γι’ αυτό. Μετά τη σχολή μπαλέτου δούλεψε σε μια σουηδική σαπουνόπερα και έκανε αίτηση σε δραματική σχολή. Την απέρριψαν δύο χρονιές συνεχόμενες. Δούλεψε σε ανθοπωλείο, πέρασε στη Νομική, αλλά προτού καν γραφτεί πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Pure» της Λίσα Λάνγκσετ, για το οποίο αναδείχτηκε Ανερχόμενο Αστέρι στο Φεστιβάλ της Στοκχόλμης το 2010, κέρδισε το Βραβείο Guldbagge (το σουηδικό Οσκαρ Καλύτερης Ερμηνείας) και συμμετείχε στο Shooting Stars του Φεστιβάλ Βερολίνου εκπροσωπώντας τη Σουηδία το 2011. Και ήταν μόλις το ντεμπούτο της!