Όλα ξεκίνησαν πριν από τρία χρόνια, στις 4 Μαΐου του 2021, τότε που ένας μεγάλος κύκλος απάτης άρχισε να ανοίγει. Μέλος οικογένειας Ρομά, ειδικότερα, εξαπάτησε μέλος αυτοδιοίκησης, πουλώντας αντί 143.000 ευρώ χρυσές λίρες που αποδείχθηκαν νομίσματα των 20 λεπτών.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από λίγους μήνες, τον περασμένο Νοέμβριο, είχε γίνει γνωστό από το protothema.gr ότι οικογένεια Ρομά, η ίδια με αυτήν που απασχολεί τώρα τη δημοσιότητα, είχε εξαπατήσει γυναίκα επιχειρηματία από τη Μύκονο αποσπώντας της 175.000 ευρώ για 500 χρυσές λίρες που τελικά η τελευταία δεν παρέλαβε ποτέ.
Στην περίπτωση απάτης που γίνεται σήμερα γνωστή, η παθούσα υποστηρίζει ότι γνωρίστηκε με το μέλος της συγκεκριμένης οικογένειας Ρομά όταν εκείνη υπηρετούσε στην αυτοδιοίκηση ως αιρετή. Η οικογένεια του Ρομά και οι συνεργάτες τους είχαν συμμετάσχει στους πλειοδοτικούς διαγωνισμούς του δήμου και είχαν αναλάβει την ετήσια εμποροπανήγυρη επί σειρά ετών.
«Η εικόνα που είχα αποκομίσει τα χρόνια της θητείας μου ήταν ότι στις οικονομικές τους συναλλαγές με το Δήμο ήταν πάντα συνεπείς και τυπικοί» γράφει στην καταγγελία της η παθούσα.
Όλα ξεκίνησαν στις 4 Μαΐου του 2021 όταν η γυναίκα δέχθηκε τηλεφώνημα από το μέλος της οικογένειας Ρομά ο οποίος την προσκαλούσε να την συναντήσει στο σπίτι τους γιατί είχε «κάτι πολύ σοβαρό να της πει».
Οι πακεταρισμένες λίρες
«Με ξενάγησαν στο σπίτι τους, ένα διώροφο υπερπολυτελές νεόδμητο σπίτι και μετά ο Β. μου αφηγήθηκε τα εξής: τα παζάρια έχουν σταματήσει λόγω covid, που αποτελούν και τη βασική πηγή εισοδήματός του, ότι μπήκε σε πολλά έξοδα καθώς φτιάχνει το σπίτι του και χρειάζεται ακόμα αρκετά χρήματα για να το τελειώσει. ''Εμείς οι τσιγγάνοι δεν κρατάμε μετρητά ούτε αγοράζουμε ακίνητα, όπως κάνετε εσείς. Ότι μας περισσεύει σε χρήματα το κάνουμε χρυσό. Έχουμε ένα τεράστιο ποσό σε λίρες και σου ζητάω να με διευκολύνεις, να σου δώσω χρυσό σε μια καλή τιμή, να μου δώσεις μετρητά για να κάνω τη δουλειά μου” της είπε. ''Τον ρωτάω, τόσο κόσμο ξέρεις, πώς επέλεξες εμένα να κάνεις αυτή τη δουλειά; Πάω σε άτομα που έχω συνεργαστεί και εμπιστεύομαι μου απάντησε και επίσης μου είπε ότι δε μπορεί να βγεί στην αγορά και να ακουστεί οτι ο Β. ξέμεινε απο μετρητά και ότι πουλάει λίρες, γιατί θα χαλάσει τη φήμη του. Μου είπε ακόμη πως είναι άνθρωπος που έχει όνομα στην πιάτσα και ο λόγος του είναι συμβόλαιο. ''Εμείς οι τσιγγάνοι όταν δίνουμε τα χέρια είναι ανώτερο από το να υπογράψεις ένα συμβόλαιο. Όπως ήταν και η συνεργασία μας όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δε μ' εμπιστεύεσαι;'' ήταν τα ακριβή του λόγια, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η παθούσα στην καταγγελία της.
«''Σε εμπιστεύομαι'', του απάντησα, διότι ό,τι συναλλαγή έχω δει να κάνει στο παρελθόν έγινε σωστά. Μου έδωσε 5 λίρες για να ελέγξω τη γνησιότητά τους και έπειτα έφυγα» προσθέτει.
Μετά τη συνάντησή τους η παθούσα επέστρεψε στο σπίτι της και αφηγήθηκε στον σύζυγό της την ιστορία. Του έδωσε τις λίρες να τις ελέγξει, κάτι που ο σύζυγος της έκανε τις επόμενες ημέρες και τις βρήκε γνήσιες.
Κλείσιμο
Στη συνέχεια μίλησαν με τον Β. στο τηλέφωνο και του είπαν οτι συμφωνούν να προχωρήσουν σε αγορά χρυσών λιρών για περίπου 50.000 ευρώ. Στις 25 Ιουνίου 2021 μετέβησαν στο σπίτι του μέλους της εν λόγω οικογένειας Ρομά όπου εκείνος τους περίμενε μαζί με τη σύζυγό του. Αφού συζήτησαν κατέληξαν στην τιμή αγοράς ανα χρυσή λίρα.
«Δώσαμε 55.000 ευρώ χωρίς να πάρουμε όμως λίρες, με τη δικαιολογία ότι είχε πακετάρει κομμάτια που αντιστοιχούν σε 200.000 ευρώ γιατί ''νόμιζε'' οτι θα έρθουμε με περισσότερα χρήματα'' αναφέρει η παθούσα στην καταγγελία της και προσθέτει: ''Πρότεινε στον σύζυγο μου να τις πάρει όλες, τις υποτιθέμενες πακεταρισμένες λίρες που αντιστοιχούν σε 200.000 ευρώ (τις όποιες δεν είδαμε φυσικά) και εκείνος απάντησε ότι δεν επιθυμώ να προβώ σε μια τόση μεγάλη συναλλαγή και να αναλάβω τέτοια ευθύνη, θέλω μέχρι το ποσό των χρημάτων που διαθέτω. Οπότε εκείνος κράτησε τα χρήματα και είπε ότι το βράδυ θα φέρει ο ίδιος τις λίρες.
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, η πρώην αιρετή τηλεφώνησε στον Β. για να του εκφράσει την δυσαρέσκεια της από τη συναλλαγή και τότε εκείνος την ρώτησε αν θέλει να της φέρει πίσω τα χρήματα. Εκείνη απάντησε «Ναι» και πως επιθυμεί να τα λάβει την επόμενη ημέρα. Την επόμενη ημέρα το απόγευμα όμως εκείνος άρχισε να επικοινωνεί απευθείας με τον σύζυγό της και στην συνέχεια τον επισκέφτηκε στην εργασία του και άρχισαν να συζητούν πιο προσωπικά ζητήματα αποσκοπώντας στο να χτίσει μια πιο φιλική σχέση μαζί του για να μπορέσει να συνεχίσει τη συναλλαγή με εκείνον απευθείας. Κανόνισαν μέσα στις επόμενες ημέρες να μεταβεί στο γραφείο του εκ νέου για να πάρει κι άλλα χρήματα με την υπόσχεση οτι έτσι θα ολοκληρωθεί η συναλλαγή που βρίσκονταν σε εκκρεμότητα. “Τελικά η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στα τέλη Ιουνίου. Πήγε στην επιχείρησή του εκείνος με τη γυναίκα του και παρέλαβε 45.000 ευρώ απο τον σύζυγο μου. Έφυγαν με τα χρήματα με την πρόφαση ότι θα επιστρέψουν σε πέντε λεπτά μέχρι να πάνε στο αυτοκίνητο, όπου τους περίμεναν τα αδέλφια του, να φέρουν τις λίρες, γεγονός που δε συνέβη ποτέ” αναφέρει η καταγγέλλουσα.
Μέσα στις επόμενες ημέρες, σύμφωνα πάντα με την παθούσα, ακολούθησαν τηλεφωνικές επικοινωνίες με το μέλος της οικογένειας των Ρομά, με ένταση και καβγάδες. Ύστερα από μεγάλη πίεση απο τη δική της πλευρά να δοθεί λύση, ο Β. φέρεται να της πρότεινε να συναντηθούν να συζητήσουν «γιατί κάτι έχει να της προτείνει».
Έτσι, στις 11/7/2021 η καταγγέλλουσα επισκέφτηκε με το σύζυγό της το σπίτι του Β εκ νέου. Εκεί τους είπε ότι δε μπορεί πλέον να τους δώσει τα 100.000 ευρώ γιατί δεν τα έχει, εξηγώντας πως είχε να πληρώσει επιταγές. Είπε πως τις λίρες τις πούλησε αλλού ενώ είχε πάνω στο τραπέζι πλάκες χρυσού που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, αντιστοιχούσαν σε 143.000 ευρώ. Πρότεινε δε στο ζευγάρι να του δώσουν άλλα 43.000 ευρώ ώστε να κλείσει την υπόθεση.
«Ο σύζυγός μου είπε τότε ότι δεν επιθυμεί να παραλάβει τις πλάκες, αλλά ούτε και λίρες θέλει πλέον αλλά μόνο να του επιστραφούν τα χρήματα μας. Εφόσον εκείνος είπε οτι δεν μπορούσε να μας επιστρέψει τα χρήματα άμεσα, ο σύζυγός μου του ζήτησε να υπογράψουμε ένα συμβόλαιο ότι μας οφείλει αυτά τα χρήματα, όπως και κάναμε την επόμενη ημέρα. Μετα απο αυτή τη συνάντηση ο σύζυγος μου δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να συμμετάσχει πλέον σε οποιαδήποτε συζήτηση μαζί τους και καθιστά εμένα υπεύθυνη να πάρω πίσω τα χρήματά μας».
Την επόμενη ημέρα ακολούθησε νέα συνάντηση και η υπογραφή ενός ιδιωτικού συμφωνητικού χρέους που έδινε στον Β. ένα μήνα περιθώριο να εξοφλήσει το ποσό, το οποίο φέρει σφραγίδα και απο ΚΕΠ για το γνήσιο της υπογραφής. Όμως η ημερομηνία αποπληρωμής του ποσού παρήλθε και ο Β δεν απαντούσε στα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα της καταγγέλλουσας.
«Μετά απο αρκετές ημέρες επίμονων τηλεφωνημάτων απάντησε και πρότεινε να συναντηθούμε γιατί έχει σκεφτεί μια λύση. Στις αρχές Σεπτεμβρίου που συνομιλήσαμε μου είπε οτι πήγαν πολύ στραβά τα πράγματα, οτι έγινε μπέρδεμα καθώς άλλα είχε συζητήσει με μένα, άλλα με το σύζυγό μου και άλλα συνεννοήθηκε εκείνος με τα αδέρφια του οι οποίοι είναι όλοι μια ομάδα σε ότι κάνουν και διάφορες άλλες δικαιολογίες. Είπε επίσης οτι αν θέλω να πάρω τα χρήματα μόνο μια λύση υπάρχει, να βρω και να του δώσω άλλα 43.000 ευρώ για να κλείσει η συμφωνία γιατί πλέον αυτή τη συμφωνία έχει κάνει με τα αδέρφια του και δε μπορεί να εκτεθεί πάλι στα μάτια τους» συνεχίζει η παθούσα στην καταγγελία της. Γενικά στις συνομιλίες τους μια ήταν κατευναστικός και μια την "μάλωνε¨ για τα λάθη που είχαν κάνει η ίδια και ο σύζυγός της μέχρι τώρα.
Τα τυλιγμένα σε μονωτική 20λεπτα
Μετά από αρκετές συνομιλίες, σε μια ύστατη προσπάθειά της να κλείσει την επώδυνη αυτή συναλλαγή και την τραυματική εμπειρία που είχε υποστεί, δέχθηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενα της, να συναντηθούν εκ νέου στο σπίτι του Β. στα τέλη Νοεμβρίου αρχές Δεκεμβρίου.
«Του ξεκαθάρισα πως αν δεν παραλάβω αυτά που μου οφείλει θα φύγω, πως δεν θα ξαναπάρει χρήματα χωρίς να δώσει πρώτα τις λίρες που είχαμε συμφωνήσει. Ενώ είχαμε συνεννοηθεί οτι θα με περιμένει στο σπίτι του με τη σύζυγό του όπως συνήθως, αυτή τη φορά δεν βρισκόταν εκεί η σύζυγός του αλλά δύο απο τα αδέρφια του, μαζί και η σύντροφος του ενός, γνωστό μοντέλο και πρώην εστεμμένη καλλιστείων όπως και μια φίλη της. Με ρώτησε που έχω τα χρήματα και του είπα στο αυτοκίνητο. Μου ζήτησε να μεταβώ με το αυτοκίνητο σ’ ένα άλλο σημείο όπου υποτίθεται οτι είχε τις λίρες, πήγα, μου παρέδωσε ένα τσαντάκι και εγώ του έδωσα άλλες €43.000 και στην προσπάθειά του να με απομακρύνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα απο το σημείο μου είπε αγχωμένος πάρτα και φύγε γρήγορα. Σε πολύ κοντινό σημείο ήταν ένα αυτοκίνητο με τα αδέρφια του. Οδηγώντας αρκετή ώρες και αφού δεν έβλεπα στον καθρέπτη το αυτοκίνητο με τα αδέλφια του σταμάτησα να ελέγξω τι παρέλαβα, διαπίστωσα οτι αντί για λίρες είχα παραλάβει ένα τσαντάκι γεμάτο με 20 λεπτα τυλιγμένα με μονωτική ταινία σε φυσίγγια τόσο σφιχτά που ούτε με μαχαίρι δε μπορούσα να τα κόψω. Αφού το διαπίστωσα επέστρεψα στο σπίτι του όπου διαδραματίστηκε μια άσχημη σκηνή μεταξύ μας, αυτό ήταν ίσως η πιο τραυματική εμπειρία για έμενα. Το τσαντάκι με τα κέρματα το έπιασε με γυμνά χέρια και είναι γεμάτο με δακτυλικά αποτυπώματα».
Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ο Β, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της παθούσας, δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και στη συνέχεια άλλαξε αριθμό.
«Όταν τελικά κατάφερα να μιλήσω μαζί του μου είπε μεταξύ άλλων ότι εκείνοι κατατάσσουν τους ανθρώπους σε τρεις κατηγορίες: Στους πολιτικούς τους οποίους σέβονται και στηρίζουν, τους ομοίους τους με τους οποίους ισχύει ο λόγος τους ως συμβόλαιο γιατί αλλιώς βγαίνουν τα πιστόλια και όλους τους υπόλοιπους που αποτελούν τη λεία τους, τα θύματα τους απο τα οποία αντλούν χρήματα, οτι το κάνουν επαγγελματικά. Είπε επίσης οτι για μένα θα κάνει μια εξαίρεση και οτι θα λήξει την υπόθεση φιλικά ενώ αρχικά είχε πρόθεση να με εξαπατήσει. Και τέλος, να μην κάνω οποιαδήποτε κίνηση να διεκδικήσω τα χρήματά μου στα δικαστήρια γιατί το συμβόλαιο που έχουμε υπογράψει δεν έχει καμία αξία καθώς δεν έχει τίποτα στο όνομά του και οτι έχει κάνει οκτώ χρόνια φυλακή για απάτες» καταλήγει η παθούσα στην καταγγελία της.
Πλέον την υπόθεση έχει αναλάβει μεγάλο δικηγορικό γραφείο της Αθήνας ενώ τα στοιχεία που έχει στην διάθεσή της η καταγγέλλουσα πρόκειται να κατατεθούν στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής τις προσεχείς ημέρες.
Η La Roche-Posay γιορτάζει 50 χρόνια δερματολογικής φροντίδας προσφέροντας καινοτόμες λύσεις που συνδυάζουν ορατά αποτελέσματα και σεβασμό στην επιδερμίδα.