Στρατηγικές διαχείρισης των επιδημιών
Θεοκλής Ζαούτης
Στρατηγικές διαχείρισης των επιδημιών
Σε όλη την καταγεγραμμένη Ιστορία οι άνθρωποι αντιμετώπισαν πανδημίες, δηλαδή επιδημίες και μεταδοτικές μολυσματικές ασθένειες που εξαπλώθηκαν σε χώρες ή ολόκληρες ηπείρους, επηρεάζοντας μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
Η διαχείριση τους διέφερε πολύ, από περίοδο σε περίοδο. Κατά τη διάρκεια του «Μαύρου Θανάτου», της μεγάλης επιδημίας πανώλης στην Ευρώπη (1347-1351), ορισμένα από τα μέτρα που σήμερα αναναγνωρίζουμε ως απαραίτητα, όπως η καραντίνα και η ανάπτυξη υποδομών δημόσιας υγείας, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά· ωστόσο, λόγω της απουσίας συντονισμένης διεθνούς δράσης, η ασθένεια προκάλεσε εκατοντάδες εκατομμύρια θανάτους. Αντίστοιχα, στη διάρκεια της πανδημίας γρίπης του 1918, η έλλειψη διεθνών ή ακόμα και εθνικών στρατηγικών, σε συνδυασμό με την ακραία μολυσματικότητα του ιού και την έλλειψη αντιικών ή αντιβιοτικών, οδήγησε στη μόλυνση του μισού πληθυσμού του πλανήτη.
Σήμερα, τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για τη διαχείριση μιας παγκόσμιας πανδημίας είναι πολύ πιο ισχυρά. Επιστήμονες και κυβερνήσεις διαθέτουν πλέον βαθύτερη κατανόηση των μολυσματικών ασθενειών και του τρόπου μετάδοσης τους, προηγμένα αντιβιοτικά και αντιικά φάρμακα, αλλά και ισχυρά συστήματα διεθνούς επικοινωνίας. Παρόλα αυτά, η αντίδραση στην πανδημία COVID-19 ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα και μεταξύ περιοχών ανά τον κόσμο. Από τη μία πλευρά, αρκετές ασιατικές χώρες με πρόσφατες μνήμες από επιδημίες, όπως η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα, έχουν εφαρμόσει προγράμματα εκτεταμένων ελέγχων, ιχνηλάτησης, παρακολούθησης και απομόνωσης, τα οποία έχουν συσχετιστεί με μειωμένα κρούσματα και θανάτους. Ειδικά το παράδειγμα της Σιγκαπούρης, που αξιοποίησε την εμπειρία προηγούμενης πανδημίας (Η1Ν1, 2009), αποτελεί «μοντέλο» στο πλαίσιο των σχετικών κατευθυντήριων οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Στον αντίποδα οι ΗΠΑ, που αρνήθηκαν να καταστήσουν υποχρεωτική τη χρήση μάσκας και κατηγορήθηκαν για ψευδείς και παραπλανητικές δηλώσεις που διαστρέβλωναν ή υποβάθμιζαν τη σοβαρότητα της πανδημίας, τον Οκτώβριο είχαν το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας παγκοσμίως και τους περισσότερους καταγεγραμμένους θάνατους λόγω COVID-19 από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Στην Ευρώπη, έως και τον Οκτώβριο μόνο έξι χώρες εμφανίζονταν να έχουν σταθερή επιδημιολογική κατάσταση, σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC): Κύπρος, Εσθονία, Φινλανδία, Λιχτενστάιν, Νορβηγία και Ελλάδα –η χώρα μας κατέγραφε μόλις 5,78 θανάτους ανά 100.000 άτομα.
Αρκετές πτυχές της διαχείρισης της πανδημίας στην Ελλάδα μπορούν να χαρακτηριστούν υποδειγματικές: η κυβέρνηση ενήργησε άμεσα και δραστικά από το ξεκίνημα της πανδημίας, επιβάλλοντας αυστηρό lockdown ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου και αξιοποίησε αυτή την περίοδο για να προετοιμάσει το σύστημα υγείας ώστε να αντιμετωπίσει αύξηση των ασθενών, διπλασιάζοντας σχεδόν τη δυναμικότητα σε κλίνες ΜΕΘ. Παράλληλα, εξέπεμψε σαφή και τεκμηριωμένα μηνύματα σχετικά με τους κινδύνους και τους περιορισμούς, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής επικοινωνίας που συμπεριέλαβε ευρείες κοινωνικές ομάδες ως συνεργάτες. Τώρα, καθώς τα κρούσματα αυξάνονται σταθερά, η χώρα μπήκε σε νέο lockdown τριών εβδομάδων, μια επιλογή που σίγουρα δεν είναι ευχάριστη, αλλά είναι απαραίτητη για την επιτυχή διαχείριση του ιού, ο οποίος έχει από καιρό προβλεφθεί ότι θα συνεχίσει να επηρεάζει ακόμη και τις πιο καλά προετοιμασμένες χώρες, σε κύματα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαχείριση της πανδημίας από την Ελλάδα ήταν τέλεια. Η χώρα ίσως ήρε τους περιορισμούς πολύ γρήγορα, χωρίς ταυτόχρονα να εφαρμόσει αυστηρά τεστ και ιχνηλάτηση κρουσμάτων, συμπεριλαμβανομένων των τουριστών του καλοκαιριού. Παράλληλα, δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει επαρκώς τις συνθήκες συνωστισμού στα κέντρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων, οι οποίες θέτουν αυτούς τους πληθυσμούς σε αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης.
Το «στοίχημα» πλέον, καθώς τα lockdown επεκτείνονται, είναι η αντιμετώπιση της κόπωσης από την παρατεινόμενη κρίση. Οι επιπτώσεις τόσο στην ψυχολογία του πληθυσμού όσο και στην οικονομία και την κοινωνική ζωή από τη συνέχιση των αυστηρών περιορισμών είναι σοβαρές και γι’ αυτό η επιτυχία στη διαχείριση της πανδημίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των χωρών να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα, να δράσουν αποφασιστικά και να επενδύσουν για το μέλλον.
* Ο κ. Θεοκλής Ζαούτης είναι Καθηγητής Παιδιατρικής & Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, Επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων - CLEO
**Στο πλαίσιο του εορτασμού των 10 ετών παρουσίας της MSD στην Ελλάδα, η εταιρεία υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει 10 καίριες πτυχές της πολιτικής υγείας στη χώρα μας. Η MSD δεν έχει καμία ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.
Σήμερα, τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας για τη διαχείριση μιας παγκόσμιας πανδημίας είναι πολύ πιο ισχυρά. Επιστήμονες και κυβερνήσεις διαθέτουν πλέον βαθύτερη κατανόηση των μολυσματικών ασθενειών και του τρόπου μετάδοσης τους, προηγμένα αντιβιοτικά και αντιικά φάρμακα, αλλά και ισχυρά συστήματα διεθνούς επικοινωνίας. Παρόλα αυτά, η αντίδραση στην πανδημία COVID-19 ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα και μεταξύ περιοχών ανά τον κόσμο. Από τη μία πλευρά, αρκετές ασιατικές χώρες με πρόσφατες μνήμες από επιδημίες, όπως η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα, έχουν εφαρμόσει προγράμματα εκτεταμένων ελέγχων, ιχνηλάτησης, παρακολούθησης και απομόνωσης, τα οποία έχουν συσχετιστεί με μειωμένα κρούσματα και θανάτους. Ειδικά το παράδειγμα της Σιγκαπούρης, που αξιοποίησε την εμπειρία προηγούμενης πανδημίας (Η1Ν1, 2009), αποτελεί «μοντέλο» στο πλαίσιο των σχετικών κατευθυντήριων οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Στον αντίποδα οι ΗΠΑ, που αρνήθηκαν να καταστήσουν υποχρεωτική τη χρήση μάσκας και κατηγορήθηκαν για ψευδείς και παραπλανητικές δηλώσεις που διαστρέβλωναν ή υποβάθμιζαν τη σοβαρότητα της πανδημίας, τον Οκτώβριο είχαν το πέμπτο υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας παγκοσμίως και τους περισσότερους καταγεγραμμένους θάνατους λόγω COVID-19 από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
Στην Ευρώπη, έως και τον Οκτώβριο μόνο έξι χώρες εμφανίζονταν να έχουν σταθερή επιδημιολογική κατάσταση, σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC): Κύπρος, Εσθονία, Φινλανδία, Λιχτενστάιν, Νορβηγία και Ελλάδα –η χώρα μας κατέγραφε μόλις 5,78 θανάτους ανά 100.000 άτομα.
Αρκετές πτυχές της διαχείρισης της πανδημίας στην Ελλάδα μπορούν να χαρακτηριστούν υποδειγματικές: η κυβέρνηση ενήργησε άμεσα και δραστικά από το ξεκίνημα της πανδημίας, επιβάλλοντας αυστηρό lockdown ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου και αξιοποίησε αυτή την περίοδο για να προετοιμάσει το σύστημα υγείας ώστε να αντιμετωπίσει αύξηση των ασθενών, διπλασιάζοντας σχεδόν τη δυναμικότητα σε κλίνες ΜΕΘ. Παράλληλα, εξέπεμψε σαφή και τεκμηριωμένα μηνύματα σχετικά με τους κινδύνους και τους περιορισμούς, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής επικοινωνίας που συμπεριέλαβε ευρείες κοινωνικές ομάδες ως συνεργάτες. Τώρα, καθώς τα κρούσματα αυξάνονται σταθερά, η χώρα μπήκε σε νέο lockdown τριών εβδομάδων, μια επιλογή που σίγουρα δεν είναι ευχάριστη, αλλά είναι απαραίτητη για την επιτυχή διαχείριση του ιού, ο οποίος έχει από καιρό προβλεφθεί ότι θα συνεχίσει να επηρεάζει ακόμη και τις πιο καλά προετοιμασμένες χώρες, σε κύματα.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η διαχείριση της πανδημίας από την Ελλάδα ήταν τέλεια. Η χώρα ίσως ήρε τους περιορισμούς πολύ γρήγορα, χωρίς ταυτόχρονα να εφαρμόσει αυστηρά τεστ και ιχνηλάτηση κρουσμάτων, συμπεριλαμβανομένων των τουριστών του καλοκαιριού. Παράλληλα, δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει επαρκώς τις συνθήκες συνωστισμού στα κέντρα υποδοχής μεταναστών και προσφύγων, οι οποίες θέτουν αυτούς τους πληθυσμούς σε αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης.
Το «στοίχημα» πλέον, καθώς τα lockdown επεκτείνονται, είναι η αντιμετώπιση της κόπωσης από την παρατεινόμενη κρίση. Οι επιπτώσεις τόσο στην ψυχολογία του πληθυσμού όσο και στην οικονομία και την κοινωνική ζωή από τη συνέχιση των αυστηρών περιορισμών είναι σοβαρές και γι’ αυτό η επιτυχία στη διαχείριση της πανδημίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των χωρών να σχεδιάζουν μακροπρόθεσμα, να δράσουν αποφασιστικά και να επενδύσουν για το μέλλον.
* Ο κ. Θεοκλής Ζαούτης είναι Καθηγητής Παιδιατρικής & Επιδημιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, Επιστημονικός διευθυντής του Κέντρου Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων - CLEO
**Στο πλαίσιο του εορτασμού των 10 ετών παρουσίας της MSD στην Ελλάδα, η εταιρεία υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει 10 καίριες πτυχές της πολιτικής υγείας στη χώρα μας. Η MSD δεν έχει καμία ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα