Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Το (οριστικό) σχίσμα των χριστιανικών Εκκλησιών (1054)
Το (οριστικό) σχίσμα των χριστιανικών Εκκλησιών (1054)
Το «Ακακιανό» σχίσμα (484 – 519) – Το δεύτερο σχίσμα «του Φωτίου»(867 – 879 / 880) – H τεταρτογαμία του Λέοντα ΣΤ’-Αιτίες και αφορμές για το τρίτο και οριστικό σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (354) – Απόηχος και συνέπειες του οριστικού σχίσματος των δύο Εκκλησιών
Ανάμεσα σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα το τελευταίο χρονικό διάστημα ,κυρίαρχη θέση τείνει να καταλάβει και η επανεμφάνιση της ισλαμικής τρομοκρατίας, προς το παρόν, στη Γαλλία. Ας ελπίσουμε ότι η φωτιά που πάει ν’ ανάψει θα σβήσει έγκαιρα και δεν θα πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις…
Η έξαρση των θρησκευτικών παθών αυτές τις μέρες ,μας έφερε στο μυαλό μια άλλη θρησκευτική διένεξη μεταξύ Χριστιανών όμως, που οδήγησε τελικά στο οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών το 1054. Πώς όμως φτάσαμε σ’ αυτό το σχίσμα; Ήταν ένα γεγονός που οφειλόταν σε κάποιες δογματικές διαφωνίες; Υπήρχαν βαθύτεροι λόγοι για τη διάσπαση της Χριστιανικής Εκκλησίας;
Δυστυχώς στα σχολικά βιβλία δεν δίνεται η δέουσα σημασία σε αυτό το ιστορικό γεγονός, το οποίο είχε πολύ σημαντικές συνέπειες, όπως θα δούμε. Θα ασχοληθούμε λοιπόν σήμερα εκτενέστερα με το τρίτο σχίσμα των Εκκλησιών (1054) κάνοντας και αναφορά στα δύο προηγούμενα: το «Ακακιανό», το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και «στο σχίσμα του Φωτίου», που κλόνισε τα θεμέλια της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Το πρώτο «ακακιανό» σχίσμα (484-519)
Όπως γράφει η Δ. Πλακαλή στον «Βυζαντινό Δόμο» 10 – 11, 1999 – 2000, σελ. 179, το σχίσμα αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας απομάκρυνσης και αποξένωσης των δύο Εκκλησιών, που είχε ήδη αρχίσει από τον 3ο αιώνα και αυξανόταν σταδιακά έως την τελική του εκδήλωση.
Μετά την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τους Έρουλους και άλλα γερμανικά φύλα το 476, ο πάπας της Ρώμης βρέθηκε αποξενωμένος και απομονωμένος στην αιώνια πόλη και ζήτησε τη βοήθεια της ανατολικής αυτοκρατορίας, δηλαδή του Βυζαντίου. Όμως πάνω στα θρησκευτικά και δογματικά ζητήματα καταγράφηκαν διαφωνίες, γεγονός το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει σταδιακά η κρίση μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Η έναρξη της διάστασης εκδηλώθηκε με την κρίση που από την έρευνα θεωρείται ως το πρώτο σχίσμα των Εκκλησιών. Βασική αιτία αυτής της διαμάχης ήταν η περί «πρεσβείων» και «πρωτείων» εμμονή του πάπα, που υποστήριζε την άποψη ότι η Δυτική Εκκλησία ήταν αρχαιότερη της Ανατολικής και ότι οι πάπες της Ρώμης ήταν στην ουσία οι διάδοχοι του Ιησού Χριστού, καθώς ήταν απευθείας απόγονοι του Αποστόλου Πέτρου, που θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης. Εκείνη την εποχή το Βυζάντιο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τη διαμάχη ορθόδοξων και μονοφυσιτών.
Ο αυτοκράτορας Ζήνωνας με το Ενωτικό διάταγμα (482) προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα. Τότε όμως ο πάπας Φήλιξ ο Γ’ θέλοντας να διαμαρτυρηθεί για τον 28ο κανόνα της Δ’ ΟικουμενικήςΣυνόδου της Χαλκηδόνας (451), με τον οποίο αναγνωριζόταν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ίσα πρεσβεία τιμής προς τον πάπα της Ρώμης, αφόρισε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ακάκιο και προσπάθησε να επέμβει στα δογματικά ζητήματα της Ανατολικής αυτοκρατορίας. Ο Φήλιξ διαγράφηκε από τα δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον Ακάκιο και έτσι φτάσαμε στο πρώτο, το λεγόμενο «ακακιανό» σχίσμα των δύο Εκκλησιών. Η άρση του σχίσματος έγινε το 519 από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Α’(θείο του Ιουστινιανού Α’). Σ’ αυτό συνέβαλε η προοπτική της ανακατάληψης των δυτικών κτήσεων της αυτοκρατορίας από τα γερμανικά φύλα, που όπως γράφει εύστοχα ο Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης έκανε αυτή την άρση πραγματική αναγκαιότητα.
Το δεύτερο σχίσμα («Φωτίειον»)(867 – 879 / 880)
Από τα μέσα είδη του 8ου αιώνα οι πάπες αποτελούσαν ανερχόμενη δύναμη στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο. Μάλιστα μεταξύ 754 – 756 δημιούργησαν το λεγόμενο παπικό κράτος, το οποίο έγινε ιδιαίτερα ισχυρό χάρη στη στήριξη του ιδρυτή της δυναστείας των Καρολιδών, Πεπίνου Γ’ του Βραχέως.
Οι πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν στο δεύτερο σχίσμα των δύο Εκκλησιών που έμεινε στην ιστορία και ως «Φωτίειον» λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου σ’ αυτό του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιου, ο οποίος εκτός από θρησκευτικός ταγός ήταν και σπουδαίος πνευματικός άντρας, ήταν οι εξής: ο περιορισμός των κτηματικών περιουσιακών στοιχείων του πάπα Νικολάου Α’(858 – 867) μετά από ενέργειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ του «Μέθυσου», αλλά κυρίως η υπαγωγή των Βουλγάρων στην Ορθόδοξη Εκκλησία μετά από ενέργειες του Φώτιου κι ενώ γύρω στο 863 – 864 είχαν σχεδόν αποδεχθεί τον ρωμαιοκαθολικισμό.
Ο βασικός δογματικός λόγος για το δεύτερο σχίσμα ήταν η εμμονή των Δυτικών με το filioque(«και εκ του Υιού»), ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Πατέρα (Θεό) και από τον Υιό( Ιησού Χριστό). Ο Πατριάρχης Ιγνάτιος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και ο Φώτιος, εκκλησιαστικός λόγιος και συγγραφέας εκπληκτικής μόρφωσης, πέρασε από όλα τα εκκλησιαστικά αξιώματα μέσα σε μια βδομάδα και τα Χριστούγεννα του 858 ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο. Το 863 ο πάπας Νικόλαος Α’ συγκάλεσε σύνοδο στηΡώμη, που αναθεμάτισε τον Φώτιο, ο οποίος τον Αύγουστο του 867 συγκαλώντας αντισύνοδο στην Κωνσταντινούπολη αναθεμάτισε τον Νικόλαο.
Η έξαρση των θρησκευτικών παθών αυτές τις μέρες ,μας έφερε στο μυαλό μια άλλη θρησκευτική διένεξη μεταξύ Χριστιανών όμως, που οδήγησε τελικά στο οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών το 1054. Πώς όμως φτάσαμε σ’ αυτό το σχίσμα; Ήταν ένα γεγονός που οφειλόταν σε κάποιες δογματικές διαφωνίες; Υπήρχαν βαθύτεροι λόγοι για τη διάσπαση της Χριστιανικής Εκκλησίας;
Δυστυχώς στα σχολικά βιβλία δεν δίνεται η δέουσα σημασία σε αυτό το ιστορικό γεγονός, το οποίο είχε πολύ σημαντικές συνέπειες, όπως θα δούμε. Θα ασχοληθούμε λοιπόν σήμερα εκτενέστερα με το τρίτο σχίσμα των Εκκλησιών (1054) κάνοντας και αναφορά στα δύο προηγούμενα: το «Ακακιανό», το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό και «στο σχίσμα του Φωτίου», που κλόνισε τα θεμέλια της Χριστιανικής Εκκλησίας.
Το πρώτο «ακακιανό» σχίσμα (484-519)
Όπως γράφει η Δ. Πλακαλή στον «Βυζαντινό Δόμο» 10 – 11, 1999 – 2000, σελ. 179, το σχίσμα αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας διαδικασίας απομάκρυνσης και αποξένωσης των δύο Εκκλησιών, που είχε ήδη αρχίσει από τον 3ο αιώνα και αυξανόταν σταδιακά έως την τελική του εκδήλωση.
Μετά την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τους Έρουλους και άλλα γερμανικά φύλα το 476, ο πάπας της Ρώμης βρέθηκε αποξενωμένος και απομονωμένος στην αιώνια πόλη και ζήτησε τη βοήθεια της ανατολικής αυτοκρατορίας, δηλαδή του Βυζαντίου. Όμως πάνω στα θρησκευτικά και δογματικά ζητήματα καταγράφηκαν διαφωνίες, γεγονός το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα να ξεσπάσει σταδιακά η κρίση μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Η έναρξη της διάστασης εκδηλώθηκε με την κρίση που από την έρευνα θεωρείται ως το πρώτο σχίσμα των Εκκλησιών. Βασική αιτία αυτής της διαμάχης ήταν η περί «πρεσβείων» και «πρωτείων» εμμονή του πάπα, που υποστήριζε την άποψη ότι η Δυτική Εκκλησία ήταν αρχαιότερη της Ανατολικής και ότι οι πάπες της Ρώμης ήταν στην ουσία οι διάδοχοι του Ιησού Χριστού, καθώς ήταν απευθείας απόγονοι του Αποστόλου Πέτρου, που θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος επίσκοπος της Ρώμης. Εκείνη την εποχή το Βυζάντιο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα από τη διαμάχη ορθόδοξων και μονοφυσιτών.
Ο αυτοκράτορας Ζήνωνας με το Ενωτικό διάταγμα (482) προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα. Τότε όμως ο πάπας Φήλιξ ο Γ’ θέλοντας να διαμαρτυρηθεί για τον 28ο κανόνα της Δ’ ΟικουμενικήςΣυνόδου της Χαλκηδόνας (451), με τον οποίο αναγνωριζόταν στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ίσα πρεσβεία τιμής προς τον πάπα της Ρώμης, αφόρισε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ακάκιο και προσπάθησε να επέμβει στα δογματικά ζητήματα της Ανατολικής αυτοκρατορίας. Ο Φήλιξ διαγράφηκε από τα δίπτυχα της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τον Ακάκιο και έτσι φτάσαμε στο πρώτο, το λεγόμενο «ακακιανό» σχίσμα των δύο Εκκλησιών. Η άρση του σχίσματος έγινε το 519 από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Α’(θείο του Ιουστινιανού Α’). Σ’ αυτό συνέβαλε η προοπτική της ανακατάληψης των δυτικών κτήσεων της αυτοκρατορίας από τα γερμανικά φύλα, που όπως γράφει εύστοχα ο Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης έκανε αυτή την άρση πραγματική αναγκαιότητα.
Το δεύτερο σχίσμα («Φωτίειον»)(867 – 879 / 880)
Από τα μέσα είδη του 8ου αιώνα οι πάπες αποτελούσαν ανερχόμενη δύναμη στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο. Μάλιστα μεταξύ 754 – 756 δημιούργησαν το λεγόμενο παπικό κράτος, το οποίο έγινε ιδιαίτερα ισχυρό χάρη στη στήριξη του ιδρυτή της δυναστείας των Καρολιδών, Πεπίνου Γ’ του Βραχέως.
Οι πολιτικοί λόγοι που οδήγησαν στο δεύτερο σχίσμα των δύο Εκκλησιών που έμεινε στην ιστορία και ως «Φωτίειον» λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου σ’ αυτό του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιου, ο οποίος εκτός από θρησκευτικός ταγός ήταν και σπουδαίος πνευματικός άντρας, ήταν οι εξής: ο περιορισμός των κτηματικών περιουσιακών στοιχείων του πάπα Νικολάου Α’(858 – 867) μετά από ενέργειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ του «Μέθυσου», αλλά κυρίως η υπαγωγή των Βουλγάρων στην Ορθόδοξη Εκκλησία μετά από ενέργειες του Φώτιου κι ενώ γύρω στο 863 – 864 είχαν σχεδόν αποδεχθεί τον ρωμαιοκαθολικισμό.
Ο βασικός δογματικός λόγος για το δεύτερο σχίσμα ήταν η εμμονή των Δυτικών με το filioque(«και εκ του Υιού»), ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Πατέρα (Θεό) και από τον Υιό( Ιησού Χριστό). Ο Πατριάρχης Ιγνάτιος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και ο Φώτιος, εκκλησιαστικός λόγιος και συγγραφέας εκπληκτικής μόρφωσης, πέρασε από όλα τα εκκλησιαστικά αξιώματα μέσα σε μια βδομάδα και τα Χριστούγεννα του 858 ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο. Το 863 ο πάπας Νικόλαος Α’ συγκάλεσε σύνοδο στηΡώμη, που αναθεμάτισε τον Φώτιο, ο οποίος τον Αύγουστο του 867 συγκαλώντας αντισύνοδο στην Κωνσταντινούπολη αναθεμάτισε τον Νικόλαο.
Τελικά η λύση δόθηκε από τον ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας Βασίλειο Α’, ο οποίος μετά τη δολοφονία του Μιχαήλ Γ’ φρόντισε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του Βυζαντίου με τον πάπα. Έτσι καθαίρεσε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Φώτιο και τον έκλεισε σε μοναστήρι. Πατριάρχης έγινε πάλι ο Ιγνάτιος. Αν και σε ειδική σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, την οποία μόνο η Δυτική Εκκλησία θεωρεί Οικουμενική, αφορίστηκε ο Φώτιος, αυτός επανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο μετά τον θάνατο του Ιγνάτιου(877) και σε νέα σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (879 – 880) δικαιώθηκε και μάλιστα ως το τέλος της βασιλείας του Βασιλείου Α’ είχε αποκατασταθεί πλήρως. Έτσι το 879 – 880 τερματίστηκε και το δεύτερο σχίσμα των δύο Εκκλησιών.
Τελικά ο Φώτιος παραγκωνίστηκε και εξορίστηκε ως το τέλος της ζωής του από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ Σοφό (παλιό μαθητή του). Τα γεγονότα που προηγήθηκαν όμως, αφορισμοί, αναθέματα, δογματικές διαμάχες, έριδες για τα πρωτεία κλπ, είχαν δηλητηριάσει τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Έτσι μοιραία οδηγηθήκαμε στο τρίτο και οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών (1054).
Η «τεταρτογαμία» του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού
Το τρίτο και οριστικό σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών έγινε το 1054. Από το «Φωτίειον σχίσμα» ως τότε, οι σχέσεις Ορθόδοξης και Δυτικής Εκκλησίας, ήταν σε γενικές γραμμές ομαλές. Διαταράχθηκαν μόνο στις αρχές του 10ου αιώνα με την λεγόμενη «τεταρτογαμία» του αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ του Σοφού (886-912), ο οποίος είχε νυμφευθεί σε πρώτο γάμο την Θεοφανώ. Το 896 πέθανε η μοναδική κόρη που είχαν αποκτήσει και τον επόμενο χρόνο και η αυτοκράτειρα, η οποία μάλιστα ανακηρύχθηκε αγία, για τον ενάρετο βίο της. Ο Λέων παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ερωμένη του Ζωή, κόρη του Στυλιανού Ζαούση. Κι αυτή όμως πέθανε το 899, χωρίς ν’ αφήσει απογόνους. Το 900, ο αυτοκράτορας νυμφεύθηκε με την Ευδοκία Βαϊανή η οποία πέθανε τον επόμενο χρόνο με το νεογέννητο παιδί της!
Ο Λέων, συνδέθηκε τότε με τη Ζωή την Καρβονοψίνα, με την οποία τον Σεπτέμβριο του 905, απέκτησε τον πολυπόθητο γιο και διάδοχο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο.
Το προσωνύμιο αυτό, το οφείλει στο ότι γεννήθηκε κατά την περίοδο της βασιλείας του πατέρα του, στην αίθουσα της Πορφύρας του βυζαντινού παλατιού. Κατ’ αναλογία, έχουμε και σήμερα στη χώρα μας «πορφυρογέννητους» πολιτικούς. Και πολλούς μάλιστα….
Παρά το χαρμόσυνο γεγονός, ο Λέων είχε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα. Ήδη ο τρίτος γάμος, ήταν αντίθετος με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και τους νόμους του κράτους. Μάλιστα, ο ίδιος ο Λέων είχε εκδώσει παλαιότερα διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν ο τρίτος γάμος και αποδοκιμαζόταν ο δεύτερος. Με πολλές επιφυλάξεις δόθηκε άδεια για τον (τρίτο) γάμο του με την Ευδοκία Βαϊανή. Γνώριζε ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να εγκριθεί ο τέταρτος γάμος του, αλλά έπρεπε να νομιμοποιήσει τον διάδοχό του.
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήταν τότε ο μαθητής του Φώτιου Νικόλαος Α’ Μυστικός, ένας σπουδαίος ιεράρχης, ο οποίος δέχτηκε να βαφτίσει με τις ανάλογες τιμές τον γιο του Λέοντα, με τον όρο να διώξει την ερωμένη του Ζωή από το παλάτι. Η βάφτιση έγινε στις 3 Ιανουαρίου 906, όμως τρεις μέρες αργότερα ο Λέων που είχε απομακρύνει τη Ζωή από το παλάτι, την ξαναέφερε σε αυτό και τον Απρίλιο του ίδιου έτους τη νυμφεύθηκε και την έστεψε Αυγούστα.
Οι σχέσεις Λέοντα και Πατριάρχη έφτασαν στα άκρα. Ο αυτοκράτορας στράφηκε στη Δυτική Εκκλησία και συγκάλεσε Σύνοδο στην Κων/πολη στην οποία έλαβαν μέρος παπικοί απεσταλμένοι αλλά και εκπρόσωποι των άλλων Πατριαρχείων, τα οποία υποστήριζαν τον αυτοκράτορα. Η Σύνοδος δέχθηκε «κατ’ οικονομία» τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα. Ο Νικόλαος Μυστικός παραιτήθηκε και εξορίστηκε (Φεβρουάριος 907). Τον διαδέχθηκε ο Ευθύμιος, ευσεβής κληρικός, αλλά «περιορισμένο πνεύμα». Το 911, ο Κωνσταντίνος Ζ’ στέφθηκε «συμβασιλεύς», όμως στο Βυζάντιο ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ οπαδών του Νικόλαου Μυστικού και του Ευθύμιου.
Ο Λέων λίγο πριν πεθάνει (912), ανακάλεσε τον Νικόλαο Μυστικό και τον επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο. Στην επιθανάτια μετάνοιά του, φαίνεται ότι αποκήρυξε το παράπτωμα της τεταρτογαμίας και ανέθεσε στον Νικόλαο «την εσφαλμένων εκείνην προαίρεσιν αποβάλλειν και την τετραγαμίαν, ήτις κακώς και αθέσμως εν τη του Θεού εκκλησία έδοξεν οικονομηθήναι και νυν τω αναθέματι παραδίδωμι και εις τον αιώνα τον άπαντα».
Μετά από μία περίοδο εντάσεων, ο Νικόλαος συγκάλεσε νέα Σύνοδο (920), με συμμετοχή και των οπαδών του Ευθύμιου, η οποία έκρινε τον τέταρτο γάμο άκυρο και αθέμιτο.
Τότε εκδόθηκε ο Τόμος Ενώσεως, που απαγόρευε ως «απόβλητον» τον τέταρτο γάμο, χωρίς όμως καμία αναφορά στην τεταρτογαμία του Λέοντα ΣΤ’.
Ο πάπας δέχθηκε να στείλει δύο αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη και να καταδικάσει τη διαμάχη που προκάλεσε ο τέταρτος γάμος του Λέοντα ΣΤ’. Έτσι οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών αποκαταστάθηκαν.
Το οριστικό σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054)
Παρά την προσωρινή συμφιλίωση των δύο Εκκλησιών, τα προβλήματα ήταν βαθύτερα και κάποια στιγμή η ρήξη των δύο πλευρών φαινόταν αναπόφευκτη. Αν και όλοι σήμερα συμφωνούν ότι το οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών έγινε το 1054 , οι βυζαντινές πηγές είναι ασαφείς. Έτσι, γίνεται λόγος για το έτος 1009, όταν για τελευταία φορά αναφέρεται το όνομα του πάπα (Ιωάννης ΙΗ’) στα εκκλησιαστικά δίπτυχα, κάτι το οποίο σήμερα δεν γίνεται αποδεκτό.
Από το 1040 περίπου, οι βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία αντιμετώπισαν έναν νέο κίνδυνο: τους Νορμανδούς.
Αν και αρχικά οι Βυζαντινοί συμμάχησαν με τη Ρώμη εναντίον τους, οι καταστροφικές ήττες από τους Νορμανδούς τον Φεβρουάριο του 1053 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους στο Civitate, στη μάχη του οποίου μάλιστα αιχμαλωτίστηκε ο πάπας Λέων Θ’, οδήγησαν στη συνέχεια τη Δυτική Εκκλησία, να συμμαχήσει με τους Νορμανδούς οι οποίοι παρέδωσαν σ’ αυτήν ελληνικούς ναούς που βρίσκονταν στην επικράτειά τους.
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν τότε ο δυναμικός Μιχαήλ Κηρουλάριος. Το 1053, έπεισε τον επίσκοπο Λέοντα της Αχρίδας (τότε ανήκε στη Βουλγαρία), να κατηγορήσει τους Λατίνους για τη χρήση των αζύμων στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, για τη νηστεία του Σαββάτου και γιατί έτρωγαν κρέας από πνιγμένα ζώα (Πράξεις ΙΕ’ 20).
Επρόκειτο για μία άστοχη ενέργεια του Πατριάρχη, ο οποίος προσπάθησε στη συνέχεια να γίνει πιο διαλλακτικός.
Τον ακολούθησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος.
Η ένταση όμως δεν εκτονώθηκε. Οι τρεις παπικοί λεγάτοι (απεσταλμένοι, πρεσβευτές), με επικεφαλής τον Ουμβέρτο, δυναμικό και ισχυρογνώμονα, προσέβαλαν τον Κηρουλάριο, αρνούμενοι να τον τιμήσουν με την καθιερωμένη προσκύνηση και την τυπική κλίση του κεφαλιού, σε ένδειξη σεβασμού. Ο Πατριάρχης «ανταπέδωσε», καθώς δεν τίμησε τους λεγάτους με προβάδισμα απέναντι στους μητροπολίτες του. Η κατάσταση ξέφυγε τελείως, όταν οι λεγάτοι έδωσαν στον Κηρουλάριο επιστολή του πάπα Λέοντα που επέκρινε τον τίτλο του «οικουμενικού» που χρησιμοποιούσε ο Πατριάρχης και συνέχιζε την πολεμική για τα ζητήματα που είχε θέσει ο Λέων της Αχρίδος.
Ο όρος «Οικουμενικός», άρχισε να χρησιμοποιείται από Πατριάρχες κι επισκόπους κατά τον 5ο και 6ο αιώνα.
Όταν ο Πατριάρχης Ιωάννης Δ’ ο Νηστευτής (582-595), είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «Οικουμενικός», οι πάπες Πελάγιος Β’ (579-590) και Γρηγόριος Δ’ (590-604), αντέδρασαν. Όμως ο όρος «Οικουμενικός», δεν χρησιμοποιήθηκε με την έννοια «παγκόσμιος», αλλά για να δηλώσει ότι ο «Οικουμενικός Πατριάρχης», έχει πλήρη και αποκλειστική δικαιοδοσία στη σφαίρα επιρροής του Πατριαρχείου του. Πάντως για πρώτη φορά ο όρος «Οικουμενικός» περιλήφθηκε επίσημα στην πατριαρχική υπογραφή από τον Πατριάρχη Μανουήλ Α’ (1217-1222).
Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), οι Τούρκοι αποκαλούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη «Αρχιερέα των Ρωμιών». Βέβαια, το 1917 σε σύνολο 1.350.000 κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, οι 400.000 ήταν Έλληνες! Σήμερα, από τα 16 εκατομμύρια που ζουν στην Πόλη, πόσοι είναι οι Έλληνες; 5.000 το πολύ, μαζί με τους λεγόμενους «Νεοπολίτες» (φοιτητές, επιχειρηματίες κλπ. από την Ελλάδα).
Οι λαλίστατοι γείτονες, που μόνο απαιτούν, μπορούν να μας πουν τι έγιναν οι εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων που ευημερούσαν πριν 100 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη;
Επανερχόμενοι στα γεγονότα του 1054, ο Κηρουλάριος ανακάλυψε ότι η δήθεν επιστολή του πάπα ήταν πλαστή και ότι είχε γραφτεί από τον Αργυρό, έναν Λατίνο στον οποίο ο Κωνσταντίνος Θ’ είχε αναθέσει τη διοίκηση των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία.
Μετά από σφοδρές αντιπαραθέσεις και καθώς ο Κηρουλάριος δεν αποδεχόταν καμία συζήτηση για το filioque, ο Ουμβέρτος τον αφόρισε, κατηγόρησε τους Βυζαντινούς ότι επιδίδονταν σε σιμωνία (χειροτονία κληρικών με δωροδοκία και γενικότερα εμπορευματοποίηση της Εκκλησίας), ευνουχισμό διαφόρων ατόμων για να τους χρίσουν υποχρεωτικά ιερείς ή επισκόπους, προέβαιναν σε νέα βάπτιση των Λατίνων επέτρεπαν στους κληρικούς να νυμφεύονται (κάτι που ίσχυε με απόφαση της Πανθέκτης Συνόδου του 692, μόνο όμως πριν χρισθούν ιερείς) και απαγόρευαν τη Θεία Κοινωνία σε όσους δεν γενειάδα! Έξαλλος ο Κηρουλάριος αφόρισε τον Ουμβέρτο και τους άλλους δύο παπικούς απεσταλμένους, όχι όμως τον πάπα. Το πλήθος επιχείρησε να λιντσάρει τους παπικούς απεσταλμένους, όμως ο Κηρουλάριος κατόρθωσε να τους σώσει.
«Οι αξιώσεις του παπικού πρωτείου, ο ανταγωνισμός για τον ευαγγελισμό ομόρων κρατών της νοτιοανατολικής Ευρώπης σε συνδυασμό με μικρολειτουργικές διαφορές και τη σοβαρότερη δογματική διαφωνία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος», τα οποία θεωρεί αιτίες της ρήξης η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, οδήγησαν τελικά στο σχίσμα των δύο Εκλησιών, που διαρκεί σχεδόν χίλια χρόνια.
Απόηχος και συνέπειες του σχίσματος του 1054
Υπάρχουν κάποιοι που δεν δέχονται ως ημερομηνία του οριστικού σχίσματος των Εκκλησιών το 1054, καθώς ο πάπας Λέων Θ’ πέθανε πριν τον αφορισμό του Κηρουλάριου από τον Ουμβέρτο και συνεπώς ο αφορισμός δεν έχει νομική ισχύ. Οι επόμενοι πάπες, δεν ήραν τον αφορισμό, ωστόσο οι δύο Εκκλησίες είχαν πολύ καλές σχέσεις, ως την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, με τις λεηλασίες και τις αγριότητες που ακολούθησαν.
Είχαν προηγηθεί βέβαια από το 1096 και οι σταυροφορίες, που δημιούργησαν αναπόφευκτα προβλήματα μεταξύ Ανατολής-Δύσης. Μπροστά στον οθωμανικό κίνδυνο τους επόμενους αιώνες, έγιναν προσπάθειες επανένωσης των δύο Εκκλησιών, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ένα σημαντικό βήμα, έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 1965 στην Ιερουσαλήμ, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας μια φωτισμένη προσωπικότητα, από το Βασιλικό Πωγωνίου Ηπείρου (κοσμικό όνομα Αριστοκλής Σπύρου) και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, προέβησαν σε αμοιβαία άρση των αναθεμάτων, χωρίς όμως ανάλογη συνέχεια…
Για το σχίσμα των δύο Εκκλησιών έγραψαν…
«Ανάμεσα σε εμάς και στους Λατίνους υπάρχει τεράστιο χάσμα, τέλεια διαφορά απόψεων και σκέψεων, παρόλο ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε κάτω από την ίδια στέγη» (Νικήτας Χωνιάτης, σύγχρονος της άλωσης του 1204).
«Το σχίσμα του 1054 μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη νίκη για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δεδομένου ότι τον καθιστούσε τελείως ανεξάρτητο από τον πάπα και τη Δύση… Για την πολιτική ιστορία της αυτοκρατορίας, όμως, το γεγονός αυτό υπήρξε μοιραίο εφόσον κατέστρεψε κάθε δυνατότητα οιασδήποτε μελλοντικής κατανόησης μεταξύ της αυτοκρατορίας και της Δύσης». (A. Vasiliev).
«Τα αμοιβαία αυτά αναθέματα ήταν η αρχή μιας έριδας που θα διαρκούσε πολλούς αιώνες, κάτι που κανείς από τους σύγχρονους πρωταγωνιστές αυτών των γεγονότων δεν ήταν σε θέση να αναλογιστεί, πιστεύοντας ότι, όπως και στο παρελθόν, η ρήξη θα ήταν προσωρινή» (Τ. Κ. Λουγγής).
«Η σημασία αυτών των γεγονότων έγινε στην ανθρωπότητα αργότερα αισθητή. Οι σύγχρονοι δεν έδωσαν σε αυτά ιδιαίτερη προσοχή, πράγμα που ρίχνει παράξενο φως στις σχέσεις Ρώμης και Βυζαντίου στην εποχή που προηγήθηκε» (G. Ostrogorsky).
«Συνήθως τα γεγονότα του 1054 ξεχωρίζουν ως κεντρικής σημασίας για την ιστορία του Μεσαίωνα . Εκ των υστέρων ίσως και να ήταν, παρόλο που οι σύγχρονοι τους, Λατίνοι και Βυζαντινοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τα ξεχάσουν. Προκαλούσαν ντροπή και σύγχυση και δεν θ’ αργούσε να διαφανεί η πραγματική τους σημασία». (M. Angold).
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος Η’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ», εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2006.
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο βυζαντινολόγο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κύριο Αλέξιο Γ.Κ. Σαββίδη για την πολύτιμη βοήθειά του.
Τελικά ο Φώτιος παραγκωνίστηκε και εξορίστηκε ως το τέλος της ζωής του από τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ Σοφό (παλιό μαθητή του). Τα γεγονότα που προηγήθηκαν όμως, αφορισμοί, αναθέματα, δογματικές διαμάχες, έριδες για τα πρωτεία κλπ, είχαν δηλητηριάσει τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Έτσι μοιραία οδηγηθήκαμε στο τρίτο και οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών (1054).
Η «τεταρτογαμία» του Λέοντα ΣΤ’ του Σοφού
Το τρίτο και οριστικό σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών έγινε το 1054. Από το «Φωτίειον σχίσμα» ως τότε, οι σχέσεις Ορθόδοξης και Δυτικής Εκκλησίας, ήταν σε γενικές γραμμές ομαλές. Διαταράχθηκαν μόνο στις αρχές του 10ου αιώνα με την λεγόμενη «τεταρτογαμία» του αυτοκράτορα Λέοντα Στ’ του Σοφού (886-912), ο οποίος είχε νυμφευθεί σε πρώτο γάμο την Θεοφανώ. Το 896 πέθανε η μοναδική κόρη που είχαν αποκτήσει και τον επόμενο χρόνο και η αυτοκράτειρα, η οποία μάλιστα ανακηρύχθηκε αγία, για τον ενάρετο βίο της. Ο Λέων παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ερωμένη του Ζωή, κόρη του Στυλιανού Ζαούση. Κι αυτή όμως πέθανε το 899, χωρίς ν’ αφήσει απογόνους. Το 900, ο αυτοκράτορας νυμφεύθηκε με την Ευδοκία Βαϊανή η οποία πέθανε τον επόμενο χρόνο με το νεογέννητο παιδί της!
Ο Λέων, συνδέθηκε τότε με τη Ζωή την Καρβονοψίνα, με την οποία τον Σεπτέμβριο του 905, απέκτησε τον πολυπόθητο γιο και διάδοχο, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο.
Το προσωνύμιο αυτό, το οφείλει στο ότι γεννήθηκε κατά την περίοδο της βασιλείας του πατέρα του, στην αίθουσα της Πορφύρας του βυζαντινού παλατιού. Κατ’ αναλογία, έχουμε και σήμερα στη χώρα μας «πορφυρογέννητους» πολιτικούς. Και πολλούς μάλιστα….
Παρά το χαρμόσυνο γεγονός, ο Λέων είχε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα. Ήδη ο τρίτος γάμος, ήταν αντίθετος με τους εκκλησιαστικούς κανόνες και τους νόμους του κράτους. Μάλιστα, ο ίδιος ο Λέων είχε εκδώσει παλαιότερα διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν ο τρίτος γάμος και αποδοκιμαζόταν ο δεύτερος. Με πολλές επιφυλάξεις δόθηκε άδεια για τον (τρίτο) γάμο του με την Ευδοκία Βαϊανή. Γνώριζε ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να εγκριθεί ο τέταρτος γάμος του, αλλά έπρεπε να νομιμοποιήσει τον διάδοχό του.
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ήταν τότε ο μαθητής του Φώτιου Νικόλαος Α’ Μυστικός, ένας σπουδαίος ιεράρχης, ο οποίος δέχτηκε να βαφτίσει με τις ανάλογες τιμές τον γιο του Λέοντα, με τον όρο να διώξει την ερωμένη του Ζωή από το παλάτι. Η βάφτιση έγινε στις 3 Ιανουαρίου 906, όμως τρεις μέρες αργότερα ο Λέων που είχε απομακρύνει τη Ζωή από το παλάτι, την ξαναέφερε σε αυτό και τον Απρίλιο του ίδιου έτους τη νυμφεύθηκε και την έστεψε Αυγούστα.
Οι σχέσεις Λέοντα και Πατριάρχη έφτασαν στα άκρα. Ο αυτοκράτορας στράφηκε στη Δυτική Εκκλησία και συγκάλεσε Σύνοδο στην Κων/πολη στην οποία έλαβαν μέρος παπικοί απεσταλμένοι αλλά και εκπρόσωποι των άλλων Πατριαρχείων, τα οποία υποστήριζαν τον αυτοκράτορα. Η Σύνοδος δέχθηκε «κατ’ οικονομία» τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα. Ο Νικόλαος Μυστικός παραιτήθηκε και εξορίστηκε (Φεβρουάριος 907). Τον διαδέχθηκε ο Ευθύμιος, ευσεβής κληρικός, αλλά «περιορισμένο πνεύμα». Το 911, ο Κωνσταντίνος Ζ’ στέφθηκε «συμβασιλεύς», όμως στο Βυζάντιο ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ οπαδών του Νικόλαου Μυστικού και του Ευθύμιου.
Ο Λέων λίγο πριν πεθάνει (912), ανακάλεσε τον Νικόλαο Μυστικό και τον επανέφερε στον πατριαρχικό θρόνο. Στην επιθανάτια μετάνοιά του, φαίνεται ότι αποκήρυξε το παράπτωμα της τεταρτογαμίας και ανέθεσε στον Νικόλαο «την εσφαλμένων εκείνην προαίρεσιν αποβάλλειν και την τετραγαμίαν, ήτις κακώς και αθέσμως εν τη του Θεού εκκλησία έδοξεν οικονομηθήναι και νυν τω αναθέματι παραδίδωμι και εις τον αιώνα τον άπαντα».
Μετά από μία περίοδο εντάσεων, ο Νικόλαος συγκάλεσε νέα Σύνοδο (920), με συμμετοχή και των οπαδών του Ευθύμιου, η οποία έκρινε τον τέταρτο γάμο άκυρο και αθέμιτο.
Τότε εκδόθηκε ο Τόμος Ενώσεως, που απαγόρευε ως «απόβλητον» τον τέταρτο γάμο, χωρίς όμως καμία αναφορά στην τεταρτογαμία του Λέοντα ΣΤ’.
Ο πάπας δέχθηκε να στείλει δύο αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη και να καταδικάσει τη διαμάχη που προκάλεσε ο τέταρτος γάμος του Λέοντα ΣΤ’. Έτσι οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών αποκαταστάθηκαν.
Το οριστικό σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054)
Παρά την προσωρινή συμφιλίωση των δύο Εκκλησιών, τα προβλήματα ήταν βαθύτερα και κάποια στιγμή η ρήξη των δύο πλευρών φαινόταν αναπόφευκτη. Αν και όλοι σήμερα συμφωνούν ότι το οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών έγινε το 1054 , οι βυζαντινές πηγές είναι ασαφείς. Έτσι, γίνεται λόγος για το έτος 1009, όταν για τελευταία φορά αναφέρεται το όνομα του πάπα (Ιωάννης ΙΗ’) στα εκκλησιαστικά δίπτυχα, κάτι το οποίο σήμερα δεν γίνεται αποδεκτό.
Από το 1040 περίπου, οι βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία αντιμετώπισαν έναν νέο κίνδυνο: τους Νορμανδούς.
Αν και αρχικά οι Βυζαντινοί συμμάχησαν με τη Ρώμη εναντίον τους, οι καταστροφικές ήττες από τους Νορμανδούς τον Φεβρουάριο του 1053 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους στο Civitate, στη μάχη του οποίου μάλιστα αιχμαλωτίστηκε ο πάπας Λέων Θ’, οδήγησαν στη συνέχεια τη Δυτική Εκκλησία, να συμμαχήσει με τους Νορμανδούς οι οποίοι παρέδωσαν σ’ αυτήν ελληνικούς ναούς που βρίσκονταν στην επικράτειά τους.
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν τότε ο δυναμικός Μιχαήλ Κηρουλάριος. Το 1053, έπεισε τον επίσκοπο Λέοντα της Αχρίδας (τότε ανήκε στη Βουλγαρία), να κατηγορήσει τους Λατίνους για τη χρήση των αζύμων στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, για τη νηστεία του Σαββάτου και γιατί έτρωγαν κρέας από πνιγμένα ζώα (Πράξεις ΙΕ’ 20).
Επρόκειτο για μία άστοχη ενέργεια του Πατριάρχη, ο οποίος προσπάθησε στη συνέχεια να γίνει πιο διαλλακτικός.
Τον ακολούθησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος.
Η ένταση όμως δεν εκτονώθηκε. Οι τρεις παπικοί λεγάτοι (απεσταλμένοι, πρεσβευτές), με επικεφαλής τον Ουμβέρτο, δυναμικό και ισχυρογνώμονα, προσέβαλαν τον Κηρουλάριο, αρνούμενοι να τον τιμήσουν με την καθιερωμένη προσκύνηση και την τυπική κλίση του κεφαλιού, σε ένδειξη σεβασμού. Ο Πατριάρχης «ανταπέδωσε», καθώς δεν τίμησε τους λεγάτους με προβάδισμα απέναντι στους μητροπολίτες του. Η κατάσταση ξέφυγε τελείως, όταν οι λεγάτοι έδωσαν στον Κηρουλάριο επιστολή του πάπα Λέοντα που επέκρινε τον τίτλο του «οικουμενικού» που χρησιμοποιούσε ο Πατριάρχης και συνέχιζε την πολεμική για τα ζητήματα που είχε θέσει ο Λέων της Αχρίδος.
Ο όρος «Οικουμενικός», άρχισε να χρησιμοποιείται από Πατριάρχες κι επισκόπους κατά τον 5ο και 6ο αιώνα.
Όταν ο Πατριάρχης Ιωάννης Δ’ ο Νηστευτής (582-595), είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «Οικουμενικός», οι πάπες Πελάγιος Β’ (579-590) και Γρηγόριος Δ’ (590-604), αντέδρασαν. Όμως ο όρος «Οικουμενικός», δεν χρησιμοποιήθηκε με την έννοια «παγκόσμιος», αλλά για να δηλώσει ότι ο «Οικουμενικός Πατριάρχης», έχει πλήρη και αποκλειστική δικαιοδοσία στη σφαίρα επιρροής του Πατριαρχείου του. Πάντως για πρώτη φορά ο όρος «Οικουμενικός» περιλήφθηκε επίσημα στην πατριαρχική υπογραφή από τον Πατριάρχη Μανουήλ Α’ (1217-1222).
Είναι χαρακτηριστικό, ότι μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης (1923), οι Τούρκοι αποκαλούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη «Αρχιερέα των Ρωμιών». Βέβαια, το 1917 σε σύνολο 1.350.000 κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, οι 400.000 ήταν Έλληνες! Σήμερα, από τα 16 εκατομμύρια που ζουν στην Πόλη, πόσοι είναι οι Έλληνες; 5.000 το πολύ, μαζί με τους λεγόμενους «Νεοπολίτες» (φοιτητές, επιχειρηματίες κλπ. από την Ελλάδα).
Οι λαλίστατοι γείτονες, που μόνο απαιτούν, μπορούν να μας πουν τι έγιναν οι εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων που ευημερούσαν πριν 100 χρόνια στην Κωνσταντινούπολη;
Επανερχόμενοι στα γεγονότα του 1054, ο Κηρουλάριος ανακάλυψε ότι η δήθεν επιστολή του πάπα ήταν πλαστή και ότι είχε γραφτεί από τον Αργυρό, έναν Λατίνο στον οποίο ο Κωνσταντίνος Θ’ είχε αναθέσει τη διοίκηση των βυζαντινών κτήσεων στην Ιταλία.
Μετά από σφοδρές αντιπαραθέσεις και καθώς ο Κηρουλάριος δεν αποδεχόταν καμία συζήτηση για το filioque, ο Ουμβέρτος τον αφόρισε, κατηγόρησε τους Βυζαντινούς ότι επιδίδονταν σε σιμωνία (χειροτονία κληρικών με δωροδοκία και γενικότερα εμπορευματοποίηση της Εκκλησίας), ευνουχισμό διαφόρων ατόμων για να τους χρίσουν υποχρεωτικά ιερείς ή επισκόπους, προέβαιναν σε νέα βάπτιση των Λατίνων επέτρεπαν στους κληρικούς να νυμφεύονται (κάτι που ίσχυε με απόφαση της Πανθέκτης Συνόδου του 692, μόνο όμως πριν χρισθούν ιερείς) και απαγόρευαν τη Θεία Κοινωνία σε όσους δεν γενειάδα! Έξαλλος ο Κηρουλάριος αφόρισε τον Ουμβέρτο και τους άλλους δύο παπικούς απεσταλμένους, όχι όμως τον πάπα. Το πλήθος επιχείρησε να λιντσάρει τους παπικούς απεσταλμένους, όμως ο Κηρουλάριος κατόρθωσε να τους σώσει.
«Οι αξιώσεις του παπικού πρωτείου, ο ανταγωνισμός για τον ευαγγελισμό ομόρων κρατών της νοτιοανατολικής Ευρώπης σε συνδυασμό με μικρολειτουργικές διαφορές και τη σοβαρότερη δογματική διαφωνία για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος», τα οποία θεωρεί αιτίες της ρήξης η Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, οδήγησαν τελικά στο σχίσμα των δύο Εκλησιών, που διαρκεί σχεδόν χίλια χρόνια.
Απόηχος και συνέπειες του σχίσματος του 1054
Υπάρχουν κάποιοι που δεν δέχονται ως ημερομηνία του οριστικού σχίσματος των Εκκλησιών το 1054, καθώς ο πάπας Λέων Θ’ πέθανε πριν τον αφορισμό του Κηρουλάριου από τον Ουμβέρτο και συνεπώς ο αφορισμός δεν έχει νομική ισχύ. Οι επόμενοι πάπες, δεν ήραν τον αφορισμό, ωστόσο οι δύο Εκκλησίες είχαν πολύ καλές σχέσεις, ως την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204, με τις λεηλασίες και τις αγριότητες που ακολούθησαν.
Είχαν προηγηθεί βέβαια από το 1096 και οι σταυροφορίες, που δημιούργησαν αναπόφευκτα προβλήματα μεταξύ Ανατολής-Δύσης. Μπροστά στον οθωμανικό κίνδυνο τους επόμενους αιώνες, έγιναν προσπάθειες επανένωσης των δύο Εκκλησιών, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ένα σημαντικό βήμα, έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 1965 στην Ιερουσαλήμ, όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας μια φωτισμένη προσωπικότητα, από το Βασιλικό Πωγωνίου Ηπείρου (κοσμικό όνομα Αριστοκλής Σπύρου) και ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, προέβησαν σε αμοιβαία άρση των αναθεμάτων, χωρίς όμως ανάλογη συνέχεια…
Για το σχίσμα των δύο Εκκλησιών έγραψαν…
«Ανάμεσα σε εμάς και στους Λατίνους υπάρχει τεράστιο χάσμα, τέλεια διαφορά απόψεων και σκέψεων, παρόλο ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε κάτω από την ίδια στέγη» (Νικήτας Χωνιάτης, σύγχρονος της άλωσης του 1204).
«Το σχίσμα του 1054 μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη νίκη για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δεδομένου ότι τον καθιστούσε τελείως ανεξάρτητο από τον πάπα και τη Δύση… Για την πολιτική ιστορία της αυτοκρατορίας, όμως, το γεγονός αυτό υπήρξε μοιραίο εφόσον κατέστρεψε κάθε δυνατότητα οιασδήποτε μελλοντικής κατανόησης μεταξύ της αυτοκρατορίας και της Δύσης». (A. Vasiliev).
«Τα αμοιβαία αυτά αναθέματα ήταν η αρχή μιας έριδας που θα διαρκούσε πολλούς αιώνες, κάτι που κανείς από τους σύγχρονους πρωταγωνιστές αυτών των γεγονότων δεν ήταν σε θέση να αναλογιστεί, πιστεύοντας ότι, όπως και στο παρελθόν, η ρήξη θα ήταν προσωρινή» (Τ. Κ. Λουγγής).
«Η σημασία αυτών των γεγονότων έγινε στην ανθρωπότητα αργότερα αισθητή. Οι σύγχρονοι δεν έδωσαν σε αυτά ιδιαίτερη προσοχή, πράγμα που ρίχνει παράξενο φως στις σχέσεις Ρώμης και Βυζαντίου στην εποχή που προηγήθηκε» (G. Ostrogorsky).
«Συνήθως τα γεγονότα του 1054 ξεχωρίζουν ως κεντρικής σημασίας για την ιστορία του Μεσαίωνα . Εκ των υστέρων ίσως και να ήταν, παρόλο που οι σύγχρονοι τους, Λατίνοι και Βυζαντινοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τα ξεχάσουν. Προκαλούσαν ντροπή και σύγχυση και δεν θ’ αργούσε να διαφανεί η πραγματική τους σημασία». (M. Angold).
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος Η’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΛΕΞΙΟΣ Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, «ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ», εκδόσεις ΗΡΟΔΟΤΟΣ 2006.
Ευχαριστούμε θερμά τον κορυφαίο βυζαντινολόγο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου κύριο Αλέξιο Γ.Κ. Σαββίδη για την πολύτιμη βοήθειά του.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα