Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Δούκας Χατζηδούκας: «Θα μπορούσα να γίνω ένας πολύ καλός οικογενειάρχης»
Δούκας Χατζηδούκας: «Θα μπορούσα να γίνω ένας πολύ καλός οικογενειάρχης»
Τα παπούτσια του είναι αναμφίβολα το αγαπημένο φετίχ των γυναικών. Μπορεί να διατηρεί χαμηλό προφίλ, όμως κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του brand και να γίνει ο μοναδικός Έλληνας σχεδιαστής πολυτελών υποδημάτων.
Kυριακή απόγευμα στο showroom του Δούκα στη Βασιλέως Γεωργίου. Ένας καινούριος χώρος στον έκτο όροφο μιας παλιάς, αρχοντικής πολυκατοικίας των Αθηνών. Με μίνιμαλ στιλ, κλασικά στοιχεία και λουσμένο στο φως. Πολύ φως. Σε ένα λιτό μαύρο τραπέζι στο σαλόνι βρίσκονται οι γόβες με τα διάσημα τακούνια του: Deville, Blush, Silhouette. Αλλά εγώ έχω βάλει στο μάτι μια καινούρια μυτερή γόβα, την Caviar Pearl. Πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, ζητώ να τη δικιμάσω. Πώς να αντισταθείς; Περπατάω πάνω κάτω στο μαύρο χαλί και ονειρεύομαι ότι είμαι σε κοκτέιλ πάρτι και τις φοράω με μαύρο εφαρμοστό φόρεμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δούκας, εκτός από την Ελλάδα, πουλάει σε Λονδίνο, Παρίσι, Μόσχα, Ισραήλ, Μαϊάμι, ενώ το eshop του κάνει ρεκόρ πωλήσεων, με ένα κοινό που τον ακολουθεί πιστά όλα αυτά τα χρόνια. Και να σκεφτεί κανείς πως είναι ο ορισμός του αυτοδημιούργητου.
Ο Δούκας –το όνομα το πήρε από τον παππού του– γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του δούλευε στον ΟΣΕ και η μαμά του ήταν φιλόλογος. Ο ένας του παππούς ήταν μεγαλέμπορος στο Φανάρι και ο άλλος είχε περάσει για λίγο διάστημα από την τέχνη του τσαγκάρη. Τα πρώτα γονιδιακά ψήγματα επιχειρηματικότητας και υποδηματοποιίας είχαν ήδη περάσει από γενιά σε γενιά. «Είχα δύσκολη εφηβεία. Μου άρεσε η ζωγραφική, ο αθλητισμός, έβλεπα με τις ώρες MTV και φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν σταρ. Ήμουν καλός μαθητής, απουσιολόγος, αλλά παράλληλα στα διαλείμματα μοίραζα flyers για πάρτι. Ήμουν λίγο αλητάκι. Στα 16 μου δούλευα κρυφά το βράδυ σε μαγαζί, για να μαζέψω λεφτά και να πάω στη Μύκονο. Ξεκινούσα τη δουλειά στις 9.30 και έφευγα κατά τη 1.00. Οι δικοί μου νόμιζαν ότι απλά είχα βγει. Ήταν πολύ αυστηροί. Ειδικά η μαμά μου. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η σύγκρουση ήταν μεγάλη. Όμως είχα αρχές. Ήξερα πάντα τι ήθελα να κάνω και δεν ξέφευγα ποτέ από τα όρια. Δεν είχα, για παράδειγμα, ποτέ την ανάγκη να πάρω ναρκωτικά για να είμαι καλά.
Είχα πάντα μέσα μου μια συστολή και μια εσωτερική πειθαρχία, αλλά ταυτόχρονα ήμουν αντιδραστικός. Στην Γ’ λυκείου θα πηγαίναμε πενθήμερη στην Κύπρο. Εγώ είπα τάχα ότι θα πάω με το σχολείο, πήρα τα λεφτά από τους γονείς μου και ήρθα στην Αθήνα. Ο λόγος; Είχα γνωρίσει στη Μύκονο τον Στέφανο Ζαούση, stylist του ΚΛΙΚ, και θα κάναμε μια φωτογράφιση για τις γενιές των νέων. Εγώ ανήκα –σύμφωνα με το περιοδικό πάντα– στη γενιά του Fuzz. Και τη συνέντευξη μου την είχαν κάνει ο Πέτρος Κωστόπουλος και η Σοφία Κιντή. Θυμάμαι ότι είχα πει πως η Vogue ήταν η βίβλος για μένα. Όχι πως ήμουν fashion victim. Δεν υπήρξα ποτέ. Αλλά δεν ντυνόμουν και με το κολεγιακό στιλ που ήθελαν να μου επιβάλλουν.
Μου άρεσε να διαφοροποιούμαι. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο σχολείο με τη φόρμα και μέσα στη σχολική τσάντα είχα άλλα ρούχα για να αλλάξω, επειδή θα πηγαίναμε για καφέ. Γενικά έχω πει πολλά ψέματα στους γονείς μου για να κάνω αυτό που θέλω. Δεν θα ξεχάσω που όταν έδωσα πανελλήνιες δήλωσα κρυφά την Αθήνα. Και πέρασα στο ΤΕΙ εμπορίας και διαφήμισης. Οι δικοί μου ούτε να το ακούσουν. Έκαναν τα πάντα για να πάρω μετεγγραφή στη Θεσσαλονίκη. Και τα κατάφεραν. Εγώ ούτε να το ακούσω, την έσκισα και παρέμεινα στην Αθήνα. Όταν, από κάποιο διάστημα και μετά, σταμάτησαν να μου δίνουν χρήματα, ξεκίνησα να δουλεύω. Δεν το συζήταγα να γυρίσω πίσω. Η Θεσσαλονίκη μού άρεσε, αλλά ήταν μια πόλη που με έπνιγε. Ήθελα να βγω στη δουλειά, να βγάλω χρήματα και να κάνω τη δική μου ζωή».
Ο Δούκας –το όνομα το πήρε από τον παππού του– γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του δούλευε στον ΟΣΕ και η μαμά του ήταν φιλόλογος. Ο ένας του παππούς ήταν μεγαλέμπορος στο Φανάρι και ο άλλος είχε περάσει για λίγο διάστημα από την τέχνη του τσαγκάρη. Τα πρώτα γονιδιακά ψήγματα επιχειρηματικότητας και υποδηματοποιίας είχαν ήδη περάσει από γενιά σε γενιά. «Είχα δύσκολη εφηβεία. Μου άρεσε η ζωγραφική, ο αθλητισμός, έβλεπα με τις ώρες MTV και φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν σταρ. Ήμουν καλός μαθητής, απουσιολόγος, αλλά παράλληλα στα διαλείμματα μοίραζα flyers για πάρτι. Ήμουν λίγο αλητάκι. Στα 16 μου δούλευα κρυφά το βράδυ σε μαγαζί, για να μαζέψω λεφτά και να πάω στη Μύκονο. Ξεκινούσα τη δουλειά στις 9.30 και έφευγα κατά τη 1.00. Οι δικοί μου νόμιζαν ότι απλά είχα βγει. Ήταν πολύ αυστηροί. Ειδικά η μαμά μου. Και όπως ήταν αναμενόμενο, η σύγκρουση ήταν μεγάλη. Όμως είχα αρχές. Ήξερα πάντα τι ήθελα να κάνω και δεν ξέφευγα ποτέ από τα όρια. Δεν είχα, για παράδειγμα, ποτέ την ανάγκη να πάρω ναρκωτικά για να είμαι καλά.
Είχα πάντα μέσα μου μια συστολή και μια εσωτερική πειθαρχία, αλλά ταυτόχρονα ήμουν αντιδραστικός. Στην Γ’ λυκείου θα πηγαίναμε πενθήμερη στην Κύπρο. Εγώ είπα τάχα ότι θα πάω με το σχολείο, πήρα τα λεφτά από τους γονείς μου και ήρθα στην Αθήνα. Ο λόγος; Είχα γνωρίσει στη Μύκονο τον Στέφανο Ζαούση, stylist του ΚΛΙΚ, και θα κάναμε μια φωτογράφιση για τις γενιές των νέων. Εγώ ανήκα –σύμφωνα με το περιοδικό πάντα– στη γενιά του Fuzz. Και τη συνέντευξη μου την είχαν κάνει ο Πέτρος Κωστόπουλος και η Σοφία Κιντή. Θυμάμαι ότι είχα πει πως η Vogue ήταν η βίβλος για μένα. Όχι πως ήμουν fashion victim. Δεν υπήρξα ποτέ. Αλλά δεν ντυνόμουν και με το κολεγιακό στιλ που ήθελαν να μου επιβάλλουν.
Μου άρεσε να διαφοροποιούμαι. Θυμάμαι ότι πήγαινα στο σχολείο με τη φόρμα και μέσα στη σχολική τσάντα είχα άλλα ρούχα για να αλλάξω, επειδή θα πηγαίναμε για καφέ. Γενικά έχω πει πολλά ψέματα στους γονείς μου για να κάνω αυτό που θέλω. Δεν θα ξεχάσω που όταν έδωσα πανελλήνιες δήλωσα κρυφά την Αθήνα. Και πέρασα στο ΤΕΙ εμπορίας και διαφήμισης. Οι δικοί μου ούτε να το ακούσουν. Έκαναν τα πάντα για να πάρω μετεγγραφή στη Θεσσαλονίκη. Και τα κατάφεραν. Εγώ ούτε να το ακούσω, την έσκισα και παρέμεινα στην Αθήνα. Όταν, από κάποιο διάστημα και μετά, σταμάτησαν να μου δίνουν χρήματα, ξεκίνησα να δουλεύω. Δεν το συζήταγα να γυρίσω πίσω. Η Θεσσαλονίκη μού άρεσε, αλλά ήταν μια πόλη που με έπνιγε. Ήθελα να βγω στη δουλειά, να βγάλω χρήματα και να κάνω τη δική μου ζωή».
Την περίοδο των φοιτητικών του χρόνων γνωρίστηκε με τη make-up artist Κερασία Κούη. Μια καρμική σχέση, αφού μετά από όλα αυτά τα χρόνια είναι κάτι παραπάνω από φίλοι. Είναι οικογένεια. Και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό του Δούκα. Όλες του τις φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις, στις οποίες επένδυσε τα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, τις διατηρεί μέχρι σήμερα. Είναι πιστός φίλος. Και πάντα εκεί όταν τον χρειάζεσαι. Οποιαδήποτε ώρα και στιγμή. «Με την Κερασία ήμασταν δυο “ψωνισμένα” παιδιά, που μας άρεσε να πηγαίνουμε στη σχολή με ταξί, για καφέ στο Κολωνάκι και συχνά στο θέατρο. Είχαμε μια τάση διαφοροποίησης –νομίζαμε ότι κάτι ήμασταν–, χωρίς όμως να ενοχλούμε τους άλλους. Είχε πλάκα όλο αυτό. Όταν οι δικοί μου σταμάτησαν να μου δίνουν χρήματα, δούλεψα λίγο σαν μοντέλο –ήμουν στο πρακτορείο της Agence– και είχα κάνει κάποιες δουλειές.
Όμως τα πρότυπά μου ήταν πολύ ψηλά και ήξερα ότι, επειδή δεν είχα τις πιο καλές προδιαγραφές, θα ήμουν ένα μέτριο μοντέλο. Ποιος ήταν ο λόγος, λοιπόν, να κάνω κάτι μέτριο και να σέρνομαι από το ένα κάστινγκ στο άλλο;». Και κάπου εκεί εμφανίστηκε στη ζωή του το styling, η αφορμή για να μπει αργότερα για τα καλά στο χώρο της μόδας. «Ήμουν βοηθός στιλίστα στον Τάκη Τσαντίλη και είναι τιμή μου που δούλεψα μαζί του. Επειδή είχα μια πολύ ραφιναρισμένη ματιά για τα πράγματα, γρήγορα άρχισαν να με εμπιστεύονται και τα περιοδικά και οι καλλιτέχνες. Με τον Τάκη είχαμε πάει και σε μεγάλα σόου. Ακόμα θυμάμαι ότι είχα πάει στο σόου του Armani και από την άγνοια και το τρακ φορούσα μπλουζάκι Ralph Lauren και μου φώναζε ο Τσαντίλης να το βγάλω, γιατί ήταν του ανταγωνιστή του!». Ήταν η περίοδος που η πρώτη του επαφή με τα παπούτσια ήταν να κατασκευάσει καλοκαιρινά σανδάλια, τα οποία άρχισε να δίνει σε κάποια μαγαζιά. Τα μαγαζιά που τον εμπιστεύτηκαν πρώτα ήταν αυτά που αργότερα θα φιλοξενούσαν και τις διάσημες γόβες του. «Πάντα μου άρεσαν τα αξεσουάρ. Και ήθελα να ασχοληθώ με αυτά.
Το styling είχε αρχίσει να με κουράζει και επιπλέον τα χρήματα δεν έφταναν. Αισθανόμουν ότι ο κύκλος είχε αρχίσει να επαναλαμβάνεται. Είχα ανάγκη, όχι να γίνω σχεδιαστής –και σήμερα ακόμα δεν το λέω, λέω ότι κάνω art direction–, αλλά να κάνω κάτι πιο δημιουργικό. Τα σανδάλια στην αρχή με έβαζαν μέσα. Αλλά επέμεινα. Και έκανα δυο δουλειές. Το πρωί μπορεί να έκανα ποιοτικό έλεγχο στα σανδάλια, αργότερα να ήμουν καλεσμένος σε μια εκπομπή και το βράδυ να βρισκόμουν στο σπίτι της Καίτης Γαρμπή για να σετάρουμε ρούχα για το μαγαζί».
Παπούτσια-φετίχ. Χωρίς καμία αμφιβολία. Εκείνος έχει δικά του φετίχ; «Μου αρέσει οι γυναίκες να είναι θηλυκές. Τα παπούτσια να είναι λεπτά, να έχουν καμπύλες. Δεν μου αρέσει το ανδρόγυνο στιλ. Και πάντα προτιμούσα τα αξεσουάρ από το να κάνω ρούχα. Με ιντρίγκαρε περισσότερο η μικρή λεπτομέρεια που διαφοροποιεί όλο το λουκ. Ίσως το μέγεθος τελικά να είναι το δικό μου φετίχ. Άλλωστε, για μένα, η εικόνα ξεκινάει από τα μαλλιά –να βλέπεις δηλαδή ένα ωραίο, περιποιημένο κεφάλι– και καταλήγει στα παπούτσια». Αναρωτιέμαι πώς δέχτηκαν τα καταστήματα ένα νέο Έλληνα σχεδιαστή παπουτσιών, κάτι στο οποίο δεν ήταν άλλωστε συνηθισμένα. «Πολύ δύσκολα. Με σνομπισμό και απόρριψη. Όμως δεν είχαν όλα τα μαγαζιά την ίδια αντιμετώπιση απέναντί μου. Δεν είναι τυχαίο ότι δουλεύω με τα ίδια καταστήματα από τότε που ξεκίνησα μέχρι σήμερα. Και τώρα πια, το γεγονός ότι με έχουν αποδεχτεί είναι μια ικανοποίηση. Όμως η πορεία δεν ήταν εύκολη. Μέχρι και πέρσι είχα απαυδήσει. Είχα περάσει πολύ μεγάλες δυσκολίες, ήταν μεγάλη σπατάλη χρημάτων, ο ανταγωνισμός ήταν κακός.
Ο κάθε ιδιοκτήτης, που ήθελε να παρουσιάσει ένα αντίστοιχο προϊόν και δεν μπορούσε, μου έβγαζε όλα του τα απωθημένα. Υπάρχει έλλειψη know-how στην κατασκευή τέτοιων προϊόντων, ενώ με έχουν αντιγράψει και ως παπούτσι και ως brand. Πέρσι το καλοκαίρι καταστρέψαμε 500 ζευγάρια-μαϊμού. Όμως κάτι με κράτησε τελευταία στιγμή, επέμεινα κι άλλο. Κι ευτυχώς δικαιώθηκα. Νομίζω ότι πλέον αισθάνομαι καλά που μπορέσαμε να δημιουργήσουμε ένα ελληνικό προϊόν εφάμιλλο των ξένων».
Και η προσωπική ζωή πού είναι μέσα σε όλα αυτά; «Αναγκαστικά περνάει σε δεύτερη μοίρα. Κυρίως οι φίλοι μου. Δεν μου μένει πολύς χρόνος με τη δουλειά και ο λίγος που απομένει πάει μοιραία σε μια σχέση. Έκανα πάντα σχέσεις. Δεν μου αρέσουν τα shortcut πράγματα. Πιστεύω, δηλαδή, πως αν ήμουν οικογενειάρχης, θα ήμουν πολύ καλός. Αλλά δεν είμαι των μεγάλων ευθυνών. Πιστεύω στον Θεό και πως οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι για να είναι σε κοινωνία. Πιστεύω ότι η μοναξιά φέρνει τον τυχοδιωκτισμό, και αυτό δεν μου αρέσει. Αν κάτι με βοήθησε πολύ, ήταν η ψυχανάλυση. Πήγα γιατί είχα πάθει ένα overdose με τη δουλειά και ήθελα να διαχειριστώ όλη αυτή τη δυσκολία. Τώρα έχω μάθει να κάνω πράγματα και για μένα».
Ένας σταθμός της καριέρας του είναι η συνεργασία με την Estée Lauder και το must-have βραχιολάκι του για τον καρκίνο του μαστού, που έγινε και φέτος sold out και θα επανακυκλοφορήσει. «Για μένα αυτή η ιστορία είναι κάτι πιο βαθύ, πιο ουσιαστικό. Ήμουν μικρός όταν έχασα τη θεία μου από καρκίνο του μαστού. Πέθανε νέα. Και τότε αυτό ήταν ταμπού. Όταν η Πελίνα Θεμελή από την Estée Lauder –η οποία επίσης με έχει βοηθήσει πολύ– μου πρότεινε αυτή τη συνεργασία, ήταν σαν ένα ηθικό χρέος. Όταν γνώρισα την Evelyn Lauder, η οποία πέθανε μετά από τρεις μήνες από καρκίνο, ήταν ένα ακόμα σοκ. Όταν γνώρισα γυναίκες που πολεμούν αυτή τη νόσο, ήρθα αντιμέτωπος και με την ουσία των πραγμάτων, με τη ματαιότητα της ζωής. Είναι ωραίες οι εκδηλώσεις και για καλό σκοπό. Αλλά ο σκοπός που υπάρχει από πίσω είναι κάτι που κουβαλώ μέσα μου σαν μια διαρκή υπενθύμιση για το πόσο σημαντική είναι η ζωή».
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα