Από τους μισθούς στην ανάπτυξη ή από την ανάπτυξη στους μισθούς;
Παναγιώτης Λιαργκόβας
Από τους μισθούς στην ανάπτυξη ή από την ανάπτυξη στους μισθούς;
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διατύπωσε πρόσφατα στη ΔΕΘ την άποψη ότι η αύξηση των μισθών είναι προϋπόθεση για να έρθει η ανάπτυξη.
Θα ήθελα εξαρχής να διευκρινίσω ότι η αύξηση των μισθών είναι κάτι που ευχόμαστε όλοι. Δεν υπάρχει δηλαδή εχέφρων άνθρωπος που να μην επιθυμεί την αύξηση των μισθών, ιδιαίτερα όταν έχουν υπάρξει τόσο σημαντικές μειώσεις, είτε άμεσα, π.χ., με τη λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση των πρώτων μνημονίων, είτε έμμεσα, π.χ., με την τεράστια φορολογική αφαίμαξη του τρίτου μνημονίου. Η οικονομική ανάπτυξη είναι κάτι που επίσης όλοι θέλουμε, ακόμη και ο εκάστοτε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αρα, το ζήτημα δεν είναι ποιος είναι καλός ή κακός, αλλά ποια είναι η επιστημονικά αποτελεσματικότερη και ρεαλιστική άποψη κάτω από τις σημερινές συνθήκες.
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά: η ανάπτυξη, δηλαδή η αύξηση του ΑΕΠ, μπορεί να επιτευχθεί σε μια χώρα με έναν από τους εξής δύο τρόπους: (α) με αύξηση της ζήτησης ή (β) με αύξηση της προσφοράς. Ο πρώτος τρόπος είναι ο λεγόμενος «κεϊνσιανός» και εφαρμόστηκε στην Αμερική για την αντιμετώπιση της κρίσης του 1929, αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου κυρίως τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Στη χώρα μας ήρθε καθυστερημένα και γνώρισε μεγάλη άνθηση τη δεκαετία του ’80 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Βασίστηκε στην αύξηση των μισθών πάνω από την παραγωγικότητα, στην κατανάλωση, στη δημιουργία ελλειμμάτων, στον δανεισμό, στις εισαγωγές και την υπερχρέωση. Τα αποτελέσματά του αντανακλώνταν στη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, στη δημιουργία δίδυμων ελλειμμάτων, στον διπλασιασμό του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και τελικά... στη χρεοκοπία. Ο δεύτερος τρόπος βασίζεται στην αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, στις μεταρρυθμίσεις, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, στην αξιοποίηση του τριγώνου της γνώσης (γνώση - έρευνα - καινοτομία), στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τις εξαγωγές. Η βασική ιδέα είναι ότι πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα έτσι ώστε όλοι οι συντελεστές παραγωγής να παράγουν περισσότερα. Για τον εργαζόμενο το κίνητρο βρίσκεται στη μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή αυτό που πραγματικά βάζει στην τσέπη του και όχι αυτό που του δίνει ο εργοδότης, να είναι αυξημένο. Οι μεταρρυθμίσεις στοχεύουν πρωτίστως -αν και όχι μόνο- στο να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, δηλαδή να επιφέρουν καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και με τον τρόπο αυτό αύξηση του πλούτου.
Οσοι σήμερα αναζητούν καταφύγιο στον Κέινς παραβλέπουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και επομένως γίνονται μέρος της μεγάλης συμμαχίας για την προάσπιση του status quo. Γενικότερα, παραβλέπουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί (κεϊνσιανή) πολιτική αύξησης των δαπανών κ.λπ. Μια προϋπόθεση είναι ότι πρέπει να υπάρχει γερή παραγωγική βάση, που αργεί λόγω υποτονικής ζήτησης, αλλά είναι σε θέση να παράγει περισσότερα, και μάλιστα ανταγωνιστικά. Αυτή μπορεί όντως να χρειάζεται τόνωση μέσω της ζήτησης (stimulus) για να πάρει μπροστά. Αυτό συνέβαινε στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του ’30 και του ’50!
Αλλά στη σημερινή Ελλάδα πρόβλημα είναι η ίδια η παραγωγική της βάση. Επιπλέον, μια επεκτατική και δήθεν κεϊνσιανή πολιτική θα επέτεινε το πρόβλημα του χρέους, το οποίο στη χώρα μας είναι ήδη τεράστιο. Τέλος, πώς είναι δυνατόν να ασκηθεί κεϊνσιανή πολιτική από τη σημερινή κυβέρνηση όταν η προηγούμενη έχει δεσμεύσει τη χώρα σε υψηλά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2040; Συμπερασματικά, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι πρόβλημα ζήτησης, αλλά προσφοράς. Η αντιμετώπισή του απαιτεί μια «πραγματική επανάσταση της προσφοράς» για να αναμορφωθεί ο βαθύτατα προβληματικός δημόσιος τομέας, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η αύξηση μισθών θα ακολουθήσει και θα είναι βιώσιμη
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά: η ανάπτυξη, δηλαδή η αύξηση του ΑΕΠ, μπορεί να επιτευχθεί σε μια χώρα με έναν από τους εξής δύο τρόπους: (α) με αύξηση της ζήτησης ή (β) με αύξηση της προσφοράς. Ο πρώτος τρόπος είναι ο λεγόμενος «κεϊνσιανός» και εφαρμόστηκε στην Αμερική για την αντιμετώπιση της κρίσης του 1929, αλλά και σε πολλές χώρες του κόσμου κυρίως τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Στη χώρα μας ήρθε καθυστερημένα και γνώρισε μεγάλη άνθηση τη δεκαετία του ’80 με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Βασίστηκε στην αύξηση των μισθών πάνω από την παραγωγικότητα, στην κατανάλωση, στη δημιουργία ελλειμμάτων, στον δανεισμό, στις εισαγωγές και την υπερχρέωση. Τα αποτελέσματά του αντανακλώνταν στη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, στη δημιουργία δίδυμων ελλειμμάτων, στον διπλασιασμό του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ και τελικά... στη χρεοκοπία. Ο δεύτερος τρόπος βασίζεται στην αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, στις μεταρρυθμίσεις, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας, στην αξιοποίηση του τριγώνου της γνώσης (γνώση - έρευνα - καινοτομία), στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και τις εξαγωγές. Η βασική ιδέα είναι ότι πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα έτσι ώστε όλοι οι συντελεστές παραγωγής να παράγουν περισσότερα. Για τον εργαζόμενο το κίνητρο βρίσκεται στη μείωση της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών έτσι ώστε το διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή αυτό που πραγματικά βάζει στην τσέπη του και όχι αυτό που του δίνει ο εργοδότης, να είναι αυξημένο. Οι μεταρρυθμίσεις στοχεύουν πρωτίστως -αν και όχι μόνο- στο να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, δηλαδή να επιφέρουν καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και με τον τρόπο αυτό αύξηση του πλούτου.
Οσοι σήμερα αναζητούν καταφύγιο στον Κέινς παραβλέπουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και επομένως γίνονται μέρος της μεγάλης συμμαχίας για την προάσπιση του status quo. Γενικότερα, παραβλέπουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ασκηθεί (κεϊνσιανή) πολιτική αύξησης των δαπανών κ.λπ. Μια προϋπόθεση είναι ότι πρέπει να υπάρχει γερή παραγωγική βάση, που αργεί λόγω υποτονικής ζήτησης, αλλά είναι σε θέση να παράγει περισσότερα, και μάλιστα ανταγωνιστικά. Αυτή μπορεί όντως να χρειάζεται τόνωση μέσω της ζήτησης (stimulus) για να πάρει μπροστά. Αυτό συνέβαινε στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του ’30 και του ’50!
Αλλά στη σημερινή Ελλάδα πρόβλημα είναι η ίδια η παραγωγική της βάση. Επιπλέον, μια επεκτατική και δήθεν κεϊνσιανή πολιτική θα επέτεινε το πρόβλημα του χρέους, το οποίο στη χώρα μας είναι ήδη τεράστιο. Τέλος, πώς είναι δυνατόν να ασκηθεί κεϊνσιανή πολιτική από τη σημερινή κυβέρνηση όταν η προηγούμενη έχει δεσμεύσει τη χώρα σε υψηλά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2040; Συμπερασματικά, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι πρόβλημα ζήτησης, αλλά προσφοράς. Η αντιμετώπισή του απαιτεί μια «πραγματική επανάσταση της προσφοράς» για να αναμορφωθεί ο βαθύτατα προβληματικός δημόσιος τομέας, να βελτιωθεί η παραγωγικότητα και να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η αύξηση μισθών θα ακολουθήσει και θα είναι βιώσιμη
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα