Το μεγάλο καμάκι του «Nammos»

Το μεγάλο καμάκι του «Nammos»

Με μια βαθιά ανάσα φτάνει στα 40 μέτρα βάθος και με ένα πάτημα στη σκανδάλη του ψαροντούφεκου πιάνει για την κουζίνα του «Nammos» δυσεύρετους θαλασσινούς μεζέδες. Βουτά με θρύλους των καταδύσεων όπως ο Χέρμπερτ Νιτς και μαθαίνει τα μυστικά τους σε σταρ της σόουμπιζ όπως ο Σάκης Ρουβάς. Η ζωή του δεινού ψαροντουφεκά και συνιδιοκτήτη του διάσημου μυκονιάτικου beach bar, Κωνσταντή Κουσαθανά, ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του «thema people»

Το μεγάλο καμάκι του «Nammos»
Τον Φεβρουάριο του 2000 μια παρέα από Μυκονιάτες και Αθηναίους, σύνολο δεκαπέντε άτομα, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα με αυτοκινητοπομπή. Τελικός προορισμός τους η Κουρσεβέλ, δημοφιλής κάποτε πόλη των γαλλικών Αλπεων που χάρη στο χιονοδρομικό κέντρο υποσχόταν διακριτική πολυτέλεια στους κοσμοπολίτες επισκέπτες της, αλλά με το πέρασμα του χρόνου έχασε τη φήμη και την υπόληψή της επειδή οι θορυβώδεις ολιγάρχες την κατάντησαν υπαίθριο πάρκο για επιδειξιμανείς νεόπλουτους. Ομως εκτός από τα απλησίαστα σε τιμές ξενοδοχεία, η Κουρσεβέλ διαθέτει και εκατοντάδες πίστες για σκι και σνόουμπορντ. Οι νεαροί ταξιδιώτες από την Ελλάδα ήταν λάτρεις του αθλήματος, τότε που το σνόουμπορντ δεν είχε αποκτήσει ακόμα το φανατικό κοινό που το καθιέρωσε βασικό ανταγωνιστή του σκι στο βάθρο των χειμερινών εξτρίμ σπορ και στις παρυφές του Παρνασσού θεωρούνταν λίγο αλητεία και δεν είχε γίνει μόδα και hip όπως σήμερα.  Ανάμεσα στα μέλη της παρέας, ο Κωνσταντής Κουσαθανάς και ο Ζαννής Φραντζέσκος, δύο εκ των συνιδιοκτητών σήμερα του διάσημου «Nammos». Και μάλιστα 25άρηδες, με στόχους και φιλοδοξίες, αλλά και αναπτυγμένο «εγώ».



Κλείσιμο
Τότε που άναψαν τα αίματα
Σε φημισμένο εστιατόριο της Κουρσεβέλ, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης περί του ποιος πρέπει να θεωρείται αυτοδημιούργητος και ποιος όχι, τα πνεύματα οξύνονται.

Ο Ζαννής, μισός Μυκονιάτης, μισός Κρητικός, σνομπάρει όσους Μυκονιάτες τα βρήκαν έτοιμα από τους πατεράδες τους. Θεωρεί τον εαυτό του -και ίσως όχι άδικα- αυτοδημιούργητο. Εχει ήδη ανοίξει στον γιαλό το καφέ-εστιατόριο «Kazarma», μαζί με τον Δημήτρη Πασαλιάδη, το οποίο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ασχετα αν αυτός ξεκίνησε την πορεία του φτιάχνοντας πολύχρωμα κοκτέιλ στο θρυλικό «Caprice».


Θεωρείται από τους κορυφαίους ψαρουντουφεκάδες στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι έχει βουτήξει παρέα με τον Χέρμπερτ Νιτς, τον «άνθρωπο που έφτασε βαθύτερα απ’ όλους» όπως λέει η παγκόσμια κοινότητα καταδυτών, κάτοχο ρεκόρ σε οκτώ διαφορετικά αγωνίσματα ελεύθερης κατάδυσης, αλλά και με τον Σάκη Ρουβά, που μυεί ο ίδιος στα μυστικά της θάλασσας



Ο Κωνσταντής, όμως, διαφωνεί λέγοντας ότι «οι Μυκονιάτες και έτοιμα να τα βρουν πρέπει να τα συντηρήσουν και να τα εξελίξουν, πράγμα που μόνο εύκολο δεν είναι». Οι γονείς του, βλέπετε, διατηρούν ξενοδοχείο στο νησί από το 1988, το «Sofia Village» στον περιφερειακό. Ετσι, λοιπόν, τι πιο φυσικό για τον ίδιο να πέσει με τα μούτρα στην οικογενειακή επιχείρηση πριν καλά-καλά κλείσει τα 18 του χρόνια.

Από εκείνη τη θυελλώδη συζήτηση θα κάνουν τέσσερα χρόνια να ξαναμιλήσουν.  Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο Κωνσταντής θα μπει συνέταιρος στο «Ιθάκη» του Κύπριου επιχειρηματία Χρήστου Χρήστου στον κάβο του «Paradise», με ποσοστό 15%, το οποίο πολύ σύντομα θα ανεβάσει στο 30% χάρη στην αφοσίωση που δείχνει στο όλο εγχείρημα. Οχι και τόσο άσχημα για κάποιον που πριν από λίγο καιρό πάλευε στη λάντζα του «Taverna» ως βοηθός μάγειρα, ενώ κάποια βράδια αναγκαζόταν ακόμη και να σερβίρει. Ομως εκεί δεν εκτίμησαν τα προσόντα του. Η πρόταση στον ιδιοκτήτη του «Taverna», Νίκο Γρυπάρη, να τον αφήσει να το κάνει champagne bar ερμηνεύοντας τις τάσεις της εποχής πάει στον βρόντο.



Ετσι ο Κωνσταντής αναγκάστηκε να αποχωρήσει αναζητώντας τη δική του «Ιθάκη». Τη σεζόν 2001-2002, στο ομώνυμο μαγαζί θα γράψει ιστορία. Θα ξεκινήσει ως μάγειρας, θα σερβίρει και θα κάνει και τον μετρ με προσωπικό ρεκόρ 700 κουβέρ μέσα σε μία και μόνο ημέρα.

Πολύ σύντομα το «Ιθάκη» θα γίνει το ένα από τα δύο σημεία αναφοράς στη μυκονιάτικη διασκέδαση. Εκείνη την εποχή μαζί με την ταβέρνα του Αγγελετάκη στην Ψαρού, το σημερινό «Nammos» δηλαδή, θεωρούνταν δύο από τα καλύτερα μαγαζιά έξω από τη Χώρα.



Με τον Σάκη Ρουβά σε μία από τις εξορμήσεις τους στις θάλασσες της Μυκόνου

Τότε θα ξεκινήσει να ασχολείται εντατικά με το ψαροντούφεκο.  Είχε μάθει στον συγκεκριμένο τρόπο ψαρέματος από παιδί, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Παναγιώτη. Δεν είναι υπερβολή ότι σήμερα μπορεί να καταδύεται σε 40 μέτρα βάθος με μια ανάσα. Οπως και δεν είναι τυχαίο το ότι έχει βουτήξει παρέα με τον Χέρμπερτ Νιτς, τον «άνθρωπο που έφτασε βαθύτερα απ’ όλους» και κάτοχο ρεκόρ σε οκτώ διαφορετικά αγωνίσματα ελεύθερης κατάδυσης, αλλά και με τον Σάκη Ρουβά τον οποίο μυεί ο ίδιος στα μυστικά του ψαρέματος με ψαροντούφεκο.

Στη νοερή τροπαιοθήκη του δεσπόζει ένας τόνος των 60 κιλών, μια βασιλική ζαργάνα των 42 κιλών, ένας ροφός των 27 κιλών, ένα μαγιάτικο των 30 κιλών, μια συναγρίδα των 12 κιλών και πολλά άλλα.

«Πάνω απ’ όλα η ασφάλεια, αδελφέ», θα τον ακούσεις να λέει κάθε φορά που αναφέρεται στο αγαπημένο του χόμπι. Ενα δυσάρεστο συμβάν που λίγο έλειψε να κοστίσει τη ζωή του αδελφού του, όταν σε μια κατάδυση «έμεινε» στα 18 μέτρα, τον έκανε να αναθεωρήσει πολλά πράγματα. Από εκείνη την ημέρα φροντίζει πάνω απ’ όλα να βουτά με απόλυτη ασφάλεια.




«Πάμε μισά-μισά και ό,τι γίνει»
Τον Σεπτέμβριο του 2002 αποχωρεί από το «Ιθάκη» όντας προβληματισμένος από τη διαχείριση των οικονομικών της επιχείρησης. Εκείνη την εποχή θα συναντηθεί τυχαία στον δρόμο με τον Σάμι Ιμπραήμ, έναν δραστήριο και διορατικό επιχειρηματία που ήρθε στη χώρα μας ως μετανάστης από την Αίγυπτο. Η γνωριμία τους ωστόσο χρονολογείται έξι μήνες πριν και με αφορμή ένα παρ’ ολίγον τραγικό συμβάν:

Το «La Casa» του Σάμι στο Ματογιάννι είχε τυλιχτεί στις φλόγες εξαιτίας ατυχήματος στην κουζίνα του. O Κωνσταντής έτυχε εκείνη τη στιγμή να περνά έξω από το μαγαζί. Δίχως να υπολογίσει τον κίνδυνο μπούκαρε μέσα στο φλεγόμενο οίκημα και έβγαλε έξω, όχι μία, ούτε δύο, αλλά επτά μπουκάλες υγραερίου! Θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί, αλλά για καλή του τύχη δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά, ενώ έσωσε και το μαγαζί του Σάμι.



Με τον δίδυμο αδελφό του Παναγιώτη

Στην τυχαία συνάντησή τους, λοιπόν, ο Σάμι θα ενημερώσει τον Κωνσταντή ότι σκοπεύει να φύγει για λίγες ημέρες στην Ικαρία προκειμένου να ξεκουραστεί.

Ο Κωνσταντής, μην έχοντας κάποια άλλη υποχρέωση, τον ακολουθεί. Στην επιστροφή τους από το «Νησί των αιωνόβιων» ο Σάμι εκμυστηρεύεται στον φίλο του ότι σκοπεύει να ανοίξει και πάλι το «La Casa». Εκείνος τότε του ζητά πού και πού να τον αφήνει να παίζει μουσική. Ο Σάμι δέχεται και του προτείνει, να συνεργαστούν. «Πάμε μισά-μισά και ό,τι γίνει», του είπε και ο Κωνσταντής δέχτηκε αμέσως. Σημειωτέον ότι τότε διένυε την τέταρτη χρονιά που δεν είχε ανταλλάξει ούτε καλημέρα με τον Ζαννή, ο οποίος μάλιστα είχε κάθε βράδυ κλεισμένο το πρώτο τραπέζι στο «La Casa».



Και εγένετο «Nammos»
Μόλις τέλειωσε η σεζόν (το «La Casa» δούλευε μόνο χειμώνα), Κωνσταντής και Σάμι δέχονται τη μία πρόταση μετά την άλλη από Μυκονιάτες επιχειρηματίες για να τρέξουν άλλα μαγαζιά μέσα στο καλοκαίρι. Πριν μάλιστα συμφωνήσουν με έναν από αυτούς, εμφανίζεται ο Ζαννής. Κατά τα λεγόμενα του Κωνσταντή παρουσιάστηκε με πρόθεση να ζητήσει συγγνώμη για όσα είχαν ειπωθεί στην Κουρσεβέλ. Δεν στάθηκε, όμως, μόνο εκεί, έκανε ένα βήμα παραπάνω: του πρότεινε να συνεργαστούν. Να πάρουν μαζί την ταβέρνα του Αγγελετάκη στην Ψαρού, να μοιραστούν τα ποσοστά, αλλά και να πείσουν τον Σάμι να αναλάβει την κουζίνα.

Ωστόσο ο Κωνσταντής μην ξεχνώντας το καλό που του έκανε ο Αιγύπτιος σεφ και θέλοντας να του το ανταποδώσει αντιπρότεινε να μοιραστεί η επιχείρηση σε τρία ίσα ποσοστά. Οπως θα έκανε στη θέση του κάθε Μυκονιάτης.




Φωτογραφικό στιγμιότυπο με τη σύζυγό του, Τζωρτζίνα Δημητριανάκη, λίγο πριν ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας

Μάλιστα προθυμοποιήθηκε να βάλει ο ίδιος το ποσοστό του Σάμι επειδή εκείνος δεν είχε τα χρήματα που απαιτούνταν για να αγοράσουν τον αέρα της επιχείρησης Αγγελετάκη. Ζητούσε άλλωστε 100 εκατ. δραχμές. Ο Ζαννής είπε το «ναι» και το deal με τον Αγγελετάκη είναι γεγονός, με το «Nammos» να γράφει από τότε ιστορία. Υπεύθυνος δε για το αρχιτεκτονικό σχεδιασμό είναι ο Γιάννης Διγενής (το «Αρωμα καφέ», bar restaurant στο καλό Λιβάδι της Μυκόνου, το «Codice Blu» στο Κολωνάκι και σήμερα το ξενοδοχείο «Ιανός» στη Λευκάδα είναι μεταξύ των projects που έχει αναλάβει) που έχτισε τη φιλοσοφία του «Nammos» πάνω σε μια τυπική μυκονιάτικη αυλή. Κάποιοι άνθρωποι ξεχωρίζουν με ευκολία τις γεύσεις, ιδιαίτερα όσοι διαθέτουν τα αισθητήρια εκείνα που τους βοηθούν να τις αναλύουν και να είναι πιο επιλεκτικοί στη διατροφή τους.

Ο Σάμι είναι ένας από αυτούς και η κουζίνα του «Nammos» εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Ο Ζαννής με την εκλεπτυσμένη αισθητική του επιμελείται το στήσιμο της επιχείρησης, το σέρβις, τις κρατήσεις αλλά και τις στυλιστικές λεπτομέρειες. Ο Κωνσταντής το ψάρεμα. Μέρα παρά μέρα βουτά στα πιο βαθιά νερά και φέρνει φρέσκο ψάρι στην κουζίνα κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των πελατών. Μέχρι και σήμερα από τις βραχονησίδες της Μυκόνου μέχρι την Τήνο και την Ανδρο, η μισή του ζωή είναι αφιερωμένη στα 40 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του νερού. Η υπόλοιπη μισή στη σύζυγό του Τζωρτζίνα Δημητριανάκη και στον μόλις δύο μηνών γιο τους. 
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης