«Πώς φαντάζεσθε έναν δρόμον που θα ημπορούσε να χαρακτηρισθή ώς οδός μαρτυρίου; Μου είνε αδύνατον να τον φανταστώ αλλοιώς. Πρέπει να είνε απαραιτήτως στρωμένος με αγγουράκια, μελιτζάνες, βακαλάον, αρνί του γάλακτος, τυρί φέτα, τσίρους, μπαρμπούνια και σαρδέλλα, μακαρόνια και πατάτες και ολόκληρον την ατελεύτητον λίσταν των πραγμάτων πού εφεύρεν η σοφία και αδηφαγία του ανθρωπίνου στομάχου.
Γιατί όμως είνε οδός μαρτυρίου η οδός Αθηνάς, η οποία οδηγεί εις τα μεγάλα ιδανικά; Διότι ο πανάθλιος αυτός στόμαχος, πρέπει πρώτον να πληρωθή καλά, για να επιτρέψη κατόπιν τας πτήσεις εις τας υψηλάς ατμοσφαίρας της διάνοιας. Ποίος ημπόρεσε ποτέ να αποφύγη να του καταβάλη τρίς της ημέρας φόρον; Κανείς άνθρωπος εις καμμίαν εποχήν!
Ρίξτε μια ματιά εις τον κ. καθηγητήν που διαπραγματεύεται την αγοράν ψαριών.
-Πόσο τα λιθρίνια, παρακαλώ;
-Σαράντα δραχμάς, κύριε…
-Είνε φρέσκα;
-Πράμα που σαλεύει, κύριε!...
Είνε ο καθημερινός διάλογος που επακολουθεί την απαραίτητον επίσκεψιν εις τα ψαράδικα. Εκεί μέσα εις τα κοφίνια όπου χοροπηδούν ακόμη ή … έπαψαν να χοροπηδούν από διημέρου τα λαυράκια, η σφυρίδα, το μαγιάτικο, ο κολιός, ο γαλέος, το σκουμπρί και η τσιπούρα, περιπατούν κάθε πρωΐ όλοι οι τόμοι που κατέφαγε το πνεύμα του κ. καθηγητού αφ’ ής στιγμής ήρχισε τα πρώτα βήματα μέσα εις τους ανθώνας του αλφαβήτου, και καταθέτουν τον σεβασμόν των εις τα πόδια του ψαρά. Είνε μια στιγμή όπου όλη η σοφία του κ. καθηγητού ωχριά μπροστά εις την εμβρίθειαν του ανθρώπου με της μουστάκες, τα ανασκουμπωμένα μανίκια και την φωνήν του μπάσου.
-Εδώ τα φρέσκα, εδώ τα ζωντανά!...
Αλλοίμονον εάν δεν έχη τας απαραιτήτους γνώσεις για το διάλεγμα του προϊόντος που του προσφέρεται. Πολλές φορές η τσιπούρα μεταβάλλεται από τον ιδιοκτήτην της εις μοντέρνο δεσποινάριον και κραγιονάρεται επιμελώς εις τα βράγχια για να φαίνεται πιο φρέσκη. Εάν ο κ. καθηγητής δεν είνε σε θέσι να διακρίνη το φυσικό κόκκινο και το φυσικό φρέσκο, τουλάχιστον από την σπουδήν της … κυρίας του, πάει χαμένος. Όλη η φιλοσοφία του θα υποταχθή εις την κακοποιόν τσιπούραν.
Πρίμουμ βίβερε λοιπόν, ντεΐντε φιλοσοφάρε. Αλλά δεν είνε μονάχα κάτω από την σοφίαν που κρύπτεται… η οδός Αθηνάς. Η οδός αυτή με τους δικτάτοράς της, αλλοίμονον, μπαίνει μπροστά μας ως συνέχεια του ανθηρού δρόμου των αισθηματικών μας ονείρων.
Ξεκινούμε μέσα είς ένα ανθώνα ονειρώδη, ακουμπισμένοι εις το μπράτσο της θελκτικωτέρας των υπάρξεων και μας φαίνεται πώς βαδίζομε στα σύννεφα. Φεγγάρια μαγευτικά οδηγούν τα βήματά μας, ρόδα είνε σπαρμένα παντού και όταν κυττάμε είς τα μάτια την εκλεκτή μας, μας φαίνεται πως εφτάσαμε εις την πόρτα της Εδέμ…
-Με αγαπάς ψυχή μου;
-Πεθαίνω για σένα…
Μάτς, μούτς… Αιφνιδίως ,όμως η βασίλισσα των ονείρων μας κατεβαίνει από τα σύννεφα.
-Τι θα φάμε σήμερα χρυσέ μου;
Ποία πεζότης θεέ μου! Ιδού ότι ο ανθών μας ωδήγησεν εις την οδόν Αθηνάς. Εκεί που προ ολίγου βρίσκονταν κρεμασμένες γιρλάντες από παραδείσια λουλούδια είνε κρεμασμένα τώρα… αμέτρητα μπούτια προβάτων, μοσχαριών… Και από την στιγμήν αυτήν μεταβαίνομεν κάθε πρωΐ να κάμωμεν τον τακτικόν μας και απαραίτητον περίπατον κάτω από κρέατα παντοίου είδους και παντοίας προελεύσεως… Βλέπω κάθε πρωΐ τους είλωτας της συζυγικής ευτυχίας να κάνουν την τακτικήν των παρέλασιν.
-Πόσο το αρνάκι;
-Σαράντα δραχμάς το ντόπιο.
Χρειάζονται γνώσεις εδώ τεράστιαι. Διότι έν εναντία περιπτώσει υπάρχει κίνδυνος να επακολουθήση συμφορά. Πολλές φορές τα προϊόντα του αξιοτίμου χασάπη σας αποφασίζουν να μεταμφιεσθούν. Μια κατσίκα λόγου χάριν πολύ συχνά –όπως και εις την λοιπήν ζωήν- αποφασίζει να παίξη τον ρόλον προσώπου με αξιώσεις και μεταβάλλεται σε αρνάκι του γάλακτος. Αλλοίμονον αν γελαστήτε. Η τρυφερά σύζυγος θα σας υποδεχθή με καταιωνισμόν:
-Πού τάχες τα μάτια σου μαγκούφη;
-Γιατί κούκλα μου;
-Γιατί απορώ πώς δεν μούφερες ακόμα το σκυλόψαρο του Φαλήρου για μπαρμπουνάκι. Γι’ αυτό!
Ποιος είπε ότι η συζυγική ευτυχία στηρίζεται εις την αμοιβαίαν εκτίμησιν, την αμοιβαίαν πίστιν και όλα αυτά τα κολοκύθια; Το μόνον στήριγμά της είνε ο χασάπης και όλη η χορεία των ανδρών που κυβερνούν την οδόν Αθηνάς…
Βλέπετε αυτά τα μαγαζιά τα στολισμένα με τους τσίρους, τα τυριά, τ’ αυγά, τα αγγουράκια, της ντομάτες; Εκεί μέσα είνε κλεισμένο το πρώτον κεφάλαιον της συζυγικής ευτυχίας. Εάν δεν περάσετε από τον μπακάλη δεν μπορείτε να κάνετε βήμα εις τα λοιπά κεφάλαια…
Φτωχοί και πλούσιοι, σοφοί και άσοφοι, ταπεινοί άνθρωποι του λαού και εξαιρετικοί άνθρωποι των ανωτέρων στρωμάτων, κυρίαι και δουλικά, στρατηγοί και στρατιώται, ακαδημαϊκοι, διδάσκαλοι, ανώτατοι υπάλληλοι και ασήμαντοι υπαλληλίσκοι, κάθε πρωΐ φορτωμένοι με πακέττα, πακεττάκια, χωνιά, δέματα, καλάθια, ζεμπίλια, σάκκους, αφίνουν τον ιδρώτα των και τα σέβη των εις την οδόν Αθηνάς. Αλλοίμονον αν το ξεχάσουν μίαν ημέραν. Πάνε περίπατο τα πάντα. Διότι εν αρχή ήν ο στόμαχος και θα εξακολουθή να είνε μέχρι της συντελείας των αιώνων».
( «Αθηναϊκά Νέα» 1931 Δημήτρης Ψαθάς )
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com