Το πολιτικό «ανάθεμα» αντιστοιχεί στο έγκλημα του Βαρουφάκη
Γρηγόρης Τζιοβάρας
Το πολιτικό «ανάθεμα» αντιστοιχεί στο έγκλημα του Βαρουφάκη
Στη χώρα με την αναμφισβήτητα μεγαλύτερη, ενδεχομένως και σε ολόκληρο τον πλανήτη, ατιμωρησία, είναι παράδοξο ότι η σχεδόν μόνιμη επωδός, την οποία ακούει κανείς από τα χείλη πολλών ανθρώπων, ακόμη και σε περιπτώσεις που πολύ απλά συμβαίνει κάτι με το οποίο δεν συμφωνούν, είναι “θα σου κάνω μήνυση”.
Ή, σε παραλλαγή, “θα σου φέρω τον εισαγγελέα”, “θα σε καθίσω στο σκαμνί” και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Αν καταμετρήσει κανείς τις επανειλημμένες φορές που είτε ως απειλή είτε ως εκφοβιστική υποβολή μήνυσης ή αγωγής, ακούστηκαν αυτές οι εκφράσεις και τις συγκρίνει με τις υποθέσεις που όντως έχουν οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, θα βρει ότι μόνον ένα απειροελάχιστο ποσοστό υποθέσεων εκδικάζεται και ένα ακόμη πιο μικρό καταλήγει σε καταδικαστικές αποφάσεις.
Δεν πάει πολύ καιρός που βρέθηκα στα δικαστήρια της Ευελπίδων και ένα μεγάλο μέρος των εγγεγραμμένων στο πινάκιο υποθέσεων που αφορούσαν, κατά βάση, αντιδικίες στο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων, είτε αναβάλλονταν σωρηδόν, είτε ματαιώνονταν, καθώς είχαν καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου, όπως επί παραδείγματι η αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της γερμανικής εφημερίδας Bild που πομπωδώς είχε υποβάλει προ διετίας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο νυν πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ποτέ δεν εμφανίστηκε -δια νομικού εκπροσώπου, εννοείται- να την υποστηρίξει.
Έκανα αυτόν τον μακρύ πρόλογο μόνον και μόνον για να δώσω το περίγραμμα της πελώριας απορίας που μου προκαλείται κάθε φορά που διαπιστώνω την εξόφθαλμη αδυναμία της πολιτικής να χειριστεί μεγάλα προβλήματα της δικής της αρμοδιότητας και την εκ μέρους της αμήχανη επίκληση της Δικαιοσύνης να ασχοληθεί με θέματα για τα οποία δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει την ευθύνη.
Με διαφορά λίγων εβδομάδων είδαμε την ιστορία και από τις δύο όψεις. Την είδαμε κατ΄ αρχήν από την κυβερνητική όψη με τις ανοίκειες απειλές περί εισαγγελικής παρέμβασης που εξακόντισαν μέλη του υπουργικού συμβουλίου κατά του βουλευτή του Ποταμιού Χάρη Θεοχάρη, ο οποίος, με πολλή σύνεση και εγκράτεια, έκανε τις γνωστές και επιβεβαιωμένες, πλέον, καταγγελίες για τους αποτρόπαιους σχεδιασμούς περί νομισματικής αλλαγής.
Την βλέπουμε τώρα από την πλευρά της αντιπολίτευσης, στελέχη της οποίας με χαρακτηριστική ευκολία (εγ)καλούν τη Δικαιοσύνη να παρέμβει σε ένα πελώριο μεν ζήτημα, όπως είναι τα άφρονα σχέδια που επεξεργαζόταν ο απίθανος τύπος που παρίστανε επί πεντέμισι μήνες τον υπουργό Οικονομικών μιας ευρωπαϊκής χώρας, πλην, όμως, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το “επίδικο” ζήτημα έχει αποκλειστικά πολιτική και καθόλου ποινική διάσταση.
Αν καταμετρήσει κανείς τις επανειλημμένες φορές που είτε ως απειλή είτε ως εκφοβιστική υποβολή μήνυσης ή αγωγής, ακούστηκαν αυτές οι εκφράσεις και τις συγκρίνει με τις υποθέσεις που όντως έχουν οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, θα βρει ότι μόνον ένα απειροελάχιστο ποσοστό υποθέσεων εκδικάζεται και ένα ακόμη πιο μικρό καταλήγει σε καταδικαστικές αποφάσεις.
Δεν πάει πολύ καιρός που βρέθηκα στα δικαστήρια της Ευελπίδων και ένα μεγάλο μέρος των εγγεγραμμένων στο πινάκιο υποθέσεων που αφορούσαν, κατά βάση, αντιδικίες στο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων, είτε αναβάλλονταν σωρηδόν, είτε ματαιώνονταν, καθώς είχαν καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου, όπως επί παραδείγματι η αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της γερμανικής εφημερίδας Bild που πομπωδώς είχε υποβάλει προ διετίας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο νυν πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ποτέ δεν εμφανίστηκε -δια νομικού εκπροσώπου, εννοείται- να την υποστηρίξει.
Έκανα αυτόν τον μακρύ πρόλογο μόνον και μόνον για να δώσω το περίγραμμα της πελώριας απορίας που μου προκαλείται κάθε φορά που διαπιστώνω την εξόφθαλμη αδυναμία της πολιτικής να χειριστεί μεγάλα προβλήματα της δικής της αρμοδιότητας και την εκ μέρους της αμήχανη επίκληση της Δικαιοσύνης να ασχοληθεί με θέματα για τα οποία δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει την ευθύνη.
Με διαφορά λίγων εβδομάδων είδαμε την ιστορία και από τις δύο όψεις. Την είδαμε κατ΄ αρχήν από την κυβερνητική όψη με τις ανοίκειες απειλές περί εισαγγελικής παρέμβασης που εξακόντισαν μέλη του υπουργικού συμβουλίου κατά του βουλευτή του Ποταμιού Χάρη Θεοχάρη, ο οποίος, με πολλή σύνεση και εγκράτεια, έκανε τις γνωστές και επιβεβαιωμένες, πλέον, καταγγελίες για τους αποτρόπαιους σχεδιασμούς περί νομισματικής αλλαγής.
Την βλέπουμε τώρα από την πλευρά της αντιπολίτευσης, στελέχη της οποίας με χαρακτηριστική ευκολία (εγ)καλούν τη Δικαιοσύνη να παρέμβει σε ένα πελώριο μεν ζήτημα, όπως είναι τα άφρονα σχέδια που επεξεργαζόταν ο απίθανος τύπος που παρίστανε επί πεντέμισι μήνες τον υπουργό Οικονομικών μιας ευρωπαϊκής χώρας, πλην, όμως, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το “επίδικο” ζήτημα έχει αποκλειστικά πολιτική και καθόλου ποινική διάσταση.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να επισημάνει ότι από τη στιγμή που δεν στοιχειοθετείται κάποιο συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα που να συντελέστηκε, δεν είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να “βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά”. Είναι εύκολο να λέει κάποιος ότι “πρέπει να κάτσει στα σκαμνί ο Βαρουφάκης”, αλλά για να έχει ουσιαστική ισχύ ο λόγος του θα πρέπει να υποδείξει και τη νομική παράβαση στην οποία υπέπεσε ώστε να του ασκηθεί δίωξη.
Ας μου συγχωρεθεί η γενικότητα της αναφοράς, αλλά αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εισαγγελικής δίωξης η διάσταση λόγων και έργων, ακόμη και δεν είναι σύνηθες να φθάνει αυτή στην ακραία εκδοχή της περίπτωσης Βαρουφάκη που υπονόμευε, πιθανότατα εσκεμμένα, τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, τότε, ενδεχομένως, ουδείς πολιτικός θα... ξέφευγε της καταδίκης.
Μόνον, όμως, που η αθέτηση υποσχέσεων, ακόμη και όταν με την τρέχουσα -και όχι τη δικανική- ορολογία είναι δόλια, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τέτοια, επειδή, ενδεχομένως, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε καταστάσεις αυτού του είδους δεν είναι της αρεσκείας μας. Η εμπειρία, άλλωστε, της ανάμειξης της Δικαιοσύνης σε πρωτοβουλίες στοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων είναι οδυνηρή στη χώρα μας. Και για την ίδια τη Δικαιοσύνη. Και για την Πολιτική.
Γι΄ αυτό και οι κατά τα λοιπά απολύτως δικαιολογημένες αντιδράσεις που προκαλούν στις τάξεις της αντιπολίτευσης οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις για τους σχεδιασμούς των αρκετών, κατά τα φαινόμενα, “δραχμιστών” που είχε στην κυβέρνησή του ο Αλέξης Τσίπρας, είναι ένα ακραιφνώς πολιτικό ζήτημα. Και μόνον με πολιτικά μέσα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Το θεσμικό, άλλωστε, οπλοστάσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος παρέχει αρκετές δυνατότητες, τις οποίες η αντιπολίτευση έχει την ευχέρεια να εξαντλήσει, υποχρεώνοντας τον κ. Τσίπρα να εμφανιστεί ενώπιον της Βουλής και να δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις τόσο για την επιλογή του να εντάξει στην κυβέρνησή του τον κ. Βαρουφάκη, όσο και για την μετέπειτα αποπομπή του προσώπου που μερικές εβδομάδες νωρίτερα χαρακτήριζε... “asset”.
Όσο για τον τέως υπουργό Οικονομικών -και για όσο φυσικά δεν αποδεικνύεται ότι πίσω από όλα αυτά δεν ελλοχεύει προσωπική οικονομική ιδιοτέλεια- νομίζω ότι η βαρύτερη ποινή που αντιστοιχεί στα ακραιφνώς πολιτικά εγκλήματα που έχει “υποπέσει” είναι αυτή που έχει ήδη αρχίσει να εκτίει. Και είναι ο πολιτικός εξοστρακισμός που υφίσταται από τον χώρο που τον ανέδειξε. Αλλά, κυρίως, το πολιτικό “ανάθεμα” που αργά ή γρήγορα θα του ρίχνει η μεγάλη πλειονότητα των σκεπτόμενων Ελλήνων.
Ας μου συγχωρεθεί η γενικότητα της αναφοράς, αλλά αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εισαγγελικής δίωξης η διάσταση λόγων και έργων, ακόμη και δεν είναι σύνηθες να φθάνει αυτή στην ακραία εκδοχή της περίπτωσης Βαρουφάκη που υπονόμευε, πιθανότατα εσκεμμένα, τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, τότε, ενδεχομένως, ουδείς πολιτικός θα... ξέφευγε της καταδίκης.
Μόνον, όμως, που η αθέτηση υποσχέσεων, ακόμη και όταν με την τρέχουσα -και όχι τη δικανική- ορολογία είναι δόλια, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τέτοια, επειδή, ενδεχομένως, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε καταστάσεις αυτού του είδους δεν είναι της αρεσκείας μας. Η εμπειρία, άλλωστε, της ανάμειξης της Δικαιοσύνης σε πρωτοβουλίες στοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων είναι οδυνηρή στη χώρα μας. Και για την ίδια τη Δικαιοσύνη. Και για την Πολιτική.
Γι΄ αυτό και οι κατά τα λοιπά απολύτως δικαιολογημένες αντιδράσεις που προκαλούν στις τάξεις της αντιπολίτευσης οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις για τους σχεδιασμούς των αρκετών, κατά τα φαινόμενα, “δραχμιστών” που είχε στην κυβέρνησή του ο Αλέξης Τσίπρας, είναι ένα ακραιφνώς πολιτικό ζήτημα. Και μόνον με πολιτικά μέσα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Το θεσμικό, άλλωστε, οπλοστάσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος παρέχει αρκετές δυνατότητες, τις οποίες η αντιπολίτευση έχει την ευχέρεια να εξαντλήσει, υποχρεώνοντας τον κ. Τσίπρα να εμφανιστεί ενώπιον της Βουλής και να δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις τόσο για την επιλογή του να εντάξει στην κυβέρνησή του τον κ. Βαρουφάκη, όσο και για την μετέπειτα αποπομπή του προσώπου που μερικές εβδομάδες νωρίτερα χαρακτήριζε... “asset”.
Όσο για τον τέως υπουργό Οικονομικών -και για όσο φυσικά δεν αποδεικνύεται ότι πίσω από όλα αυτά δεν ελλοχεύει προσωπική οικονομική ιδιοτέλεια- νομίζω ότι η βαρύτερη ποινή που αντιστοιχεί στα ακραιφνώς πολιτικά εγκλήματα που έχει “υποπέσει” είναι αυτή που έχει ήδη αρχίσει να εκτίει. Και είναι ο πολιτικός εξοστρακισμός που υφίσταται από τον χώρο που τον ανέδειξε. Αλλά, κυρίως, το πολιτικό “ανάθεμα” που αργά ή γρήγορα θα του ρίχνει η μεγάλη πλειονότητα των σκεπτόμενων Ελλήνων.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα