Στο σύμπαν ενός αμέτοχου Θεού

Στο σύμπαν ενός αμέτοχου Θεού

Η Κατερίνα Ευαγγελάτου σκηνοθετεί τον αντιήρωα του Γκαίτε

Στο σύμπαν ενός αμέτοχου Θεού
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανήκει στους σκηνοθέτες που δεν διακρίνονται μόνο για το ταλέντο τους, αλλά και για την ευρύτερη παιδεία τους, τη βαθιά θεωρητική γνώση του αντικειμένου τους και την «εμμονή» τους να διαβάζουν εξαντλητικά γύρω από το κάθε έργο με το οποίο καταπιάνονται. Φέτος αναμετράται με ένα έργο-ορόσημο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον «Φάουστ» του Γκαίτε. Και ενώ η πρεμιέρα έχει γίνει ήδη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, εκείνη συνεχίζει να διαβάζει βιβλία σχετικά με τον Γκαίτε και το έργο του και να δουλεύει πάνω στην παράσταση με τους ηθοποιούς της.

Σε αντίθεση με τους πατέρες της Εκκλησίας που χρησιμοποίησαν τον θρύλο του Φάουστ για καθαρά ηθικοδιδακτικούς λόγους προειδοποιώντας τον κόσμο ότι όποιος μπλέκεται με τον Διάβολο θα έχει κακό τέλος, ο Γκαίτε διαβάζει τον μύθο από μία εντελώς αντίθετη οπτική. «Τοποθετεί τον Φάουστ σε ένα σύμπαν ενός αμέτοχου Θεού», μου εξηγεί η Κατερίνα.

Κλείσιμο
«Είναι παράξενο πώς ο Φάουστ έχει γίνει ήρωας. Στην πραγματικότητα είναι ένας αντιήρωας, δεν είναι ένας άγιος. Είναι ένας άνθρωπος που στη δίψα του να αποκτήσει την απόλυτη γνώση ή την ευτυχία μίας απόλυτης στιγμής καταστρέφει στο πέρασμά του τα πάντα», συνεχίζει. Ο Φάουστ, δια χειρός Γκαίτε, είναι όμως παράλληλα ένας μεγάλος νους. «Είναι ένας πανεπιστήμων, που έχει σπουδάσει και τα τέσσερα πεδία της εποχής του: φιλοσοφία, ιατρική, νομικά και θεολογία. Δεν μιλάμε λοιπόν για έναν ηλίθιο εγωιστή. Ο Γκαίτε μιλάει για την αιώνια δίψα του σκεπτόμενου ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο και να γευτεί απολαύσεις και γνώσεις χωρίς όριο. Κι εκεί είναι που αρχίζει να σκουραίνει το πράγμα…» σχολιάζει η Κατερίνα.

«Πόσο μάταιο είναι για τον ίδιο τον άνθρωπο να κατανοήσει την ύπαρξή του;» αναρωτιέμαι. «Είναι αδύνατον να αγγίξει το απόλυτο. Από την άλλη, ένας σκεπτόμενος άνθρωπος δεν είναι σε θέση να ηρεμήσει και να θεωρήσει ότι απαντήθηκαν τα μεγάλα του ερωτήματα ως προς την καταγωγή του κόσμου, το νόημα της ύπαρξης», μου απαντά η Κατερίνα και προσθέτει: «Ισως πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής του κανείς να βρίσκει κάποιες απαντήσεις που τον κάνουν να αισθάνεται καλύτερα ως προς τον επερχόμενο θάνατο. Γι’ αυτό και το έργο μας ξεκινάει με τον Φάουστ μεγάλο πια, με τον θάνατο να ανασαίνει στον σβέρκο του, να επιχειρεί να αυτοκτονήσει νιώθοντας ότι δεν έχει κάνει τίποτα τόσα χρόνια χωμένος μες στα βιβλία του».


Παρακολουθήστε το αφιέρωμα του Citylifε στην παράσταση «Φάουστ» (00.00)!

Κάπου εκεί ο Μεφιστοφελής θα καλέσει τον Φάουστ να τα παρατήσει όλα και «να βγει μαζί του μες στον κόσμο να χορέψει!». «Δεν πρόκειται για τον αγώνα του Καλού με το Κακό. Στην παράστασή μας ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής είναι το ίδιο πρόσωπο. Ουσιαστικά ο Φάουστ σε αυτή την ακραία στιγμή της ζωής του καλεί ο ίδιος τον μαύρο σκύλο, που είναι ο Μεφιστοφελής, να έρθει κοντά του», μου εξηγεί η Κατερίνα. Ο Μεφιστοφελής παίρνει από το χέρι τον Φάουστ και τον παραδίδει στη ζωή. Του γνωρίζει τον κόσμο έξω από τα βιβλία. Τον οδηγεί σε μπαρ, φοιτητικά στέκια, χώρους που γίνονται όργια, καταγώγια… Τον φέρνει σε επαφή με ανθρώπους που νομίζουν ότι την έχουν βρει με τον Θεό! «Πρόκειται για μία κοινωνία εντελώς απελπισμένη, μια κοινωνία ανθρώπων που κι αυτοί αναζητούν το νόημα, γιατί κάτι τους λείπει, αλλά δεν βρίσκουν απαντήσεις. Βλέπουμε όντα να πλέουν μέσα στην αβεβαιότητα, τη ματαιότητα και την αυτοκαταστροφή». Μια κοινωνία που μοιάζει ανατριχιαστικά με τη δική μας.

Ο «Φάουστ» αποτελεί έργο ζωής για τον Γκαίτε. Και τα δύο μέρη του έργου τα έγραφε επί 60 χρόνια. Ουσιαστικά σε όλη την ενήλικη ζωή του. «Διαπερνά όλα τα είδη θεάτρου. Εμπεριέχει σκηνές επηρεασμένες σαφώς από τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο, την αρχαία κωμωδία, τα σατιρικά δράματα, τα εκκλησιαστικά δράματα… Είναι συγκινητικό το πόσο πονούσε ο Γκαίτε τον Φάουστ. Σκέφτεσαι, σε αυτόν πήρε 60 χρόνια να το γράψει και εγώ σε έξι μήνες θέλω να το παρουσιάσω. Σε πιάνει μια τρέλα! Είναι τέτοιος ο πλούτος απ’ όπου και να το πιάσεις. Αυτό όμως είναι και το γοητευτικό. Αυτό που σε κάνει να επιστρέφεις», μου λέει η Κατερίνα.

Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, η παράστασή της έχει μία συναρπαστική δύναμη τόσο στο υποκριτικό όσο και στο εικαστικό κομμάτι. «Ηθελα εξαρχής ένα σκηνικό που να μετατρέπεται συνέχεια και να αλλάζει. Ετσι φτιάξαμε μαζί με τη σκηνογράφο μου, Εύα Μανιδάκη, αυτό το σκηνικό που ίπταται και αλλάζει όλους τους χώρους. Χρησιμοποιούμε τα τραμπουκέτα του θεάτρου για πρώτη φορά, το orchestra peak που ανεβοκατεβαίνει, τα θεωρεία του θεάτρου. Επειδή το έργο είναι και μια αναφορά στη θεατρική ιστορία, έχουμε επιλέξει να χρησιμοποιούμε κανονικά και φανερά τους μηχανισμούς του θεάτρου», μου εξηγεί.

Λίγο πριν το τέλος της κουβέντας μας τη ρωτάω πόσο την επηρέασαν ως επαγγελματία, αλλά και συνολικότερα ως άνθρωπο, οι δύο πρώτες διεθνείς σκηνοθεσίες της στη Γερμανία και τη Ρωσία το 2014 και το 2015 αντίστοιχα. «Ηταν δύο εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Η κάθε μία ήταν εξαιρετικά σημαντική και με άλλαξε με διαφορετικό τρόπο» μου λέει. Στη Γερμανία παρουσίασε μία νέα σκηνοθεσία του «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπρεχτ λίγους μόλις μήνες μετά την παράστασή της εδώ στην Ελλάδα, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. «Δούλεψα με το ensemble των ηθοποιών του θεάτρου του Αουσμπουρκ, ηθοποιούς και μουσικούς όλων των γενεών, πάνω σε ένα έργο που το ήξερα απ' έξω και ανακατωτά, αλλά που ήταν πολύ δύσκολο και προκλητικό να το δω μέσα από μία εντελώς νέα σκηνοθετική ματιά μέσα σε μόλις έξι μήνες από την προηγούμενη παράσταση», μου αποκαλύπτει.

Στη Ρωσία πάλι σκηνοθέτησε στις αρχές του ’15 για πρώτη φορά όπερα, «Τα παραμύθια του Χόφμαν» του Οφενμπαχ. «Εκεί η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο Θοδωρής Κουρεντζής είναι μια ατμόσφαιρα δημιουργικού ενθουσιασμού. Τα πράγματα ψυχικά είναι πιο κοντά στα ελληνικά δεδομένα. Η συγκίνηση που ένιωσα ακούγοντας αυτές τις φωνές και βλέποντας την παράσταση με γύρισε στα παιδικά μου χρόνια, όταν έβλεπα τη θεία μου, τη Δάφνη Ευαγγελάτου, στη σκηνή της όπερας ή τον πατέρα μου να σκηνοθετεί στη Λυρική. Εχω μεγάλο κέφι να ξαναγυρίσω στην όπερα», μου ομολογεί.

Κλείνοντας, επιστρέφω στον Φάουστ. «Θέλω να βυθιστώ στον ίλιγγο, στις απολαύσεις που χαρίζει η οδύνη, στο μίσος που αγαπά, στην πυρκαγιά που δροσιά δίνει…» φωνάζει ο ήρωας του Γκαίτε. Ολο αυτό στο μυαλό μου γεννάει μόνο μία λέξη. Ζωή. «Πώς μεταφράζεις εσύ την προτροπή: 'Ζήσε!';» τη ρωτάω. Χαμογελάει, σκέφτεται λίγο κι ύστερα μου λέει: «Τόλμα να μη φοβάσαι!».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
ΔΕΙΤΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Δείτε Επίσης