Εχει έξοδο το τούνελ;
Γ. Χ. Παπαγεωργίου
Εχει έξοδο το τούνελ;
Η συμφωνία για το χρέος αναμένεται «μετά φανών και λαμπάδων» τόσο από την κυβέρνηση όσο και από μεγάλο μέρος της αγοράς και παρουσιάζεται ως ορόσημο που θα σηματοδοτήσει την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην κανονικότητα και την ανάκαμψη.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη συζήτηση στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα επικαλέστηκε τη θετική πορεία των ελληνικών ομολόγων ως ένδειξη βελτίωσης της οικονομίας, ενώ το ίδιο έκανε και ο υπουργός Οικονομικών.
Το ερώτημα, όμως, είναι πόσο θα επηρεάσει την πραγματική οικονομία. Η χώρα έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών συντελεστών λόγω της ύφεσης τα τελευταία χρόνια και η ζημιά αυτή θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια, πόρους και χρόνο για να αποκατασταθεί.
Επιχειρήσεις έκλεισαν, παραγωγικός εξοπλισμός δεν ανανεώθηκε και απαξιώθηκε, τεχνογνωσία χάθηκε και, ίσως το κυριότερο, ένας μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων έμειναν στο περιθώριο ή ξενιτεύτηκαν, με αποτέλεσμα η χώρα να στερείται τις γνώσεις τους και τα ταλέντα τους.
Αρκεί να σκεφτεί κάποιος τους ανθρώπους που το 2008 είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και πιθανόν τα μεταπτυχιακά τους σε ηλικία 23-25 ετών. Σήμερα πολλοί από αυτούς έχουν φτάσει τα 31-33 χωρίς να έχουν εργαστεί στην ειδικότητά τους αν δεν έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται απλώς σταθεροποίηση, αλλά μια πραγματική έκρηξη επενδύσεων και ανάπτυξης για να ανακάμψει ουσιαστικά. Είναι γεγονός ότι το κλείσιμο της συμφωνίας, εφόσον επιτευχθεί σύντομα, θα αλλάξει τις προσδοκίες και θα επιτρέψει τη βελτίωση αρκετών δεικτών.
Ωστόσο, η διαδικασία ανάκαμψης και επούλωσης των πληγών που άνοιξαν η κρίση και η εσωτερική υποτίμηση θα είναι μακρά και αβέβαιη. Το πρώτο πρόβλημα που έχει η επικείμενη συνολική συμφωνία με τους δανειστές είναι ότι η Ελλάδα δεσμεύεται για την παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ) για μεγάλο χρονικό διάστημα, από τρία έως πέντε χρόνια, μετά το τέλος του προγράμματος το 2018. Η δυνατότητα επίτευξης του στόχου αυτού αμφισβητείται από πλειάδα οικονομολόγων, αλλά και από το ίδιο το ΔΝΤ, παρότι τελικά το Ταμείο αποδέχθηκε τα πλεονάσματα, στο πλαίσιο του πολιτικού παζαριού με τη Γερμανία, η οποία δεν θέλει να δημιουργηθεί κρίση στην παρούσα φάση, καθώς βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο.
Το ερώτημα, όμως, είναι πόσο θα επηρεάσει την πραγματική οικονομία. Η χώρα έχει υποστεί μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών συντελεστών λόγω της ύφεσης τα τελευταία χρόνια και η ζημιά αυτή θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια, πόρους και χρόνο για να αποκατασταθεί.
Επιχειρήσεις έκλεισαν, παραγωγικός εξοπλισμός δεν ανανεώθηκε και απαξιώθηκε, τεχνογνωσία χάθηκε και, ίσως το κυριότερο, ένας μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων έμειναν στο περιθώριο ή ξενιτεύτηκαν, με αποτέλεσμα η χώρα να στερείται τις γνώσεις τους και τα ταλέντα τους.
Αρκεί να σκεφτεί κάποιος τους ανθρώπους που το 2008 είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και πιθανόν τα μεταπτυχιακά τους σε ηλικία 23-25 ετών. Σήμερα πολλοί από αυτούς έχουν φτάσει τα 31-33 χωρίς να έχουν εργαστεί στην ειδικότητά τους αν δεν έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται απλώς σταθεροποίηση, αλλά μια πραγματική έκρηξη επενδύσεων και ανάπτυξης για να ανακάμψει ουσιαστικά. Είναι γεγονός ότι το κλείσιμο της συμφωνίας, εφόσον επιτευχθεί σύντομα, θα αλλάξει τις προσδοκίες και θα επιτρέψει τη βελτίωση αρκετών δεικτών.
Ωστόσο, η διαδικασία ανάκαμψης και επούλωσης των πληγών που άνοιξαν η κρίση και η εσωτερική υποτίμηση θα είναι μακρά και αβέβαιη. Το πρώτο πρόβλημα που έχει η επικείμενη συνολική συμφωνία με τους δανειστές είναι ότι η Ελλάδα δεσμεύεται για την παραγωγή υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% του ΑΕΠ) για μεγάλο χρονικό διάστημα, από τρία έως πέντε χρόνια, μετά το τέλος του προγράμματος το 2018. Η δυνατότητα επίτευξης του στόχου αυτού αμφισβητείται από πλειάδα οικονομολόγων, αλλά και από το ίδιο το ΔΝΤ, παρότι τελικά το Ταμείο αποδέχθηκε τα πλεονάσματα, στο πλαίσιο του πολιτικού παζαριού με τη Γερμανία, η οποία δεν θέλει να δημιουργηθεί κρίση στην παρούσα φάση, καθώς βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο.
Πιθανόν η αντιφατική αυτή στάση του διεθνούς οργανισμού να σημαίνει ότι σχεδιάζει να εγκαταλείψει το ελληνικό πρόγραμμα σε δεύτερη φάση, αφού προηγουμένως θα έχει διασφαλίσει την επιστροφή των χρημάτων που έχει δώσει στην Ελλάδα, όπως θα προβλέπουν τα μέτρα ρύθμισης του χρέους. Σε κάθε περίπτωση, τα υψηλά πλεονάσματα σημαίνουν ότι θα αφαιρούνται μεγάλα ποσά από την οικονομία κάθε χρόνο, κατεβάζοντας τον πήχη της ανάπτυξης και πιθανόν οδηγώντας τη χώρα σε αναιμικούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, τη στιγμή που θα χρειάζεται ακριβώς το αντίθετο.
Από την άλλη πλευρά, η όποια ρύθμιση για το χρέος θα σημαίνει ότι θα περιοριστούν σε λογικά επίπεδα τα ποσά που θα πρέπει να πληρώνει κάθε χρόνο το Ελληνικό Δημόσιο για χρήματα που οφείλει κυρίως στην Ευρωζώνη, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να τα δανείζεται από την αγορά και να αναχρηματοδοτεί το δανεισμό του. Η Ελλάδα θα παραμείνει μια υπερχρεωμένη χώρα, με διαχειρίσιμες όμως ετήσιες υποχρεώσεις, οι οποίες θα αποτελούν και μοχλό οικονομικής και πολιτικής πίεσης.
Από την άλλη πλευρά, η όποια ρύθμιση για το χρέος θα σημαίνει ότι θα περιοριστούν σε λογικά επίπεδα τα ποσά που θα πρέπει να πληρώνει κάθε χρόνο το Ελληνικό Δημόσιο για χρήματα που οφείλει κυρίως στην Ευρωζώνη, έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να τα δανείζεται από την αγορά και να αναχρηματοδοτεί το δανεισμό του. Η Ελλάδα θα παραμείνει μια υπερχρεωμένη χώρα, με διαχειρίσιμες όμως ετήσιες υποχρεώσεις, οι οποίες θα αποτελούν και μοχλό οικονομικής και πολιτικής πίεσης.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα