Πουλήθηκε, χθες το απόγευμα στο Λονδίνο, στη δημοπρασία του οίκου Christie’s, η επιτύμβια στήλη του 4ου αιώνα π.Χ., στην τιμή των 128.020 ευρώ.
Η τιμή εκκίνησής της ήταν τα 40.000 ευρώ.
Η «Δωριά Ποσειδωνίου», όπως είναι γνωστή η στήλη, έχει αφαιρεθεί από αρχαίο νεκροταφείο της Χαλκίδας.
Ο οίκος δημοπρασιών υποστηρίζει ότι η δημοπρασία έγινε με κάθε νομιμότητα και σύμφωνα με το βρετανικό νόμο, καθώς το αντικείμενο ανήκε σε ιδιωτική γαλλική συλλογή.
Οι ελληνικές αρχές επισημαίνουν ότι υπάρχουν αποδείξεις πως η στήλη έχει καταγραφεί σε ελληνικό έδαφος μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και, συνεπώς, όπως τονίζουν, η εξαγωγή της ήταν παράνομη.
Μετά την ολοκλήρωση της δημοπρασίας του οίκου Christie's και την αγορά της επιτύμβιας στήλης από άγνωστο ως τώρα πλειοδότη, το υπουργείο Πολιτισμού -και πιο συγκεκριμένα η γενική γραμματέας, κυρία Μαρία Ανδρεάδη Βλαζάκη, σημείωσε τα εξής:
«Η κινητοποίηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας υπήρξε έγκαιρη. Απευθυνθήκαμε όχι μια, αλλά δυο φορές στον βρετανικό οίκο, ζητώντας περισσότερα στοιχεία, καθώς και την απόσυρση της ελληνικής αρχαιότητας από τη δημοπρασία. Επικαλέστηκαν ότι το βρετανικό δίκαιο τους επέτρεπε να συνεχίσουν. Η δικαστική οδός δεν προκρίθηκε, γιατί απαιτούνται αδιάσειστα νομικά στοιχεία ότι ένα αρχαίο έχει αποκτηθεί με παράνομη πράξη».
»Κρίθηκε, λοιπόν, ότι μια τέτοια επιλογή δε θα είχε αποτέλεσμα, ενώ θα είχε μεγάλο κόστος. Όμως, αυτό δε μας εμποδίζει να συνεχίσουμε τη διεκδίκηση της επιτύμβιας στήλης από το νέο κάτοχό της. Αυτό και θα πράξουμε. Υπάρχει προηγούμενο αυτής της πρακτικής και το υπουργείο Πολιτισμού είχε τότε δικαιωθεί».
Απορίας άξιο βέβαια παραμένει για ποιους λόγους δεν μπορούσε το υπουργείο να διεκδικήσει στη δημοπρασία την επιτύμβια στήλη (καθώς το έργο είχε τιμή εκκίνησης μόλις 28.000 ευρώ) και να προσπαθήσει μετά, μέσω της νομικής οδού, να αποδείξει πως το έργο εκλάπη.
Αντ' αυτού το έργο δυστυχώς αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε άγνωστα χέρια, ενώ ήταν εμφανές πως οι τίτλοι ιδιοκτησίας του ήταν ασαφείς. Και αυτό, γιατί ο κατάλογος της δημοπρασίας αναγράφει «βρέθηκε το 1844 στην Εύβοια και καταγράφηκε στο ημερολόγιο του ιδιοκτήτη».