Υπέρ της νέας ρύθμισης για τις λίστες φοροφυγάδων η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
Υπέρ της νέας ρύθμισης για τις λίστες φοροφυγάδων η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
Επιτρέπει τη χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων (λίστες φοροφυγάδων) που έχει συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο σε υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς
Διχασμένοι εμφανίζονται οι δικαστές και οι εισαγγελείς, όπως και οι Ενώσεις τους, για την επίμαχη διάταξη που έχει περιληφθεί στο νόμο για την επέκταση του σύμφωνου ελεύθερης συμβίωσης και επιτρέπει τη χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων (λίστες φοροφυγάδων, κ.λπ.) που έχει συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο σε υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς (σκάνδαλα διαφθοράς).
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωση που εξέδωσε την Πέμπτη, τάσσεται απερίφραστα τόσο υπέρ της νέας ρύθμισης, όσο και της συνταγματικότητας της, ενώ επισημαίνει ότι «η εκτελεστική εξουσία έχει θεσμική υποχρέωση να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου προς αποκάλυψη και πάταξη της διαφθοράς, σύμφωνα, βεβαίως, πάντοτε προς τις επιταγές του Συντάγματος και τις αρχές του κράτους δικαίου».
Ακόμη, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κάνει στην σχετική ανακοίνωσή της εκτενέστατη αναφορά στο καθεστώς φυγάδευσης κεφαλαίων στο εξωτερικό και στην φοροδιαφυγή, που αποτέλεσαν μια από τις σημαντικότερες αιτίες οικονομικής κατάρρευσης της χώρας, αλλά οδήγησαν και στον παράνομο πλουτισμό ορισμένους πολίτες.
Αναφορά γίνεται και στην αντίστοιχη πρόσφατη ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, την οποία υπογράφουν ο πρόεδρος και ο γενικό γραμματέας της Κωνσταντίνός Τζαβέλας και Δημήτριος Ζημιανίτης, αντίστοιχα, αλλά και στους «πέντε εξαίρετους» εισαγγελικούς λειτουργούς, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω Ένωσης, οι οποίοι παραιτήθηκαν λόγω διαφωνίας τους.
Όπως είναι γνωστό, η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, προκάλεσε την σκληρή αντίδραση τόσο του υπουργού, όσο και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Νικολάου Παρασκευόπουλου και Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, αντίστοιχα, ενώ πέντε μέλη της εν λόγω Ένωσης παραιτήθηκαν με αφορμή την επίμαχη ανακοίνωση.
Την ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων υπογράφουν 12 από 15 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της. Δεν υπέγραψαν την εν λόγω ανακοίνωση ο Χαράλαμπος Σεβαστίδης, (Πρωτοδίκης) και ο Γεώργιος Ευστρατιάδης (Εφέτης).
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων σε ανακοίνωση που εξέδωσε την Πέμπτη, τάσσεται απερίφραστα τόσο υπέρ της νέας ρύθμισης, όσο και της συνταγματικότητας της, ενώ επισημαίνει ότι «η εκτελεστική εξουσία έχει θεσμική υποχρέωση να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου προς αποκάλυψη και πάταξη της διαφθοράς, σύμφωνα, βεβαίως, πάντοτε προς τις επιταγές του Συντάγματος και τις αρχές του κράτους δικαίου».
Ακόμη, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κάνει στην σχετική ανακοίνωσή της εκτενέστατη αναφορά στο καθεστώς φυγάδευσης κεφαλαίων στο εξωτερικό και στην φοροδιαφυγή, που αποτέλεσαν μια από τις σημαντικότερες αιτίες οικονομικής κατάρρευσης της χώρας, αλλά οδήγησαν και στον παράνομο πλουτισμό ορισμένους πολίτες.
Αναφορά γίνεται και στην αντίστοιχη πρόσφατη ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, την οποία υπογράφουν ο πρόεδρος και ο γενικό γραμματέας της Κωνσταντίνός Τζαβέλας και Δημήτριος Ζημιανίτης, αντίστοιχα, αλλά και στους «πέντε εξαίρετους» εισαγγελικούς λειτουργούς, μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω Ένωσης, οι οποίοι παραιτήθηκαν λόγω διαφωνίας τους.
Όπως είναι γνωστό, η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, προκάλεσε την σκληρή αντίδραση τόσο του υπουργού, όσο και του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Νικολάου Παρασκευόπουλου και Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, αντίστοιχα, ενώ πέντε μέλη της εν λόγω Ένωσης παραιτήθηκαν με αφορμή την επίμαχη ανακοίνωση.
Την ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων υπογράφουν 12 από 15 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της. Δεν υπέγραψαν την εν λόγω ανακοίνωση ο Χαράλαμπος Σεβαστίδης, (Πρωτοδίκης) και ο Γεώργιος Ευστρατιάδης (Εφέτης).
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης έχει ως εξής:
«Τις τελευταίες ημέρες, παρακολουθούμε, να αναπτύσσεται διάλογος, άνευ λόγου, επί της προσφάτως ψηφισθείσας διάταξης του άρθρου 65 του Ν. 4356/2015, σύμφωνα με την οποία, υπό τους όρους και τις εγγυήσεις που τίθενται σ’ αυτήν, οι Οικονομικοί Εισαγγελείς και τα δικαστήρια θα δύνανται να λαμβάνουν υπόψη ακόμη και αποδεικτικά στοιχεία, που δεν έχουν συλλεγεί με νόμιμο τρόπο, εφόσον πρόκειται για την αποκάλυψη και διαλεύκανση σοβαρών κακουργημάτων (κακουργηματική φοροδιαφυγή, «μαύρο χρήμα», κακουργηματικές περιπτώσεις διαφθοράς σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου κλπ.).
Άλλωστε, η άρση της απαγόρευσης της χρήσης στην ποινική δίκη των μη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ακόμη και μετά τη σχετική τροποποίηση, που επέφερε ο Ν. 3674/2008 στην παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, τελούσε, ανέκαθεν, νομολογιακά, υπό διερεύνηση, κάθε φορά, που ετίθετο ζήτημα προστασίας υπέρτερης συνταγματικής αξίας εννόμων αγαθών και με βάση την αρχή ότι ο τυπικός νόμος, εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ (και πριν ακόμη την ψήφιση του άνω άρθρου 65 Ν. 4356/2015) δεν δύναται να κατισχύσει του Συντάγματος, εφαρμοζομένης πάντοτε της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. ΟλΑΠ 1/2001, που επικαλείται σε ανάλογες περιπτώσεις η νομολογία των δικαστηρίων και μετά το Ν. 3674/2008).
Μία εκ των ανακοινώσεων, που ακολούθησαν της ψήφισης της άνω διάταξης νόμου, και δη του προέδρου και του γενικού γραμματέα της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, είχε ως επακόλουθο, τις παραιτήσεις από τη θέση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης αυτής πέντε εξαίρετων Εισαγγελικών λειτουργών, λόγω διαφωνίας τους.
Με αφορμή τα ανωτέρω η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και συγκεκριμένα οι κάτωθι υπογράφοντες, δώδεκα εκ του συνόλου των δεκαπέντε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, επισημαίνουν τα ακόλουθα:
Η έξαρση του ποινικού αδικήματος της φοροδιαφυγής αλλά και άλλων μορφών οικονομικής εγκληματικότητας, κατά τα προηγούμενα έτη, σε συνδυασμό με τη διαφθορά σε νευραλγικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, αποτέλεσαν μία από τις σημαντικότερες αιτίες, που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση της χώρας και παράλληλα, όπως καταγγέλεται δημοσίως, στον παράνομο πλουτισμό μερίδας πολιτών, που «φυγάδευσαν» τον παράνομο αυτό πλουτισμό τους εκτός των ελληνικών συνόρων.
Σε μία χώρα, που έχει περιπέσει σε οικονομικό μαρασμό, στην οποία, καθημερινά, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα συρρικνώνονται, η ανεργία καλπάζει, τα δάνεια «κοκκινίζουν», οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν, οι άστεγοι αυξάνονται και ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού αδυνατούν να προμηθεύονται ακόμη και τα αναγκαία φάρμακα για την υγεία τους, ενώ μισθωτοί και συνταξιούχοι υφίστανται τέτοιες μειώσεις μισθών και συντάξεων που δεν εξασφαλίζουν πλέον την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, η εκτελεστική εξουσία έχει θεσμική υποχρέωση να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου προς αποκάλυψη και πάταξη της διαφθοράς, σύμφωνα, βεβαίως, πάντοτε προς τις επιταγές του Συντάγματος και τις αρχές του κράτους δικαίου, η, δε, νομοθετική εξουσία να τις υιοθετεί, ώστε να δύνανται οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί να επιτελούν αποτελεσματικά το έργο τους, δεδομένου ότι οι τελευταίοι είναι εφαρμοστές και μόνο του νόμου.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ανέκαθεν αγωνιζόταν προς την κατεύθυνση της ανάληψης τέτοιων νομοθετικών πρωτοβουλιών, που δεν θα εξυπηρετούν τη συγκάλυψη της διαφθοράς αλλά θα διευκολύνουν το έργο των δικαστικών αρχών.
Ειδικότερα, δε, ως προς την προαναφερόμενη διάταξη, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι οι προϋποθέσεις, που τάσσει ο νομοθέτης, η συνδρομή των οποίων (προϋποθέσεων) θα κρίνεται, τελικά, κατά περίπτωση, από τους αρμόδιους δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς, παρέχουν πλήρως τις εγγυήσεις, ώστε οι τελευταίοι, χωρίς εκπτώσεις στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τυχόν υπόπτων ή κατηγορουμένων, να συμβάλλουν, ως λειτουργοί της Πολιτείας, στην εξάλειψη της φοροδιαφυγής, καθώς και στην πάταξη των φαινομένων της διαφθοράς και της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, πάντοτε με γνώμονα την προάσπιση του συμφέροντος των δοκιμαζόμενων Ελλήνων πολιτών.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στενιώτη Μαργαρίτα, Εφέτης
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ - ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΥΠΟΥ : Μαυρίδης
Χαράλαμπος, Εφέτης
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κασαλιάς Ευάγγελος, Αντεισαγγελέας Εφετών
ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Βουλγαρίδης Κωνσταντίνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Παπαδήμας Χρήστος, Πρωτοδίκης
ΤΑΜΙΑΣ: Γκαρά – Δημουλέα Σταματία, Ειρηνοδίκης
ΜΕΛΗ:
Θάνου –Χριστοφίλου Βασιλική, πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ευστρατιάδης Γεώργιος, Εφέτης
Σαλάτας Νικόλαος, Εφέτης
Πάπαρη Βαρβάρα, Εφέτης
Βλάχος Δημοσθένης, Εφέτης και
Σιμιτσή – Βετούλα Μαρία, Εφέτης».
«Τις τελευταίες ημέρες, παρακολουθούμε, να αναπτύσσεται διάλογος, άνευ λόγου, επί της προσφάτως ψηφισθείσας διάταξης του άρθρου 65 του Ν. 4356/2015, σύμφωνα με την οποία, υπό τους όρους και τις εγγυήσεις που τίθενται σ’ αυτήν, οι Οικονομικοί Εισαγγελείς και τα δικαστήρια θα δύνανται να λαμβάνουν υπόψη ακόμη και αποδεικτικά στοιχεία, που δεν έχουν συλλεγεί με νόμιμο τρόπο, εφόσον πρόκειται για την αποκάλυψη και διαλεύκανση σοβαρών κακουργημάτων (κακουργηματική φοροδιαφυγή, «μαύρο χρήμα», κακουργηματικές περιπτώσεις διαφθοράς σε βάρος της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου κλπ.).
Άλλωστε, η άρση της απαγόρευσης της χρήσης στην ποινική δίκη των μη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, ακόμη και μετά τη σχετική τροποποίηση, που επέφερε ο Ν. 3674/2008 στην παρ. 2 του άρθρου 177 ΚΠΔ, τελούσε, ανέκαθεν, νομολογιακά, υπό διερεύνηση, κάθε φορά, που ετίθετο ζήτημα προστασίας υπέρτερης συνταγματικής αξίας εννόμων αγαθών και με βάση την αρχή ότι ο τυπικός νόμος, εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 177 παρ.2 ΚΠΔ (και πριν ακόμη την ψήφιση του άνω άρθρου 65 Ν. 4356/2015) δεν δύναται να κατισχύσει του Συντάγματος, εφαρμοζομένης πάντοτε της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας (πρβλ. ΟλΑΠ 1/2001, που επικαλείται σε ανάλογες περιπτώσεις η νομολογία των δικαστηρίων και μετά το Ν. 3674/2008).
Μία εκ των ανακοινώσεων, που ακολούθησαν της ψήφισης της άνω διάταξης νόμου, και δη του προέδρου και του γενικού γραμματέα της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος, είχε ως επακόλουθο, τις παραιτήσεις από τη θέση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης αυτής πέντε εξαίρετων Εισαγγελικών λειτουργών, λόγω διαφωνίας τους.
Με αφορμή τα ανωτέρω η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και συγκεκριμένα οι κάτωθι υπογράφοντες, δώδεκα εκ του συνόλου των δεκαπέντε μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, επισημαίνουν τα ακόλουθα:
Η έξαρση του ποινικού αδικήματος της φοροδιαφυγής αλλά και άλλων μορφών οικονομικής εγκληματικότητας, κατά τα προηγούμενα έτη, σε συνδυασμό με τη διαφθορά σε νευραλγικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, αποτέλεσαν μία από τις σημαντικότερες αιτίες, που οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση της χώρας και παράλληλα, όπως καταγγέλεται δημοσίως, στον παράνομο πλουτισμό μερίδας πολιτών, που «φυγάδευσαν» τον παράνομο αυτό πλουτισμό τους εκτός των ελληνικών συνόρων.
Σε μία χώρα, που έχει περιπέσει σε οικονομικό μαρασμό, στην οποία, καθημερινά, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα συρρικνώνονται, η ανεργία καλπάζει, τα δάνεια «κοκκινίζουν», οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν, οι άστεγοι αυξάνονται και ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού αδυνατούν να προμηθεύονται ακόμη και τα αναγκαία φάρμακα για την υγεία τους, ενώ μισθωτοί και συνταξιούχοι υφίστανται τέτοιες μειώσεις μισθών και συντάξεων που δεν εξασφαλίζουν πλέον την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, η εκτελεστική εξουσία έχει θεσμική υποχρέωση να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου προς αποκάλυψη και πάταξη της διαφθοράς, σύμφωνα, βεβαίως, πάντοτε προς τις επιταγές του Συντάγματος και τις αρχές του κράτους δικαίου, η, δε, νομοθετική εξουσία να τις υιοθετεί, ώστε να δύνανται οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί να επιτελούν αποτελεσματικά το έργο τους, δεδομένου ότι οι τελευταίοι είναι εφαρμοστές και μόνο του νόμου.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ανέκαθεν αγωνιζόταν προς την κατεύθυνση της ανάληψης τέτοιων νομοθετικών πρωτοβουλιών, που δεν θα εξυπηρετούν τη συγκάλυψη της διαφθοράς αλλά θα διευκολύνουν το έργο των δικαστικών αρχών.
Ειδικότερα, δε, ως προς την προαναφερόμενη διάταξη, οφείλουμε να επισημάνουμε, ότι οι προϋποθέσεις, που τάσσει ο νομοθέτης, η συνδρομή των οποίων (προϋποθέσεων) θα κρίνεται, τελικά, κατά περίπτωση, από τους αρμόδιους δικαστικούς ή εισαγγελικούς λειτουργούς, παρέχουν πλήρως τις εγγυήσεις, ώστε οι τελευταίοι, χωρίς εκπτώσεις στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τυχόν υπόπτων ή κατηγορουμένων, να συμβάλλουν, ως λειτουργοί της Πολιτείας, στην εξάλειψη της φοροδιαφυγής, καθώς και στην πάταξη των φαινομένων της διαφθοράς και της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, πάντοτε με γνώμονα την προάσπιση του συμφέροντος των δοκιμαζόμενων Ελλήνων πολιτών.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Στενιώτη Μαργαρίτα, Εφέτης
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ - ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΤΥΠΟΥ : Μαυρίδης
Χαράλαμπος, Εφέτης
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κασαλιάς Ευάγγελος, Αντεισαγγελέας Εφετών
ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Βουλγαρίδης Κωνσταντίνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Παπαδήμας Χρήστος, Πρωτοδίκης
ΤΑΜΙΑΣ: Γκαρά – Δημουλέα Σταματία, Ειρηνοδίκης
ΜΕΛΗ:
Θάνου –Χριστοφίλου Βασιλική, πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ευστρατιάδης Γεώργιος, Εφέτης
Σαλάτας Νικόλαος, Εφέτης
Πάπαρη Βαρβάρα, Εφέτης
Βλάχος Δημοσθένης, Εφέτης και
Σιμιτσή – Βετούλα Μαρία, Εφέτης».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα