Ο Λαρς Κράουμε σκαλίζει τη γερμανική μεταπολεμική Ιστορία
Ο Λαρς Κράουμε σκαλίζει τη γερμανική μεταπολεμική Ιστορία
Με τη «Σιωπηλή Επανάσταση» που βγαίνει στις ελληνικές σκοτεινές αίθουσες
Τον Λαρς Κράουμε αργήσαμε να τον ανακαλύψουμε στην Ελλάδα. Έπρεπε να κερδίσει το 2015 το βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Λοκάρνο για την έκτη του ταινία, την αποκαλυπτική «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ», για να βρει το δρόμο του στις ελληνικές αίθουσες (δυο χρόνια μετά).
Ο Κράουμε επανέρχεται με μια ακόμα πραγματική ιστορία, αυτή της «Σιωπηλής επανάστασης», για να σκαλίσει με την ίδια αφοσίωση και διαύγεια τη γερμανική μεταπολεμική Ιστορία. Στο επίκεντρο βάζει μια ομάδα μαθητών, οι οποίοι αποφάσισαν να τηρήσουν δυο λεπτών σιγή σε ένδειξη αλληλεγγύης με τα θύματα της εξέγερσης της Ουγγαρίας το 1956. Κανείς και καμία τους δε φανταζόταν τις συνέπειες αυτής της συμβολικής πράξης στον ευρύτερο κοινωνικό τους κύκλο και στην προσωπική τους ζωή εξίσου.
Ο Κράουμε διάβαζε τα απομνημονεύματα του Ντίτριχ Γκάρστκα, στα οποία βασίστηκε η ταινία, ενώ ακόμα δούλευε για την «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ». «Την εποχή εκείνη», λέει, «βρισκόμουν σε άλλο μονοπάτι στο να απαντήσω στην ερώτηση, πώς ήταν να ζει κάποιος στη Γερμανία μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ. Βασικά, και οι δύο ταινίες προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα πώς μπορούσε να συνεχίζει να κυλά η ζωή σε αυτήν την βαθιά διαταραγμένη χώρα. Πώς η Γερμανία προσπαθούσε να βρει έναν νέο δρόμο από ένα άθλιο παρελθόν σε ένα νέο μέλλον. Η Ανατολική Γερμανία ως κράτος και ως κοινωνία αποτελούσε το ένα μονοπάτι και η Δυτική Γερμανία το άλλο. Και οι δύο προσπάθειες ήταν πολύ δύσκολες».
Τη χρονιά που διαδραματίζεται η ιστορία το Τείχος του Βερολίνου δεν είχε χτιστεί ακόμα. «Πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψιν μας πως η ταινία λαμβάνει χώρα στην πόλη Στάλινσταντ το 1956. Για πολύ κόσμο υπήρχε η πίστη και η ελπίδα πως ο σοσιαλισμός ήταν μια ανώτερη μορφή κοινωνίας σε σχέση με τον καπιταλισμό. Δεν θέλαμε με τίποτα η ταινία να παρουσιάζει στερεοτυπικά την Ανατολική Γερμανία με γκρίζα χρώματα. Για αυτόν το λόγο αποφασίσαμε να μεταφέρουμε τη δράση από το Στόρκοου στο Στάλινσταντ, τη σημερινή πόλη Άιζενχούτενσταντ. Το 1956 η συγκεκριμένη ήταν μια υποδειγματική πόλη, σχεδιασμένη ως μια πόλη των εργαζομένων που περιέβαλε τα χαλυβουργεία και προσέφερε στους κατοίκους της ανέσεις που όσοι ζούσαν για παράδειγμα στην αντίστοιχη βιομηχανική περιοχή Ρουρ, στη Δυτική Γερμανία μόνο να ονειρευτούν θα μπορούσαν. Αυτό όμως που ήταν το ίδιο σε Ανατολική και Δυτική Γερμανία ήταν η σιωπή σχετικά με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ειδικές σχέσεις των γονέων πολλών κατοίκων με το ναζιστικό καθεστώς. Η αδυναμία τους να ασχοληθούν με τη δική τους ιστορία, διαμορφώνει και τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται η ταινία, εννοείται».
Γιατί όμως είχε τέτοια επίδραση ειδικά η εξέγερση της Ουγγαρίας στην Ανατολική Γερμανία; «Η εξέγερση της Ουγγαρίας έγινε εφικτή εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Χρούστσεφ άλλαξε την πολιτική κατεύθυνση της Σοβιετικής Ένωσης μετά το πέρας της κυβέρνησης τρόμου του Στάλιν. Αρχικά στην Πολωνία κι έπειτα στην Ουγγαρία, πολύς κόσμος πήρε θάρρος για να απαιτήσει περισσότερη ελευθερία και δικαιώματα. Αλλά η προθυμία των Ρώσων να χαλαρώσουν τα ηνία δεν πήγε και τόσο καλά τελικά. Η Δύση χρησιμοποίησε την εξέγερση στην Ουγγαρία για δικούς της προπαγανδιστικούς λόγους. Η Ανατολή προσπάθησε να περιορίσει τη ζημιά με τη δική της προπαγάνδα. Όπως και να ‘χει, η εξέγερση ήταν πολύ πιο σημαντική για τους ανθρώπους που ζούσαν στο Ανατολικό μπλοκ σε σχέση με τους παρατηρητές από τη Δύση. Την ίδια χρονιά η Δύση είχε να αντιμετωπίσει την κρίση στη διώρυγα του Σουέζ κι άλλα πολιτικά συμβάντα τα οποία ήταν πιο σημαντικά για εκείνην».
Η ταινία εποχής τον ιντριγκάρει περισσότερο από μια σύγχρονη ιστορία. «Για μένα, το να γυρίζω μια ιστορική ταινία, είναι κάτι πολύ απολαυστικό, επειδή μου δίνεται η δυνατότητα να διαμορφώσω όλο το περιβάλλον. Όταν κάνεις μια ταινία με σύγχρονο σκηνικό, έχεις να αντιμετωπίσεις το άθλιο παρόν. Θα πρέπει να έχεις έναν πορτοκαλί κάδο σκουπιδιών, ένα άσχημο αστικό λεωφορείο ή ανθρώπους που φοράνε πολύχρωμα αδιάβροχα. Το να κινηματογραφείς σε αυτήν την περίπτωση είναι απίθανο, αλλά η συγγραφή του σεναρίου είναι κόλαση».
Όταν προσεγγίζει ένας σκηνοθέτης ένα ιστορικό γεγονός, τίθεται πάντα το ζήτημα της μυθοπλασίας και του πόσου χώρου αυτή καταλαμβάνει στην ταινία. «Αν γυρίζεις κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών, που είναι ιστορικό πρόσωπο, η μυθοπλασία είναι το καλύτερο που μπορείς να επιλέξεις για να τον παρουσιάσεις. Αν όμως είναι να γυρίσεις μια ταινία για τη Δίκη της Νυρεμβέργης, καλό είναι να αποφευχθεί όσο το δυνατόν η μυθοπλασία. Όπως και να 'χει πρέπει να σου επιτρέπεται ως δημιουργός να δραματοποιείς κάποια γεγονότα, διαφορετικά δεν θα καταφέρεις να γυρίσεις μια ταινία με το απαραίτητο σασπένς. Το ίδιο ισχύει και στη λογοτεχνία. Εννοείται πως όταν γράφει κάποιος ένα βιβλίο στο οποίο αναφέρονται μέσα στην πλοκή ιστορικά γεγονότα του επιτρέπονται ελευθερίες, που δεν έχει ιστορικός, ο οποίος καταγράφει τεκμηριωμένα σε ένα βιβλίο μια συγκεκριμένη ιστορία ως συμβάν».
Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως οι περισσότεροι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην ταινία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία. «Αυτό ήταν μια ιδέα της Νέσι Νέσλαουερ, της υπεύθυνης κάστινγκ για την ταινία. Όσοι ηθοποιοί υποδύονται γονείς και καθηγητές προέρχονται από την Ανατολική Γερμανία. Εξαίρεση αποτελεί ο Μπούρχαρτ Κλάουσνερ, ο οποίος υποδύεται τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας. Αλλά πχ ο Γιόρντις Τρίμπελ και ο Μαχ Χοπ υποδύονται χαρακτήρες τους οποίους ζωντανεύουν χρησιμοποιώντας προσωπικές μνήμες από τη δική τους, την προσωπική παιδική ηλικία».
Ο Κράουμε επανέρχεται με μια ακόμα πραγματική ιστορία, αυτή της «Σιωπηλής επανάστασης», για να σκαλίσει με την ίδια αφοσίωση και διαύγεια τη γερμανική μεταπολεμική Ιστορία. Στο επίκεντρο βάζει μια ομάδα μαθητών, οι οποίοι αποφάσισαν να τηρήσουν δυο λεπτών σιγή σε ένδειξη αλληλεγγύης με τα θύματα της εξέγερσης της Ουγγαρίας το 1956. Κανείς και καμία τους δε φανταζόταν τις συνέπειες αυτής της συμβολικής πράξης στον ευρύτερο κοινωνικό τους κύκλο και στην προσωπική τους ζωή εξίσου.
Ο Κράουμε διάβαζε τα απομνημονεύματα του Ντίτριχ Γκάρστκα, στα οποία βασίστηκε η ταινία, ενώ ακόμα δούλευε για την «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ». «Την εποχή εκείνη», λέει, «βρισκόμουν σε άλλο μονοπάτι στο να απαντήσω στην ερώτηση, πώς ήταν να ζει κάποιος στη Γερμανία μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ. Βασικά, και οι δύο ταινίες προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα πώς μπορούσε να συνεχίζει να κυλά η ζωή σε αυτήν την βαθιά διαταραγμένη χώρα. Πώς η Γερμανία προσπαθούσε να βρει έναν νέο δρόμο από ένα άθλιο παρελθόν σε ένα νέο μέλλον. Η Ανατολική Γερμανία ως κράτος και ως κοινωνία αποτελούσε το ένα μονοπάτι και η Δυτική Γερμανία το άλλο. Και οι δύο προσπάθειες ήταν πολύ δύσκολες».
Τη χρονιά που διαδραματίζεται η ιστορία το Τείχος του Βερολίνου δεν είχε χτιστεί ακόμα. «Πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψιν μας πως η ταινία λαμβάνει χώρα στην πόλη Στάλινσταντ το 1956. Για πολύ κόσμο υπήρχε η πίστη και η ελπίδα πως ο σοσιαλισμός ήταν μια ανώτερη μορφή κοινωνίας σε σχέση με τον καπιταλισμό. Δεν θέλαμε με τίποτα η ταινία να παρουσιάζει στερεοτυπικά την Ανατολική Γερμανία με γκρίζα χρώματα. Για αυτόν το λόγο αποφασίσαμε να μεταφέρουμε τη δράση από το Στόρκοου στο Στάλινσταντ, τη σημερινή πόλη Άιζενχούτενσταντ. Το 1956 η συγκεκριμένη ήταν μια υποδειγματική πόλη, σχεδιασμένη ως μια πόλη των εργαζομένων που περιέβαλε τα χαλυβουργεία και προσέφερε στους κατοίκους της ανέσεις που όσοι ζούσαν για παράδειγμα στην αντίστοιχη βιομηχανική περιοχή Ρουρ, στη Δυτική Γερμανία μόνο να ονειρευτούν θα μπορούσαν. Αυτό όμως που ήταν το ίδιο σε Ανατολική και Δυτική Γερμανία ήταν η σιωπή σχετικά με τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ειδικές σχέσεις των γονέων πολλών κατοίκων με το ναζιστικό καθεστώς. Η αδυναμία τους να ασχοληθούν με τη δική τους ιστορία, διαμορφώνει και τους ανθρώπους στους οποίους αναφέρεται η ταινία, εννοείται».
Γιατί όμως είχε τέτοια επίδραση ειδικά η εξέγερση της Ουγγαρίας στην Ανατολική Γερμανία; «Η εξέγερση της Ουγγαρίας έγινε εφικτή εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Χρούστσεφ άλλαξε την πολιτική κατεύθυνση της Σοβιετικής Ένωσης μετά το πέρας της κυβέρνησης τρόμου του Στάλιν. Αρχικά στην Πολωνία κι έπειτα στην Ουγγαρία, πολύς κόσμος πήρε θάρρος για να απαιτήσει περισσότερη ελευθερία και δικαιώματα. Αλλά η προθυμία των Ρώσων να χαλαρώσουν τα ηνία δεν πήγε και τόσο καλά τελικά. Η Δύση χρησιμοποίησε την εξέγερση στην Ουγγαρία για δικούς της προπαγανδιστικούς λόγους. Η Ανατολή προσπάθησε να περιορίσει τη ζημιά με τη δική της προπαγάνδα. Όπως και να ‘χει, η εξέγερση ήταν πολύ πιο σημαντική για τους ανθρώπους που ζούσαν στο Ανατολικό μπλοκ σε σχέση με τους παρατηρητές από τη Δύση. Την ίδια χρονιά η Δύση είχε να αντιμετωπίσει την κρίση στη διώρυγα του Σουέζ κι άλλα πολιτικά συμβάντα τα οποία ήταν πιο σημαντικά για εκείνην».
Η ταινία εποχής τον ιντριγκάρει περισσότερο από μια σύγχρονη ιστορία. «Για μένα, το να γυρίζω μια ιστορική ταινία, είναι κάτι πολύ απολαυστικό, επειδή μου δίνεται η δυνατότητα να διαμορφώσω όλο το περιβάλλον. Όταν κάνεις μια ταινία με σύγχρονο σκηνικό, έχεις να αντιμετωπίσεις το άθλιο παρόν. Θα πρέπει να έχεις έναν πορτοκαλί κάδο σκουπιδιών, ένα άσχημο αστικό λεωφορείο ή ανθρώπους που φοράνε πολύχρωμα αδιάβροχα. Το να κινηματογραφείς σε αυτήν την περίπτωση είναι απίθανο, αλλά η συγγραφή του σεναρίου είναι κόλαση».
Όταν προσεγγίζει ένας σκηνοθέτης ένα ιστορικό γεγονός, τίθεται πάντα το ζήτημα της μυθοπλασίας και του πόσου χώρου αυτή καταλαμβάνει στην ταινία. «Αν γυρίζεις κάτι σαν τον Ρομπέν των Δασών, που είναι ιστορικό πρόσωπο, η μυθοπλασία είναι το καλύτερο που μπορείς να επιλέξεις για να τον παρουσιάσεις. Αν όμως είναι να γυρίσεις μια ταινία για τη Δίκη της Νυρεμβέργης, καλό είναι να αποφευχθεί όσο το δυνατόν η μυθοπλασία. Όπως και να 'χει πρέπει να σου επιτρέπεται ως δημιουργός να δραματοποιείς κάποια γεγονότα, διαφορετικά δεν θα καταφέρεις να γυρίσεις μια ταινία με το απαραίτητο σασπένς. Το ίδιο ισχύει και στη λογοτεχνία. Εννοείται πως όταν γράφει κάποιος ένα βιβλίο στο οποίο αναφέρονται μέσα στην πλοκή ιστορικά γεγονότα του επιτρέπονται ελευθερίες, που δεν έχει ιστορικός, ο οποίος καταγράφει τεκμηριωμένα σε ένα βιβλίο μια συγκεκριμένη ιστορία ως συμβάν».
Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως οι περισσότεροι ηθοποιοί που συμμετέχουν στην ταινία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην πρώην Ανατολική Γερμανία. «Αυτό ήταν μια ιδέα της Νέσι Νέσλαουερ, της υπεύθυνης κάστινγκ για την ταινία. Όσοι ηθοποιοί υποδύονται γονείς και καθηγητές προέρχονται από την Ανατολική Γερμανία. Εξαίρεση αποτελεί ο Μπούρχαρτ Κλάουσνερ, ο οποίος υποδύεται τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας. Αλλά πχ ο Γιόρντις Τρίμπελ και ο Μαχ Χοπ υποδύονται χαρακτήρες τους οποίους ζωντανεύουν χρησιμοποιώντας προσωπικές μνήμες από τη δική τους, την προσωπική παιδική ηλικία».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα