Ταξίδι στην Πόλη

Ταξίδι στην Πόλη

Το επίμετρο του μυθιστορήματος «Ψίθυροι στο Μπέγιογλου» λειτουργεί ως αποτελεσματικός οδοδείκτης για να ανακαλύψεις όσα δεν μπορεί να δει ένας ταξιδιώτης δια γυμνού οφθαλμού

Ταξίδι στην Πόλη
Πάντα υπάρχουν αφορμές για να επιστρέφει κανείς στην Πόλη. Και οι αφορμές δεν είναι πάντοτε πολιτικού χαρακτήρα, όπως η απόπειρα πραξικοπήματος το περασμένο καλοκαίρι, η «αντεπίθεση» Ερντογάν, οι μαζικές διώξεις και εκδιώξεις από τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, την εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη.

Η Πόλη είναι πάντα εκεί και περιμένει. Η Κωνσταντινούπολη των Ρωμιών, η Ιστανμπούλ των Τούρκων, αλλά όπως και να «λέγεται» στις γλώσσες των ανθρώπων είναι η ίδια μητρόπολη της Ανατολής στους αιώνες των αιώνων.

Αφορμή για το δικό μου ταξίδι στην Πόλη αποτέλεσε ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά πριν από πέντε χρόνια, αλλά παραμένει πάντα σταθερός οδοδείκτης για τα μονοπάτια της μέσα Πόλης, των «εσωτερικών διαδρομών» της, εκεί που οι διαφορετικές παραδόσεις των κατοίκων της συναντιούνται με την Ιστορία και εκείνη με τα ανθρώπινα πάθη και τις καθημερινές δημόσιες και ιδιωτικές συμπεριφορές.


Κλείσιμο

Το βιβλίο έχει τον τίτλο «Ψίθυροι στο Μπέγιογλου» (εκδόσεις Πόλις, 2011) του Νταβίντ Μπορατάβ ( σε μετάφραση Αριάδνης Μοσχονά). Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης διαβάζουμε: «Το Μπέγιογλου είναι μια συνοικία, ένας λόφος, ο όγδοος, έξω από τα τείχη που περιβάλλουν την παλιά Ιστανμπούλ. "Μπέγιογλου σημαίνει ο Γιος του Μπέη. Ο μπέης, αυτός που τον αποκαλούν έτσι εδώ στον δρόμο μας, την οδό Erzurum, είναι ο πατέρας, και ο πατέρας αυτός έχει έναν γιο, κι ο γιος αυτός είμαι εγώ". Έτσι συστήνεται το μικρό αγόρι που περνάει τρέχοντας απ' τα στενά δρομάκια, στη δεκαετία του '50.

»Σαράντα χρόνια αργότερα, η Ιστανμπούλ είναι τόπος στην απροσδιόριστη περιοχή της μνήμης. Εκείνος ζει στο Λονδίνο, τεχνοκράτης που βασανίζεται από αϋπνία, εγκαταλειμμένος από τη γυναίκα του κι ακατανόητος για τον γιο του. Το Παρίσι, η πόλη όπου έζησαν οι γονείς του κι ο ίδιος στα μαθητικά του χρόνια, ο τόπος όπου προσπάθησε να απαλλαγεί από το βάρος της μητρικής γλώσσας, δεν έγινε ποτέ πατρίδα του.

»Η επιστροφή του στην Ιστανμπούλ μοιάζει συμπτωματική. Εκεί, στις όχθες του Κεράτιου, στην όχθη του καιρού, θα κυνηγήσει το νόημα που του διαφεύγει και στοιχειώνει τις νύχτες του. Αδέσποτη η μνήμη περιφέρεται σε σοκάκια και αγορές, σε αποβάθρες και εξοχές, και ξαναζωντανεύει παραμύθια και ποιήματα, ανέκδοτα και αφηγήσεις. Τα βήματα του κουρασμένου μεσήλικα ακολουθούν τις διαδρομές του αλλοτινού παιδιού. Σχεδόν βουβός στην αρχή, αναζητά αμήχανος λέξεις που φαίνονται οριστικά χαμένες. Σταδιακά, όμως, η λησμονημένη γλώσσα ξανακερδίζεται· και ο ύπνος, αναπάντεχα, ξανάρχεται.

»Σε μια διαδρομή που κλείνει τον κύκλο του αφηγητή στη γενέθλια πόλη όπου κανείς πια δεν τον γνωρίζει, ένας ιμάμης θα επιδιορθώσει το χαλασμένο του παπούτσι: είναι έτοιμος για τον δρόμο. Az gittim, uz gittim: μια φορά κι έναν καιρό. Για να ξαναρχίσουν όλα από την αρχή[...]».

Ο συγγραφέας Νταβίντ Μπορατάβ γεννήθηκε το 1971 στο Παρίσι από Τούρκο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια του Στρασβούργου και του Λιντς, στην Αγγλία, και είναι απόφοιτος του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Εργάζεται ως δημοσιογράφος και μεταφραστής. Το «Ψίθυροι στο Μπέγιογλου» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.

Στην έκδοση περιλαμβάνεται και ένα επίμετρο που είναι μια μικρή διατριβή για το «εσωτερικό» της Πόλης γραμμένο από την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Αξίζει να διαβαστεί μια και δύο φορές - ίσως και περισσότερες.

Ολόκληρο το κείμενο είναι εδώ:

Το πρώτο πράγμα που γίνεται αντιληπτό από έναν επισκέπτη της σημερινής Ιστανμπούλ είναι -πέραν της απαράμιλλης, φυσικής της ομορφιάς- η πολυπλοκότητά της, η συνύπαρξη Ρωμαϊκών, Βυζαντινών και Οθωμανικών χτισμάτων και παλατιών με υπερσύγχρονους ουρανοξύστες και γέφυρες, οι πανάκριβες βίλλες, με εκατοντάδες χιλιάδες εργατικές πολυκατοικίες και χαμόσπιτα. Η Ιστανμπούλ είναι ένας πίνακας κυβιστικός, πολυδιάστατος, αδύνατον να χαρακτηριστεί εν τω συνόλω. Κάτι τέτοιο, φυσικά, περιμένει κανείς απ’ όλες τις μεγαλουπόλεις του κόσμου, πόσο μάλλον από μια πόλη δεκαπέντε εκατομμυρίων κατοίκων, δύο ηπείρων, τριών θαλασσών και έξι νησιών: πού αλλού συμβαδίζει συνειδητά η μιζέρια κι η άγνοια της φτώχιας με τη θρασύτητα και την υπερβολή του πλούτου, αν όχι εδώ; Πού αλλού ο θρησκευτικός φανατισμός μια συντάσεται και μια συγκρούεται με το συντηρητισμό του κοσμικού καθεστώτος; Πού αλλού μοιάζει η μύχια μοναξιά να τρέφεται από τ’ αμέτρητα πλήθη των ανθρώπων, αν όχι σε μια μεγαλούπολη του 21ου αιώνα;

Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, της Ιστανμπούλ δεν έγκειται στην εμφανή της πολυπλοκότητα -την οποία άλλες, πολύ πιο οργανωμένες και νεότερες μητροπόλεις (όπως το Λονδίνο του Τζούλιους Λεντζ) μόνο να προσποιηθούν μπορούν. Ούτε στην πολυπολιτισμικότητά της- έναν τομέα στον οποίο μειονεκτεί παρασάγγας, πια, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Η ιδιαιτερότητα της Πόλης είναι κάτι πολύ πιο φευγαλέο κι αφηρημένο από το συνονθύλευμα εκατομμυρίων διαφορετικών ιστοριών σ’ ένα πεπερασμένο γεωγραφικό χώρο· και είναι η εξής: η Ιστανμπούλ είναι ρευστή, ευμετάβλητη, απατηλή, δεν υφίσταται πέραν των εικόνων και των εντυπώσεων που σχηματίζει κανείς βλέποντάς τη. Είναι εκατομμύρια πόλεις μαζί, όσοι και οι θεατές της, μα ποτέ μία· είναι ένας καμβάς πάνω στον οποίο ο καθένας ζωγραφίζει τη δική του πόλη δίχως ποτέ να μπορεί να δαμάσει την πραγματικότητα. Ο Boratav τη χαρακτηρίζει λεηλατημένη, επανειλημμένως ξεκοιλιασμένη. Κάθε γενιά της πρέπει να την πλάσει από την αρχή, να ξαναβρεί ιστορικά σημεία αναφοράς, μόνο και μόνο για να τ’ απωλέσει ξανά μερικές δεκαετίες αργότερα. Τζαμιά γκρεμίζονται και χάνονται, Βυζαντινοί λιμένες ανακαλύπτονται κάτω απ’ τη λάσπη αιώνων, μοντέρνες γέφυρες χτίζονται πάνω σε συντρίμμια ιστορικών κτηρίων, οι εθνικιστές διώχνουν τους αυτόχθονες για να παραμεριστούν με τη σειρά τους από τους ανατολίτες: η Ιστανμπούλ κυλά μες στο χρόνο, μεταμορφώνεται με τη δυναμικότητα, την ταχύτητα και την επικινδυνότητα που συνυπάρχουν κι εναλάσσονται τα τρία ρεύματα του Βοσπόρου. Κι έτσι, κάθε λίγο, αναγεννάται στις συνειδήσεις των κατοίκων της, ο ένας καμβάς πάνω στον άλλο, σαν ένα πρισματικό γυαλί που αλλάζει μορφή και χρώματα ανάλογα με το πώς το χτυπά ο ήλιος.

Η Ιστανμπούλ είναι το κοσμικό Nişantaşı με τις πανάκριβες μπουτίκ του, η Μaçka και οι λόφοι του Βeşiktaş με τα πολυτελή διαμερίσματά τους. Είναι τα περίχωρα της Tarabya και του Emirgan, όπου ασύλληπτα πλούσιοι μεγιστάνες τύπου Γενίαντάμ ανακατεύουν τις τράπουλες της πολιτικής και πολιτισμικής ζωής της χώρας.

Η Ιστανμπούλ είναι οι κουλτουριάρικες συνοικίες του Μπεγιογλού, το Cihangir και τα Çukurcuma, μ’ ενοίκια επιπέδου Λονδίνου και Νέας Υόρκης σε μια χώρα όπου ο μέσος μισθός δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια ευρώ. Στις γκαλερί και τα παλαιοπωλεία τους συχνάζουν καλλιτέχνες τύπου Κούμπλαϊ Χαν, που κατηγορούν τους συμπατριώτες τους για προδοσία της τουρκικής καλλιτεχνικής παράδοσης και της πατροπαράδοτης απλότητας και ταπεινοφροσύνης της χώρας, μόνο και μόνο για να γυρίσουν το βράδυ να κοιμηθούν ήσυχοι στο σπίτι τους στο Bebek, μία από τις ομορφότερες και αστρονομικά ακριβές συνοικίες του Βοσπόρου.

Η Ιστανμπούλ είναι οι νεόπλουτοι αστοί, που (όπως επισημαίνει ο Boratav, παραθέτοντας μία παρατήρηση του ζωγράφου Ρέμπραντ) έλκονται από το Άλλο λόγω κενότητας, έλλειψης δικής τους πρωτοτυπίας. Πουθενά δεν είναι αυτό εμφανέστερο από τη «δυτικομανία» και την «αμερικανομανία» των νέων, τουρκικών ανερχόμενων τάξεων (θρησκευτικών και λαϊκών) του Etiler, του Ataşehir, της Florya και του Kemerburgaz με τα μούλτιπλεξ σινεμά τους και τα mall τους, τα σιτέ (συγκροτήματα κατοικιών) με τους πορτιέρηδες, τις πισίνες και τους σοφέρ και τους πανάκριβους καθηγητές Αγγλικών να μπαινοβγαίνουν όλη μέρα - κάτι σαν την μεγαλοαστική Ελλάδα πριν την οικονομική κρίση. Κι αν στη δεκαετία του ’70 όλα αυτά ήταν προνόμια μόνο της μικρής, κεμαλικής ελίτ, η νέα, πλούσια Ιστανμπούλ είναι ολοένα και περισσότερο το δυτικοφανές προπύργιο των ανερχόμενων υποστηρικτών του κόμματος της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (ΑΚP) του Ταγίπ Ερντογάν.

Η Ιστανμπούλ είναι οι κάτοικοι των gecekondu, των πανταχού παρουσών παραγκουπόλεων, χτισμένων εν μία νυκτί με λαμαρίνες, τούβλα, λάσπη, ξύλα, κόντρα πλακέ και ό,τι άλλα μπάζα μπορούν να βρεθούν κι ακουμπησμένων δίπλα, πάνω, κάτω, δεξιά κι αριστερά από τις βίλλες του Bebek, του Kuruçeşme, του Şişli. Άνθρωποι που ζουν σαν τον Πικάσο του Boratav, άλλοτε ευτυχισμένοι με τα λιγοστά τους υπάρχοντα, άλλοτε δυστυχισμένοι κι ενίοτε έχοντας την πιο προνομιακή, εκπληκτική και δωρεάν θέα στο Βόσπορο.

Η Ιστανμπούλ είναι η πόλη των χιλιάδων πανύψηλων εργατικών κατοικιών, κατασκευασμένων εν τάχει και τις περισσότερες φορές δίχως τις απαραίτητες αντισεισμικές προϋποθέσεις, η πόλη που θρήνησε στο σεισμό του ’99 εννιακόσους ογδονταέναν κατοίκους, χαμένους κάτω από τα συντρίμμια ολοκαίνουργιων, πολυόροφων οικοδομών μες στην καρδιά της πόλης - τους φτωχούς και σκληρά εργαζόμενους γείτονες του pezevenk Mουσταφά και της οικογένειάς του. Είναι η πόλις που στα συντρίμμια αυτά, στη βιομηχανική περιοχή του Şişli, χτίζει σήμερα με περηφάνια το «Παλάτι της Δικαιοσύνης», ένα κυκλικό μεγαθήριο που θα στεγάζει το μεγαλύτερο Δικαστικό Μέγαρο του κόσμου, με το οποίο εγκαινιάζεται και συμβολικά η προσφάτη κατάργηση της διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στην εκτελεστική και δικαστική εξουσία της χώρας.

Η Ιστανμπούλ είναι οι συντηρητικές συνοικίες του Fatih και του Eyüp, όπου πλήθη θρησκευόμενων ορδών εξ Ανατολίας κατέλαβαν τις άλλοτε πολυπληθείς Βυζαντινές και Βενετσιάνικες συνοικίες της παλιάς πόλης, διώχνοντας με τη βοήθεια των αρχών πρώτα τους Έλληνες, Αρμένιους κι Εβραίους κατοίκους τους και κατόπιν τους εκατοντάδες χιλιάδες αριστερούς Τούρκους, σαν το θείο Αντνάν του Boratav. Περιοχές όπου πιθανώς διαμένει ο ταξιτζής του βιβλίου, που κατσουφιάζει στη θέα των πελατών του που κουβαλάνε μπουκάλια αλκοόλ και αναπολεί με νοσταλγία το θρησκευτικό συντηριτισμό αλλά και την ανατολίτικη ανθρωπιά κωμοπόλεων όπως το Καρς.

Η Ιστανμπούλ δεν είναι η παλιά πόλη του Pierre Loti και των υπολοίπων οριενταλιστών, η Ανατολή του σχολικού εγχειριδίου Lagrade & Bouchard, η πόλις των θαυμάτων, του εξωτικού φαντασιακού. Στα ιστορικά της κτήρια ―την Αγιά Σοφιά και το Τοπ Καπί, τα παλάτια του Ντολμάμπαχτσε, του Τσιραγάν και του Μπεϊλέρμπεϊ, όλα μουσεία ή ξενοδοχεία πια, βασιλεύει ακόμα ένας διατηρητέος Οθωμανικός αυτοκρατορικός αέρας. Μα στα υπέροχα τζαμιά του Μιμάρ Σινάν η Πόλις ζει, βράζει, κοχλάζει κάτω από την επιφάνεια ― όχι με τον εξωτισμό που μάγεψε το Λοττί και τον Μπάυρον, αλλά από το χαρακτηριστικό, εσωτερικά συγκρουσιακό χαρακτήρα του Ισλάμ: την ήρεμη αποδοχή του πεπρωμένου και την απαράμιλλη δυναμικότητα μιας εκ νέου ερμηνευμένης θρησκείας, λιγότερο ανεκτικής από ποτέ.

Οι φυλές της Ιστανμπούλ βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους, όπως και σε ολόκληρη τη σημερινή Τουρκία. Είναι ένας πόλεμος που δεν έχει πάψει να εξελίσσεται από την πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και στον οποίο μόνο οι αντιμαχόμενες πλευρές αλλάζουν, δίχως να σταματούν οι κοινωνικές εχθροπραξίες. Ο πρωταγωνιστής του Boratav ― ξένος στη γενέτειρά του ― μόνο επιφανειακά μπορεί να νιώσει κάτι τέτοιο, πριν διαφύγει και πάλι στην ασφάλεια της οργανωμένης (και πιθανώς εκ νέου άυπνης) ζωής του στο Λονδίνο. Η ζύμωση, όμως, είναι εμφανής γύρω του: η αποστροφή και ο τρόμος του Γενίαντάμ απέναντι στο Μουσταφά· τα αχρείαστα, ιταμά σχόλια του Πινάσκι απέναντι στους φτωχότερους συμπολίτες του· το μίσος κι η άγνοια του ταξιτζή από το Καρς απέναντι στο κοσμικό κατεστημένο: επιφανειακές χαρακιές στο πρόσωπο της πόλης, σαν τις χαρακιές στο όπλο του Κεμάλ στο Ανίτ Καμπίρ. Η Ιστανμπούλ ανέκαθεν ήταν ο καθρέφτης της τουρκικής ιστορίας, το θέατρο των κοινωνικών της συγκρούσεων, το χωνευτήρι των πολιτισμών. Αν η Ιστανμπούλ δεν καταφέρει να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες αυτές δυνάμεις της, η ίδια η Τουρκία δε θα τα καταφέρει.

Εν τέλει, ο πρωταγωνιστής του Boratav ― ο αποστασιοποιημένος παρατηρητής που μέχρι να την ξαναζήσει, γνώριζε την πόλη του μόνο μέσα από τις φαντασιακές και κατα κόρον ανυπόστατες διηγήσεις ξένων μιμητών ― πέφτει και κοιμάται στο Μπεγιογλού κι ονειρεύεται το όνειρο της Ιστανμπούλ. Κι όταν ξυπνά, ο κόσμος γύρω του έχει την ίδια ακριβώς ονειρική ποιότητα: ένα αλλοπρόσαλλο, ελλειπτικό, ατελές, πολυεπίπεδο παραλλήρημα αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων ― ένα βαρύτατο συμπύκνωμα ιστορίας ― που ροκανίζει την πραγματικότα κι εξαφανίζει την πόλη.

Για τον πρωταγωνιστή του βιβλίου αυτό είναι γιατρειά: ένας ζωντανός οργανισμός (η Ιστανμπούλ) υποφέρει περισσότερο απ’ τον ίδιο. Για τους κατοίκους της πόλης, είναι κατάρα κι ευλογία συνάμα.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης