Ευρωπαϊκή κρίση: Εθνικός απομονωτισμός ή πρόκληση για ολοκλήρωση
Μανώλης Χριστοδουλάκης

Μανώλης Χριστοδουλάκης

Ευρωπαϊκή κρίση: Εθνικός απομονωτισμός ή πρόκληση για ολοκλήρωση

Το ανεκπλήρωτο χρέος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών

Αναμφισβήτητα, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορικής του διαδρομής και με το σύνολο της εξέλιξης και των μεταλλάξεων του, αποτελεί σημείο αναφοράς για την ιστορική καθιέρωση ενός σύγχρονου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού μοντέλου, τόσο για τα ίδια τα κράτη της Ευρώπης, όσο και για το σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας. Οι καταστροφικές συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο σε επίπεδο ανθρώπινων ζωών, όσο και αναφορικά με την οικονομική εξαθλίωση των πληθυσμών που ενεπλάκησαν σε αυτόν, καθιστούσε την πορεία προς την ενότητα πιο αναγκαία από ποτέ με γνώμονα την κοινωνικοοικονομική επανόρθωση.

Η στοχοθεσία αυτή τέθηκε ήδη από το 1952 με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, αποκτώντας ισχυρότερα θεμέλια το 1958, με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, καθιερώνοντας για πρώτη φορά πλήρη τελωνειακή ένωση και συνεργασία σε θέματα πυρηνικής ενέργειας μεταξύ των κρατών μελών. Απώτερος στόχος των οραματιστών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αποτελούσε η πλήρης κοινωνική, οικονομική και πολιτική ενοποίηση των κρατών της Ευρώπης, στα πλαίσια ενός ομοσπονδιακού κράτους. Μία ενοποίηση όχι αποκλειστικά οικονομική, αλλά και βαθιά κοινωνική και πολιτική, εδράζοντας στην αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και λαών και στην κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση που ήδη από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης της άρχισε να καλλιεργείται. 

Κυρίαρχο βήμα για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων αποτέλεσε η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1993, ενώ το πρώτο σκέλος, δηλαδή αυτό της οικονομικής ενοποίησης, εν μέρει επετεύχθη, ή κρίνοντας εκ του αποτελέσματος προσεγγίσθηκε, με την εισαγωγή κοινού νομίσματος, λογιστικά το 1999, με τη δημιουργία της Ευρωζώνης, και φυσικά το 2002. Σε συνθήκες ομαλότητας, όπως χαρακτηρίζεται η αρχή του 21ου αιώνα, οι διεργασίες αυτές φαινομενικά καταδείκνυαν μια πρόθεση για τη μελλοντική συνολική ενοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με την ισχυροποίηση του ευρώ έναντι άλλων πρωταγωνιστικών μέχρι πρότινος νομισμάτων, καθώς και τη διεύρυνση του με όλο και περισσότερα μέλη της ΕΕ να διεκδικούν την είσοδο τους στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα.

Ωστόσο, η οικονομική κρίση του 2008, η οποία εκ πρώτης όψεως έδειξε να βρίσκει την Ευρώπη ανθεκτική, στη συνέχεια κατέδειξε με τον πλέον σαφή τρόπο ότι η εσπευσμένη επιδίωξη για την οικονομική ενοποίηση της Ευρώπης - για την επίτευξη μάλιστα της οποίας διευρύνθηκαν κατά το δοκούν συνολικά οι όροι της συνθήκης του Μάαστριχτ - βρισκόταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την κοινωνική και πολιτική ενοποίηση των κρατών και των λαών αυτής. Αντιθέτως, το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, σε συνδυασμό με τη διαφορά ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στα κράτη της κεντρικής Ευρώπης συγκριτικά με τα περιφερειακά της μέλη, καθώς και με την αδυναμία τόνωσης αυτής για τα τελευταία μέσω διακριτής οικονομικής-νομισματικής πολιτικής, όξυνε περεταίρω την οικονομική ανισότητα μεταξύ των κρατών μελών, οδηγώντας στη δημιουργία μίας Ευρώπης δύο ή και περισσοτέρων ταχυτήτων. Η διάκριση αυτή έγινε εμφανής πλέον με την ανάκυψη οξύτατων ζητημάτων δημοσιονομικής ή τραπεζικής αστάθειας κυρίως στα κράτη του Νότου, με άμεσο απότοκο τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής των κρατών αυτών και τη έκφανση των πρώτων σημείων ευθείας αμφισβήτησης των οφελών του ενιαίου ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Η εξέλιξη αυτή, σαφώς και δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη για την πολιτική ηγεσία της Ευρώπης που κλήθηκε να διαχειριστεί την εν λόγω κρίση, δεδομένου ότι
Κλείσιμο
η σαφής κατεύθυνση της τελευταίας δεκαετίας για διεύρυνση της Ένωσης και όχι εμβάθυνση αυτής είχε οριστικά θέσει στο περιθώριο τις αξίες της αλληλεγγύης και το στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αλλά ακόμα και σε αυτό το σημείο, τα αντανακλαστικά της ευρωπαϊκής ηγεσίας ήταν νωχελικά, η πολιτική στρατηγική της αντιδραστική και συντηρητική και η στοχοθεσία της σαφώς εσωστρεφής. Σε προτεραιότητα τέθηκε η μικροπολιτική διαχείριση της κρίσης, η ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους, ενώ έλειψαν οι ηγετικές προσωπικότητες του παρελθόντος και το όραμα της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της αλληλεγγύης, προάγοντας κατευθύνσεις ρεβανσιστικές και διασπαστικές.

Οι κοινωνικές ανισότητες οξύνθηκαν όπως αναφέρθηκε και παραπάνω στα κράτη που βίωσαν κατεξοχήν τις συνέπειες της κρίσης και των μέτρων λιτότητας, μέσα σε αυτές και σε υπερθετικό βαθμό και η Ελλάδα, διοχετεύοντας τη λαϊκή αγανάκτηση σε ακραίες πολιτικές φωνές με ευρωσκεπτικιστικό πρόσημο δηλητηριάζοντας την κοινωνική συνοχή και στοχοποιώντας το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του. Η κατεύθυνση αυτή εξέτεινε τον εκφυλισμό των δημοκρατικών θεσμών και δομών των κρατών αυτών, εγκυμονώντας σοβαρότατους κινδύνους για τις ίδιες της αξίες της δημοκρατίας στις οποίες θεμελιώθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Ωστόσο, η όξυνση των κοινωνικών και ταξικών αντιπαραθέσεων ως συνέπεια της οικονομικής ανέχειας δεν περιορίστηκε μόνο στα κράτη που βίωσαν ως επί το πλείστον την κρίση. Επεκτάθηκαν αντιδραστικά και στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, με τη μορφή της θεώρησης των χαμηλών κυρίως κοινωνικών στρεμμάτων ότι η φορολογική συνεισφορά τους δεν έχει τον ανταποδοτικό χαρακτήρα της κοινωνικής πρόνοιας αλλά εστιάζεται στην κάλυψη των δημοσιονομικών κενών των οικονομικά ασθενέστερων κρατών, για τους πολίτες των οποίων επικρατούσα άποψη αποτέλεσε η έφεση στην ακούραστη κατασπατάληση των ευρωπαϊκών πόρων. Αντίστοιχες ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις προήγαγαν τις ιδέες περί της αποδοτικότερης εσωστρέφειας και απομόνωσης συσπειρώνοντας σημαντικές μερίδες της κοινωνικής βάσης, με την ενιαία ευρωπαϊκή δομή να βρίσκεται πλέον σε ανοιχτή αμφισβήτηση.

Χαρακτηριστικές εκφάνσεις της ραγδαίας καταβαράθρωσης της φιλοευρωπαϊκής συνείδησης είναι το "Όχι" του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015, το Brexit του 2016, καθώς και οι ισχυρότατοι, έως και κυβερνητικοί, συσχετισμοί ακραίων - κυρίως ακροδεξιών - ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων σχεδόν στο σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών.

Η ριζοσπαστικοποίηση στην κατεύθυνση της συγκρότησης ισχυρών αντιευρωπαϊκών κοινωνικών δομών που επικράτησε, αν και βασίστηκε σε αμιγώς οικονομικές παραμέτρους και επιχειρήματα, δεν περιορίστηκε αποκλειστικά σε αυτά. Η πολεμική ένταση στη Μέση Ανατολή και ειδικά οι συγκρούσεις στη Συρία, με τη διόγκωση των μεταναστευτικών ροών προς τα ευρωπαϊκά κράτη, συνέτειναν καθοριστικά στην ολοκλήρωση της ακραίας ρητορικής του μίσους, η οποία ενσωμάτωνε πλέον και εθνοκεντρικά ρατσιστικά χαρακτηριστικά, προβάλλοντας την πλήρη ακροδεξιά της έκφανση. Σε μία ακόμα περίπτωση, η ευρωπαϊκή ηγεσία κρίθηκε ανεπαρκής να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τη μεταναστευτική κρίση, απώλεσε εκ νέου το ανθρωπιστικό της πρόσωπο, ωθώντας ακόμα και τις μετριοπαθείς δυνάμεις σε ακραίες λύσεις, υπό το φόβο του πολιτικού κόστους και της επέλασης της κυρίαρχης πλέον εθνολαϊκίστικης ρητορικής.

Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δομούν πλέον μία Ευρώπη βαθιά συντηρητική, χωρίς κανένα ίχνος ενωτικής συνείδησης, με ηγεσίες που στερούνται οράματος, συνοδευόμενες από αποσαθρωμένο κοινωνικό ιστό όπου βρίσκει πρόσφορο έδαφος η μισαλλοδοξία και ο κοινωνικός κανιβαλισμός. Στην κοινωνικοπολιτική αυτή μεταστροφή της Ευρώπης, ο πυλώνας που οφείλει να δώσει λύσεις με σαφές κοινωνικό πρόσημο και δημοκρατικά χαρακτηριστικά, που δεν είναι άλλος από τη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία και τις προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, κρίθηκε επίσης ανεπαρκής, τόσο στην παραγωγή πολιτικής κοινωνικού προσανατολισμού, όσο και στην επικοινωνία αυτής στα λαϊκά, χαμηλά και μεσαία στρώματα που επιθυμεί να εκπροσωπεί.

Υπό το εν λόγω πρίσμα, το προοδευτικό μέρος της ευρωπαϊκής κοινότητας που διακατέχεται από τις αξίες και τα ιδανικά των οραματιστών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δεν μπορεί παρά να επιβεβαιώνει τη στόχευση για την υλοποίηση της πλήρους κοινωνικής πρωτίστως, πολιτικής δευτερευόντως και οικονομικής κατ' επέκταση ένωσης των ευρωπαϊκών λαών και κρατών. Γίνεται περισσότερο από κάθε άλλη φορά αντιληπτό, πλέον, ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αν δεν αλλάξει ριζικά, θα διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη.

Για την ολοκληρωμένη σύγκλιση ωστόσο στην ανωτέρω κατεύθυνση, πέραν της παράθεσης των μέχρι πρότινος οφελών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος για τους λαούς και τα κράτη του είτε αυτά είναι άμεσα με τη μορφή παροχών και χρηματοδότησης, είτε έμμεσα, με τη διαμόρφωση ισχυρών θεσμικών πλαισίων που θωρακίζουν τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την πολυφωνία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και την επιμέρους διαπραγματευτική δύναμη κάθε κράτους μέλους αναφορικά με τη θέση του στην παγκόσμια κοινότητα, οφείλουμε, λαμβάνοντας ως γνώμονα τη μετεξέλιξη του στη σημερινή του δομή, να προσδιορίσουμε τους τομείς επιτακτικής αναδιαμόρφωσης του, συγκλίνοντας σταδιακά στο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για να οδηγηθούμε στον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να επιτευχθεί και τον προσδιορισμό του τι Ελλάδα θέλουμε και σε ποια Ευρώπη, θα πρέπει να δώσουμε σαφείς απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα:

  • Θέλουμε μια Ευρώπη δυο ταχυτήτων με το διαχωρισμό των χωρών σε οικονομικά ασθενείς και ισχυρούς και την Ελλάδα ως ουραγό;
  • Θέλουμε μια Ευρώπη, ως ένα αναχρονιστικό θεσμό, με την εικόνα ενός ευμεγέθους γραφειοκρατικού τέρατος όπως έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια;

Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι προφανείς, όπως επίσης και ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο πολιτικός χώρος της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και των φιλοευρωπαϊκών προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρωτίστως, ωστόσο, επιτακτική φαντάζει η ανάγκη για τη ριζική μεταβολή της πολιτικής ρητορικής των ευρωπαϊκών ηγεσιών σε μια κατεύθυνση ενότητας και στόχευσης σε αναδιαμόρφωση της Ευρώπης και όχι σε διαχείριση του υπάρχοντος εκφυλισμένου οικοδομήματος. Σε μία κατεύθυνση παραγωγής οικονομικών αναπτυξιακών και προνοιακών λύσεων που θα επαναγεφυρώσουν το χάσμα των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, απαλείφοντας τα βασικά επιχειρήματα των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, με στόχο την επαναθεμελίωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους στη βάση της κοινωνίας. Πέραν τούτου, όμως, που αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη για τη μεταστροφή της πορείας της Ευρώπης, απαραίτητες θεωρούνται συγκροτημένες πολιτικές κινήσεις στις κατευθύνσεις που περιγράφονται ακολούθως:

  • Συγκρότηση Ομοσπονδιακού κράτους των μελών της Ένωσης, στο μοντέλο των "Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης".
  • Διεύρυνση της ενιαίας οικονομικής πολιτικής, όχι μόνο σε επίπεδο κοινού νομίσματος, αλλά ουσιαστικά με κοινό προϋπολογισμό και κοινή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική των μελών.
  • Διαμόρφωση κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να αποκτήσει τη δυναμική και τη διαπραγματευτική ισχύ που της αναλογεί, αποτελώντας ουσιαστικό πόλο απέναντι στις υπερδυνάμεις ΗΠΑ, Ρωσία και την ταχέως αναπτυσσόμενη Κίνα, και πρωταγωνιστώντας έτσι εκ νέου στη διεθνή σκηνή, ανακτώντας το χαμένο κύρος της.
  • Καθιέρωση κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας και ασφάλειας, με άμεσα οφέλη ειδικά για τη χώρα μας, καθώς λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελεί σύνορο της Ένωσης, επιφορτιζόμενη με δυσανάλογα υψηλό επίπεδο εξοπλιστικών δαπανών.

Πέραν των ανωτέρω, τα οποία προσδιορίζουν τα γενικά πλαίσια εντός των οποίων επιθυμούμε η χώρα μας να αποτελεί μέρος του ενιαίου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, θα πρέπει να αναλογιστούμε και τον χαρακτήρα που αυτή θα διακατέχει εντός ενός σύγχρονου ομοσπονδιακού κράτους, το οποίο μάλιστα θα εμπεριέχει αξιοσημείωτη πολιτισμική ποικιλομορφία. Βασικό σημείο υστέρησης της χώρας μας αποτελεί η αδυναμία απαγκίστρωσης από εθνοκεντρικά χαρακτηριστικά τα οποία σε συνδυασμό με τη δημοσιοκεντρική διάρθρωση της οικονομίας της αποτελούν πυλώνες που δε συνάδουν με μία σύγχρονη, ενιαία οικονομικά και πολιτισμικά ένωση λαών και κρατών. Η μεταρρυθμιστική κατεύθυνση που πρέπει να λάβει είναι σαφώς προς την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε επίπεδο παραγωγής πλούτου, θωρακίζοντας την κοινωνική βάση σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων και κοινωνικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με ένα παραγωγικό δημόσιο τομέα ο οποίος θα εξυπηρετεί τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου και όχι χρησιμοθηρικά διαμορφωμένες πελατειακές σχέσεις μεταξύ της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική οικονομία δύναται να καταστεί παραγωγική και ανταγωνιστική, ικανή να ενσωματωθεί σε ένα ενιαίο πλαίσιο κοινής δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής ενώ παράλληλα, το ενισχυμένο μοντέλο κοινωνικής πρόνοιας που προάγουν οι προοδευτικές φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις, θα είναι ικανό να τέρψει εκ νέου τη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων προς την ενωμένη Ευρώπη των λαών.

Αυτό που απομένει ως χρέος μας, είναι η ανατροπή των συντηρητικών συσχετισμών είτε προέρχονται από το χώρο της πολιτικής δεξιάς, είτε από το δήθεν αντικομφορμιστικό εθνολαϊκισμό, έτσι ώστε να εξαλείψουμε στην πράξη ακραίες δυνάμεις που επενδύουν στα κατώτερα λαϊκά αισθήματα, το ρατσισμό, τη μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό, και αποτρέπουν την κοινωνική ωριμότητα για διαχείριση των πολιτισμικών μας ιδιαιτεροτήτων και των πατριωτικών μας συναισθημάτων εντός ενός ευρύτερου σύγχρονου δυτικοευρωπαϊκού πλαισίου.


O Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι Υποψήφιος διδάκτωρ Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στον τομέα της Βιοϊατρικής Τεχνολογίας και τις Ηλεκτρονικές Υπηρεσίες Υγείας, Κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Πολιτικών Επιστημών και Πολιτικής Οικονομίας από το London School of Economics, Απόφοιτος Σχολής Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Η/Υ του ΕΜΠ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης