
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο «κανένας»
Η Ελλάδα είναι μία χώρα οι πολίτες της οποίας έχουν κατά κανόνα κοντή μνήμη
Εύκολα και σύντομα ξεχνούν σοβαρά γεγονότα, τα οποία μπορεί να είχαν προκαλέσει πάταγο όταν είχαν βρεθεί στην επικαιρότητα. Γι’ αυτό και οι εκάστοτε κυβερνήσεις αναμένουν υπομονετικά την ώρα της λήθης οσάκις έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με κρίσιμες καταστάσεις. Και συνήθως δεν αργεί να έρθει αυτή η ώρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η υπόθεση των υποκλοπών, η οποία, μετά τον αρχικό θόρυβο που προκάλεσε, δεν δείχνει πλέον να απασχολεί πολλούς άλλους πλην των -για διάφορους και διαφορετικούς λόγους- άμεσα ενδιαφερομένων.
Αυτή τη φορά όμως ο κανόνας της λήθης έχει μία μεγάλη εξαίρεση: την υπόθεση των Τεμπών. Δύο χρόνια μετά τη σύγκρουση των τρένων, τον τραγικό θάνατο 57 νέων παιδιών και τους τραυματισμούς περισσότερων, όχι μόνο δεν ξεχάστηκαν τα όσα συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το δυστύχημα, αλλά επανέρχονται συνεχώς στην επικαιρότητα. Και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση, έμφαση και έκταση.
Στις πλατείες
Αψευδής μάρτυς αυτού είναι οι πρωτοφανώς πολυπληθείς συγκεντρώσεις που έγιναν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Συγκεντρώσεις που δεν είχαν πίσω τους κομματικές ταμπέλες. Ηταν συγκεντρώσεις αυθόρμητες, χωρίς κεντρική οργάνωση. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στις πλατείες να διαμαρτυρηθούν για τον άδικο χαμό τόσων παιδιών. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Βγήκαν στις πλατείες και για να καταγγείλουν με την παρουσία τους το γεγονός ότι η αποκάλυψη των πραγματικών συνθηκών του δυστυχήματος και ο εντοπισμός των ενόχων με ενέργειες ή παραλείψεις πελαγοδρομούν, δύο χρόνια τώρα, ανάμεσα σε Εξεταστικές Επιτροπές της Βουλής, σε δηλώσεις συχνά αντιφάσκουσες κυβερνητικών παραγόντων και σε δικαστικά γραφεία. Να διαμαρτυρηθούν για τις αδικαιολόγητες παραλείψεις, ανεπάρκειες, καθυστερήσεις, ακόμη και αποκρύψεις της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας.
Ετσι, κεντρικό αίτιο αυτής της διαρκώς ογκούμενης διαμαρτυρίας δεν είναι μόνο ο τραγικός θάνατος των νέων παιδιών. Πέραν αυτού, είναι και το μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης του μέσου πολίτη προς τις τρεις εξουσίες-πυλώνες της Δημοκρατίας. Το έλλειμμα αυτό βρήκε για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση την έκφρασή του στις πλατείες των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας. Δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν αμέσως μετά την Κυριακή των συγκεντρώσεων επιβεβαίωσαν την έκταση του προβλήματος. Χαρακτηριστικά, η έρευνα της MRB αποκαλύπτει ότι 81,1% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι μάλλον ή σίγουρα η κυβέρνηση δεν κάνει ό,τι μπορεί για να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση των Τεμπών. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις ενέργειες της Δικαιοσύνης είναι 77,59%.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης άλλωστε δήλωσε στη συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Αντώνη Σρόιτερ πως δεν πιστεύει ότι η Εξεταστική Επιτροπή για τα Τέμπη ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής. Πρόσθεσε μάλιστα ότι όλα είναι τώρα ανοιχτά και ότι το απίθανο σενάριο μπορεί τελικά να είναι πιθανό. Αν όμως δεν πιστεύει ο πρωθυπουργός ότι η Εξεταστική Επιτροπή ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής και αν θεωρεί, δύο ολόκληρα χρόνια μετά το συμβάν, ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι τώρα ανοιχτά και ότι το απίθανο μπορεί να είναι τελικά πιθανό, τι πρέπει να πιστέψει και ποιον μπορεί να εμπιστευτεί ένας μέσος πολίτης;
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση δεν έχει απέναντί της ισχυρούς πολιτικούς αντιπάλους, καθώς δεν υπάρχει ένας δεύτερος αξιόπιστος πόλος που θα μπορούσε να εισπράξει τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Ετσι, σύμφωνα με όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράττουν τη φθορά της Νέας Δημοκρατίας, η οποία διοχετεύεται κυρίως προς αντισυστημικά κόμματα του ακροδεξιού και του ακροαριστερού πολιτικού φάσματος. Δηλαδή, την κρίση εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και συνολικά προς τους θεσμούς της Δημοκρατίας φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, να την εισπράττουν οι τελευταίοι στους οποίους θα μπορούσε να έχει κανείς εμπιστοσύνη.
Το γεγονός ότι δεν έχει απέναντί του ισχυρή κομματική αντιπολίτευση ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν σημαίνει ότι είναι έξω από τις πιθανότητες να βρεθεί σύντομα αντιμέτωπος με μία ισχυρή κοινωνική αντιπολίτευση, όπως ήταν αυτή που ξεχύθηκε στις πλατείες. Και μπορεί αυτή η αντιπολίτευση να αποδειχτεί πιο επικίνδυνη για το κόμμα του και τον ίδιο. Διότι είναι άδηλο προς τα πού θα στραφεί τελικά. Προς τον αντισυστημικό χώρο; Προς την αποχή; Προς μια νέα κατάσταση τύπου «Αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος;
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση έχει μπροστά της δυόμισι χρόνια για να αποκαταστήσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε στερεώσει στην πρώτη τετραετία της με ένα μεγάλο τμήμα του λαού, όταν αντιμετώπισε με εντυπωσιακή επιτυχία τα προβλήματα της πανδημίας, των ελληνοτουρκικών σχέσεων, του μεταναστευτικού ζητήματος και τελικά της επανόδου της χώρας στην κανονικότητα μετά τα διαταραγμένα χρόνια των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Αλλά δεν θα είναι πολύ εύκολο. Διότι όταν χάνεται η εμπιστοσύνη δύσκολα επανακτάται.
Λέγεται ότι το αμέσως επόμενο βήμα του πρωθυπουργού θα είναι ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Προφανές είναι ότι οι ανασχηματισμοί αυτοί καθαυτοί δεν λύνουν τα προβλήματα, συχνά μάλιστα δημιουργούν μεγαλύτερα. Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή δεν είναι η εναλλαγή προσώπων στα υπουργεία. Είναι η αλλαγή πολιτικής στους τομείς όπου υπάρχουν εμφανείς αστοχίες.
Τα τρένα
Η κυβέρνηση παρέλαβε ένα διαλυμένο κράτος μετά τη δεκαετία των μνημονίων και των μνημονιακών κυβερνήσεων. Εκεί ακριβώς, σε αυτό το ακόμη διαλυμένο κράτος, βρίσκεται η καρδιά του ελληνικού προβλήματος. Στα τρένα που περνούν και κοιμούνται οι σταθμάρχες, στις πολεοδομίες, στις εφορίες, στις διάφορες ελεγκτικές αρχές, στην αστυνομία και τις υπόλοιπες εστίες διαφθοράς του Ελληνικού Δημοσίου, στα δομικά προβλήματα λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Η δεύτερη τετραετία του Κυριάκου Μητσοτάκη, λοιπόν, θα έπρεπε να έχει ως απόλυτη προτεραιότητα την, στο μέτρο του δυνατού, αντιμετώπιση των παθογενειών της δημόσιας διοίκησης. Εως τώρα είναι περιορισμένα τα πρακτικά αποτελέσματα στον τομέα αυτό. Αυτό είναι όμως εκείνο που περιμένει στη δεύτερη τετραετία ο μέσος πολίτης που ψήφισε πάλι Νέα Δημοκρατία το 2023. Περιμένει επί παραδείγματι λύσεις όπως να ξεκινούν και να φτάνουν κανονικά τα τρένα στον προορισμό τους, πράγμα που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, παρά την τραγωδία των Τεμπών.
Τυχαίο είναι ότι μόλις πριν από λίγες ημέρες δεν είχαν κατέβει οι μπάρες σε διάβαση τρένου, στο κέντρο της Αθήνας μάλιστα, στη Χαμοστέρνας, διότι ο αρμόδιος να τις κατεβάσει υπάλληλος κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στο φυλάκιο;
Αυτή τη φορά όμως ο κανόνας της λήθης έχει μία μεγάλη εξαίρεση: την υπόθεση των Τεμπών. Δύο χρόνια μετά τη σύγκρουση των τρένων, τον τραγικό θάνατο 57 νέων παιδιών και τους τραυματισμούς περισσότερων, όχι μόνο δεν ξεχάστηκαν τα όσα συνέβησαν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το δυστύχημα, αλλά επανέρχονται συνεχώς στην επικαιρότητα. Και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση, έμφαση και έκταση.
Στις πλατείες
Αψευδής μάρτυς αυτού είναι οι πρωτοφανώς πολυπληθείς συγκεντρώσεις που έγιναν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Συγκεντρώσεις που δεν είχαν πίσω τους κομματικές ταμπέλες. Ηταν συγκεντρώσεις αυθόρμητες, χωρίς κεντρική οργάνωση. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στις πλατείες να διαμαρτυρηθούν για τον άδικο χαμό τόσων παιδιών. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Βγήκαν στις πλατείες και για να καταγγείλουν με την παρουσία τους το γεγονός ότι η αποκάλυψη των πραγματικών συνθηκών του δυστυχήματος και ο εντοπισμός των ενόχων με ενέργειες ή παραλείψεις πελαγοδρομούν, δύο χρόνια τώρα, ανάμεσα σε Εξεταστικές Επιτροπές της Βουλής, σε δηλώσεις συχνά αντιφάσκουσες κυβερνητικών παραγόντων και σε δικαστικά γραφεία. Να διαμαρτυρηθούν για τις αδικαιολόγητες παραλείψεις, ανεπάρκειες, καθυστερήσεις, ακόμη και αποκρύψεις της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας.
Ετσι, κεντρικό αίτιο αυτής της διαρκώς ογκούμενης διαμαρτυρίας δεν είναι μόνο ο τραγικός θάνατος των νέων παιδιών. Πέραν αυτού, είναι και το μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης του μέσου πολίτη προς τις τρεις εξουσίες-πυλώνες της Δημοκρατίας. Το έλλειμμα αυτό βρήκε για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση την έκφρασή του στις πλατείες των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας. Δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν αμέσως μετά την Κυριακή των συγκεντρώσεων επιβεβαίωσαν την έκταση του προβλήματος. Χαρακτηριστικά, η έρευνα της MRB αποκαλύπτει ότι 81,1% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι μάλλον ή σίγουρα η κυβέρνηση δεν κάνει ό,τι μπορεί για να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση των Τεμπών. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις ενέργειες της Δικαιοσύνης είναι 77,59%.
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης άλλωστε δήλωσε στη συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Αντώνη Σρόιτερ πως δεν πιστεύει ότι η Εξεταστική Επιτροπή για τα Τέμπη ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής. Πρόσθεσε μάλιστα ότι όλα είναι τώρα ανοιχτά και ότι το απίθανο σενάριο μπορεί τελικά να είναι πιθανό. Αν όμως δεν πιστεύει ο πρωθυπουργός ότι η Εξεταστική Επιτροπή ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής και αν θεωρεί, δύο ολόκληρα χρόνια μετά το συμβάν, ότι όλα τα ενδεχόμενα είναι τώρα ανοιχτά και ότι το απίθανο μπορεί να είναι τελικά πιθανό, τι πρέπει να πιστέψει και ποιον μπορεί να εμπιστευτεί ένας μέσος πολίτης;
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση δεν έχει απέναντί της ισχυρούς πολιτικούς αντιπάλους, καθώς δεν υπάρχει ένας δεύτερος αξιόπιστος πόλος που θα μπορούσε να εισπράξει τη δυσαρέσκεια των πολιτών. Ετσι, σύμφωνα με όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράττουν τη φθορά της Νέας Δημοκρατίας, η οποία διοχετεύεται κυρίως προς αντισυστημικά κόμματα του ακροδεξιού και του ακροαριστερού πολιτικού φάσματος. Δηλαδή, την κρίση εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση και συνολικά προς τους θεσμούς της Δημοκρατίας φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, να την εισπράττουν οι τελευταίοι στους οποίους θα μπορούσε να έχει κανείς εμπιστοσύνη.
Το γεγονός ότι δεν έχει απέναντί του ισχυρή κομματική αντιπολίτευση ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν σημαίνει ότι είναι έξω από τις πιθανότητες να βρεθεί σύντομα αντιμέτωπος με μία ισχυρή κοινωνική αντιπολίτευση, όπως ήταν αυτή που ξεχύθηκε στις πλατείες. Και μπορεί αυτή η αντιπολίτευση να αποδειχτεί πιο επικίνδυνη για το κόμμα του και τον ίδιο. Διότι είναι άδηλο προς τα πού θα στραφεί τελικά. Προς τον αντισυστημικό χώρο; Προς την αποχή; Προς μια νέα κατάσταση τύπου «Αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος;
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση έχει μπροστά της δυόμισι χρόνια για να αποκαταστήσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης που είχε στερεώσει στην πρώτη τετραετία της με ένα μεγάλο τμήμα του λαού, όταν αντιμετώπισε με εντυπωσιακή επιτυχία τα προβλήματα της πανδημίας, των ελληνοτουρκικών σχέσεων, του μεταναστευτικού ζητήματος και τελικά της επανόδου της χώρας στην κανονικότητα μετά τα διαταραγμένα χρόνια των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Αλλά δεν θα είναι πολύ εύκολο. Διότι όταν χάνεται η εμπιστοσύνη δύσκολα επανακτάται.
Λέγεται ότι το αμέσως επόμενο βήμα του πρωθυπουργού θα είναι ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Προφανές είναι ότι οι ανασχηματισμοί αυτοί καθαυτοί δεν λύνουν τα προβλήματα, συχνά μάλιστα δημιουργούν μεγαλύτερα. Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή δεν είναι η εναλλαγή προσώπων στα υπουργεία. Είναι η αλλαγή πολιτικής στους τομείς όπου υπάρχουν εμφανείς αστοχίες.
Τα τρένα
Η κυβέρνηση παρέλαβε ένα διαλυμένο κράτος μετά τη δεκαετία των μνημονίων και των μνημονιακών κυβερνήσεων. Εκεί ακριβώς, σε αυτό το ακόμη διαλυμένο κράτος, βρίσκεται η καρδιά του ελληνικού προβλήματος. Στα τρένα που περνούν και κοιμούνται οι σταθμάρχες, στις πολεοδομίες, στις εφορίες, στις διάφορες ελεγκτικές αρχές, στην αστυνομία και τις υπόλοιπες εστίες διαφθοράς του Ελληνικού Δημοσίου, στα δομικά προβλήματα λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Η δεύτερη τετραετία του Κυριάκου Μητσοτάκη, λοιπόν, θα έπρεπε να έχει ως απόλυτη προτεραιότητα την, στο μέτρο του δυνατού, αντιμετώπιση των παθογενειών της δημόσιας διοίκησης. Εως τώρα είναι περιορισμένα τα πρακτικά αποτελέσματα στον τομέα αυτό. Αυτό είναι όμως εκείνο που περιμένει στη δεύτερη τετραετία ο μέσος πολίτης που ψήφισε πάλι Νέα Δημοκρατία το 2023. Περιμένει επί παραδείγματι λύσεις όπως να ξεκινούν και να φτάνουν κανονικά τα τρένα στον προορισμό τους, πράγμα που δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, παρά την τραγωδία των Τεμπών.
Τυχαίο είναι ότι μόλις πριν από λίγες ημέρες δεν είχαν κατέβει οι μπάρες σε διάβαση τρένου, στο κέντρο της Αθήνας μάλιστα, στη Χαμοστέρνας, διότι ο αρμόδιος να τις κατεβάσει υπάλληλος κοιμόταν του καλού καιρού μέσα στο φυλάκιο;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι σήμερα κυρίαρχος στο πολιτικό σύστημα. Ποσοστά της τάξεως του 22% και άνω τον θεωρούν ως τον καταλληλότερο για πρωθυπουργό. Ο αμέσως επόμενος, που είναι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης, συγκεντρώνει στην αξιολόγηση αυτή ποσοστά κάτω του 8%. Και ακολουθούν άλλοι ακόμη πιο χαμηλά. Ωστόσο, θέλουν προσεκτική ανάγνωση και ανάλυση οι αριθμοί αυτοί. Διότι στο βάθος καιροφυλακτεί ο «Κανένας». Ο «Κανένας» που συγκεντρώνει ποσοστά άνω του 35%. Και κανείς δεν ξέρει ποιοι και πόσοι μπορεί να είναι οι οπαδοί αυτού του «Κανένα», αλλά και ποιος μπορεί να αναδειχτεί ως ο «Κανένας». Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε πικρή πείρα του «Κανένα» από το πρόσφατο παρελθόν μας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα