Ένα αφήγημα για τους «Ρηγάδες»

Ένα αφήγημα για τους «Ρηγάδες»

Ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Σιαφάκας είναι ο συγγραφέας μιας συλλογής 18 διηγημάτων με γενικό τίτλο «Με μια χιλιάρα Καβασάκι» που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πόλις

Ένα αφήγημα για τους «Ρηγάδες»
«Στην ταβέρνα του Άρη, στα Εξάρχεια, άρχισε σιγά σιγά να συγκεντρώνεται μια μεγάλη παρέα. […] Ήταν συντρόφια από παλιά. Ρηγάδες, που είχαν ν’ ανταμώσουν καμιά εικοσαριά χρόνια. Από τα χρόνια της χούντας. Ο Άρης τα΄χε παρατήσει. Ποτέ δεν έγινε αρχιτέκτονας. Ούτε που τον ένοιαζε. Έγινε καλός ταβερνιάρης. Με την κουλτούρα του, με τη μακριά αλογοουρά του. Τι κι αν ήταν φαλακρός μπροστά. Από χιλιόμετρα φαινότανε ότι κάτι άλλο ήταν από ένας απλός ταβερνιάρης. Σχολή Αρχιτεκτονικής στην Τζένοβα και Ρηγάς. Η παρέα, στο μεταξύ, μεγάλωνε.



Κλείσιμο
»(…) Ήταν η πρώτη συγκέντρωση για να αποχαιρετήσουν τον πρώτο που έφυγε. Τη Νίκη. Στην Μπολόνια έμενε σ΄ ένα σπίτι που ζούσαν κι άλλοι πέντε Ρηγάδες. Πανέξυπνη, με φωτεινά μάτια και φωνή πειστική, δυνατή. Με γέλιο γάργαρο.

»Θα είναι η πρώτη που θα διαπιστώσει αν υπάρχει κόλαση ή παράδεισος. Πάντα είχα την υποψία ότι κάτι μπορεί να μην πηγαίνει καλά με τον ιστορικό υλισμό».

Το μικρό αυτό απόσπασμα προέρχεται από το διήγημα με τίτλο «Ρήγας Φεραίος», ένα από τα 18 της συλλογής διηγημάτων με συγγραφέα τον δημοσιογράφο Βαγγέλη Σιαφάκα. Η συλλογή πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Πόλις και φέρει τον γενικό τίτλο «Με μια χιλιάρα Καβασάκι». Η δράση του συγκεκριμένου διηγήματος -προς αποφυγή παρεξηγήσεων ανάμεσα σε παλαιούς συντρόφους- τοποθετείται χρονικά κάπου στα τέλη της δεκαετίας του '80. Η παρέα στην ταβέρνα του Άρη στα Εξάρχεια συζητά και αντιπαρατίθεται ανάμεσα στους μεζέδες του τηγανιού και το χύμα κρασί για τα σύμβολα όπως το «Κ» στον τίτλο του κόμματος (οι «Ρηγάδες» ήταν μέλη της νεολαίας του ΚΚΕ Εσωτερικού) και το σφυροδρέπανο του κομμουνισμού που συντρόφευε ένα μικρό κομμάτι της ελληνικής σημαίας στο κομματικό έμβλημα. Την εποχή της συνάντησης των παλαιών «Ρηγάδων» έχει γίνει η διάσπαση και άλλοι πάνε στην ΕΑΡ και άλλοι μένουν πιστοί στον Γιάννη Μπανιά. Ο συγγραφέας -και σε αυτό το διήγημα- δηλώνει τη δημοσιογραφική του ιδιότητα.



«Πήρε τους νυχτερινούς δρόμους και κατηφόρισε από τη Θεμιστοκλέους, για να φτάσει Πανεπιστημίου κι από ΄κεί στην εφημερίδα. (…)

-    Γιατί άργησες; Τον ρώτησε ο αρχισυντάκτης του.
-    Καθυστέρησα στο υπουργείο Προεδρίας. Εβγαλε πολλές ειδήσεις ο Κουτσόγιωργας, απάντησε.
-    Άντε, στρώσου και γράφε».

Σε ένα άλλο διήγημα της συλλογής -«Μαύρα Εσώρουχα» ο τίτλος του- η δράση των συντρόφων και της παρέας τους εκτυλίσσεται στη φοιτητούπολη των Ιωαννίνων τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης.

Η κομματική στράτευση και οι συζητήσεις για τον «δημοκρατικό δρόμο για τον Σοσιαλισμό», τον Μπερλιγκουέρ (τον ηγέτη του Ιταλικού ΚΚ) και τα «Χειμερινά Ανάκτορα» κατά μία έννοια συγκατοικούσαν ή συγκοινωνούσαν με την περηφάνια που έδινε ο ΠΑΣ Γιάννινα (ο Αγιαξ της Ηπείρου με τα ποδοσφαιρικά δάνεια Λατινικής Αμερικής στη σύνθεση του - ποιος ξεχνά τον Αλβαρέζ, τον Μοντέζ, τον τερματοφύλακα Λίσα, τον Γκλασμάνη-Γκλάσμαν και τον Ριγκάνι που τον γνωρίσαμε ως Κοντογιωργάκη;) αλλά και το σεξουαλικό αλισβερίσι: η «κόκκινη κηλίδα στο σεντόνι», η Αλίκη του Δημοκρατικού Αγώνα που δεν είχε προλάβει να στρατολογηθεί στον Ρήγα, ο Τέλης με τις επιδόσεις του. Ο τελευταίος, μάλιστα, από το αεροπλάνο «είδε τη μορφή της, είδε το τρέμουλό της, το μουσκεμένο από ιδρώτα κορμί της κι ένιωσε να υγραίνονται τα μάτια του. Άνοιξε βιαστικά την Αυγή που είχε αγοράσει και διάβασε τα σχόλια του Σταύρου Καρρά. Τα βρήκε εξαιρετικά».



Διαβάζοντας ένα άλλο διήγημα της συλλογής -η «Χαμένη άνοιξη του Φρανθίσκο Ντε Γκόγια», που είναι και το αγαπημένο μου ήδη από το πρώτο κοίταγμα-, όπου ο νεολαίος πρωταγωνιστής συναντά στη μεταφρανκική Μαδρίτη τον ηγέτη του Ισπανικού ΚΚ Σαντιάγο Καρίγιο και μιλούν για τον Εμφύλιο και τον Στάλιν, αντιλαμβάνομαι ότι ο Σιαφάκας φτιάχνει ένα αφήγημα της «κομματικής» ενηλικίωσης στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Ένα αφήγημα μόνο για μυημένους κάθε μορφής. Άλλωστε, η μύηση δεν πάει με την ηλικία - αλλιώς, δεν θα διαβάζαμε Σεμπρούν.

Έχουμε με άλλα λόγια ένα αφήγημα για μυημένους-ορθόδοξους ή και ετερόδοξους του εγχειρήματος της ανανέωσης (σχεδόν μισό αιώνα από τον καιρό της Μεταπολίτευσης) που άλλαξε τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων νέων. Ένας από εκείνους τους νέους ήταν και ο Βαγγέλης Σιαφάκας. Σπουδαγμένος αρχιτέκτονας στην Αρχιτεκτονική της Φλωρεντίας, στρατευμένος «Ρηγάς» και δημοσιογράφος που ξεκίνησε τη διαδρομή του από την «Αυγή» της δεκαετίας του ΄80. Όπως αναφέρει και ο ίδιος σε ένα μικρό βιογραφικό σημείωμα που αλίευσα από το διαδίκτυο: «Ξεκίνησα από την “Αυγή” και είχα την τύχη να συμμετάσχω σε δυο σπουδαία δημοσιογραφικά εγχειρήματα. Πέρασα από πολλούς σταθμούς, ραδιοφωνικούς αλλά και τηλεοπτικούς. Είχα διευθυντικές θέσεις , αλλά αρθρογραφούσα επίσης σε εφημερίδες και περιοδικά». Από το 2013 μέχρι σήμερα έχει τη θέση του ειδικού συμβούλου στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Κράτησα τελευταία μια αναφορά στα Γιάννινα - τα διαχρονικά Γιάννινα της λογοτεχνίας. Στη συλλογή του Σιαφάκα πρωταγωνιστούν μαζί με τους Δημήτρη Χατζή και και τον Νίκο Χουλιαρά, συντροφιά με τους ήρωες τους, τον Σιούλα τον ταμπάκο, τη Μαργαρίτα Περδικάρη και τον Λούσια.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης