Ντένης Ηλιάδης: Από τη «μεγάλη χίμαιρα» της Shelman στα φώτα του Χόλιγουντ
iliadis-xr

Ντένης Ηλιάδης: Από τη «μεγάλη χίμαιρα» της Shelman στα φώτα του Χόλιγουντ

Ο γιος του Παναγιώτη Ηλιάδη, δημιουργού της μεγαλύτερης εταιρείας ξύλου στην Ελλάδα που κατέρρευσε, έφυγε στις ΗΠΑ και καταξιώθηκε ως σκηνοθέτης - Γιατί ναυάγησε η επιστροφή στην Ελλάδα για το σίριαλ «Μεγάλη Χίμαιρα» της ΕΡΤ 

Ο Ντένης Ηλιάδης κατάφερε να αδράξει το όνειρό του και κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στους αναγνωρισμένους και αναγνωρίσιμους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ. Στη φωτογραφία με τις ηθοποιούς Ρίκι Λίντχομ (αριστερά) και Σάρα Πάξτον
Η χίμαιρα και με τις δύο εννοιολογικές ερμηνείες της, ως απραγματοποίητο όνειρο που ενίοτε μετατρέπεται και σε εκείνο το φοβερό τέρας της ελληνικής μυθολογίας, ήταν παρούσα στη διαδρομή της οικογένειας Ηλιάδη, μιας οικογένειας που έγραψε, διακριτικά πάντα, τη δική της ιστορία τόσο στο επιχειρείν όσο και στην τέχνη.

Ο Παναγιώτης Ηλιάδης, ιδρυτής και θεμελιωτής της Shelman, της μεγαλύτερης ελληνικής εταιρείας επεξεργασίας ξύλου, αλλά και της ναυτιλιακής Elmar, που αμφότερες στην πορεία «ναυάγησαν», γνώρισε από πρώτο χέρι τις... μεγάλες χίμαιρες.

Ο γιος του Διονύσης ή Ντένης Ηλιάδης χάραξε από νωρίς τον δικό του δρόμο, αναζητώντας το πεπρωμένο του στα δύσβατα μονοπάτια της Εβδομης Τέχνης. Η στάση του δεν ήταν μια νεανική παραξενιά, αλλά η έμπρακτη έκφραση ενός πηγαίου ταλέντου που δεν χωρούσε στους τέσσερις τοίχους ακόμη και του πιο πολυτελούς εταιρικού γραφείου.

Ο Ντένης Ηλιάδης κατάφερε να αδράξει το όνειρό του και να κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στους αναγνωρισμένους και σκηνοθέτες του Χόλιγουντ, αυτού του τεράστιου χωνευτηριού που μπορεί να σε εξυψώσει, αλλά και να σε αποβάλει εν μία νυκτί. Εκείνος ανήκει στην πρώτη κατηγορία, απολαμβάνοντας τις δάφνες της καταξίωσης ακόμη και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού…

Η «σχέση» με την τέχνη

Η ακατάλυτη σχέση με την τέχνη, αλλά και η περιπέτεια ήταν ίσως γραμμένη στο DNA του Ντένη Ηλιάδη. Και τούτο καθώς ο εν πολλοίς άγνωστος σε αρκετές πλευρές πατέρας του Παναγιώτης Ηλιάδης διέθετε, εκτός από το επιχειρηματικό δαιμόνιο, και μια τάση ή και ιδιαίτερη προσήλωση προς τη μουσική, τη μελοποιημένη ποίηση και τη διασκέδαση σε εποχές όπου «η πόλη ποτέ δεν κοιμόταν».

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Παναγιώτης ή Τάκης Ηλιάδης, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, όταν έκανε τα πρώτα βήματα στο φιλόδοξο σχέδιό του για τη δημιουργία της Shelman, ζούσε από κοντά όλη την οργιώδη καλλιτεχνική άνοιξη με τα εμβληματικά έργα του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου καθώς και πολλών άλλων συνθετών. Υπήρξε bon vivant και τακτικός θαμώνας των νυκτερινών κέντρων, χτίζοντας προσωπικές σχέσεις και με αρκετούς από τους ερμηνευτές των μεγάλων επιτυχιών εκείνης της περιόδου.

Oι σχέσεις αυτές δεν χάθηκαν με την πάροδο του χρόνου και τη δική του άνοδο στο επιχειρηματικό στερέωμα. Αντίθετα, διατηρήθηκε μέχρι σχεδόν το τέλος της ζωής του, μια «λεπτή κόκκινη γραμμή» που συνέδεε τη σκληρή πραγματικότητα των οικονομικών περιπετειών της Shelman και της σταδιακής αποκαθήλωσης όσων με κόπο είχε χτίσει με το μελωδικό και ρομαντικό παρελθόν, τα ατέλειωτα ξενύχτια, αλλά και τις συχνές αποδράσεις στο Παρίσι ή στο Λονδίνο.

Οπως αποκαλύπτεται μάλιστα στο βιογραφικό βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη για τη Μαρινέλλα, που εκδόθηκε πρόσφατα («Μαρινέλλα - Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια»), ο Ηλιάδης είχε στείλει τη μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού στην Ιαπωνία προκειμένου να γίνει «νονά» ενός εκ των δύο πλοίων της ναυτιλιακής του (της Elmar Shipping) που ναυπηγούνταν εκεί. Στο ένα πλοίο δόθηκε μάλιστα το όνομα της κόρης της Μαρινέλλας με τον Φρέντυ Σερπιέρη «Τζωρτίνα» (από το Γεωργία-Χριστίνα) και στο άλλο το όνομα της μητέρας του Ηλιάδη, που ονομαζόταν Ζίνη.

Ο ίδιος αρκετά χρόνια αργότερα χρηματοδότησε τα πανάκριβα κοστούμια από σαντούκ μετάξι για την παράσταση «Γυναικών πάθη», μια σύνθεση χορικών από τραγωδίες του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη και με κορυφαία του χορού τη Μαρινέλλα, η οποία παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο τον Ιούλιο του 1995.

Η άνοδος και η πτώση

«Η δυστυχία σαν έρθει, έρχεται σιγά-σιγά, μα δεν σταματάει. Ερχεται ως το τέλος», γράφει ο Καραγάτσης στο εμβληματικό μυθιστόρημά του «Η μεγάλη χίμαιρα». Από την άλλη όμως ένα γαλλικό απόφθεγμα επιμένει ότι «τίποτα σπουδαίο δεν μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος χωρίς χίμαιρες»…

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο «αξιώματα» μετεωρίστηκε η πορεία της οικογένειας Ηλιάδη, η οποία ασφαλώς συνδέθηκε καθοριστικά με τη γιγάντωση και την πτώση της Shelman. Το ημερολόγιο έγραφε 1962 όταν ο Παναγιώτης Ηλιάδης, σε ηλικία 35 ετών, ίδρυσε την εταιρεία που λίγα χρόνια μετά θα γινόταν η μεγαλύτερη βιομηχανία εμπορίας και επεξεργασίας ξυλείας στην Ελλάδα και από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, εισάγοντας σημαντικές καινοτομίες όπως η παραγωγή μελαμίνης κ.ά.

Για να το πετύχει όμως κατέβαλε άοκνες προσπάθειες. Ως αυτοδημιούργητος, ναι μεν είχε τη δυναμική του δαιμόνιου επιχειρηματία που οσμιζόταν το κατάλληλο timing ποντάροντας σε διάφορες δραστηριότητες και βγάζοντας λεφτά, ωστόσο δεν διέθετε τα κεφάλαια για να στήσει μια ολόκληρη βιομηχανία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ήταν η κατάλληλη στιγμή για την παραγωγή επεξεργασμένης ξυλείας, καθώς η ζήτηση στην Ελλάδα ήταν μεγάλη. Κατάφερε, λοιπόν, να πείσει Ελληνες και ξένους επενδυτές να χρηματοδοτήσουν τη δημιουργία του εργοστασίου της Shelman στο Βασιλικό της Εύβοιας. Τα κεφάλαια από το εξωτερικό προήλθαν από έναν Ελβετό επιχειρηματία, γι’ αυτό και η πλήρης επωνυμία της εταιρείας ήταν Σέλμαν Ελληνοελβετική Βιομηχανία Επεξεργασίας Ξύλου. Ετσι, ο Ηλιάδης, βλέποντας μπροστά, καταγράφεται ως ένας από τους πρώτους Ελληνες επιχειρηματίες που αναζήτησαν και προσέλκυσαν στη χώρα ξένους επενδυτές. Που έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στο όραμά του.

Πρώτος σταθμός ήταν το εργοστάσιο στο Βασιλικό της Εύβοιας για την παραγωγή κόντρα πλακέ και πλακάζ. Για την επόμενη 15ετία η Shelman μεσουρανούσε στην αγορά. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο ανταγωνισμός ασκούσε έντονες πιέσεις και υπήρξαν κάποιοι κλυδωνισμοί, για την αντιμετώπισή των οποίων ο Π. Ηλιάδης προχώρησε αφενός σε ριζικό ανασχηματισμό της διοικητικής ομάδας, αφετέρου σε αναζήτηση φρέσκων κεφαλαίων που θα επέτρεπαν την περαιτέρω επέκταση και ισχυροποίηση της εταιρείας.

Αυτό έγινε με την εισαγωγή της στο Χρηματιστήριο το 1988. Παράλληλα, επιδόθηκε σε μπαράζ επενδύσεων και εξαγορών με στόχο τη διεύρυνση της προϊοντικής γκάμας και των μεριδίων στην αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, τα επόμενα χρόνια αποκτήθηκαν η Ξυλεμπορική Πατρών Α.Ε., η Χατζηλουκάς Α.Ε. στη βόρεια Ελλάδα, η Ι. Τζήλος Α.Ε. στα Γλυκά Νερά, αλλά και ποσοστό 50% στη Σέλμαν Σοφιανός Παρκέτα Α.Ε., εταιρεία παραγωγής και τοποθέτησης παρκέτων με δραστηριότητα και στη Ρουμανία μέσω της Sofrom Exim S.A.

Στο ίδιο «τέμπο», το εργοστάσιο στο Βασιλικό Χαλκίδας μεγάλωσε φτάνοντας να αναπτύσσεται σε 400 στρέμματα και με ιδιωτικό λιμάνι, η εταιρεία απέκτησε υπερσύγχρονα γραφεία στο Μαρούσι και το 1995 έγινε το μεγάλο βήμα με τη δημιουργία του δεύτερου εργοστασίου στην Κομοτηνή, το οποίο διέθετε υπερσύγχρονες για την εποχή γραμμές παραγωγής. Η Shelman είχε εξελιχθεί πλέον στον απόλυτο leader της ελληνικής αγοράς, αλλά και σε μία από τις ισχυρότερες βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου στα Βαλκάνια και την Ευρώπη.

Η επόμενη δεκαετία επιφύλασσε περαιτέρω ανάπτυξη για τον όμιλο λόγω της ανόδου της κατασκευαστικής δραστηριότητας και των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Μάλιστα, το εκτόπισμα της Shelman δεν πέρναγε απαρατήρητο από τους μεγάλους παίκτες του κλάδου. Γι’ αυτό και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 υπήρξαν κρούσεις από το εξωτερικό για την εξαγορά της.

Ο Ηλιάδης αρχικά φάνηκε θετικός, αλλά στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και υπαναχώρησε. Η εταιρεία στα χέρια του συνέχισε να διεκδικεί και να κερδίζει τα περισσότερα μεγάλα συμβόλαια, όπως αυτό για το εμβληματικό συγκρότημα του «Costa Navarino» στην Πύλο, όπου επικράτησε έναντι δεκάδων ανταγωνιστών.

Η αρχή της «αποκαθήλωσης»

Μετά την περίοδο των παχιών αγελάδων, με αποκορύφωμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν, καθώς η εταιρεία, αν και πρωταγωνίστρια της αγοράς, ήταν φορτωμένη με υπεράριθμο προσωπικό και πλέον με υψηλά δάνεια όταν μία δεκαετία πριν είχε μηδενικό δανεισμό.

Το 2004 ο κύκλος εργασιών της έφτανε τα 160,7 εκατ. ευρώ, αφήνοντας κέρδη 3,9 εκατ. ευρώ, αλλά την επόμενη χρονιά ο τζίρος έπεσε στα 132 εκατ. ευρώ και τα κέρδη γύρισαν σε ζημίες 11,95 εκατ. ευρώ, με τον δανεισμό να ανέρχεται στα 120 εκατ. ευρώ. Το μήνυμα του ίδιου του Ηλιάδη μέσα από την οικονομική έκθεση για τη χρήση του 2005 ανέφερε ότι «ήταν μια κακή χρονιά για την κερδοφορία της εταιρείας και του ομίλου», κάτι που απέδιδε «αφενός στη μείωση των πωλήσεων και αφετέρου στο αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω κυρίως του κόστους του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού».

Παρά τον διορισμό νέας διοίκησης και την εκπόνηση business plan και προγράμματος άμεσης δράσης για τη μείωση του δανεισμού, του κόστους παραγωγής και των γενικών εξόδων, τα επόμενα χρόνια ο τζίρος του ομίλου παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, αλλά οι ζημίες αυξάνονταν, όπως και τα δάνεια.

Το 2009, όταν ξεκινούσε η μακρά περιπέτεια της οικονομικής κρίσης, ο Παναγιώτης Ηλιάδης αποδέχθηκε ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη και αποφάσισε να αποχωριστεί το δημιούργημά του. Ενας ακόμη λόγος που βάρυνε σε αυτή την απόφαση ήταν η απουσία διάδοχης κατάστασης, δεδομένου ότι ο γιος του Ντένης είχε ξεκαθαρίσει πως δεν πρόκειται να ασχοληθεί με την επιχείρηση. Αλλωστε, πέραν της ιδιότητας του μετόχου της, η μόνη σχεδόν «επαφή» του ήταν η επιμέλεια κάποιων διαφημιστικών σποτ της Shelman, τομέας στον οποίο διέπρεψε εντός και εκτός συνόρων.

Πτώχευση και… σφυριά

Στις 18 Ιανουαρίου του 2010 μεταβιβάστηκαν μέσω του Χρηματιστηρίου μετοχικά πακέτα ποσοστού 72,09% έναντι μόλις 11 εκατ. ευρώ, με τον Παναγιώτη Ηλιάδη να μεταβιβάζει 22.881.730 μετοχές, τον Ντένη Ηλιάδη 1.973.460 μετοχές και τη σύζυγο του Π. Ηλιάδη, Δάφνη-Αγγελική-Ευγενία Παπαπαναγιώτου, 510.196 μετοχές. Νέος ιδιοκτήτης της Shelman ήταν η θεσσαλική βιομηχανία ξυλείας Alfa Wood των Αντώνη Αδαμόπουλου και Χρήστου Αγοραστού, η οποία έγινε τότε -με πέντε εργοστάσια και εννέα θυγατρικές- εκείνη πλέον leader στην ελληνική αγορά ξύλου και προϊόντων ξυλείας, αλλά και μία από τις μεγαλύτερες μεταποιητικές μονάδες στα Βαλκάνια. Βέβαια η Alfa Wood, πέρα από το βαρύ όνομα και τα εργοστάσια της Shelman, φορτώθηκε και τις ζημιές, τις υποχρεώσεις και το υπεράριθμο προσωπικό της, σε ένα περιβάλλον ραγδαίας υποχώρησης της οικοδομικής δραστηριότητας και των πωλήσεων.

Το 2012, χρονιά κατά την οποία ο Παναγιώτης Ηλιάδης έφυγε από τη ζωή, αποφασίστηκε η αναστολή λειτουργίας του εργοστασίου στο Βασιλικό, με το οριστικό λουκέτο να μπαίνει τον Ιανουάριο του 2013. Την ίδια περίοδο ανεστάλη και η λειτουργία του εργοστασίου της Κομοτηνής. Μετά ήρθε η αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99, που απορρίφθηκε και στη συνέχεια η αίτηση πτώχευσης, η οποία έγινε δεκτή.

Η Shelman τέθηκε σε καθεστώς πτώχευσης τον Μάιο του 2014 με συσσωρευμένες ζημίες άνω των 180 εκατ. ευρώ και υποχρεώσεις 190 εκατ. ευρώ, ενώ ακολούθησε ένα μπαράζ πλειστηριασμών για τα «ασημικά» της, μεταξύ των οποίων και για το σήμα της, που πέρασε στα χέρια της EPS Woods. Τα διαδοχικά σφυριά ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2016 για τη μονάδα της Κομοτηνής και μετά το 2018 και το 2019 για το εργοστάσιο της Ευβοίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στον νέο κύκλο πλειστηριασμών που άρχισε πέρυσι, η έκταση και το συγκρότημα στο Βασιλικό αποκτήθηκαν τελικά τον Μάιο του 2022 από εταιρεία συμφερόντων του επιχειρηματία Δημήτρη Μελισσανίδη αντί 23 εκατ. ευρώ.

Η μονάδα της Κομοτηνής βγήκε και… ξαναβγήκε στο σφυρί από τον Ιούλιο του 2022 με τιμή πρώτης προσφοράς αρχικά στα 12,82 εκατ. ευρώ, μετά στα 9,61 εκατ. ευρώ, στη συνέχεια στα 6,41 εκατ. ευρώ και τελικά πέρυσι τον Δεκέμβριο στα 5,77 εκατ. ευρώ. Τότε, με 1.000 ευρώ παραπάνω από την τιμή εκκίνησης αποκτήθηκε ή, καλύτερα, ανακτήθηκε από τον όμιλο Alfa Wood (στον οποίο ανήκε πριν από την πτώχευση) και την οικογένεια Τακά με την προοπτική της επαναλειτουργίας της.

Εκτός από τη Shelman, η οικογένεια Ηλιάδη δραστηριοποιήθηκε αθόρυβα και στη ναυτιλία με την Elmar Shipping για περίπου δύο δεκαετίες, από το 1995, όταν ξεκίνησε με στόλο πέντε φορτηγών πλοίων και τριών boxships, μέχρι τα τέλη του 2015, όταν έκανε αίτηση να κλείσει τα γραφεία της στην Αθήνα, κάτι που έγινε τελικά την άνοιξη του 2016. Είχε προηγηθεί η παράδοση της διαχείρισης των δύο τελευταίων πλοίων της τύπου bulker, του «Lion» και του «Zini», στην Alcyon Shipping και στη συνέχεια η πώλησή τους αντί 3,2 εκατ. και 2,8 εκατ. δολαρίων αντίστοιχα, ενώ είχε πληρώσει για να τα αποκτήσει σχεδόν 40 εκατ. δολάρια.

Τους πραγματικούς μετόχους της Elmar Shipping κάλυπτε πάντα ένα πέπλο μυστηρίου, με το τοπίο να ξεκαθαρίζει μόνο κατά τη διάλυσή της, όταν από τα σχετικά έγγραφα αποκαλύφθηκε ότι νόμιμη εκπρόσωπός της ήταν η σύζυγος του Π. Ηλιάδη.

Στη Μέκκα του σινεμά

Τον Δεκέμβριο του 1969, λίγα χρόνια μετά την ίδρυση της Shelman, ήρθε στον κόσμο ο Ντένης Ηλιάδης που μεγάλωσε μεταξύ Αθήνας, Παρισιού και Ρίο ντε Τζανέιρο, αλλά παρά τις πολυεθνικές προσλαμβάνουσες δεν αποκόπηκε ποτέ από την Ελλάδα. Aλλωστε τα περισσότερα από τα χρόνια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας τα έζησε στην Αθήνα και στο πατρικό σπίτι της οδού Ρηγίλλης.

«Προέρχομαι από μια αρκετά συντηρητική και αυστηρή οικογένεια», είχε δηλώσει το 2013, αποκαλύπτοντας ότι από μικρός σκεφτόταν τα πάντα σε εικόνες. Χαρακτήριζε μάλιστα «ενδιαφέρουσα επανάσταση» ότι τα άφησε όλα πίσω και αφιερώθηκε στον κινηματογράφο. Καθιερώθηκε αρχικά στον χώρο της διαφήμισης, όπου θεωρείται από τους πλέον ταλαντούχους έχοντας στο ενεργητικό του περισσότερα από 100 διαφημιστικά σποτ, κάτι που του άνοιξε τον δρόμο για τη μεγάλη οθόνη.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Κινηματογράφο στο Brown University και στη συνέχεια Σκηνοθεσία στο Royal College of Art του Λονδίνου. Το ταλέντο του φάνηκε προτού ακόμη ολοκληρώσει τις σπουδές του, καθώς η ταινία «Ole» που ετοίμασε για την πτυχιακή του βραβεύτηκε με το European Film Comet Award.

Η επόμενη ταινία του «Morning Fall» κατέκτησε το βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών και το Β’ Κρατικό Βραβείο του υπουργείου Πολιτισμού. Ο Ηλιάδης έγινε ευρύτερα γνωστός με το αντισυμβατικό «Hardcore», που βραβεύτηκε με το German Independence Award το 2005. Παράλληλα, ασχολήθηκε με το θέατρο και με τη συγγραφή σεναρίων. Ετσι, συνεργάστηκε με τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο στο σενάριο για την ταινία «Πίσω πόρτα».

Το 2009 έκανε το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ όταν ο διάσημος σκηνοθέτης Γουές Κρέιβεν του εμπιστεύτηκε το remake της ταινίας τρόμου «Το τελευταίο σπίτι αριστερά» («The Last House on the Left»), που έκανε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές, ακόμη και από τον συγγραφέα Στίβεν Κινγκ, ο οποίος είχε δηλώσει «τέτοιο σασπένς έχω να δω από την εποχή της “Σιωπής των αμνών”». Το 2012 ακολούθησαν η δεύτερη χολιγουντιανή ταινία του, το θρίλερ «Eνας ακόμα» (Plus One) και στη συνέχεια, το 2018, το «Delirium», με συμπαραγωγό, μεταξύ άλλων, και τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, και το «He’s Out There».

Ο Ντένης Ηλιάδης μπορεί να εξυψώθηκε μέχρι την Αμερική, αλλά κράτησε πάντα τα πόδια του στην Ελλάδα, μοιράζοντας τον χρόνο του, ανάλογα με τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, ανάμεσα στο Λος Αντζελες και την Αθήνα. Η τελευταία δημιουργία του (σενάριο και σκηνοθεσία) είναι το «Buzzheart», που γυρίστηκε πέρυσι στη χώρα μας με πρωταγωνιστές τους Εβελίνα Παπούλια, Γιώργο Λιάντο, Κωνσταντίνα Μεσσήνη και Κλαούντιο Κάγια.

Το άλλο «ναυάγιο»

Η μεγάλη επιστροφή του, ωστόσο, στο ελληνικό καλλιτεχνικό στερέωμα επρόκειτο να γίνει μέσω της «Μεγάλης χίμαιρας», της μεταφοράς στην τηλεοπτική οθόνη του σπουδαίου ψυχογραφικού μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση που θα γινόταν για λογαριασμό της ΕΡΤ.

Το φιλόδοξο σχέδιο άρχισε να μπαίνει στο τραπέζι προ τετραετίας και η διαμόρφωση του σεναρίου έγινε διά χειρός του συγγραφέα Ιωάννη Πάππου (του πρώτου Ελληνα συγγραφέα που εξέδωσε βιβλία του στην Αμερική από τον εκδοτικό οίκο Harper Collins) σε στενή συνεργασία με τον Ηλιάδη και την οικογένεια Καραγάτση (και ιδιαίτερα με τον Δημήτρη Τάρλοου), η οποία για πρώτη φορά θα παραχωρούσε τα δικαιώματα για τη μεταφορά του βιβλίου στην τηλεόραση. Το συνολικό κόστος της σειράς, που θα ολοκληρωνόταν σε έξι επεισόδια, θα προσέγγιζε τα 4,5 εκατ. ευρώ, γεγονός που την καθιστούσε ως τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη παραγωγή σε επίπεδο ελληνικής μυθοπλασίας.

Τα γυρίσματα θα ξεκινούσαν φέτος σε Ελλάδα και εξωτερικό, με την προοπτική η σειρά να προβληθεί στις αρχές του 2024, ενώ το όλο εγχείρημα είχαν αναλάβει, πέραν του Ντένη Ηλιάδη, κάποιες από τις σημαντικότερες εταιρείες παραγωγής, όπως οι Foss Productions (υπεύθυνη, μεταξύ άλλων, για τις σειρές «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και «Milky Way» του Βασίλη Κεκάτου), Boo Productions (παραγωγό στον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου, αλλά και της σειράς «Daisy Jones & The Six» για το Amazon Prime) και Blonde Productions (με παρουσία μέσω των σειρών στην Apple TV και στο Amazon Prime), ενώ συμπαραγωγός (κατά 25%) θα ήταν και η ΕΡΤ.

Ασφαλώς κορυφαίοι ήταν και οι υπόλοιποι συντελεστές, όπως ο Χρήστος Καραμάνης στη διεύθυνση Φωτογραφίας, η Δάφνη Καλογιάννη στα σκηνικά κ.ά. Στις αρχές του μήνα, ωστόσο, έγινε γνωστό ότι το πολυναναμενόμενο σχέδιο «ναυάγησε» καθώς, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, οι εταιρείες παραγωγής και ο Ντένης Ηλιάδης δεν μπόρεσαν να οδηγηθούν σε οριστική συμφωνία, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η σειρά.

Η εξέλιξη αυτή που ήρθε να επιβεβαιώσει τον τίτλο αναδεικνύοντας το όλο εγχείρημα σε… μεγάλη «χίμαιρα» έριξε την αυλαία σε μια μοναδική ευκαιρία το ευρύ κοινό να έρθει σε επαφή με το σπουδαίο μυθιστόρημα του Καραγάτση, αλλά και με το ταλέντο του Ντένη Ηλιάδη.
Αν και στη ζωή, που ως γνωστόν μιμείται την τέχνη, ισχύει ότι ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ…

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Getty images / Ideal images
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης