Σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, εκτιμάται ότι το 2021 θα είναι ένα δύσκολο και σκληρό έτος για την ελληνική οικονομία. Η εκτίμηση στηρίζεται πρωταρχικά στο ότι εξακολουθεί να υφίσταται η αβεβαιότητα σχετικά με τον ουσιαστικό περιορισμό της πανδημίας COVID-19. Ο έλεγχος της τελευταίας, παρά τα λαμβανόμενα μέτρα διοικητικού χαρακτήρα, εξακολουθεί να εξαπλώνεται χωρίς σταματημό, παρουσιάζοντας μάλιστα διάφορες μεταλλάξεις, οι οποίες φαίνεται να προβληματίζουν σοβαρά τους επιστήμονες για τις πραγματικές επιπτώσεις του ιού στην υγεία των πολιτών.
Blogs
H διαχείριση του ιδιωτικού χρέους αποτελεί για την κυβέρνηση τη μεγαλύτερη πρόκληση της νέας χρονιάς, καθώς από τη διαχείρισή του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσο θα υπάρξουν χιλιάδες πτωχευμένες επιχειρήσεις, απολύσεις εργαζομένων και δραματική αύξηση της ανεργίας, αλλά και μια νέα γενιά μη αποτελεσματικών δανείων που θα βαρύνουν για ακόμη μία φορά τους ισολογισμούς των τραπεζών.
Αν θέλει κανείς να κατανοήσει τα βασικά στοιχεία οποιασδήποτε οικονομίας σε βάθος χρόνου, πρέπει να αρχίσει μελετώντας τα δεδομένα για τον πληθυσμό (συνολικά τα δημογραφικά στοιχεία) και την παραγωγικότητά της. Το μέγεθος της παραγωγικότητας, ουσιαστικά και πραγματικά, αντανακλά την ικανότητα του συνόλου των δραστηριοτήτων της χώρας -δημόσιων και ιδιωτικών- που εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα, στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Από το εκπαιδευτικό σύστημα, τη δημόσια διοίκηση μέχρι το μάρκετινγκ και το μάνατζμεντ των επιχειρήσεων, τις επενδύσεις, την αποταμίευση και όλα τα υπόλοιπα μακροοικονομικά μεγέθη. Αντίστοιχα, όταν μιλάμε για τα δεδομένα του πληθυσμού αναφερόμαστε στη φυσική αύξηση του πληθυσμού και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό - και δευτερευόντως στην απασχόληση και στην ανεργία.
Η πανδημία προκαλεί πολλαπλές και πολυποίκιλες επιπτώσεις σε όλες τις στιγμές του σημερινού ανθρώπου: πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές, ψυχολογικές.
Σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη που επικρατεί στον πλανήτη, αυτό που θα χαρακτηρίσει τον 21ο αιώνα θα είναι η μετάβαση από το καθεστώς της αμερικανικής ηγεμονίας στο αντίστοιχο μιας έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και Κίνας.
Υπολογίζεται ότι το τέλος του 2020 το παγκόσμιο συνολικό (δημόσιο και ιδιωτικό) χρέος θα ανέλθει στα 277 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, κάτι που ισοδυναμεί με το 360% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Οι κοινωνίες ζουν σε ένα βουνό χρέους κάθε μορφής, με μια δύσκολη καθημερινότητα, χωρίς να είναι εύκολο να γίνουν κατανοητές ποιες θα είναι οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων.
Παρότι έχουν περάσει εννέα μήνες από την πρώτη εμφάνιση της πανδημίας COVID-19, η εξάπλωσή του συνεχίζεται ακατάπαυστα, κυρίως στον δυτικό κόσμο, προκαλώντας ισχυρή υγειονομική κρίση, ενώ παράλληλα οι επιπτώσεις στην οικονομία (και όχι μόνο) είναι σημαντικές και σε πολλές περιπτώσεις δυσβάσταχτες για τους λαούς. Η εντύπωση (;) που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας και μετά τα μέτρα που είχαν ληφθεί -lockdown- πως το πρόβλημα θα εκλείψει σχετικά γρήγορα και ο αριθμός των κρουσμάτων θα κρατηθεί σε χαμηλά επίπεδα αποδείχθηκε ότι ήταν μια φρούδα ελπίδα. Το δεύτερο κύμα είναι εδώ δυνατότερο από το πρώτο, επιφέροντας εκ νέου σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές αλλά και στην οικονομική δραστηριότητα. Η ανάκαμψη τύπου V που αποτελούσε τη βασική εκδοχή των διεθνών πολυμερών οργανισμών αλλά και των αντίστοιχων θεσμικών ελληνικών οργανισμών έχει εγκαταλειφθεί πάραυτα οδηγούμενη στις ελληνικές καλένδες. Hδη ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών Πάολο Τζεντιλόνι χαρακτήρισε ψευδαίσθηση την ανάκαμψη τύπου V.
Το δεύτερο κύμα της πανδημίας COVID-19 βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη με χαρακτηριστική επιθετικότητα, αυξάνοντας την υγειονομική κρίση στον πλανήτη και παρασύροντας παράλληλα και τις οικονομίες σε ένα καθοδικό σπιράλ που απ’ ό,τι φαίνεται θα είναι εντονότερο και από τα δυσμενή σενάρια που είχαν δει το φως της δημοσιότητας κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας.
Είναι γνωστό ότι η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, με βάση την αξιολόγηση των τεσσάρων μεγάλων οίκων αξιολόγησης, βρίσκεται στο επίπεδο των λεγόμενων «σκουπιδιών» (junk), πολύ κάτω από τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα, έστω και τη χειρότερη, που θα αιτιολογούσε έστω και με αυξημένο κίνδυνο την αγορά εργαλείων χρέους (π.χ. ομόλογα) του Ελληνικού Δημοσίου. Παρ’ όλα αυτά, παρατηρούμε ότι η απόδοση των ελληνικών δεκαετών ομολόγων τον τελευταίο μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, έχει μειωθεί κατά 30 μονάδες βάσης (0,3%) και κυμαίνεται κάτω από το 1% (στην περιοχή του 0,8%). Η μείωση της απόδοσης προφανώς οφείλεται στην υπάρχουσα (αυξημένη) ζήτηση των ελληνικών τίτλων. Δηλαδή παρότι τα ελληνικά εργαλεία χρέους χαρακτηρίζονται «σκουπίδια», υπάρχει αγορά γι’ αυτά.
Οπως είναι γνωστό, η Ε.Ε. έχει θεσμοθετήσει μέτρα άμεσης (βραχυχρόνιας) αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας COVID-19, ύψους 540 δισ. ευρώ, ήδη από τα τέλη της άνοιξης.
Στον δημόσιο διάλογο όλο και πιο συχνά εμφανίζονται απόψεις οι οποίες πιστοποιούν με βεβαιότητα την επικείμενη κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας.
Oι υπέρμαχοι της ενοποίησης της Ε.Ε. τα τελευταία χρόνια αναφέρονται σε αυτήν ως το κυριότερο επίτευγμα του «μετανεωτερικού κόσμου». Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, η Ε.Ε. διαφοροποιείται τόσο από τα συμβατικά κράτη του «νεωτερικού κόσμου» όσο και από τον «προνεωτερικό κόσμο», δηλαδή το χάος που προηγήθηκε του κράτους και έπεται των αυτοκρατοριών.
Tο νέο κύμα έξαρσης της πανδημίας φαίνεται να οδηγεί την ελληνική οικονομία σε δυσκολότερες ατραπούς μακριά από την επαναφορά σε μια πολυπόθητη κανονικότητα.
Ενα ακόμη σχέδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προστέθηκε στην ήδη υπάρχουσα πλούσια βιβλιογραφία με τη δημοσιοποίηση του αντίστοιχου της επιτροπής Πισαρρίδη.
Είναι γνωστό, παρότι αποκρύβεται επιμελώς, ότι τα μνημονιακά προγράμματα επέφεραν κατάρρευση των επενδύσεων (Ακαθάριστος Σχηματισμός Κεφαλαίου) περίπου κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις στην Ελλάδα το 2019 να βρίσκονται στο 11,8% του ΑΕΠ, έναντι περίπου 20,3% του μέσου όρου των χωρών της Ε.Ε.
Είναι γνωστό ότι τα βασικά μακροοικονομικά υποδείγματα που είναι ενσωματωμένα στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια υποστηρίζουν ότι οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές (οι αναφερόμενες ως «πολιτικές λιτότητας») μπορεί να έχουν αρνητικά αποτελέσματα στη βραχυχρόνια περίοδο, αλλά έχουν ουδέτερα ή θετικά αποτελέσματα στη μακροχρόνια περίοδο (καθόσον επιτρέπουν την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων).
Η Ελλάδα μετά την κρίση χρέους βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα πολυετές πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που προκάλεσε έντονες επιπτώσεις στην οικονομία και στο κράτος και διαλυτικά φαινόμενα στην κοινωνία.
Είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατον, να συνταχθεί πρόγραμμα ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, εκ μέρους των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, που να περιλαμβάνει σαφείς προτάσεις για ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και παράλληλα των αναγκαίων μακροοικονομικών και μικροοικονομικών προσαρμογών, με βραχυπρόθεσμο στόχο την επανεκκίνηση της οικονομίας και με μακροπρόθεσμο την πλήρη απασχόληση σε ένα εξισορροπημένο αναπτυξιακό περιβάλλον
Κατατέθηκε τελικά η αναμενόμενη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (27 Μαΐου) για τη δημιουργία του λεγόμενου Σχεδίου Ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας από την κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία COVID-19.
Eνώ στην Ενωμένη Ευρώπη έχει ενσκήψει, ίσως, η μεγαλύτερη κρίση μετά το 1929, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (ΣΔΓ), πιστό στις αρχές της στενής ερμηνείας -«κατά γράμμα»- του θεσμικού πλαισίου των συμφωνιών ίδρυσης της Ενωσης, επιχειρεί να αποτρέψει τη συνέχιση του προγράμματος αγοράς πιστοποιητικών χρέους που εκδίδουν τα κράτη-μέλη εκ μέρους της ΕΚΤ. Το ΣΔΓ έπρεπε να αποφανθεί σχετικά με την υποτιθέμενη παραβίαση των συνθηκών (ειδικά για το άρθρο 5 της Συμφωνίας για τη Λειτουργία της Ε.Ε.) με αφορμή την αγορά πιστοποιητικών χρέους των κρατών-μελών που είχε εφαρμοστεί από την εποχή του Μάριο Ντράγκι, το γνωστό QE1.
Το τραπεζικό σύστημα της χώρας εξακολουθεί να μην μπορεί στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στον ρόλο που του έχει ανατεθεί, δηλαδή στην χορήγηση ρευστότητας στις επιχειρήσεις.
Οι προβλέψεις που δημοσιοποίησε την Τρίτη το ΔΝΤ για υποχώρηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά 7,5% το 2020 (με το βασικό σενάριο, δηλαδή το καλύτερο) δείχνουν με απόλυτη σαφήνεια το βάθος της κρίσης και τα προβλήματα που δημιουργούνται, τα οποία θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν από κοινού και άμεσα από τις χώρες της Ευρωζώνης. Μόνο έτσι θα περιοριστούν οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της πρωτοφανούς κρίσης.
Παρά το ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας για το 2019 θα ξεπεράσει το 2,0% και για το 2020 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περί το 2,5%, δεν θα πρέπει να αποφευχθεί η υπογράμμιση των υπαρκτών δυσκολιών στους τρεις βασικούς πυλώνες της μεγεθυντικής διαδικασίας του ελληνικού ΑΕΠ (εξαγωγές - επενδύσεις - ιδιωτική κατανάλωση). Συγκεκριμένα:
Ως βασική συνιστώσα της δημιουργίας της νέας παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας έχουν ανακηρυχθεί οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ). Δίχως ΑΞΕ δεν μπορεί να υπάρξουν ανάπτυξη και νέα παραγωγική βάση. Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία ούτε συγκυριακή. Αντιθέτως βρίσκεται στο επίκεντρο της κυρίαρχης οικονομικής καθεστωτικής παγκοσμιοποιημένης αντίληψης, η οποία μάχεται καθετί που σχετίζεται με την έννοια του δημόσιου νοικοκυριού και της ενδογενούς ανάπτυξης της οικονομίας.
Τα τελευταία περίπου 40 χρόνια -από τα μέσα της δεκαετίας του 1980- το παγκόσμιο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα παρουσιάζει εμφανή μεγάλη αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων.