Χρήστος Ράπτης

Χρήστος Ράπτης

Ενα σχόλιο που έγραψα στο iefimerida.gr, συμφωνώντας με τον αποκλεισμό της Βούλας Παπαχρήστου από τους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις και ορισμένους ακραίους χαρακτηρισμούς.

Στο σχόλιο αυτό υποστήριξα ότι η Πολιτεία για να αντιμετωπίσει την ακροδεξιά δημαγωγία που ενθαρρύνει απροκάλυπτα ρατσιστικές συμπεριφορές και απαράδεκτα σχόλια σε βάρος της διαφορετικότητας ίσως θα πρέπει να τις ποινικοποιήσει. Πριν από εμάς και άλλες κοινωνίες αντέδρασαν ανάλογα για να προστατεύσουν τον δημόσιο διάλογο από το δηλητήριο του φυλετικού μίσους που οδήγησε σε ακραίες συμπεριφορές σε βάρος μεταναστών, αλλά και πολιτών τους που προέρχονται από διαφορετικές θρησκευτικές και φυλετικές κοινότητες. Συχνά η ρατσιστική βία εκδηλώθηκε απειλητικά και προς άλλες ιδιαιτερότητες.

Ολοι οι σκεπτόµενοι Ευρωπαίοι αντιλαµβάνονται σήµερα ότι το ευρώ και κατά προέκταση η ευρωζώνη κρέµονται στην κυριολεξία από µια κλωστή. Ποτέ άλλοτε στη σύντοµη ιστορία της η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν βρέθηκε τόσο κοντά στη διάλυση. Μολονότι οι Γερµανοί έχουν δίκιο όταν επιµένουν ότι το χρέος των χωρών του Νότου αποτελεί βραδυφλεγή βόµβα στα θεµέλια των κοινωνιών τους και κατά συνέπεια σε αυτά της Ευρώπης, ωστόσο η δηµοσιονοµική θεραπεία που θέλουν να επιβάλουν είναι εξίσου επικίνδυνη µε το ίδιο το χρέος. Και είναι βέβαιο ότι, αν δεν ρίξουν νερό στο κρασί τους, η Ευρώπη θα διαλυθεί σύντοµα στα εξ ων συνετέθη. 


Στις συνθήκες χρεοκοπίας που ζούμε υπάρχει ένα ερώτημα που φαίνεται να προβληματίζει όλους εκείνους, εντός και εκτός Ελλάδος, που προσπαθούν να επινοήσουν μια λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Αν δηλαδή η χώρα μπορεί να κάνει restart χωρίς να προηγηθεί ένα κοινωνικό...

Πόσο πραγματικός είναι ο κίνδυνος να βγει η χώρα από το ευρώ και μέσα από μια χρεοκοπία να επιστρέψει στη δραχμή; Υπάρχουν δυνάμεις στην Ευρώπη -όπως υπαινίχτηκε πρόσφατα ο Ολάντ- που θέλουν πραγματικά την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης ώστε να παραδειγματιστούν όσες χώρες δείξουν απροθυμία να εφαρμόσουν τα προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι ούτε αυτονόητες, ούτε φυσικά μονοδιάστατες. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι χωρίς να μπορεί να επιλέξει τον δρόμο της οριστικής λύτρωσης από τα αδιέξοδα που την οδήγησε το πελατειακό κράτος και ο λαϊκισμός της Μεταπολίτευσης. Παγιδευμένη στη μέγγενη της αναβλητικότητας και της αναποφασιστικότητας και με την οικονομία της να καταρρέει καθημερινά, η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να βρίσκει εκείνο το απόθεμα ψυχραιμίας και νηφαλιότητας που χρειάζεται ώστε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα προβλήματά της, πείθοντας ταυτόχρονα τους εταίρους και δανειστές της ότι μπορεί να δρομολογήσει τη σωτηρία της.

Αν και είναι αλήθεια ότι το μνημόνιο απέτυχε επειδή οι δανειστές μας θέλησαν να υποτιμήσουν βίαια και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το βιοτικό μας επίπεδο, είναι εξίσου αλήθεια ότι ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας σιχαίνεται τις μεταρρυθμίσεις και την «αποσοβιετοποίηση» της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς τη φορολογική μεταρρύθμιση, χωρίς την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, χωρίς τον εξορθολογισμό του κράτους και χωρίς πέντε μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις που θα απελευθερώσουν την κοινωνία από «το βαθύ κράτος», η χώρα δεν θα μπορέσει να ορθοποδήσει ακόμα και αν παραμείνουμε στο ευρώ. Χωρίς αυτά δεν θα μπορέσει να πείσει τους δανειστές μας ότι πράγματι κάτι μπορεί να αλλάξει στη χώρα αυτή που να σηματοδοτεί μια επανεκκίνησή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Στο δοκίμιό του «Ο Νίτσε και το γερμανικό πρόβλημα», γραμμένο το 1946, ο Σαρτρ υποστηρίζει μια επιθετική πρακτική για να συγκρατηθεί μελλοντικά ο γερμανικός εθνικισμός που οδήγησε την Ευρώπη και τον κόσμο σε δύο τραγωδίες τον 20ό αιώνα. Η παγκόσμια κοινότητα θα πρέπει κάθε 50 χρόνια να «πλακώνει» τη Γερμανία προληπτικά, υποστηρίζει ο Σαρτρ, για να την αποτρέπει από τα χειρότερα. Είναι αλήθεια ότι Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι ναζιστικές θηριωδίες έσπρωξαν τους Αγγλοσάξονες και τους Γάλλους σε μια, ας το πούμε ευγενικά, βαθιά καχυποψία για τη Γερμανία.

Εχω την υποψία -για να μην πω τη βεβαιότητα- ότι στην πολιτική, που είναι μια μικρογραφία της ζωής, οι κανόνες του μάνατζμεντ είναι περίπου ίδιοι.

Δεν ξέρω αν ο Τσίπρας θα καταφέρει την Κυριακή να κάνει την ανατροπή και να έρθει πρώτο κόμμα, ανοίγοντας τον δρόμο για μια κυβέρνηση της Αριστεράς -την πρώτη δημοκρατικά εκλεγμένη στην Ιστορία της χώρας-, ξέρω όμως ότι κατάφερε να αλλάξει την πολιτική ατζέντα. Κυρίως όμως κατάφερε -αυτό που δεν κατάλαβαν έγκαιρα ή δεν μπόρεσαν οι αντίπαλοί του-, να επαναφέρει το ελληνικό πρόβλημα ως πρόβλημα της Ευρώπης.

Υπάρχει ένα ερώτημα που μέσα στον ορυμαγδό των ιστορικών στιγμών που ζούμε δεν έχει προλάβει ακόμα να απαντηθεί. Αν δηλαδή αυτό που εκπροσωπεί ο Αλέξης Τσίπρας (όχι ως πρόσωπο, αλλά ως πολιτική πρόταση) ανήκει στο παλιό που αποχωρεί ή στο καινούριο που γεννιέται με τις γνωστές ωδίνες.

Δεν ξέρω ποιος θα κερδίσει τις εκλογές, όπως δεν ξέρω και ποιες πολιτικές δυνάμεις θα κυβερνήσουν τη χώρα μετά το αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου. Αν δηλαδή θα επικρατήσουν η «αστική» ψήφος και ο Σαμαράς ή η δυναμική του Τσίπρα. Αυτό που ξέρω σίγουρα, όμως, είναι ότι αν το πολιτικό μας σύστημα δεν μεταρρυθμιστεί «βιαίως» και με την ταχύτητα του φωτός, τότε δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα και, κυρίως, δεν θα βγούμε από τον σημερινό μεταβατικό δημοκρατισμό χωρίς να αγγίξουμε την τραγωδία.

Είναι εντυπωσιακή η αμηχανία του αστικού πολιτικού κόσμου να αντιμετωπίσει στη δημόσια αντιπαράθεση τον αυτοσχεδιασμό των εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι φυσικά επειδή τα πολιτικά στελέχη της Κουμουνδούρου μεταμορφώθηκαν διά της επιφοιτήσεως σε πολιτικές ιδιοφυΐες, αλλά κυρίως γιατί το συμβατικό πολιτικό προσωπικό σκέφτεται και αντιδρά με όρους του παρελθόντος. Και εξηγούμαι.

H ιστορία της Αριστεράς είναι από μόνη της ένας ψυχολογικός γρίφος. Περίπου σαν την πολιτική ιστορία της χώρας.
Παλιά τραύματα σε μια κοινωνία «ημιπολιτισμένη», που δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις διαφορές της και να συνεννοηθεί σε πέντε κοινούς τόπους. Η ιστορία του εργατικού κινήματος είναι και το άθροισμα των διασπάσεών της, που περικλείει αμέτρητες ανθρώπινες τραγωδίες.

Οι σχεδόν καθημερινές αποκαλύψεις για την περιουσία του Ακη και των συγγενών του μπορεί να σοκάρουν την κοινή γνώμη, αλλά δεν την εκπλήσσουν. Ολοι υποψιαζόμαστε εδώ και χρόνια ότι πολλοί υπουργοί του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. είχαν ληστέψει κανονικά το κράτος, βάζοντας στην τσέπη αμύθητα ποσά από μίζες και τα συναφή.

Δεν ξέρω αν φάγαμε μαζί τα λεφτά πολιτικοί και πολίτες, ξέρω όμως ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. που συμμετείχαν στις εσωκομματικές εκλογές του 2007 και του 2009 έχουν σίγουρα ευθύνες γι’ αυτούς που επέλεξαν.

Με την εκλογή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ο Βαγγέλης Βενιζέλος ανέλαβε ένα μεγάλο και σύνθετο στοίχημα: να διασώσει εκλογικά έναν ξεπερασμένο και διεφθαρμένο πολιτικό οργανισμό και στη συνέχεια να επανιδρύσει τη σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα από μια νέα πολιτική και ηθική αφετηρία.