Νέος αθλητικός νόμος: Άλλη μια χαμένη ευκαιρία για τον ελληνικό αθλητισμό
perakis-papangiotis01

Παναγιώτης Περάκης

Νέος αθλητικός νόμος: Άλλη μια χαμένη ευκαιρία για τον ελληνικό αθλητισμό

Στη δημόσια σφαίρα τις περισσότερες φορές η διαδικασία είναι αυτή που προδικάζει  το αποτέλεσμα και επί της ουσίας. Αυτό ισχύει σχεδόν απαρέγκλιτα και  για τη διαδικασία παραγωγής των νόμων, οι ορθοί κανόνες για την οποία είναι γνωστό ότι εξακολουθούν ν΄αποτελούν ζητούμενο στη χώρα μας, παρότι η καλή νομοθέτηση είναι βασικό στοιχείο ενός κράτους δικαίου.

1. Δυστυχώς όμως, αυτό που συνεχίζει να συμβαίνει εδώ είναι η αποσπασματικότητα των ρυθμίσεων, η ασυνέχεια και η κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα τακτοποίηση αναγκών της συγκυρίας, με μετάθεση της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των θεμάτων, ακόμη ή και ιδίως των σοβαρότερων, στο απώτατο μέλλον.

2. Το αθλητικό νομοσχέδιο που συζητήθηκε -και ήδη ψηφίστηκε- αυτές τις μέρες στη Βουλή αποτελεί ένα ακόμη τέτοιο παράδειγμα. Συγκεκριμένα:

Τον Ιούλιο του 2015, επί υπουργείας Στ. Κοντονή, συγκροτήθηκε μία 15μελής Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για την πλήρη αναμόρφωση και κωδικοποίηση της αθλητικής νομοθεσίας. Η Επιτροπή είχε, παραδόξως για τα συνήθως συμβαίνοντα(ιδίως με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), υπερκομματικό χαρακτήρα. Συμμετείχε στη σύνθεσή της, με την ιδιότητα μάλιστα του Αντιπροέδρου αυτής,ο τότε και σήμερα ΓΓΑ Ι. Συναδινός, επί σειρά ετών επικεφαλής του τομέα αθλητισμού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο δικηγόρος και διεθνής διαιτητής Χρ. Σχινάς, σύμβουλος του πρώην Υφ. Αθλητισμού επί ΝΔ Ι. Ανδριανού. Συμμετείχαν και πολλοί άλλοι αξιόλογοι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και τρειςδιακεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί, ο εφέτηςκ. Σπ. Γεωργουλέας, τότε Προϊστάμενος του Πρωτοδικείου Αθηνών, οΑντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Ευστ. Βεργώνης και ο αθλητικός εισαγγελέαςκ. Κ. Σιμιτζόγλου.

Η Επιτροπή εργάστηκε (αμισθί) επί έναν περίπου χρόνο και, μετά από δεκάδες συνεδριάσεις, ακροάσεις προσώπων και φορέων, μελέτη προτάσεων και υπομνημάτων, αλλάκαι των προηγουμένων σχεδίων νομοθετικών αλλαγών που είχαν επιχειρηθεί, συνέταξε και παρουσίασε ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο για τον ελληνικό αθλητισμό, το οποίο στη συνέχεια τέθηκε σε διαβούλευση, έλαβε την τελική του μορφή και ανέμενε να πάρει τη σειρά του για κατάθεση και συζήτηση στη Βουλή.

Κλείσιμο
Αυτό δεν συνέβη διότι τότε ακριβώς, στον ανασχηματισμό του 2016, άλλαξε ο Υπουργός και ο νέος (ο κ. Βασιλειάδης, από τον ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως προερχόμενος κι αυτός) θέλησε, ευλόγως, να σχηματίσει προσωπική αντίληψη για τα διάφορα θέματα προτού προχωρήσει τη νομοθετική διαδικασία.Αυτό συνέβη τώρα τελικά, με μια καθυστέρηση όμως δυόμιση περίπου ετών και μ΄ ένα νομοσχέδιο που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που είχε κατά τα ανωτέρω εκπονηθεί.

3. Ειδικότερα, ως προς τα κύρια σημεία του περιεχομένου του νομοσχεδίου, το οποίο έγινε ήδη νόμος, ξεπερνώντας λεπτομέρειες και μικρές νομοτεχνικές αστοχίες, αξίζει να επισημάνει κανείς τα ακόλουθα:

-Το Α΄ Μέρος του ασχολείται με την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού (ΕΕΑ), την οποία, από οιονεί Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή που είναι σήμερα, μετατρέπει σε νπδδ, υπαγόμενο στον Υπουργό Αθλητισμού.

Υπενθυμίζεται ότι ο λόγος δημιουργίας της ΕΕΑ ήταν η μέσω αυτής -και του αυξημένου κύρους των μελών της- αποκοπή του ομφάλιου λώρου μεταξύ επαγγελματικού αθλητισμού και πολιτικών σκοπιμοτήτων, σχέση η οποία έχει επί δεκαετίες καταδυναστεύσει και πολλές φορές στιγματίσει τον ελληνικό αθλητισμό, κυρίως το ελληνικό ποδόσφαιρο. Η ίδρυση της ΕΕΑ (με τον ν. 3057/2002) πράγματι βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη αυτού τουστόχου. Τα τελευταία όμως χρόνια είχε καταστεί φανερή η ανάγκη ενδυνάμωσής της, κυρίως με την περαιτέρω ενίσχυση της ανεξαρτησίας της. Ως προς το τελευταίο μάλιστα, είχε από καιρό αρχίσει να ωριμάζει η άποψη η ΕΕΑ να μετατραπεί και τυπικά σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή, κάτι το οποίο εξάλλου ασπαζόταν και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Η μετατροπή της ΕΕΑ σε νπδδ, την οποία προβλέπει τώρα ο νέος νόμος, πέρα από προθέσεις, είναι πολύ αμφίβολο ότι θα λειτουργήσει υπέρ της ανεξαρτησίας της.Η λογική εκτίμηση είναι ότι τα πράγματα οδηγούνται προς την αντίθετη μάλλον κατεύθυνση, τη στιγμή μάλιστα που ο νέος νόμος αποφεύγει να προχωρήσει και στην οριστική αντιμετώπιση του κρίσιμου προβλήματος της αμοιβής των μελών της, το οποίο ευθύνεται για τις συνεχείς αποχωρήσεις των μελών της, απολύτως δικαιολογημένα, ιδίως μάλιστα των πιο αξιόλογων εξ αυτών. Σε κάποια δε σημεία είναι εμφανής η διάθεση ελέγχου της ΕΕΑ, που φτάνει μέχρι το σημείο να επιβάλλεται ρητά η κοινοποίηση όλων των πρακτικών της στον Υπ. Αθλητισμού «μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την καθαρογραφή τους», τη στιγμή που, ούτως ή άλλως, στην ίδια μάλιστα παράγραφο, προβλέπεται η υποχρεωτική ανάρτησή τους στο διαδίκτυο (στο οποίο προφανώς έχει πρόσβαση και το γραφείο του Υπουργού…).

Πέρα όμως από τα παραπάνω που αφορούν στη φυσιογνωμία και τη λειτουργία της ΕΕΑ, ο νέος νόμος προβλέπει σχετικώςπεραιτέρω αλλαγές, οι οποίες αναμφίβολα συνιστούν όχι απλά αποδυνάμωση της ΕΕΑ, αλλά και σημαντική θεσμική υποχώρηση. Διότι θεσμική υποχώρηση αποτελεί η πρόβλεψη στον νέο νόμο, για πρώτη φορά από το 2002, της δυνατότητας συμμετοχής ομάδας σε επαγγελματικό πρωτάθλημα χωρίς το περίφημο πιστοποιητικό της ΕΕΑπερί τήρησης των στοιχειωδών προϋποθέσεων νόμιμης λειτουργίας και εκπλήρωσης των βασικών υποχρεώσεών της. Και ναι μεν ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν δείχνει κατ΄ αρχήν πολύ πιθανό, ενόψει των πολύ υψηλών, πράγματι, προστίμων που προβλέπονται στο νομοσχέδιο για μια τέτοια περίπτωση. Δεν είναι όμως καθόλου αδύνατο να συμβεί, ειδικά αν πρόκειται για κάποια από τις ισχυρές ομάδες, που διαθέτει την αναγκαία νομική υποστήριξη να προχωρήσει σε δικαστική αμφισβήτηση της κύρωσης, πετυχαίνοντας τουλάχιστον κάποια αναστολή της. Η αποδοχή από τον νομοθέτη ενός τέτοιου, έστω και θεωρητικού (που δεν είναι μόνο θεωρητικό), ενδεχόμενου αποτελεί ένα πρώτο σημαντικό ρήγμα στην ισχύ της ΕΕΑ –και, εν τέλει, της έννομης τάξης- απέναντι στα υπαρκτά δυστυχώς κυκλώματα ανομίας και αφερεγγυότητας του ελληνικού επαγγελματικού αθλητισμού, των οποίων μόνιμο αίτημα ήταν πάντοτε ακριβώς αυτό, η κατάργηση της συγκεκριμένης κρίσιμης αρμοδιότητας της ΕΕΑ να χορηγεί το προαναφερόμενο πιστοποιητικό, χωρίς το οποίο ο νόμος μέχρι σήμερα προβλέπει ρητώς και ανεξαιρέτως την αποβολή από το πρωτάθλημα.Έχοντας μια αρκετά καλή γνώση των πραγμάτων τα τελευταία 15 χρόνια, ας μου επιτραπεί να υπογραμμίσω ότι στο πιστοποιητικό αυτό (του οποίου τη θέσπιση, όπως άλλωστε και της ΕΕΑ, συμβαίνει να είμαι το πρόσωπο που είχε προτείνει) συγκεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά ηοποιαδήποτε αληθινή δυνατότητα της Πολιτείας να ελέγξειτην τήρηση της νομιμότητας στον ελληνικό επαγγελματικό αθλητισμό. Και η δυνατότητα αυτή τώρα κινδυνεύει σοβαρά να απωλεσθεί.

Το σχέδιο που παρέδωσε η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή μπορεί να μην έφτανε μέχρι την αναβάθμιση της ΕΕΑ σε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή, δεν περιείχε όμως τα παραπάνω, κινούμενοπρος την αντίθετη κατεύθυνση, της ενίσχυσης με συγκεκριμένες διατάξεις του ρόλου της ΕΕΑ.

Πέραν αυτών, θετική σίγουρα, ήσσονος βέβαια σημασίας, είναι η πρόβλεψη του νέου νόμου για δημιουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας ανάρτησης των συμβάσεων κλπ που πρέπει να ελέγχει η ΕΕΑ, η υλοποίηση της οποίας, έστω κι αν δεν επιτευχθεί εντός του φιλόδοξου στόχου των 6 μηνών που ορίζει ο νόμος, θα διευκολύνει πράγματι τη λειτουργία της ΕΕΑ ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο.

-Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι αυτό που σχετίζεται με τον περιορισμό των θητειών στις διοικήσεις των Ομοσπονδιών. Κατ΄ αρχήν, έχοντας υποστηρίξει την ιδέα αυτή από παλαιότερα, πιστεύω ότι είναι απολύτως δικαιολογημένη μια τέτοια ρύθμιση, οι δε διαμαρτυρίες που διατυπώνονται σχετικώς περί αντισυνταγματικότητας κλπ πιστεύω ότι είναι νομικά αβάσιμες, ήδη δε, πολύ πρόσφατα, σε παρόμοια υπόθεση, το Συμβούλιο της Επικρατείαςέκρινε συνταγματικά θεμιτούς αντίστοιχους περιορισμούς.

Περιορισμό των θητειών των διοικούντων τις αθλητικές Ομοσπονδίες προέβλεπε και το σχέδιο της Νομοπαρασκευαστικής, εξαιρώντας μόνο τις πολύ μικρές Ομοσπονδίες (με λιγότερα από εκατό Σωματεία – μέλη), επειδή σ΄ αυτές πράγματι είχε διαπιστωθεί πρόβλημα εξεύρεσης στελεχών πανελλήνιας εμβέλειας για να στελεχώσουν τις διοικήσεις τους. Ενώ όμως στο κείμενο της Νομοπαρασκευαστικής δεν επιτρεπόταν η εκλογή προσώπου σε θέση Προεδρείου ή ως εκτελεστικό μέλος σε Δ.Σ. Ομοσπονδίας περισσότερες από δύο φορές συνολικά (ανεξάρτητα αν πρόκειται για συνεχόμενες ή μη θητείες), στον νέο νόμο ο περιορισμός αυτός έχει σε μεγάλο βαθμό αμβλυνθεί, διότι ισχύει για δύο διαδοχικές ή τέσσερις συνολικά θητείες, σε οποιαδήποτε εκτελεστική θέση ΔΣ. Δηλαδή, κάποιος που έχει δύο συνεχόμενες (ή τέσσερις μη συνεχόμενες) θητείες ως Πρόεδρος, μπορεί να μετακομίσει μία φορά σε κάποια μη εκτελεστική θέση (που μπορεί να είναι και θέση Αντιπροέδρου, όπως άλλωστε ρητά προέβλεπε η αρχική μορφή του νομοσχεδίου Βασιλειάδη) και εν συνεχεία να επανέλθει στο αξίωμα του Προέδρου, χωρίς δηλαδή ουσιαστικά να έχει αποξενωθεί από την άσκηση της εξουσίας, κάτι το οποίο όμως αποτελεί κανονικά την στόχευση μιας τέτοιας ρύθμισης. Εάν μάλιστα προστεθεί ότι, σύμφωνα με τον νέο νόμο, για τον υπολογισμό των παραπάνω ανώτατων ορίων δεν λαμβάνονται υπόψη οι θητείες πριν από τη δημοσίευσή του, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η συγκεκριμένη παρέμβαση, η οποία αποτελούσε για πολλά χρόνια το κύριο αίτημα για τον εκδημοκρατισμό και την ανανέωση των Ομοσπονδιών, με την απαλλαγή τους από γνωστούς επί δεκαετίες «επαγγελματίες παράγοντες», στερείται πλέον σε μεγάλο βαθμό δραστικότητας.

-Από τις υπόλοιπες διατάξεις, αρκετή συζήτηση έχει γίνει για το πράγματι ενδιαφέρον θέμα της δυνατότητας ή μη συμμετοχής στη μετοχική σύνθεση και στη διοίκηση αθλητικών ανωνύμων εταιρειών (ΠΑΕ και ΚΑΕ) προσώπων που ταυτόχρονα κατέχουν αντίστοιχες ιδιότητες σε στοιχηματικές εταιρείες.

Μέχρι σήμερα ισχύει το πλήρες ασυμβίβαστο ανάμεσα στα δύο. Ο νέος νόμος προχωρά πλέον σε μια σημαντική αλλαγή σε ο,τι αφορά τους μετόχους τωνστοιχηματικών εταιρειών (ΟΠΑΠ ΑΕ κλπ), προβλέποντας ότι η απαγόρευση αυτή θα ισχύει εφεξής (μόνο) για τους βασικούς μετόχους. Ενώ όμως ένας εξορθολογισμός της σημερινής απόλυτης απαγόρευσης θα ήταν ίσως εύλογος, ο ορισμός στο νομοσχέδιο ως βασικού μετόχου εκείνου που κατέχει ποσοστό μεγαλύτερο του 15% ξενίζει, δεδομένου ότι δεν φαίνεται να στηρίζεται σε κάποια σχετική τεκμηρίωση, αλλ΄ ούτε και να συμβαδίζει -είναι πάρα πολύ υψηλότερο- με ο,τι μέχρι σήμερα η ελληνική έννομη τάξη έχει ορίσει προκειμένου να χαρακτηρισθεί κάποιος ως βασικός μέτοχος.

Υπενθυμίζεται ότι η δημόσια συζήτηση για το ζήτημα του βασικού μετόχου ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια (στα μέσα της δεκαετίας του 1990), για το ασυμβίβαστο μεταξύ προμηθευτή του Δημοσίου και μετόχου τηλεοπτικού σταθμού, με το σχετικό ποσοστό να διακυμαίνεται τελικά μεταξύ 5% (ν. 3021/2002) και 1% (ν. 3310/2005). Υπενθυμίζεται επίσης ότι η ισχύουσα σήμερα νομοθεσία για το πόθεν έσχες τοποθετεί τον πήχυ για να χαρακτηρίσει κάποιον ως βασικό μέτοχο στο 1%.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, όπως και σ΄ αυτή που απασχολεί τώρα τον αθλητικό νόμο, η έννοια του βασικού μετόχου και ο προσδιορισμός του σχετικού ποσοστού έχουν ως ζητούμενο τον καθορισμό με κάποιον αντικειμενικό τρόπο του ορίου πάνω από το οποίο κάποιος εκτιμάται ότι έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει τις αποφάσεις. Το νομικό πλαίσιο των εταιρειών κατά κανόνα προβλέπει σημαντικά δικαιώματα για τον κατέχοντα το 5%, ιδίως στις ανώνυμες εταιρείες, τις οποίες άλλωστε κυρίως ενδιαφέρει η συζήτηση εν προκειμένω. Εάν αυτό είναι μία αρκετά ασφαλής ένδειξη, τότε πράγματι το 1% μπορεί να θεωρηθεί πολύ αυστηρό, ενώ, αντίθετα, το 15% πολύ επιεικές, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι σε μεγάλες εταιρείες –πολυμετοχικές ή, ακόμη περισσότερο, εισηγμένες- ο κατέχων το 15% δεν είναι καθόλου σπάνιο να είναι ακόμη και ο μεγαλύτερος (δηλ. ο σχετικώς πλειοψηφών) μέτοχος.

-Υπάρχει, τέλος, μία ακόμη πρόβλεψη του νέου νόμου που γεννά προβληματισμούς. Είναι εκείνη που δίνει τη δυνατότητα σε αθλητικές ανώνυμες εταιρείες «να αναθέτουν, με δική τους δαπάνη, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα της επιλογής τους, την ανέγερση, ανακατασκευή, επισκευή ή και συντήρηση» αθλητικών εγκαταστάσεων που δεν ανήκουν σ΄ αυτές αλλά δικαιούνται να τις χρησιμοποιούν βάσει νόμου ή σύμβασης για τις προπονητικές ή και αγωνιστικές τους υποχρεώσεις. Ως προϋποθέσεις γι αυτό προβλέπονται να συναινεί ο ιδιοκτήτης των εγκαταστάσεων, να μη θίγεται η οικονομική βιωσιμότητα της συγκεκριμένης αθλητικής εταιρείας και να διαπιστώνεται η νομιμότητα της προέλευσης των κεφαλαίων που θ΄ απαιτηθούν, ανατίθεται δε στην ΕΕΑ να κάνει τις σχετικές διαπιστώσεις και να χορηγήσει ή όχι τη σχετική άδεια.

Είναι προφανές ότι αυτή η ρύθμιση έχει κατά νου κάποιες συγκεκριμένες περιπτώσεις, δεν αποκλείεται δε καθόλου το περιεχόμενό της ν’ αποσκοπεί στην θεμιτή υπέρβαση προβλημάτων που εμείς δεν γνωρίζουμε. Πλην όμως, είναι πιθανό η εφαρμογή της να δημιουργήσει πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που ενδεχομένως επιδιώκει να λύσει.

Κατ΄ αρχήν, οι προϋποθέσεις που τίθενται δείχνουν ανεπαρκείς. Διότι, σε σχέση μεν με την απαίτηση να μη θίγεται η οικονομική βιωσιμότητα της εκάστοτε αθλητικής εταιρείας,θ΄ αρκούσε να παρατηρήσει κανείς ότι όλες οι ελληνικές αθλητικές εταιρείες είναι ζημιογόνες, με τους προϋπολογισμούς τους οριακά –και συχνά με τη συνδρομή της δημιουργικής λογιστικής…- να επαρκούν για την κάλυψη των οικονομικών τους υποχρεώσεων, οι οποίες βεβαίως είναι όλες ανελαστικές, στενά συνυφασμένες με την αγωνιστική τους δραστηριότητα και την αναγκαία υποστήριξη της λειτουργίας τους (αμοιβές αθλητών, προπονητών και λοιπού προσωπικού, κόστος μετακινήσεων, υποχρεώσεις προς το Δημόσιο και προς τον ΕΦΚΑ). Αποτελεί συνεπώς ανέφικτο ενδεχόμενο, επί του παρόντος τουλάχιστον, υπό τις γνωστές σημερινές συνθήκες ποιότητας, ασφάλειας, εμπορικότητας, να αναμένει κανείς ότι οι ελληνικές ΠΑΕ και ΚΑΕ, οι οποίες μετά βίας και όχι πάντα καταφέρνουν ν΄ ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, να έχουν την επιπλέον οικονομική δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν οικοδομικές δραστηριότητες. Όσον αφορά δε στην άλλη προϋπόθεση, τη νομιμότητα προέλευσης των κεφαλαίων, αυτό είναι κάτι που πάντοτε ούτως ή άλλως πρέπει να ερευνάται και, πάντως, σε καμία περίπτωση, η νομιμότητα της προέλευσης των χρημάτων δεν δικαιώνει και τον σκοπό για τον οποίο θα χρησιμοποιηθούν. Τέλος, όσον αφορά στην ΕΕΑ, την οποία το νομοσχέδιο καθιστά αρμόδια να κρίνει, αναρωτιέται κανείς πώς θα μπορέσει να το κάνει, στερούμενη παντελώς γνώσεων περί τεχνικών έργων, κόστους κλπ, μη έχοντας την παραμικρή σχέση ή σύνδεση με Υπηρεσίες σχετικές με τέτοιου είδους αντικείμενο και μη διαθέτοντας καν έναν μηχανικό στη σύνθεσή της.

Το κυριότερο πρόβλημα όμως δεν είναι η ανεπάρκεια των προϋποθέσεων, είναι ότι οι ρυθμίσεις αυτές παραβλέπουν σημαντικότερα ζητήματα.Διότι, δεν είναι λογικό κάποιος (μία ΠΑΕ ή μία ΚΑΕ), που απλά «δικαιούται να χρησιμοποιεί» μία αθλητική εγκατάσταση, να μπορεί να αναθέτει την εκτέλεση τεχνικών έργων σ΄ αυτήν όταν δεν έχει εξασφαλισμένο ένα συγκεκριμένο ικανοποιητικό χρονικό διάστημα χρήσης της. Βάσει όμως του αθλητικού νόμου, τέτοια διασφάλιση δεν μπορεί να υπάρξει, διότι το δικαίωμα χρήσης αθλητικών εγκαταστάσεων παρέχεται μόνο για όσον καιρό η ομάδα της ΠΑΕ ή της ΚΑΕ δικαιούται να αγωνίζεται σε επαγγελματικό πρωτάθλημα, κάτι που κρίνεται -εκ του νόμου- κάθε χρόνο, βάσει της αγωνιστικής της κατάταξης (μη υποβιβασμός σε ερασιτεχνικό πρωτάθλημα), της εκπλήρωσης των κύριων υποχρεώσεών της (λήψη του πιστοποιητικού της ΕΕΑ και της άδειας της οικείας Ομοσπονδίας), αλλά και άλλωνπαραγόντων που μπορούν να προκύψουν ανά πάσα στιγμή (πχ διαπίστωση συμμετοχής σε στημένους αγώνες, που μπορεί να επιφέρει τον υποβιβασμό μιας ομάδας, όπως άλλωστε συμβαίνει αυτές τις μέρες με συγκεκριμένη ομάδα). Αυτό είναι λοιπόν το πιο σημαντικό ίσως πρόβλημα της ρύθμισης: ότι δίνει σε κάποιον τη δυνατότητα να αναθέτει τεχνικές εργασίες σε εγκαταστάσεις ιδιοκτησίας άλλου (ο οποίος μάλιστα, στην αρχική μορφή του νομοσχεδίου, δεν προβλεπόταν ούτε καν να ερωτάται…), εργασίες μάλιστα που μπορεί ν΄ απαιτήσουν χρόνια ολόκληρα μέχρι να ολοκληρωθούν και το αποτέλεσμα των οποίων θα παραμείνει εκεί για ακόμη περισσότερα χρόνια, ενώ αυτός, ο αναθέσας, δεν έχει διασφαλισμένη την παραμονή του εκεί παρά μόνον για έναν το πολύ κάθε φορά χρόνο. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς σε τι παράλογες, αδιέξοδες ή εκβιαστικές καταστάσεις μπορούμε να φτάσουμε, όταν μάλιστα το τίμημα προς τον κατασκευαστή τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, θα είναι πιστωμένο (θα οφείλεται δηλαδή σε βάθος χρόνου, καταβαλλόμενο σε δόσεις)...

Και τι θα γίνει λοιπόν, θ’ αναρωτηθεί κανείς. Δεν πρέπει να διευκολυνθούν ιστορικές ομάδες ν’ αποκτήσουν το δικό τους γήπεδο; Ναι, είναι η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει. Αντί όμως των παραπάνω, θα μπορούσε να υπάρξει, όπως άλλωστε έχει υπάρξει σε άλλες περιπτώσεις, μία ολοκληρωμένη, διαφανής και μελετημένη ρύθμιση που να αφορά, χωρίς να κρύβεται, στη συγκεκριμένηκάθε φορά περίπτωση, χωρίς τις προαναφερόμενες, αμφίβολης ορθότητας, ρυθμίσεις, των οποίων μάλιστα, όπως η εμπειρία έχει δείξει, όλο και κάποιοι άλλοι «έξυπνοι» θα σπεύσουν να κάνουν χρήση.

4.Η πιο σημαντική όμως κριτική στον νέο νόμο αφορά όχι στο περιεχόμενό του, αλλά σ΄ εκείνα ακριβώς που λείπουν από αυτόν.

Η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή παρέδωσεένα νομοθέτημα που αναμόρφωνε συνολικά και με ενιαίο τρόπο την αθλητική νομοθεσία (χωρίς δηλαδή να χρειάζεται μετά να ανατρέχει πάλι κάποιος σε δύο ή και τρεις διαφορετικούς νόμους, προσπαθώντας να καταλάβει τι ισχύει και πού, όπως πάλι θα συμβαίνει αν υπερψηφιστεί το συγκεκριμένο νομοσχέδιο), με στόχο την προσαρμογή στις σύγχρονες ανάγκες, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στην αντιμετώπιση γνωστών χρονιζουσών παθογενειών του ελληνικού αθλητισμού. Πολύ χαρακτηριστικά, πέρα απ΄ όσα έχουν ήδη αναφερθεί (στήριξη της ΕΕΑ κλπ), το σχέδιο της Νομοπαρασκευαστικής μεταξύ άλλων προέβλεπε:

- Θέσπιση ενός νέου ολοκληρωμένου συστήματος Αθλητικής Δικαιοσύνης, το οποίο, αντί των διάσπαρτων σήμερα διατάξεων, οργάνων και διαδικασιών, συγκροτείτο σ΄ ένα ενιαίο πλαίσιο, με όργανα και διαδικασίες ορισμένα με τρόπο που να αποκλείονται παρεμβάσεις, αυθαιρεσίες και αμφισβητήσεις.

-Εξυγίανση εις βάθος του επαγγελματικού αθλητισμού, με ρυθμίσεις όπως η θεσμοθέτηση νέας, διαφανούς και αξιόπιστης, διαδικασίας ίδρυσης των αθλητικών ανωνύμων εταιρειών (ΑΑΕ), αναμόρφωση του καθεστώτος της εκκαθάρισης των ΑΑΕμε περιορισμό της δυνατότητας αναβίωσής τους και δραστική αντιμετώπιση πρακτικών που προσβάλλουν την έννομη τάξη (όπως η γνωστή πρακτική υποβιβασμού της ΑΑΕ και ίδρυση νέας –υποτίθεται-εταιρείας, από τα ίδια ουσιαστικά πρόσωπα,με νέο ΑΦΜ, απαλλαγμένης από τα υφιστάμενα χρέη προς Δημόσιο, παίκτες κλπ), ρύθμιση του νομικού καθεστώτος του σήματος και των δικαιωμάτων που πηγάζουν απ΄ αυτό εις όφελος των ΑΑΕ και των σωματείων κλπ.

-Κατάργηση του οικονομικά αδιαφανούς και νομικά προβληματικού καθεστώτος των Τμημάτων Αμειβομένων Αθλητών, το οποίο θα έπρεπε από χρόνια να έχει καταργηθεί.

-Αναμόρφωση του καθεστώτος συγχωνεύσεων αθλητικών σωματείων, προκειμένου να τελειώνουμε επιτέλους με τις γνωστές καταστρατηγήσεις.

-Κατάργηση του θεσμού του δανεισμού αθλητών, που νοθεύει τον αγωνιστικό ανταγωνισμό.

-Αναθεώρηση και εξορθολογισμότου πλαισίου επιβραβεύσεων των αθλητών που επιτυγχάνουν διακρίσεις, περιορίζοντας τις υπερβολές, ιδίως ως προς τα οικονομικά ανταλλάγματα, διατηρώντας όμως και ενισχύοντας την ύπαρξη κινήτρων για τη συστηματική ενασχόληση με τον αθλητισμό.

-Εισαγωγή πλαισίου διατάξεων σε σχέση με τονστοιχηματισμό και θέσπιση συγκεκριμένων βαρύτατων κυρώσεων.

Όλα τα παραπάνω λείπουν από τον νέο νόμο. Δικαιολογημένα λοιπόν γεννάται η απορία γιατί να συμβαίνει αυτό, όταν για τα συγκεκριμένα ζητήματα υπήρχαν ήδη επεξεργασμένες ρυθμίσεις από τη Νομοπαρασκευαστική (επί των οποίων μάλιστα ουδείς αντίλογος είχε διατυπωθεί) και των οποίων η αντιμετώπιση θα έπρεπε κανονικά ν΄ αποτελεί προτεραιότητα. Το σημείο αυτό, κατά τη γνώμη μου, δικαιολογεί την κυριότερη κριτική.

5. Απ’ όσα έχουν γίνει δημοσίως γνωστά, μετά από την παράδοση του σχεδίου της Νομοπαρασκευαστικής καμία άλλη αντίστοιχη Επιτροπή δεν συστάθηκε. Συνεπώς δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει ούτε ποιοι ήταν οι συντάκτες του νομοσχεδίου που κατατέθηκε και, μετά από αρκετές αλλαγές, ψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα στη Βουλή ούτε με ποιες διαδικασίες επιλέχθηκαν και εργάστηκαν. Αυτό όμως που με βεβαιότητα προκύπτει από την ανάγνωση του περιεχομένου του είναι ότι το σχέδιο που είχε καταρτίσει και παραδώσει η Νομοπαρασκευαστική δεν ελήφθη καθόλου υπόψη.

Ασφαλώς πάντοτε υπάρχουν πράγματα που μπορούν να γίνουν καλύτερα, ρυθμίσεις ν’ αλλάξουν, διατάξεις ν΄ αφαιρεθούν ή να προστεθούν. Και ασφαλώς είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε Υπουργού, όταν προχωρά σε νομοθέτηση του πεδίου ευθύνης του, ν’ αποφασίζει τις αλλαγές που εκείνος κρίνει. Η παντελής όμως αγνόηση αυτού που παράχθηκε μέσα από μία προηγηθείσα κοπιαστική θεσμοθετημένη διαδικασία νομίζω ότι είναι μια μεγάλη κατασπατάληση δυνάμεων, η οποία, μπροστά στην ένταση των προβλημάτων, ενδεχομένως αποτελεί ανεπίτρεπτη πολυτέλεια.

Δεν πρόκειται καθόλου για ζήτημα σεβασμού προς τα εκάστοτε πρόσωπα που κάθε φορά προϋπήρξαν. Πρόκειται για ένα σοβαρό διαδικαστικό λάθος, ένα χαρακτηριστικό δείγμα της παθογένειας περί την παραγωγή των νόμων, το οποίο, μαζί με την αποσπασματικότητα των ρυθμίσεων, την κατά προτεραιότητα τακτοποίηση αναγκών της συγκυρίας και την μετάθεση της ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των θεμάτωνστο μέλλον, προδικάζει και το αποτέλεσμα, το οποίο, στην περίπτωσή μας, δεν είναι άλλο από την απώλεια μίας ακόμη ευκαιρίας για την εξυγίανση του ελληνικού αθλητισμού.

*Είναι μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ και Πρόεδρος της Επιτροπής AccesstoJustice των Δικηγ. Συλλόγων της Ευρώπης (CCBE). Ήταν ο Πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπήςπου συστάθηκε το 2015 για την αναθεώρηση και κωδικοποίηση της αθλητικής νομοθεσίας
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ