«Υπόγειος σιδηρόδρομος»: Διαβάστε πρώτοι απόσπασμα του βιβλίου-φαινόμενο που κέρδισε το Πούλιτζερ

«Υπόγειος σιδηρόδρομος»: Διαβάστε πρώτοι απόσπασμα του βιβλίου-φαινόμενο που κέρδισε το Πούλιτζερ

Ο «Υπόγειος Σιδηρόδρομος» του Κόλσον Ουάϊτχεντ θα είναι στα βιβλιοπωλεία στις 22 Μαρτίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός

Καλαμάτα: Συλλήψεις αλλοδαπών για πλαστογραφία
Ο «Υπόγειος σιδηρόδρομος», που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Ψυχογιός», είναι ένα βιβλίο-φαινόμενο που ήδη γνωρίζει παγκόσμια επιτυχία. Το 2017 κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, το 2016 το National Book Award for Fiction, ενώ τα τηλεοπτικά δικαιώματα του βιβλίου έχουν αγοραστεί από την Amazon για την παραγωγή τηλεοπτικής σειράς. Κυκλοφορεί σε 39 χώρες, ο Μπαράκ Ομπάμα το χαρακτήρισε εξαίσιο ενώ οι κριτικές είναι διθυραμβικές από παντού. Σήμερα το protothema.gr προδημοσιεύει απόσπασμα του βιβλίου.

Η υπόθεση: Η Κόρα είναι σκλάβα σε μια βαμβακοφυτεία στην Τζόρτζια. Η ζωή είναι εφιαλτική για όλους τους σκλάβους αλλά ιδιαίτερα για την Κόρα, γιατί είναι μια περιθωριακή για τους άλλους Αφρικανούς. Ακόμη μεγαλύτερος πόνος την περιμένει καθώς ενηλικιώνεται και γίνεται γυναίκα. Όταν ο Σίζαρ καταφτάνει από τη Βιρτζίνια και της μιλάει για τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο, οι δυο τους αποφασίζουν να αψηφήσουν τον τεράστιο κίνδυνο και να δραπετεύσουν. Τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως σχεδίαζαν και, παρόλο που καταφέρνουν να βρουν μια στάση και να κατευθυνθούν προς τα βόρεια της χώρας, καταδιώκονται. 

Κλείσιμο
Στην ιδιοφυή σύλληψη του Γουάιτχεντ, ο «Υπόγειος Σιδηρόδρομος» δεν είναι απλώς μια αλληγορία – μηχανικοί και οδηγοί έχουν στήσει υπογείως ένα μυστικό δίκτυο από ράγες και σήραγγες. Η πρώτη στάση της Κόρας και του Σίζαρ είναι η Νότια Καρολίνα, σε μια πόλη που αρχικά φαντάζει παράδεισος αλλά κρύβει κάτι σατανικό για τους μαύρους κατοίκους. Το χειρότερο είναι ότι ο Ριτζγουέι, ο αμείλικτος κυνηγός σκλάβων, είναι στα ίχνη τους. Αναγκασμένη να το σκάσει ξανά, η Κόρα ρίχνεται σ’ ένα απίστευτο ταξίδι, αναζητώντας την πραγματική ελευθερία. Καθώς ο Γουάιτχεντ αναπλάθει την τρομοκρατία που υφίσταντο οι μαύροι στην προεμφυλιακή εποχή, η αφήγησή του αναδεικνύει το έπος της Αμερικής από τη βίαιη εκμετάλλευση των Αφρικανών μέχρι τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του σήμερα. Ο «Υπόγειος Σιδηρόδρομος» είναι η λεκτική απόδοση της άγριας θέλησης μιας γυναίκας να σπάσει τα δεσμά της σκλαβιάς και συνάμα ένας δυνατός στοχασμός περί της Ιστορίας που μοιραζόμαστε όλοι μας.

Αποκλειστική προδημοσίευση

Τα γενέθλια του Τζόκι έρχονταν μόνο μια-δυο φορές τον χρόνο. Προσπαθούσαν να κάνουν μια σωστή γιορτή. Η ημιαργία τους ήταν πάντα Κυριακή. Στις τρεις, τ’ αφεντικά έδιναν το σήμα για το τέλος της δουλειάς και η βόρεια φυτεία έτρεχε να κάνει βιαστικά τις ετοιμασίες, μπαλώνοντας, μαζεύοντας βρύα, επιδιορθώνοντας το σημείο που έμπαζε νερά στη στέγη. Το τσιμπούσι είχε προτεραιότητα, εκτός κι αν είχες άδεια να πας στην πόλη για να πουλήσεις χειροτεχνήματα ή είχες προσληφθεί για έξτρα μεροκάματο. Ακόμα κι αν είχες την τάση να παραιτηθείς από τους έξτρα μισθούς –κανένας δεν είχε τέτοια τάση–, ήταν αδύνατον ο σκλάβος να φανεί αρκετά θρασύς ώστε να πει στον λευκό πως δεν μπορούσε να δουλέψει, επειδή ήταν τα γενέθλια ενός σκλάβου. Όλοι ήξεραν πως οι «αράπηδες» δεν είχαν γενέθλια.

Η Κόρα καθόταν στην άκρη του μικρού χωραφιού της, σ’ ένα κούτσουρο σφένδαμου της απολύτου ιδιοκτησίας της και καθάριζε τη βρομιά κάτω από τα νύχια της. Όταν μπορούσε, πρόσφερε γογγύλια ή ζαρζαβατικά για τα τσιμπούσια των γενεθλίων, αλλά σήμερα δεν ερχόταν τίποτε από το χώμα. Κάποιος φώναζε κάτω στο σοκάκι –ένας από τους καινούργιους νεαρούς το πιθανότερο, όχι εντελώς δαμασμένος ακόμα από τον Κόνελι– και οι κραυγές ξεχώρισαν βίαια σε κάποια διένεξη, μάλλον δύστροπες παρά θυμωμένες, αλλά δυνατές. Θα ήταν αξέχαστα γενέθλια, αν οι άνθρωποι ήταν ήδη εκνευρισμένοι.

«Αν μπορούσες να διαλέξεις τα γενέθλιά σου, ποια μέρα θα ήταν;» ρώτησε η Λάβι.

Η Κόρα δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο της Λάβι, γιατί είχε τον ήλιο πίσω της, αλλά ήταν σίγουρη για την έκφραση της φίλης της. Η Λάβι δεν ήταν καθόλου περίπλοκη κι εκείνη τη νύχτα επρόκειτο να γίνει γιορτή. Η Λάβι απολάμβανε αυτές τις σπάνιες αποδράσεις, είτε ήταν τα γενέθλια του Τζόκι, είτε Χριστούγεννα, είτε μία από τις νύχτες συγκομιδής που όσοι είχαν δύο χέρια ξαγρυπνούσαν και μάζευαν και οι Ράνταλ έβαζαν τ’ αφεντικά να μοιράζουν ουίσκι από καλαμπόκι, για να τους κρατάνε ευχαριστημένους. Ήταν δουλειά, αλλά το φεγγάρι την έκανε πιο άνετη. Το κορίτσι ήταν το πρώτο που έλεγε στον βιολιτζή να πιάσει δουλειά και το πρώτο που χόρευε. Θα προσπαθούσε να τραβήξει την Κόρα από τα πλάγια, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της. Σάμπως για να στροβιλιστούν σε κύκλους, χέρι χέρι, με τη Λάβι να τραβά για ένα δευτερόλεπτο το βλέμμα ενός νεαρού σε κάθε στροφή και την Κόρα ν’ ακολουθεί. Αλλά η Κόρα δε συμμετείχε ποτέ, ελευθερώνοντας το χέρι της. Παρακολουθούσε.

«Σου είπα πότε γεννήθηκα», είπε η Κόρα. Είχε γεννηθεί χειμώνα. Η μητέρα της, η Μέιμπελ, είχε γκρινιάξει αρκετά για τη δύσκολη γέννα, για τον ασυνήθιστο παγετό εκείνο το πρωί, για τον άνεμο που ούρλιαζε ανάμεσα στους αρμούς της καλύβας, για το πώς η μητέρα της αιμορραγούσε για μέρες και ο Κόνελι δεν μπήκε στον κόπο να φωνάξει τον γιατρό, ώσπου έφτασε να μοιάζει σχεδόν με φάντασμα.

Κάπου κάπου, ο νους της Κόρα την ξεγελούσε και μετέτρεπε την ιστορία σε μία από τις αναμνήσεις της, προσθέτοντας τα πρόσωπα όλων των νεκρών σκλάβων που την κοίταζαν με αγάπη και ανοχή. Ακόμα και ανθρώπους που μισούσε: εκείνους που την κλοτσούσαν ή έκλεβαν το φαγητό της, μόλις έφυγε η μητέρα της.

«Αν μπορούσες να διαλέξεις», είπε η Λάβι.

«Δεν μπορείς να διαλέξεις», απάντησε η Κόρα. «Είναι αποφασισμένο από αλλού».

«Καλά θα κάνεις να φτιάξεις τη διάθεσή σου», πρόσθεσε η Λάβι κι έφυγε τρέχοντας.

Η Κόρα μάλαξε τις γάμπες της, ευγνώμων για τον χρόνο που είχε να ξεκουράσει τα πόδια της. Τσιμπούσι ή όχι, εδώ κατέληγε η Κόρα κάθε Κυριακή, όταν τελείωνε η δουλειά της ημιαργίας: κουρνιασμένη στο κάθισμά της, ψάχνοντας τι ήθελε φτιάξιμο. Ήταν κυρία του εαυτού της για λίγες ώρες κάθε βδομάδα, έτσι το έβλεπε, για να ξεριζώσει αγριόχορτα, να διώξει τις κάμπιες, να αραιώσει τα βλαστάρια των λαχανικών και ν’ αγριοκοιτάξει όποιον σχεδίαζε εισβολή στο έδαφός της. Το να φροντίζει το παρτέρι της ήταν αναγκαία συντήρηση, αλλά κι ένα μήνυμα πως δεν είχε χάσει την αποφασιστικότητά της από την ημέρα με τον μπαλτά.

Το χώμα στα πόδια της είχε ιστορία, την παλιότερη ιστορία που γνώριζε η Κόρα. Όταν φύτεψε εκεί η Ατζάρι, λίγο μετά την ατέλειωτη πορεία της προς τη φυτεία, το κομμάτι γης ήταν ένα χάος από χώμα και χαμόδεντρα πίσω από την καλύβα της, στο τέλος της γραμμής των κοιτώνων των σκλάβων. Πέρα απ’ αυτό απλώνονταν χωράφια και μετά ήταν ο βάλτος. Έπειτα, ο Ράνταλ ονειρεύτηκε κάποια νύχτα μια λευκή θάλασσα που έφτανε ως εκεί όπου έβλεπε το μάτι και άλλαξε την καλλιέργειά του από το αξιόπιστο ινδικό λουλάκι σε βαρβαδεινό βαμβάκι. Έκανε καινούργιες επαφές στη Νέα Ορλεάνη κι έκλεισε συμφωνία με κερδοσκόπους, υποστηριζόμενους από την Τράπεζα της Αγγλίας. Τα χρήματα έρχονταν όσο ποτέ άλλοτε. Η Ευρώπη πεινούσε για βαμβάκι και είχε ανάγκη να την ταΐζουν μπάλα μπάλα. Μια μέρα οι αρσενικοί ξερίζωσαν τα δέντρα και τη νύχτα, όταν γύρισαν από τα χωράφια, έφεραν κομμένους κορμούς για μια καινούργια σειρά καλύβες.

Κοιτάζοντάς τες τώρα, καθώς οι άνθρωποι έτρεχαν μέσα-έξω, προσπαθώντας να ετοιμαστούν, ήταν δύσκολο να φανταστεί η Κόρα πως υπήρξε μια εποχή που οι δεκατέσσερις καλύβες δε βρίσκονταν εκεί. Παρ’ όλη τη φθορά και το παραπονιάρικο τρίξιμο του ξύλου σε κάθε βήμα, οι καλύβες είχαν το χαρακτηριστικό του παντοτινού των λόφων στα δυτικά και του ρυακιού που διχοτομούσε την ιδιοκτησία. Οι καλύβες εξέπεμπαν μονιμότητα και με τη σειρά τους συσσώρευαν αιώνια συναισθήματα σ’ αυτούς που ζούσαν και πέθαιναν μέσα τους: φθόνο και κακία. Αν είχαν αφήσει περισσότερο χώρο ανάμεσα στις παλιές και στις καινούργιες καλύβες, πολλή θλίψη θα είχε αποφευχθεί όλα αυτά τα χρόνια.

Οι λευκοί τσακώνονταν μπροστά στους δικαστές για δικαιώματα στη μια ή στην άλλη έκταση γης, εκατοντάδες μίλια μακριά, που είχε χαραχτεί πάνω σε κάποιο χάρτη. Οι σκλάβοι καβγάδιζαν με το ίδιο πάθος για τα μικροσκοπικά τους κομμάτια γης. Η λωρίδα ανάμεσα στις καλύβες ήταν ένα μέρος για να δέσεις μια κατσίκα, να φτιάξεις ένα κοτέτσι, να καλλιεργήσεις τροφή και να γεμίσεις την κοιλιά σου με τον χυλό που μοίραζαν από την κουζίνα κάθε πρωί. Αν πήγαινες εκεί πρώτος. Όταν ερχόταν στον Ράνταλ –και αργότερα στους γιους του– η ιδέα να σε πουλήσουν, πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι του συμβολαίου, κάποιος είχε αρπάξει το χωραφάκι σου. Βλέποντάς σε εκεί έξω το βράδυ ήρεμο, να χαμογελάς ή να μουρμουρίζεις έναν σκοπό, οποιοσδήποτε γείτονάς σου μπορεί να σκεφτόταν να σου αποσπάσει με τη βία το δικαίωμά σου, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους εκφοβισμού. Ποιος θ’ άκουγε την προσφυγή σου; Δεν υπήρχαν δικαστές εδώ.

«Αλλά η μητέρα μου δεν τους άφηνε ν’ αγγίξουν το χωράφι της», έλεγε η Μέιμπελ στην κόρη της. Χωράφι για γέλια, αφού ο κλήρος της Ατζάρι δεν ήταν ούτε τρία τετραγωνικά μέτρα. «Έλεγε πως θα τους έσπαγε το κεφάλι με το σφυρί, αν τολμούσαν έστω να το κοιτάξουν».

Η εικόνα της γιαγιάς της να επιτίθεται σε άλλο σκλάβο δε συμφωνούσε με τις αναμνήσεις που είχε η Κόρα για κείνη, αλλά μόλις άρχισε να φροντίζει το χωραφάκι, κατάλαβε την αλήθεια του πορτρέτου. Η Ατζάρι φύλαγε τον κήπο στη διάρκεια μεταμορφώσεων ευημερίας. Οι Ράνταλ αγόρασαν τη φάρμα των Σπένσερ στα βόρεια, όταν αυτή η οικογένεια αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη της δυτικά. Αγόρασαν τη διπλανή φυτεία νότια και άλλαξαν την καλλιέργεια από ρύζι σε βαμβάκι, προσθέτοντας δύο ακόμα καλύβες σε κάθε σειρά, αλλά το χωραφάκι της Ατζάρι παρέμεινε στη μέση όλων αυτών, αμετακίνητο, σαν κομμένος κορμός που οι ρίζες του έφταναν πολύ βαθιά. Μετά τον θάνατο της Ατζάρι, η Μέιμπελ ανέλαβε να φροντίζει τις γλυκοπατάτες και τις μπάμιες ή οτιδήποτε της έκανε κέφι. Η φασαρία άρχισε όταν το ανέλαβε η Κόρα.

Κυκλοφορεί στις 22 Μαρτίου από τις εκδόσεις Ψυχογιός



Λίγα λόγια για τον συγγραφέα


Ο Κόλσον Ουάϊτχεντ γεννήθηκε το 1969 στην Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Μανχάταν. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και είναι επίσης απόφοιτος του περίφημου Trinity School. Έχει διδάξει σε πολλά κολέγια και Πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων το Princeton, το Columbia και το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Έχει συγγράψει επτά μυθιστορήματα, το πιο πρόσφατο από τα οποία είναι ο ΥΠΟΓΕΙΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ, το οποίο σημείωσε τεράστια επιτυχία. Το 2017 τιμήθηκε για τον Υπόγειο Σιδηρόδρομο με το  Pulitzer Prize for Fiction, το 2016 με το National Book Award for Fiction,με το Arthur C. Clarke Award και με το Andrew Carnegie Medal for Excellence.  Επίσης υπήρξε στη βραχεία λίστα για το Man Booker Prize 2017. τα τηλεοπτικά δικαιώματα του βιβλίου έχουν αγοραστεί από την Amazon για την παραγωγή τηλεοπτικής σειράς από το σκηνοθέτη Barry Jenkins. Το βιβλίο κυκλοφορεί ήδη σε 39 χώρες. 


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης