Η κούπα του Σπύρου Λούη
Αντώνης Πανούτσος
Η κούπα του Σπύρου Λούη
Στην πρώτη ιστορία, ένας 72χρονος συνταξιούχος αποφασίζει να πουλήσει ένα κειμήλιο του παππού του.
Στην πρώτη ιστορία, ένας 72χρονος συνταξιούχος αποφασίζει να πουλήσει ένα κειμήλιο του παππού του. Ο Σπύρος Λούης πουλάει το κύπελλο που κατέκτησε ο παππούς του νικώντας στον Μαραθώνιο του 1896. Το βγάζει μάλιστα σε δημοπρασία του οίκου Christie’s στην Αγγλία. Γιατί αυτό είναι το ελληνικό κράτος: αφήνει τους συνταξιούχους του να πεινάνε βγάζοντας στο σφυρί τα κειμήλια των προγόνων τους αντί να δώσει 180 χιλιάρικα και να κρατήσει στην Ελλάδα ένα ανεκτίμητο κομμάτι της Ιστορίας του. Ιδιαίτερα όταν ο εγγονός Σπύρος Λούης, προτού το στείλει στο εξωτερικό, είχε διαθέσει το κύπελλο αφού όπως ο ίδιος είπε «…είχε ξεκινήσει μια πολύ καλή προσπάθεια από τον πρώην δήμαρχο Μαραθώνα κ. Ζαγάρη να πάρει το κύπελλο και να το εντάξει στο μουσείο του δήμου του. Στη συνέχεια υπήρξαν προσπάθειες από τον ΣΕΓΑΣ και άλλους, όπως ο Κώστας Παναγόπουλος της Οργανωτικής Επιτροπής των Αγώνων. Κατ’ επανάληψη ενόχλησα τον υπουργό Πολιτισμού, αλλά λεφτά δεν υπήρχαν».
Στη δεύτερη ιστορία, πρωταγωνιστής είναι ένας δούκας. Ο δούκας του Σάντερλαντ, ο οποίος ήταν κάτοχος δύο πινάκων Τισιανού, των οποίων η αξία υπολογιζόταν σε 71 και 77 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα. Οι πίνακες βρίσκονταν στην Αγγλία από τον 17ο αιώνα. Αν και φιλοτεχνημένοι στην Ιταλία, ανήκαν στους εθνικούς θησαυρούς, αλλά ο δούκας δεν πήγε στο κράτος αφού το κράτος δεν είχε καμιά δουλειά με τα προσωπικά του αντικείμενα. Απευθύνθηκε στις Εθνικές Πινακοθήκες του Εδιμβούργου και του Λονδίνου οι οποίες εξέθεσαν τους πίνακες, άνοιξαν λογαριασμούς και με τα χρήματα που μαζεύτηκαν, συν τα χρήματα που αποταμιεύονται από τις εισφορές των μελών και τα εισιτήρια, μπόρεσαν να αγοράσουν τους πίνακες από τον δούκα και να τους εκθέτουν εκ περιτροπής στις συλλογές τους.
Οι δύο ιστορίες είναι οι πιο κατάλληλες για να φανεί η διαφορά ανάμεσα στην κρατικοδίαιτη Ελλάδα τού χθες και μια δυτική δημοκρατία τού σήμερα. Στην πρώτη, το κράτος -δηλαδή όλοι-πρέπει να πληρώσουν για μην πέσει το κειμήλιο στα χέρια των ξένων. Στη δεύτερη, όποιος θεωρεί τα αντικείμενα κειμήλια, βάζει το χέρι του εκεί που είναι το στόμα του, πληρώνει και μένουν στη χώρα του. Και οι διαφορές συνεχίζονται και στους νόμους. Στην Αγγλία οι δύο πινακοθήκες μάζευαν τα λεφτά τα οποία, αν δεν ήταν αρκετά, θα χρησιμοποιούνταν για κάποια άλλη αγορά. Στην Ελλάδα, όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του Ολυμπιακού Μουσείου Θεσσαλονίκης, «η ερανική νομοθεσία δεν επιτρέπει χρήματα να διατεθούν για άλλον σκοπό από αυτόν που δόθηκαν».
Η δημοπρασία της κούπας του Σπύρου Λούη, κατά τη γνώμη μου, έκανε πλουσιότερο τον εγγονό του ολυμπιονίκη παρά την Ελλάδα. Αλλά ήταν επιλογή του Ιδρύματος Νιάρχου και κανενός άλλου. Σημαντικότερη όμως ήταν η επιλογή του κράτους να μείνει έξω από τη δημοπρασία αγνοώντας και την πίεση των Μέσων που φώναζαν για τη σωτηρία ενός «εθνικού θησαυρού», που κανένας δεν γνώριζε την ύπαρξή του χθες και λίγοι θα ασχοληθούν με τον προορισμό του αύριο.
Στη δεύτερη ιστορία, πρωταγωνιστής είναι ένας δούκας. Ο δούκας του Σάντερλαντ, ο οποίος ήταν κάτοχος δύο πινάκων Τισιανού, των οποίων η αξία υπολογιζόταν σε 71 και 77 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα. Οι πίνακες βρίσκονταν στην Αγγλία από τον 17ο αιώνα. Αν και φιλοτεχνημένοι στην Ιταλία, ανήκαν στους εθνικούς θησαυρούς, αλλά ο δούκας δεν πήγε στο κράτος αφού το κράτος δεν είχε καμιά δουλειά με τα προσωπικά του αντικείμενα. Απευθύνθηκε στις Εθνικές Πινακοθήκες του Εδιμβούργου και του Λονδίνου οι οποίες εξέθεσαν τους πίνακες, άνοιξαν λογαριασμούς και με τα χρήματα που μαζεύτηκαν, συν τα χρήματα που αποταμιεύονται από τις εισφορές των μελών και τα εισιτήρια, μπόρεσαν να αγοράσουν τους πίνακες από τον δούκα και να τους εκθέτουν εκ περιτροπής στις συλλογές τους.
Οι δύο ιστορίες είναι οι πιο κατάλληλες για να φανεί η διαφορά ανάμεσα στην κρατικοδίαιτη Ελλάδα τού χθες και μια δυτική δημοκρατία τού σήμερα. Στην πρώτη, το κράτος -δηλαδή όλοι-πρέπει να πληρώσουν για μην πέσει το κειμήλιο στα χέρια των ξένων. Στη δεύτερη, όποιος θεωρεί τα αντικείμενα κειμήλια, βάζει το χέρι του εκεί που είναι το στόμα του, πληρώνει και μένουν στη χώρα του. Και οι διαφορές συνεχίζονται και στους νόμους. Στην Αγγλία οι δύο πινακοθήκες μάζευαν τα λεφτά τα οποία, αν δεν ήταν αρκετά, θα χρησιμοποιούνταν για κάποια άλλη αγορά. Στην Ελλάδα, όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος του Ολυμπιακού Μουσείου Θεσσαλονίκης, «η ερανική νομοθεσία δεν επιτρέπει χρήματα να διατεθούν για άλλον σκοπό από αυτόν που δόθηκαν».
Η δημοπρασία της κούπας του Σπύρου Λούη, κατά τη γνώμη μου, έκανε πλουσιότερο τον εγγονό του ολυμπιονίκη παρά την Ελλάδα. Αλλά ήταν επιλογή του Ιδρύματος Νιάρχου και κανενός άλλου. Σημαντικότερη όμως ήταν η επιλογή του κράτους να μείνει έξω από τη δημοπρασία αγνοώντας και την πίεση των Μέσων που φώναζαν για τη σωτηρία ενός «εθνικού θησαυρού», που κανένας δεν γνώριζε την ύπαρξή του χθες και λίγοι θα ασχοληθούν με τον προορισμό του αύριο.
Ο εντυπωσιασμός
Στην υπερβολή και τον εντυπωσιασμό, το κύπελλο του Σπύρου Λούη πέρασε στον κόσμο σαν να ήταν το κύπελλο που ο ολυμπιονίκης πήρε για τη νίκη του στον Μαραθώνιο του 1896. Ακόμα και η ονομασία «κύπελλο» από το cup παρέπεμπε σε κύπελλο με την ελληνική έννοια του όρου και σε «κούπα» που είναι ο ακριβής όρος για το αντικείμενο που δημοπρατήθηκε.Το κύπελλο
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν δόθηκαν ποτέ κύπελλα αλλά μόνο μετάλλια, με χρυσά, αργυρά και χάλκινα να δίνονται μετά τους Ολυμπιακούς του Σεν Λιούις το 1904, ενώ στους πρώτους Ολυμπιακούς του 1896 στους νικητές μαζί με ένα κλαδί ελιάς είχαν δοθεί μόνο αργυρά. Το συγκεκριμένο κύπελλο δεν είναι αντικείμενο που δόθηκε από τη διεθνή ολυμπιακή επιτροπή στον Σπύρο Λούη, αλλά προσωπικό δώρο του εμπνευστή του Μαραθωνίου Γάλλου γλωσσολόγου Μισέλ Μπρεάλ στον πρώτο νικητή του αγωνίσματος.Ο Γάλλος γλωσσολόγος
Ο Μισέλ Μπρεάλ, καθηγητής της Συγκριτικής Γραμματικής, επιθεωρητής ανωτάτης εκπαίδευσης, πατέρας της μοντέρνας σημειολογίας και φίλος του βαρόνου Ντε Κουμπερτέν, είχε προτείνει στη μνήμη του Φειδιππίδη τον μαραθώνιο, ένα αγώνισμα που δεν περιλαμβανόταν στους αρχαίους Ολυμπιακούς. Το αντικείμενο δόθηκε ως προσωπικό δώρο του «Μιχαήλ Μπρεάλ», όπως γράφει το κύπελλο, μαζί με ένα αργυρό μετάλλιο, ένα βάζο, ένα δίπλωμα και ένα κλαδί ελιάς και όχι ως ολυμπιακό έπαθλο, που τέτοιο θεωρείται μόνο το μετάλλιο που βρίσκεταιστη Λοζάνη.
Η τιμή
Η υψηλή τιμή του κυπέλλου του Σπύρου Λούη -γιατί τα 660.000 ευρώ είναι από υπερβολικά ως εξωφρενικά- δικαιολογούνται από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου που αρχίζουν στις 27 Ιουλίου. Το προβλεπόμενο ενδιαφέρον στα ολυμπιακά αντικείμενα πριν από τους Αγώνες είναι και ο λόγος που ο οίκος Christie’s προγραμμάτισε τη δημοπρασία ολυμπιακών αντικειμένων.
Αισθητικά, η κούπα που δόθηκε στον Σπύρο Λούη εμφανώς μοιάζει επηρεασμένη από την art nouveau τεχνοτροπία που επικρατούσε στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι Ολυμπιακοί αντικατοπτρίζουν πάντα την εποχή τους κυρίως με τα πόστερ. Παράδειγμα το επικό εθνικοσιαλιστικό πόστερ με το τέθριππο των Ολυμπιακών του 1936 στο Βερολίνο και το ψυχεδελικό του 1968 στο Μεξικό.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα