Μια σπίθα αρκεί
Παντελής Καψής

Παντελής Καψής

Μια σπίθα αρκεί

Η νομική σχολή του Harvard, πριν από λίγες εβδομάδες, ανακήρυξε ως χειρότερη διαπραγματευτική στρατηγική για το 2015 την διαπραγμάτευση του Σύριζα και του Βαρουφάκη με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το τρίτο Μνημόνιο

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αποτελεί και πρόοδο. Η εντύπωση που είχαν αποκομίσει τότε οι εκπρόσωποι των «Θεσμών» ήταν ότι ο Σύριζα απλώς δεν είχε στρατηγική. Όποιος έχει διαβάσει την «Τελευταία μπλόφα» της Ελένης Βαρβιτσιώτη και της Βικτωρίας Δενδρινού το καταλαβαίνει πολύ καλά.

Την ίδια ουσιαστικά άποψη εκφράζει και ο Μίμης Ανδρουλάκης στο βιβλίο του που εκδόθηκε πρόσφατα «Ποιος το ξέρει, ποιος το ξέρει;» Το γράφει πολύ ωραία. Όταν ο Βαρουφάκης πουλάει τρέλα, ο Σόιμπλε «το γλεντάει». Τα «στρατηγικά παίγνια του Γιάννη του φαίνονται παιδιαρίσματα επιπέδου αμφιθεάτρου» και δεν διστάζει να του δώσει «μπόλικο σκοινί, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι θα κρεμαστεί μόνος του». Ακριβώς όπως και έγινε με τελικό αποτέλεσμα ωστόσο το ότι «η χώρα ηττήθηκε κατά κράτος».

Το βιβλίο του Ανδρουλάκη έχει ενδιαφέρον κυρίως επειδή είναι βιωματικό, μεταφέρει το πώς έζησε ο ίδιος την περίοδο της μεγάλης κρίσης. Στις βασικές του εκτιμήσεις είναι σωστός. Πρώτον για το λάθος του Παπανδρέου να μην επιδιώξει από την αρχή να σχηματίσει μια κυβέρνηση ευρύτερης αποδοχής για να αντιμετωπίσει την κρίση. Και δεύτερον για την ανεπάρκεια του πρώτου Μνημονίου κυρίως επειδή δεν προέβλεπε από την πρώτη στιγμή το κούρεμα του χρέους. Χρεώνει ωστόσο, λανθασμένα, στους «εκσυγχρονιστές» την αντίθεση σε μια τέτοια επιλογή όταν είναι γνωστό ότι πρώτος ο Σημίτης αναφέρθηκε, ήδη από το 2010, στην ανάγκη αναδιάρθρωσης του χρέους. Την ίδια θέση όμως είχαν και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και η κυβέρνηση. Δεν μπορούσαν να την διατυπώσουν δημόσια όμως χωρίς να προκαλέσουν κρίση εμπιστοσύνης στη χώρα. Έπεσαν βέβαια στον «τοίχο» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και κυρίως των Αμερικανών οι οποίοι φοβόντουσαν ότι η Ελλάδα θα γινόταν μια νέα Lehman Brothers. Έτσι το κούρεμα έγινε με μεγάλη καθυστέρηση και με την Ελλάδα ήδη σε πρωτοφανή ύφεση.

Αυτά όμως ανήκουν στην ιστορία, θα αποτελέσουν αντικείμενο των ειδικών επιστημόνων. Περισσότερο ενδιαφέρον έχει κάτι που κανένα αφιέρωμα στην επέτειο των 10 χρόνων της «Πρώτη φορά αριστερά» δεν έθεσε: τι έχει κληροδοτήσει εκείνη η περίοδος στην πολιτική μας ζωή αλλά και στην κοινωνία.

Με την πτώση της κυβέρνησης Σύριζα το 2019 και πολύ περισσότερο με τον εκλογικό «θρίαμβο» της ΝΔ το 2023, πολλοί πίστεψαν ότι επιστρέψαμε στην «κανονικότητα». Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι ο μεγάλος θυμός της κοινωνίας παραμένει. Όπως έδειξε και το δυστύχημα των Τεμπών μάλιστα, αρκεί μια σπίθα για να εκδηλωθεί ξανά με την ίδια σχεδόν ένταση. Η ενίσχυση των περιθωριακών κομμάτων στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνει ότι εύκολα μπορεί να περιπέσουμε ξανά σε συνθήκες ακυβερνησίας.
Για τις αιτίες αυτού του θυμού μπορούμε να συζητάμε αενάως. Σίγουρα δεν επαρκεί μια μονοδιάστατη ερμηνεία ότι δηλαδή προκλήθηκε από την κρίση. Το κάψιμο της Αθήνας μετά τον φόνο του Γρηγορόπουλου μας έδειξε πολύ καθαρά ότι οι ρίζες του θυμού προϋπήρχαν. Κι όπως προκύπτει από τις ίδιες δημοσκοπήσεις είναι ένας θυμός ο οποίος συνοδεύεται από τη συνολική απαξίωση των θεσμών και ιδιαίτερα των κομμάτων, της Βουλής, των Μέσων Ενημέρωσης και της Δικαιοσύνης. Πρόκειται για ένα φαινόμενο το οποίο επίσης προηγείται της κρίσης και απλώς έχει πάρει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις σήμερα.

Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί από την κυβέρνηση, οποιαδήποτε κυβέρνηση, παραμένει άγνωστο. Είμαστε μια κοινωνία αυξημένων προσδοκιών και περιορισμένων μέσων. Μια απλή περιδιάβαση στην επικαιρότητα αποκαλύπτει εύκολα ότι χρειαζόμαστε ενίσχυση του ΕΣΥ και των αμοιβών των γιατρών, ενίσχυση της παιδείας, προσλήψεις παντού, σε νοσηλευτές, πυροσβέστες, υπαλλήλους του ΟΣΕ, εκπαιδευτικούς, αστυνομικούς, ότι είναι αναγκαία σοβαρά έργα υποδομών στις συγκοινωνίες και τις επικοινωνίες, όπως επίσης η αύξηση των δαπανών για την άμυνα, η μεγαλύτερη προστασία στις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες, η ενίσχυση των αγροτών, για να μη πούμε για το αίτημα της επαναφοράς των δώρων στο δημόσιο ή της αποκατάστασης των συντάξεων και την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Και όλα αυτά σε μια κοινωνία που γερνάει, έχει μεγάλη ανάγκη ιδιωτικών επενδύσεων για να αυξήσει την παραγωγικότητα της και βέβαια πρέπει να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα για να μπορεί να συνεχίσει να δανείζεται και να μην επιστρέψει βίαια και χωρίς άλλη ευκαιρία διάσωσης, στο 2010.

Μπροστά μας λοιπόν έχουν μόνο δύο λύσεις. Η πρώτη να αποδεχθούμε ότι έχουμε τη δυνατότητα για μικρές αλλαγές ώστε σταδιακά να φτάσουμε όχι στο επίπεδο που ίσως θέλουμε αλλά πάντως πιο κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η δεύτερη να εμπιστευθούμε αυτούς που έχουν πρόσβαση άνωθεν, ελπίζοντας ότι θα βάλουν στην επιστολή τους έναν καλό λόγο για τον περιούσιο λαό και θα γίνει κάποιο θαύμα. Μεταξύ μας δεν είμαι καθόλου βέβαιος για το ποιον από τους δύο δρόμους θα επιλέξουμε.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Best of Network

Δείτε Επίσης