Ο χρόνος κυλάει χωρίς να συμβαίνει τίποτε, δεν υπάρχει τίποτε δελεαστικό, τα πάντα είναι εμποτισμένα με μία αφόρητη στασιμότητα. Η ζωτικότητα έχει πάει περίπατο, υπάρχει πόθος για μία επιθυμία, αλλά η επιθυμία έχει μαραθεί.
Ο άνθρωπος που πλήττει βρίσκεται σε μία
αναμονή, περιμένει να ξαναβρεί την επιθυμία του, όμως δεν ξέρει τi να επιθυμήσει.
Όλα τα πράγματα για εκείνον φαντάζουν μουντά, ασφυκτικά επαναλαμβανόμενα, έχουν χάσει την γυαλάδα τους. Και ναι, τότε είναι που η ζωή γίνεται βαρετή, διάχυτα μονότονη στην απεραντοσύνη του χρόνου που τείνει να είναι μηχανικός. Οι διαθέσεις είναι ασφαλώς οπτικές γωνίες, για αυτό και ο άνθρωπος που πλήττει μπορεί να διστάζει να ομολογήσει αυτήν την αλλόκοτη απάθεια ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό. Τα παιδιά από την άλλη, θέτουν ευθαρσώς αυτό το μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα: «Και τώρα τί θα κάνουμε;».
Υπάρχει επίσης ένα πλήθος οπτικών από τις οποίες έχει προσεγγιστεί το ζήτημα της
πλήξης. Στην αρχαιότητα η πλήξη ανήκε στην ευρύτερη κατηγορία της μελαγχολίας. Μόλις τον 19ο αιώνα χαρακτηρίστηκε ως μία πνευματική διαταραχή που συνδέθηκε με τον αυξανόμενο ρυθμό μηχανοποιημένων τρόπων ύπαρξης. Στην ψυχιατρική η πλήξη συμπίπτει λιγότερο ή περισσότερο με την
κατάθλιψη.
Διαβάστε περισσότερα στο kontasou.com