«Τα απολωλότα πρόβατα»: Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Μάξιμου Χαρακόπουλου

«Τα απολωλότα πρόβατα»: Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα του Μάξιμου Χαρακόπουλου

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Μάξιμου Χαρακόπουλου (με σκηνικό την ελληνική επαρχία στα δύσκολα χρόνια του ’50)

xarakopoulos2
Είχε δίκιο ο μπαρμπά-Γιαννίκος. Φέτος τα Χριστούγεννα δεν θα χιόνιζε. Χρόνια τώρα ο μπάρμπα-Γιαννίκος μέτραγε τα μερομήνια και προέβλεπε τον καιρό που θα κάνει όλη τη χρονιά. Προφήτευε για τα χιόνια και τις βροχές, τους αγέρηδες και τον πάγο, τη ζέστη και το κρύο. Και πάντα έπεφτε μέσα στις προβλέψεις του. Μα καθώς τα παιδιά ζητούν χιόνια τα Χριστούγεννα, να ομορφύνει το τοπίο, να κρυφτεί η λασπούρα, να καλυφθούν όλα με το άσπρο πέπλο του χιονιού, να παίξουν χιονοπόλεμο, γι’ αυτό και δεν ήθελαν να πιστέψουν τον μπαρμπα-Γιαννίκο. Και όσο ζύγωναν οι γιορτές, άρχισαν να πλάθουν ιστορίες και να λένε πως και άλλη φορά στο παρελθόν έσφαλε και τάχατες δεν επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις του. Έτσι και φέτος ήλπιζαν να βγουν κάλπικες οι προφητείες του.

xarakopoulos1


Μα ξημέρωσε η παραμονή των Χριστουγέννων και παρά το τσουχτερό κρύο ούτε μια νιφάδα χιονιού δεν έπεσε στη γη. Τούτο ήταν κακό μαντάτο για τον μικρό Κωνσταντή. Εδώ και τρεις μέρες που ο πατέρας του, ο Χαραλάμπης, έπεσε στο κρεβάτι με βαρύ κρύωμα, αυτός έπρεπε να φροντίζει τα πρόβατα. Και τι γιατροσόφια δεν του έκαναν. Το κρύωμα ήταν σοβαρό, είπε ο γιατρός, ο Τσατσαρέλης, που τον είχε όλο το χρόνο κοντότα και τον πλέρωναν στα αλώνια με ένα τσουβάλι στάρι. Ούτε οι βεντούζες της Τοξάνας, που είχαν τη φήμη πως ανασταίνουν και νεκρούς, τον συνέφεραν. Την είχε αρπάξει για τα καλά την προηγούμενη εβδομάδα με την καταιγίδα που τον βρήκε στο βουνό. Η κάπα του έγινε ασήκωτη από το νερό που ρούφηξε σαν σφουγγάρι.

Ο μικρός Κωνσταντής ήταν φιλότιμος και πάντα βοηθούσε τον πατέρα του· τώρα ευχόταν σύντομα να αναρρώσει για να χαρεί και αυτός σαν όλα τα παιδιά της ηλικίας του τις γιορτινές αυτές μέρες που το σχολείο ήταν κλειστό.

Κλείσιμο
- Ξύπνα, Κωνσταντή, ξημέρωσε, τον σκούντηξε άγρια χαράματα η μάνα του, η κυρα-Σεβαστή. Έξω ακόμη ήταν νύχτα, μα μέχρι να αρμέξουν εκατόν πενήντα πρόβατα θα χάραζε. Ο Κωνσταντής, όσο ο πατέρας του ήταν καλά, βόηθαγε βαρώντας στρούγκα. Τώρα στρούγκα θα βάραγε ο αδελφός του, ο Νικόλας. Κι οι δυο τους ζήλευαν τα δίδυμα αδέρφια τους, τη Δέσπω και τον Δανιήλ που ήταν ακόμη νήπια και απολάμβαναν τον πρωινό ύπνο.

Μπορεί τα παιδιά να κακολογούσαν τον μπαρμπα-Γιαννίκο, λες κι έφταιγε εκείνος που δεν χιόνιζε, οι μεγάλοι όμως κατά βάθος χαίρονταν που η χρονιά δεν είχε πολλές χιονοπτώσεις. Έτσι δεν θα αναγκάζονταν να κλείσουν για μέρες τα ζωντανά στο μαντρί και θα έκαναν οικονομία στους καρπούς, μια και έβοσκαν ελεύθερα περισσότερες μέρες στις πλαγιές και τους λόγγους.

xarakopoulos3


Άρμεξαν τα πρόβατα που δεν είχαν βυζανιάρικα μανάρια, άδειασαν τα καρδάρια στα γκιούμια για να πήξει η μάνα τους γιαούρτι και να φτιάξει τυρί. Είχε πλέον ξημερώσει για τα καλά. Ο Κωνσταντής έριξε πάνω του τη βαριά κάπα, πήρε τη γκλίτσα με το δράκο που του είχε σκαλίσει ο πατέρας του και έβγαλε τα πρόβατα κατά το προσήλιο, μετά τη λυκοφωλιά, όπως τον ορμήνευσε η μάνα του.

Ήταν καλός μαθητής ο Κωνσταντής, και όπως έλεγε ο δάσκαλος, ο κύριος Τζουμάνης, τα έπαιρνε τα γράμματα και ήταν κρίμα να μην πάει στο μεγάλο σχολείο στην πολιτεία. Φέτος τελείωνε το εξατάξιο δημοτικό, μα πού παράδες για το γυμνάσιο.

Έπεισε την κυρα-Σεβαστή να γυρίσει τα πρόβατα νωρίς στο μαντρί, μέρα που ήταν να προλάβει με τους φίλους του να κάνει τη γύρα του χωριού ψάλλοντας τα κάλαντα, να βγάλει χαρτζιλίκι. Με αυτή τη σκέψη και λογαριάζοντας σπίτι σπίτι τι θα του έδιναν για να τους ψάλει τα κάλαντα, ανέβηκε στη λυκοφωλιά και κατηφόρισε τα πρόβατα στην πλαγιά που ήταν προσήλιο. Κούρνιασε σε μια εσοχή στα ριζά του βουνού περιμένοντας να περάσει η ώρα. Ξεδίπλωσε την πετσέτα με κολατσιό που του ‘χε βάλει η μάνα του. Παραμονή της γέννησης ούτε λάδι δεν αρταίνεται. Λίγο ψωμί, δυο βραστές πατάτες, λίγα κρεμμυδόφυλλα και ένα κομμάτι χαλβάς. Πλούσια τα ελέη. Έφαγε και τα μάτια του βάρυναν. Όπως και να το κάνεις, ήταν παιδί ακόμα. Και όπως λέει η γριά η Μαρίκω «ο ύπνος τρέφει το παιδί». Είχε ήδη πει με το νου του τα κάλαντα πόρτα πόρτα σε όλο το χωριό, όταν γαβγίσματα και βελάσματα τον ξύπνησαν. Αναστατώθηκε, αλλά δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Μόνο το απόγευμα, όταν γύρισε στο μαντρί και μετρήθηκε το κοπάδι κατάλαβε ότι τρεις προβατίνες χάθηκαν.

- Παραμονή Χριστουγέννων να μας βρει τέτοιο κακό; Πώς να το πω στον άρρωστο πατέρα σου; του φώναζε οργισμένη η μάνα του. Τον αγαπούσε τον πρωτότοκό της, όπως και τα άλλα τα παιδιά της η κυρα-Σεβαστή, μα τρεις προβατίνες ήταν λογαριασμός. Δώδεκα ήταν όλες κι όλες που της έδωσε προίκα ο πατέρας της σαν την πάντρεψε σε ηλικία δεκατεσσάρων. Πρόβατο στο σπίτι έτρωγαν μόνο το Πάσχα. Διάλεγε ο κύρης την πιο γέρικη προβατίνα και την έσφαζε. Τα πρόβατα ήταν ή περιουσία τους. Αυτά τους ζούσαν. Και μόνο αν λύκος έκοβε κανένα άτυχο ζωντανό και πρόφταινα να το αρπάξουν από τα δόντια του και να το σφάξουν, και πάλι μόνο αν έβγαζε αίμα θα έβραζε στο τσουκάλι τους κόκκινο κρέας. Για τις άλλες γιορτινές μέρες είχαν τις πουλάδες στην αυλή τους. Γι αυτό και ήταν μεγάλη η συμφορά να χάσουν πρόβατα.

xarakopoulos4


- Τσακίσου πήγαινε στον μπαρμπα-Καλλίνικο. Να, πάρε αυτόν το σουγιά και ζήτα του να διαβάσει την ευχή «κουρτ αγζί μπαγλαμάκ» να δέσουμε το στόμα του λύκου, να μη φάει τα καημένα τα χαϊβάνια, τον διέταξε η μάνα και εκείνος έτρεξε κατά πως του παρήγγειλε η κυρα-Σεβαστή για να αποφύγει το ξέσπασμα της οργής της στην πλάτη του.

Ο μπαρμπα-Καλλίνικος ήταν για τα μέτρα της εποχής ο γραμματιζούμενος του χωριού. Είχε βγάλει το σχολαρχείο και ο πατέρας του τον είχε γράψει στη σχολή του Τιμίου Προδρόμου στο Ζιτζί ντερέ της Καισαρείας που έβγαζε παπάδες. Η μοίρα του όμως ήταν να μην τελειώσει τη σχολή γιατί μεσολάβησε η καταστροφή της Σμύρνης και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Ήταν σωστός και θρήσκος άνθρωπος, άμα δεν ήθελε να γίνει παπάς.

- Στα τόσα κακά που έκανε το «μουαμπαντελέ» έκανε κι ένα καλό, πήρε από πάνω μου το ράσο, έλεγε για την αναγκαστική ανταλλαγή που επέβαλε η συνθήκη της Λοζάνης. Ο μπαρμπα-Καλλίνικος, λοιπόν, διάβαζε και έγραφε όχι μόνο τη λόγια γλώσσα, αλλά και λατινικά και οθωμανικά. Φεύγοντας από το Ζιτζί ντερέ είχε πάρει μαζί του πολλά βιβλία. Ο σχολάρχης τα μοίρασε στα παιδιά ελπίζοντας μια μέρα να ξαναστήσει το σχολαρχείο στη νέα πατρίδα. Όμως, με την καταστροφή και την προσφυγιά έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, δεν ξαναβρέθηκαν και δεν έσμιξαν και πάλι. Ίσως ο σχολάρχης να μην τα κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα και το όνειρό του έμεινε απραγματοποίητο.

Ένα από αυτά τα θρησκευτικά βιβλία ήταν στα καραμανλήδικα. Είναι αυτή η γραφή με ελληνικά γράμματα στην τουρκική γλώσσα, που επινόησαν για να μη χάσουν την ελληνική τους συνείδηση οι Ρωμιοί της Καππαδοκίας που αναγκάστηκαν στη μακρά δουλεία να τουρκοφωνήσουν. Στα καραμανλήδικα είχαν τα ευαγγέλιά τους, τον απόστολο και όλη τη λειτουργία. Σε αυτή και τους ψαλμούς του Δαυίδ, της Σοφίας Σολομώντος το ανάγνωσμα, αλλά και ευχές για κάθε περίσταση. Αυτό το τελευταίο ήταν και το πιο χρηστικό. Σ’ αυτό ήταν και η ευχή «κουρτ αγζι μπαγλαμάκ», που θα πει δέσιμο του στόματος του λύκου. Εκτός από την ευχή, απαραίτητος ήταν και ένας σουγιάς, τον οποίο ο μπαρμπα-Καλλίνικος έκλεινε διαβάζοντας την ευχή. Και τούτο συμβόλιζε το κλείσιμο, το δέσιμο του στόματος του λύκου. Και άμα έβρισκαν τα ζωντανά θα έπρεπε να ανοίξουν τον σουγιά, να ελευθερωθεί και ο λύκος γιατί κι αυτό ζωντανό του Θεού είναι. Έκλεισε ο μπαρμπα-Καλλίνικος το σουγιά διαβάζοντας κάτι ακατάληπτα για τον Κωνσταντή λόγια.

- Μάνα, μάγια έκανε ο μπαρμπα-Καλλίνικος; Τόλμησε ο μικρός τσοπάνης να ρωτήσει την κυρα-Σεβαστή και άστραψε το πρόσωπό του από το χαστούκι.

- Μη λες βλαστήμιες και σου τα’ χω μαζεμένα, του είπε η μάνα του αποτρέποντας κάθε σκέψη για την προέλευση μιας ευχής που έμοιαζε περισσότερο με μαγγανεία παρά με ορθόδοξη τελετή.

Άρχιζε να σουρουπώνει, και ο Κωνσταντής έτρεξε να αλλάξει ρούχα για να πει με τους φίλους του τα κάλαντα. Είχε σχεδόν επιβεβαιωθεί στις ονειρικές προβλέψεις του. Η κυρα-Μέλπω του έδωσε ξερά δαμάσκηνα, ο μπαρμπα-Ανέστης ξερά κορόμηλα και η Ελέκ μελομακάρονα. Κανείς δεν τους είχε δώσει παράδες. Ούτε πεντάρα. Ήταν δύσκολη χρονιά το 1950. Ο εμφύλιος είχε τελειώσει, αλλά όλοι μετρούσαν τις πληγές του.
Έφτασε στο σπίτι του παππού του. Ήταν ο αγαπημένος του εγγονός, μια και από αυτόν άκουσε το όνομά του. Ο παππούς, όμως, είχε χάσει τη γυναίκα του και είχε έρθει σε δεύτερο γάμο με μια κοκόνα που ατύχησε και αυτή στον πρώτο της γάμο. Η μπαμπόγρια, όπως την έλεγε πίσω από την πλάτη της ο Κωνσταντής, δεν συμπαθούσε και πολύ τα εγγόνια του άνδρα της. Για τούτο και όταν είπαν τα κάλαντα, ο παππούς πήρε τρία πορτοκάλια να δώσει στα παιδιά για τις ευχές τους. Και ήταν μπερεκετλίδικες οι ευχές για τον νοικοκύρη. Τι να μη ραγίσει πέτρα στο σπιτικό του, τι χρόνους πολλούς να ζήσει, με παινέματα οι μικροί καλαντιστές αποσπούσαν τα καλούδια από σπίτι σε σπίτι. Έδωσε τα πορτοκάλια στα παιδιά που ήταν παρέα του Κωνσταντή και όταν έφτασε η σειρά του εγγονού έμπηξε ένα τάλιρο στο πορτοκάλι και του το έδωσε φιλώντας τον σταυρωτά. Ο Κωνσταντής, που είχε μάθει πια την τελετουργία για να μην ακούει ο παππούς κρεβατομουρμούρα για το χουβαρνταλίκι του από την κοκόνα, έσκυψε και του φίλησε το χέρι.

Ανήμερα τα Χριστούγεννα μπορεί χιόνι να μην είχε, αλλά τα πρόβατα θα έμεναν στη στάνη για να εκκλησιαστεί η οικογένεια. Ο πατέρας ξύπνησε σήμερα καλύτερα, αλλά δεν θα πήγαινε στην εκκλησία. Θα του έφερναν αντίδωρο τα παιδιά. Νωρίς νωρίς ο Κωνσταντής και η κυρα-Σεβαστή, με τη βοήθεια του Νικόλα, άρμεξαν τα πρόβατα και άπλωσαν το σανό στις σχάρες. Πλύθηκαν, έβαλαν τα καλά τους και πήγαν στην εκκλησιά. Είχε χτυπήσει δεύτερη καμπάνα. Οι ψαλτάδες έψελναν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» όταν οι οικογένεια του Χαραλάμπη διάβαινε την πόρτα της εκκλησιάς. Ο Κωνσταντής χάλασε το τάλιρο του παππού και με τη μια δραχμή, όπως του είχε πει στο σπίτι η μάνα του, πήρε μια μεγάλη λαμπάδα να την ανάψει στον γεννηθέντα Χριστό για να βρει ο πατέρας του την υγεία του. Ανάβοντάς την, ο μικρός ζήτησε να γιάνει σύντομα ο κύρης του και τότε, βλέποντας την εικόνα της γέννησης με τους αμνούς στη φάτνη, θυμήθηκε και τα τρία απολωλότα πρόβατα και ζήτησε από τον μικρό Χριστό να ξανασμίξουν στο κοπάδι.

Ο παπά-Λάμπρος σήμανε απόλυση. Πήραν από τα χέρια του το αντίδωρο και ασπάσθηκαν ο ένας τον άλλον ανταλλάσοντας ευχές. Πριν προλάβουν να βγουν από την εκκλησία για να κατευθυνθούν στο σπίτι, άκουσαν χαρούμενες φωνές από άλλα παιδιά.

- Γιαλατζί Γιαννίκκο, εσύ και τα μερομήνια σου! Το χιόνι έπεφτε πυκνό. Είχε σχεδόν καλύψει τη γη. Έτρεξαν να δώσουν το αντίδωρο στον άρρωστο πατέρα τους, που τον βρήκαν έξω να ανοίγει την πόρτα της στάνης.
- Μα τι κάνεις έξω, πατέρα!
- Άκουσα τρεις προβατίνες να βελάζουν έξω από το μαντρί. Είναι κρίμα να ξεπαγιάσουν τα ζωντανά. Τι λες, Κωνσταντή;
Ο μικρός ξεφυσώντας με ανακούφιση πρόσφερε το αντίδωρο στην πατέρα του, και καθώς εκείνος τους φιλούσε στο μέτωπο, ήρθαν στο νου του τα ακαταλαβίστικα της ευχής του μπαρμπα-Καλλίνικου: «και απολωλώς ην και ευρέθη».

*Από τη συλλογή διηγημάτων του Μάξιμου Χαρακόπουλου «Εκ νεότητός μου», εκδόσεις βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας και συγγραφέας των βιβλίων “Ρωμιοί της Καππαδοκίας”, “Ενθύμιον Πανηγύρεως”, “Εκ νεότητός μου”, “Δείγματα γραφής” και “Για την ταμπακιέρα”.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

BEST OF NETWORK

Δείτε Επίσης