Αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση για μια νέα μεταπολίτευση
Αντώνης Αργυρός

Αντώνης Αργυρός

Αναγκαία η συνταγματική αναθεώρηση για μια νέα μεταπολίτευση

Το Σύνταγμα του 1975 ήταν πραγματικά πρωτοποριακό Σύνταγμα για την εποχή του. Δυστυχώς όμως υπήρξε μη συνετή εφαρμογή του σε πολλές περιπτώσεις, οφειλομένη κυρίως σε εκείνους που είχαν ταχθεί να το τηρούν.

Η σημερινή κρίση είναι αδιάψευστος μάρτυρας της αποτυχίας: «Το Σύνταγμα του 1975 αντιμετώπισε αποτελεσματικά το συνολικό πρόβλημα της κρίσης των θεσμών που βασάνιζε τη χώρα. Ενταφίασε τον εθνικό διχασμό και εδραίωσε τη Δημοκρατία. Εξασφάλισε στη χώρα ένα ισχυρό κράτος ως εργαλείο για τη μεταρρύθμιση και την ανάπτυξη. Περιέλαβε ευρύτατη δέσμη δικαιωμάτων που συνέβαλαν στον κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Διευκόλυνε την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και εξασφάλισε στη χώρα ομαλό κοινοβουλευτικό βίο, πρωτόγνωρο στα χρονικά του τόπου. Περιείχε όμως και φλύαρες διατάξεις, διακηρύξεις και ασάφειες που δεν πρέπει να απαντούν στο σύντομο και λιτό κείμενο ενός Συντάγματος. Υπέστη αναθεωρήσεις, οι οποίες το φόρτωσαν ακόμη περισσότερο και ανέτρεψαν τις ισορροπίες του. Πάνω απ’ όλα, όμως, δεν εφαρμόσθηκε πάντοτε με τον καλύτερο τρόπο».

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1975 ΠΗΓΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Το Σύνταγμα του 1975, λειτούργησε ικανοποιητικά και δεν δημιουργήθηκαν αντίστοιχα ζητήματα «ανωμαλίας »,όπως συνέβη με το Σύνταγμα του 1952.Το ισχύον Σύνταγμα διαθέτειαναμφισβήτητα πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση, είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις και παρέχον ένα πλήρες θεσμικό πλαίσιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα.Δυστυχώς όμως υπήρξε μη συνετή εφαρμογή του σε πολλές περιπτώσεις, οφειλομένη κυρίως σε εκείνους που είχαν ταχθεί να το τηρούν. Αυτοί είναι νομίζω οι λόγοι που το Σύνταγμα του 1975 δεν μπόρεσε να σταθεί εμπόδιο στο να αναπτυχθεί στη χώρα μια εξουσία που οδήγησε την Ελλάδα σε μείζονα οικονομική κρίση με κίνδυνο, μάλιστα, διασπάσεως του κοινωνικού ιστού, σε κρίση θεσμών και αξιών, αλλά και στα όρια της διεθνούς απαξίωσης. Για το πώς φθάσαμε έως εδώ, σίγουρα πάντως δεν είναι υπεύθυνοι οι συνταγματικοί θεσμοί.

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΣ
Η επικείμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να έχει, κατά την γνώμη μας, τα εξής ενδεικτικά χαρακτηριστικά :

1. Η ΕΚΛΟΓΗ-ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

1.1 Αναθεωρητική ή Συντακτική Βουλή; Αυτό το ερώτημα τίθεται πλέον με τον πιο επιτακτικό τρόπο στον δημόσιο διάλογο.

Σύμφωνα με το άρθρο 32 § 1 του Ελληνικού Συντάγματος η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται από τη Βουλή.Ένα μήνα προτού λήξει η θητεία του εν ενεργεία ΠτΔ, η Βουλή σε ειδική συνεδρίαση και με μυστική ψηφοφορία εκλέγει τον νέο Πρόεδρο, σύμφωνα με το άρθρ. 32 παρ. 1 Σ. Η απευθείας εκλογή του Προέδρου από το λαό (άμεση εκλογή) προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 110 § 1 του Συντάγματος, «Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας».
Συνεπώς η άμεσηεκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό, μεταβάλλει το πολίτευμα από Προεδρευόμενη σε Προεδρική Δημοκρατία και προς τούτο απαιτείται Συντακτική και όχι Αναθεωρητική Βουλή. Η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από το λαό δεν φαίνεται εφικτή, αφού όπως έγκυροι νομικοί υποστηρίζουν, αυτό δεν είναι δυνατόν, ενώ υπάρχει και η άποψη ότι θα οδηγούσε σε Συνταγματική εκτροπή. Την έμμεση εκλογή του ΠτΔ προέβλεπαν και τα ελληνικά Συντάγματα του 1925 (άρθρ. 65) και του 1927 (άρθρ. 67).

Κλείσιμο
Σε κάθε περίπτωση, όμως, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα μπορούμε να πορευθούμε σε Συνταγματική Αναθεώρηση.

1.2. Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποτελεί τον ρυθμιστή του Πολιτεύματος. Ωστόσο, κατά το παρόν Σύνταγμα, οι ουσιαστικές αρμοδιότητες του Προέδρου είναι περιορισμένες

Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας διακρίνονται σε συμβολικές, ρυθμιστικές, νομοθετικές, διοικητικές και δικαστικές, είναι συγκεκριμένες, απαριθμούνται περιοριστικά στο Σύνταγμα και διέπονται: από τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 50 σύμφωνα με τον οποίο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει μόνο όσες αρμοδιότητες του αναθέτουν ρητά το Σύνταγμα και οι νόμοι που είναι σύμφωνοι με αυτό
Κατά το άρθρο 35 παρ. 1 σύμφωνα με την οποίο, καμία πράξη του Προέδρου δεν ισχύει ούτε εκτελείται χωρίς την προσυπογραφή του αρμοδίου Υπουργού εκτός από τις εξαιρέσεις που αναφέρονται περιοριστικά στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου.Σήμερα, ωστόσο, είναι φανερό, από τις τοποθετήσεις πολλών πλευρών, είτε από τον χώρο της πολιτικής είτε από τον χώρο της επιστήμης, ότι παρά τις όποιες αποχρώσεις υπάρχουν περιθώρια συγκλίσεων προς ένα νέο και αμοιβαία αποδεκτόσημείο ισορροπίας του πολιτικού συστήματος. Αποτελεί προϋπόθεση της αναθεωρητικής λειτουργίας η ενδυνάμωσητων αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αυτές ίσχυαν υπό το αρχικό Σύνταγμα του1975 (άρθρο 35: Αρμοδιότητες που δεν έχρηζαν υπουργικής υπογραφής, άρθρα 38 § 3, 39 § 1: Σύγκληση του Υπουργικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Δημοκρατίας υπό την προεδρία του, άρθρο 42: Κύρωση των νόμων, άρθρο 48: Κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας, άρθρο 37: διορισμός Πρωθυπουργού, άρθρο 38: παύση της Κυβερνήσεως), με σκοπό την δημιουργία ισορροπίας μεταξύ των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και των εκλεγμένων Κυβερνήσεων.

Εφικτό θα ήταν να «επανέλθουν» πλήρως, οι αρμοδιότητες που διέθετε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πριν από την αναθεώρηση του 1985.

Οι αρμοδιότητες αυτές (προ του 1985) του ΠτΔ ήταν σαφείς, συγκεκριμένες και διατηρούσαν ένα καθεστώς ισορροπίας στη συνύπαρξή του με τις εκλεγμένες κυβερνήσεις.

1.3. Όχι στην διάλυση της Βουλής: Προτείνει η αναθεώρηση του άρθρου 32 Σ ως προς την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, προκειμένου ν' αποσυνδεθεί πλήρως το ενδεχόμενο μη εκλογής του από την καθ' οιονδήποτε τρόπο διενέργεια βουλευτικών εκλογών.Πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί, είτε δια της άνευ περιορισμών επανάληψης της τρίτης ψηφοφορίας, με την ίδια πάντα πλειοψηφία. Είτε δια της προσφυγής στο Εκλογικό Σώμα, αλλ' αποκλειστικά για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ευθέως απ' αυτό, πλην, όμως, με υποψηφίους μόνον εκείνους, οι οποίοι είχαν παραδεκτώς προταθεί και είχαν μετάσχει στην αγόνως εξελιχθείσα εκλογική διαδικασία. Σ' αυτή την περίπτωση είναι, προφανώς, αναθεωρητέο και το άρθρο 41 παρ. 5Σ, δεδομένου ότι δεν θα τίθεται πλέον ζήτημα υποχρεωτικής διάλυσης της Βουλής. Αξίζει, όμως, να θεραπευθεί οπωσδήποτε το τεράστιο ζήτημα που δημιουργεί η διάταξη του άρθρου 32 Σ που επιτάσσει βουλευτικές εκλογές, αν στην εκλογή του ΠτΔ δεν επιτευχθεί αριθμητική πολιτική συναίνεση στη Βουλή.

Το ζήτημα της αλλαγής του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας απασχόλησε τόσο τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή του 1996, η οποία διαπίστωσε την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 32 Σ, όσο και την Η' Αναθεωρητική Βουλή του 2000, στην οποία δεν επιτεύχθηκε τελικά η απαιτούμενη πλειοψηφία των 180 ψήφων για την αναθεώρησή του.

1.4. Ο ΠτΔ να εκλέγεται για μια μόνο θητεία έξι ετών, χωρίς δικαίωμα επανεκλογής

2. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

2.1. Την απόλυτη καθιέρωση της Δικαστικής Ανεξαρτησίας,με την επιλογή της Ηγεσίας της Δικαιοσύνης από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, τροποποιουμένου σχετικά του άρθρου 90 § 5 Σ. Η Συνταγματική αναθεώρηση του 2001 προσέθεσε σημαντικά και ενδιαφέροντα στον τομέα της υπερασπίσεως των ατομικών δικαιωμάτων, χωρίς όμως να βελτιώσει τα προβλήματα απονομής της δικαιοσύνης και επιλογής της Ηγεσίας της, πλην της θεσπίσεως τετραετούς θητείας για τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Σήμερα η κοινωνία πιστεύει, ότι το ισχύον σύστημα επιλογής της Ηγεσίας της Δικαιοσύνης από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, είναι διαβλητό, υπάρχει δε όχι για να εξυπηρετεί στο σύνολο του την Δικαστική Ανεξαρτησία, αλλά για να εξυπηρετεί τις εκάστοτε άλλες προθέσεις της πολιτικής. Η κριτική αυτή εν πολλοίς υπήρξε άδικη, αφού υπήρξαν διαχρονικά απολύτως άξιες Ηγεσίες της Δικαιοσύνης. Η αποτυχία της καθυπόταξης της Ηγεσίας της Δικαιοσύνης στα κελεύσματα της πολιτικής, επιβεβαιώνει την ανάγκη της αλλαγής του συστήματος.

Σε κάθε περίπτωση η Συνταγματική Αναθεώρηση θα μπορούσε να δώσει πολλά περισσότερα και μάλιστα στον κρίσιμο τομέα της απονομής της δικαιοσύνης. Η Ελληνική Βουλή στην Αναθεωρητική Λειτουργία της κατά την τελευταία Συνταγματική αναθεώρηση, δεν θέλησε ν’ ακούσει την σώφρονα πρόταση του Συμβουλίου της Επικρατείας για τον τρόπο επιλογής της Ηγεσίας της Δικαιοσύνης ,όπως η πρόταση αυτή διατυπώνεται στη Απόφαση της Ολομέλειας 6/2000,ούτε έκανε τον κόπο να λάβει υπ’ όψη της την εισήγηση της Επιτροπής του Συμβουλίου της Επικρατείας για την Αναθεώρηση με αριθμό 3/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ και τις σκέψεις της 14/1998 Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου). Αν επιθυμούν οι εκάστοτε κυβερνώντες να καταστήσουν την Δικαιοσύνη πραγματικά Ανεξάρτητη τότε πρέπει να αποφασίσουν να αφήσουν πλέον την επιλογή της Ηγεσίας Της στην ίδια και στο μοναδικό και αλάνθαστο κριτήριο επιλογής :την Αρχαιότητα Όλοι πλέον εισηγούνται τροποποίηση της διαδικασίας επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης του άρθρου 90 Σ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τρόπος που σήμερα εφαρμόζεται, δηλαδή η επιλογή να γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με την παρεμβολή της διαδικασίας της Βουλής, έχει πολλές φορές επικριθεί λόγω κάποιων άτυχων επιλογών, που έγιναν με καθαρά πολιτικά κριτήρια ή κατά βάναυση παραβίαση της ιεραρχίας, στο απώτερο παρελθόν.
Για τον εξορθολογισμό αυτής της διαδικασίας προτείνεται:

Ι) Η επιλογή Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων να γίνεται από την Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, όμως να περιορίζεται μεταξύ των αρχαιότερων δικαστών του οικείου δικαστηρίου. Ακολούθως δε ο Πρόεδρος του δικαστηρίου να επιλέγεται από την Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, μεταξύ των τριών αρχαιοτέρων Αντιπροέδρων του δικαστηρίου αυτού. Το αυτό, κατ’ αναλογίαν, θα πρέπει να ισχύσει και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ερώτημα τίθεται αν θα πρέπει να θεσπισθεί θητεία και για τους Αντιπροέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Ήδη, με συνταγματική διάταξη, ορίζεται ότι η θητεία του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τεσσάρων ετών, ακόμη και αν ο δικαστικός λειτουργός, που κατέχει τη θέση, δεν καταλαμβάνεται από το όριο ηλικίας.Στην περίπτωση αυτή ο υπόλοιπος χρόνος μέχρι την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας να θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

Σε άλλη περίπτωση προτείνεται:

ΙΙ) Αν προκριθεί ως λύση η επιλογή της Ηγεσίας να γίνεται τελικά μετά από πρόταση της οικείας Ολομέλειας μεταξύ των αρχαιότερων δικαστών του οικείου δικαστηρίου σε διπλάσιο αριθμό των κενουμένων θέσεων ,τότε την επιλογή να κάνει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

2.2. Θεσμικά μέτρα για την δικαιοσύνη
2.2.1. Η αναβίβαση του ΑΕΔ σε «Συνταγματικό» Δικαστήριο που θα επιλύει τελικώς τα πάσης φύσεως συνταγματικά ζητήματα, με την χορήγηση δικαιώματος ατομικής προσφυγής από οποιονδήποτε πολίτη Οι αρμοδιότητες του ΑΕΔ σήμερα ορίζονται περιοριστικά στο άρθρο 100 του Συντάγματος. Υπάρχει η άποψη ότι η ίδρυση και λειτουργία ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου θα εξορθολογήσει το δικαιοδοτικό σύστημα της Χώρας και θα ενισχύσει το κράτος δικαίου και την προστασία των ατομικών ελευθεριών. Υποστηρίζεται η άποψη ότι η δημιουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου σκοπεί στην αποδυνάμωση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ΑΕΔ να διευρυνθεί περαιτέρω ετσι ώστε να μπορεί να ασκήσει το εργο του.

2.2.2. Την καθιέρωση προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων και των κανονιστικών πράξεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας των δε δημοσιονομικών από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
2.2.3. Προτείνεται, βέβαια να διατηρήσουν όλα τα δικαστήρια (όλων των βαθμίδων και δικαιοδοσιών) τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων με ειδικότερες ρυθμίσεις και επίσης.
2.2.4. Προτείνεται ο αυστηρός προληπτικός δικαστικός έλεγχος των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.

2.2.5. Όλες, χωρίς καμία εξαίρεση, οι πράξεις των άλλων λειτουργιών (Εκτελεστικής και νομοθετικής) και πλέον ακόμη και των internacorporis (εσωτερικά ζητήματα της Βουλής) να ελέγχονται από τα δικαστήρια (όπως συμβαίνειαπαρέγκλιτα από τις 18/1871 και 23/1897 αποφάσεις του ΑΠ μέχρι σήμερα) κατά το άρθρο 93 § 4Σ.

Η άποψη πάντως της διατήρησης του υπάρχοντος συστήματος του διάχυτου ελέγχου έχει σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως αναφέρει ο Σύμβουλος του ΣτΕ Ν. Ρόζος: «α) «η αφηρημένη και «εν κενώ» ερμηνεία του Συντάγματος από το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει το μέγιστο μειονέκτημα ότι το τυχόν σφάλμα δεν διορθώνεται, ενώ με το σύστημα του διάχυτου ελέγχου δίνονται πολλοί ερμηνευτικοί χρωματισμοί στους νόμους και το Σύνταγμα, ανάλογα με την εξέλιξη των συνθηκών και των ηθών της ζωής δηλαδή, και το πλήθος των περιπτώσεων. Τέλος, είναι οποτεδήποτε δυνατή η διόρθωση της εσφαλμένης κρίσεως. Δεν πρέπει επίσης να παροράται το ότι με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου θα επιβραδυνθεί κατά πολύ η απονομή της δικαιοσύνης και θα μειωθεί η εφαρμογή του Συνταγματικού Δικαίου. Ειδικότερα, η προβολή λόγου περί αντισυνταγματικότητας θα είναι προνόμιο μόνον εκείνων που θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα η δίκη. Συνεπώς θα προτιμάται η προβολή λόγων περί αντιθέσεως στο κοινοτικό δίκαιο και στην ΕΣΔΑ. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στην Ελλάδα, πέραν του ότι είναι αντίθετη στη συνταγματική μας παράδοση και του ότι γεννά πολύ περισσότερα προβλήματα απ' όσα λύει, είναι ύποπτη, ανεξήγητη και αποκρουστέα». Άλλωστε, όπως είπε ο Αντιπρόεδρος του ΑΠ κ. Κυριτσάκης: «Ο “διάχυτος” δικαστικός έλεγχος, όπως ισχύει σήμερα (άρθρ. 93 § 4 και 101 § 1ε Συντάγματος), επιβάλλεται και, πρέπει, να διατηρηθεί, αφού αυτό αποτελεί, ιστορικό και ουσιαστικώς ορθό επίτευγμα της δημοκρατίας και ειδικότερη έκφραση και εφαρμογή της ιεραρχίας των κανόνων του δικαίου, ουσιαστικό στοιχείο της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και εν τέλει θεμελιώδη εγγύηση του κράτους δικαίου. Όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στη συνείδηση των νομικών και όσων από τους πολίτες έχουν γνώση του θέματος, ο διάχυτος έλεγχος αποτελεί το στολίδι της νομολογίας και της ελληνικής έννομης τάξης και συναρτάται απόλυτα με το δεδικασμένο».

Αξίζει να σημειωθεί βέβαια ότι ο γνωστός Συνταγματολογος Αντώνης Μανιτάκης έχει στο παρελθόν αναφέρει: «Δεν βλέπω, κατά συνέπεια, άλλη αιτιολογία για την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου εκτός από μία, που δεν ομολογείται: τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας από την πολιτική με την ουσιαστική στέρηση του δικαστή και κάθε δικαστή της εξουσίας που έχει, πάνω από έναν αιώνα, να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων».
2.2.6. Εκλογή λαϊκών δικαστών: Στα Ανώτατα Δικαστήρια να επιλέγονται (εκτός επετηρίδος) από τις Ολομέλειές τους κατά το 1/10 Δικαστές με ή χωρίς θητεία, που δεν προέρχονται όμως από το Δικαστικό Σώμα, θα διαθέτουν επαρκή νομική παιδεία και θα μεταφέρουν το λαϊκό αίσθημα στο δικαστήριο (όπως συμβαίνει με το ΑΕΔ στο οποίο συμμετέχουν σήμερα καθηγητές Πανεπιστημίου).

2.2.7. Καθιέρωση θεσμού «Γενικού Επιτρόπου»: με την μετατροπή της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε ανεξάρτητο δικαστικό ελεγκτή δημοσιονομικής νομιμότητας, για τη διαφύλαξη της σύννομης και χρηστής διοικητικής δράσης που επάγεται δημοσιονομικό αποτέλεσμα και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Στον Γενικό Επίτροπο, ως υπέρτατο ελεγκτή της δημοσιονομικής νομιμότητας, πρέπει επιτέλους να υπαχθεί και η δυνατότητα να παρεμβαίνει και εισηγείται στην Κυβέρνηση για κάθε εξώδικο συμβιβασμό του Δημοσίου σε μεγάλες οικονομικές υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως π.χ. διαφορές από την σύμβαση κ.λπ.

Στον Γενικό Επίτροπο πρέπει να ανατεθεί η υλοποίηση του θεσμού της διαμεσολάβησης και για τις διοικητικές διαφορές.

2.2.8. Κατάργηση του Μισθοδικείου (άρθρο 88 παρ 2 ) και του Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας (άρθρο 99Σ .Η χώρα μας διαθέτει επτά –7– Ανώτατα Δικαστήρια, όπως τα έχει καταμετρήσει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Φίλιππος Σπυρόπουλος, ευλόγως διερωτώμενος –δημοσίως και επανειλημμένως– εάν η μικρή μας χώρα χρειάζεται τόσα ανώτατα δικαστήρια! Μια τρικέφαλη Δικαιοσύνη (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας και Ελεγκτικό Συνέδριο) να προσπαθεί να βρει κοινό βηματισμό μέσα από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου άγονται ακόμη και υποθέσεις που θα έπρεπε να έχουν τερματίσει στο Εφετείο! Την εικόνα συμπληρώνουν το Ειδικό Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας, το Ειδικό Δικαστήριο Υπουργών και το Ειδικό Δικαστήριο Μισθών των δικαστών (Μισθοδικείο).

3. Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ –ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ:

3.1. Η μείωση του αριθμού των βουλευτών σε διακόσιους και τα μέλη της Κυβερνήσεως να μην υπερβαίνουν τα 20.

3.2. Η κατάργηση κάθε μορφής προνομίου ή ασυλίας για τους βουλευτές και Υπουργούς. Η σημερινή ρύθμιση του άρθρου 86 Σείναι ατυχέστατη και σκοπεί δυστυχώς στο ακαταδίωκτο, αφού θεσμοθετήθηκε μια εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία για την ποινική δίωξη των υπουργών, η οποία, φρονούμε, ότι είναι αδύνατο ή μάλλον ανέφικτο να καταλήξει στην παραπομπή τους στο ακροατήριο. Επιβάλλεται η άσκηση διώξεως κατά Υπουργών να γίνεται από δικαστικό Συμβούλιο που θα αποτελείται από τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και το Εισαγγελέα του ΑΠ . Όλες οι προανακριτικές και Ανακριτικές πράξεις θα γίνονται από την Δικαιοσύνη και για τους Υπουργούς θα συγκροτείται Ειδικό Δικαστήριο από ανώτατουςδικαστικούς λειτουργούς που θα επιλέγονται με κλήρωση στην αρχή κάθε χρόνου ανεξάρτητα αν υπάρχει εκκρεμής υπόθεση ή όχι. Η παραγραφή θα ακολουθεί την κοινή παραγραφή.

3.3. Η καθιέρωση μόνιμων Αναπληρωτών Υπουργών ή Υφυπουργών στα Υπουργεία Παιδείας, Άμυνας και Εξωτερικών καθώς και επί του Προϋπολογισμού, με 6ετή θητεία και εκλογή τους, που θα επιλέγονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή με αυξημένη πλειοψηφία από την Βουλή και θα έχουν την ευθύνη της συνέχισης της εθνικής πολιτικής.

3.4. Η δημιουργία εκλογικών περιφερειών με γνώμονα την διαίρεση σε επίπεδο Περιφερειών, με βουλευτές Περιφέρειας και μόνιμο εκλογικό σύστημα και η θέσπιση ασυμβίβαστου του αξιώματος του υπουργού με την ιδιότητα του βουλευτή. Οι υπουργοί να κωλύονται να είναι υποψήφιοι βουλευτές μετά τη λήξη της θητείας τους.

4. ΘΗΤΕΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

4.1. Προτείνεται, επίσης, ανώτατο όριο θητειών για όλα τα αιρετά αξιώματα. Για τους βουλευτές το όριο αυτό θα είναι δύο θητείες. Η διαμόρφωση και η συνεπής εφαρμογή ενός αξιόπιστου και αποτελεσματικού συστήματος ελέγχου των πολιτικών δαπανών και χρηματοδοτήσεων μέσω αποκλειστικά της Δικαιοσύνης, με την ευθύνη του Γενικού Εισαγγελέα.

5. ΘΕΣΜΙΚΗ ΘΩΡΑΚΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

5.1. Η δημιουργία του ΑΣΔΥ: (Ανώτατο Συμβούλιο Δημοσίων Υπηρεσιών) με ευθύνη την οργάνωση και τη διοίκηση του προσωπικού των δημοσίων Υπηρεσιών. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι ένα νέο ΑΣΔΥ το οποίο (όπως π.χ. η CivilServiceCommission στη Μ. Βρετανία) θα έχει σημαντικούς υλικούς και ανθρώπινους πόρους, ηγεσία με κύρος και αυτονομία από το κομματικοκρατικό κατεστημένο. Ένας τέτοιος οργανισμός θα μπορούσε να ελέγχεται δημοκρατικά από μια διακομματική επιτροπή του Κοινοβουλίου, με δικαστικές εγγυήσεις. Στον μηχανισμό αυτό προτείνουμε ν’ απορροφηθεί το ΑΣΕΠ.

5.2.-Πολυνομία-Κακονομία:Από το 1974 μέχρι τις μέρες μας πλησιάζουν τις 200.000(!) οι νόμοι, οι νομοθετικές πράξεις, τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις, βάσει των οποίων πρέπει όχι μόνο να λειτουργεί η δημόσια διοίκηση, αλλά και να κινείται το σύνολο σχεδόν της οικονομικής δραστηριότητος!

5.3. Ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας, με αντικείμενο την επιμέλεια εκτελέσεως των Δικαστικών αποφάσεων, αλλά και τη διεξαγωγή ερευνών κατ’ εντολή των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών.
5.4. Ο θεσμός της Διαμεσολάβησης πρέπει να ενταχθεί οργανικώς στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
5.5.Απαιτούμενη πλειοψηφία για τη στελέχωση των ανεξάρτητων αρχών.

Τα 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων που απαιτούνται σήμερα για τη στελέχωση των ανεξάρτητων αρχών έχουν αποδειχθεί μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα της οξείας πολιτικής κρίσης, προτείνονται τη μείωση της απαιτούμενης πλειοψηφίας στα 3/5, όχι πια στη Διάσκεψη των Προέδρων, αλλά στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Η επιλογή προσώπων που έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και πάντοτε με δημοσιά πρόσκληση και όχι με πρόταση των κομμάτων.

5.6. Θεσμική κατοχύρωση της εθνικής συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

5.7. Η συνταγματική κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα σε μία περίοδο αμφισβήτησης ή κατάργησης τους, παρέχει την δυνατότητα θεσμικής συνάντησης της συνταγματικής αναθεώρησης με την αποκατάσταση της κοινωνικής κυριαρχίας καθώς και με την «θεσμοποιημένη θέσπιση» της αρμονικής σχέσης κράτους – οικονομίας και κράτους – κοινωνίας.

6. Επίλογος:
Ο Αριστοτέλης πρώτος όρισε το πολίτευμα ως [... την τάξιν ταις πόλεσι την περί τας αρχάς, τίνα τρόπον νενέμηνται και τι το κύριον της πολιτείας, και τι το τέλος της εκάστης κοινωνίας εστί..], (Πολιτικ. Γ' 5) ορισμός που ισχύει ακόμα και σήμερα. Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα όπου η εξουσία πηγάζει από τον λαό, ασκείται από τον λαό και υπηρετεί τα συμφέροντα του λαού και αυτό γίνεται με κανόνες που το Σύνταγμα επιβάλλει. Έτσι η σημερινή κρίση επιβάλλει την προσαρμογή του Συντάγματός μας, για την θωράκιση της Ελληνικής Πολιτείας , και την προσαρμογή της στις καινούργιες πραγματικότητες.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Δείτε Επίσης