Ζήστε τη μαγεία των Χριστουγέννων στο νέο Flagship Store της Toys-Shop στην Αριστοτέλους
Χαρτοπαιξία χάριν… των εορτών
Χαρτοπαιξία χάριν… των εορτών
Δημοσίευμα του 1940 για το χαρτοπαικτικό... όργιο που κρατούσε ως την εορτή του Αγίου Ιωάννου
«Αυτές οι ρουλέττες που στηθήκανε στους δρόμους και στις πλατείες «χάριν των εορτών» μας ξαναφέρανε πίσω σε μια εποχή, που η πρωτεύουσα πάλιν «χάριν των εορτών» γινότανε ένα απέραντο υπαίθριο χαρτοπαίγνιο.
Αυτή η ιστορία άρχιζε με την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος και ετελείωνε την ημέραν του Αγίου Ιωάννου. Έτσι υπό τα όμματα των δύο αυτών Αγίων, οι Αθηναίοι εσφάζοντο επι είκοσι τόσες ημέρες στην πασέττα και στον μπακαρά.
Αλλ’ ούτε ο Άγιος Σπυρίδων είχε αναλάβει υπο την προστασίαν του τη σφαγή, ούτε ο Άγιος Ιωάννης είχε έλθει σε συμφωνία να βοηθήση αντί ολίγου θυμιάματος και τα δύο ταμπλώ του μπακαρά. Ήταν μια κακή συνήθεια που για να καθιερωθή εχρειάσθηκε πολλή ασέβεια. Και τέτοιο υλικό υπήρχε μπόλικο.
Γιατί όμως να παίζουν αυτές τις ημέρες και να μη τραγουδούν; Γιατί φαίνεται πως επεκράτησε η αντίληψις ότι για να πάη καλά ο καινούργιος χρόνος, πρέπει οι άνθρωποι να θυσιάζουν στην τύχη και να ξημερώνονται απένταροι.
Έτσι, δεκαπέντε ημέρες πριν από τη πρωτοχρονιά, όλα τα καφενεία, μικρά και μεγάλα, σταματούσαν το σερβίρισμα, κρεμνούσαν τα μπρίκια και άφηναν τα τραπέζια στη διάθεσι των παικτών.
Η μεγαλειτέρα κίνησις και το ζωηρότερο παιχνίδι ήταν στα μεγάλα καφενεία των Χαυτείων, στο «καφενείο των Παρισίων», στο «Βυζάντιο» και στο «καφενείο των Γερόντων» που στην πραγματικότητα ήταν καφενείο για όλες της ηλικίες. Εκεί μέσα οργίαζε η τράπουλα.
Αυτή η ιστορία άρχιζε με την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος και ετελείωνε την ημέραν του Αγίου Ιωάννου. Έτσι υπό τα όμματα των δύο αυτών Αγίων, οι Αθηναίοι εσφάζοντο επι είκοσι τόσες ημέρες στην πασέττα και στον μπακαρά.
Αλλ’ ούτε ο Άγιος Σπυρίδων είχε αναλάβει υπο την προστασίαν του τη σφαγή, ούτε ο Άγιος Ιωάννης είχε έλθει σε συμφωνία να βοηθήση αντί ολίγου θυμιάματος και τα δύο ταμπλώ του μπακαρά. Ήταν μια κακή συνήθεια που για να καθιερωθή εχρειάσθηκε πολλή ασέβεια. Και τέτοιο υλικό υπήρχε μπόλικο.
Γιατί όμως να παίζουν αυτές τις ημέρες και να μη τραγουδούν; Γιατί φαίνεται πως επεκράτησε η αντίληψις ότι για να πάη καλά ο καινούργιος χρόνος, πρέπει οι άνθρωποι να θυσιάζουν στην τύχη και να ξημερώνονται απένταροι.
Έτσι, δεκαπέντε ημέρες πριν από τη πρωτοχρονιά, όλα τα καφενεία, μικρά και μεγάλα, σταματούσαν το σερβίρισμα, κρεμνούσαν τα μπρίκια και άφηναν τα τραπέζια στη διάθεσι των παικτών.
Η μεγαλειτέρα κίνησις και το ζωηρότερο παιχνίδι ήταν στα μεγάλα καφενεία των Χαυτείων, στο «καφενείο των Παρισίων», στο «Βυζάντιο» και στο «καφενείο των Γερόντων» που στην πραγματικότητα ήταν καφενείο για όλες της ηλικίες. Εκεί μέσα οργίαζε η τράπουλα.
Άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτήν παρακολουθούσαν με θρησκευτική κατάνυξι το κόψιμο των χαρτιών. Ένα γκρούπ από ανθρώπους τυλιγμένο σ’ ένα σύννεφο από καπνούς, έδινε μια ιδέα σκοτεινού ζωγραφικού πίνακος, σαν εκείνους που είμαστε υποχρεωμένοι να θαυμάζουμε σε μια έκθεσι, ακριβώς γιατί δεν τους καταλαβαίνουμε.
Άλλη σκοτεινή και ανεξήγητη μορφή, ο παγκαδόρος, έκοβε τα χαρτιά με ένα ύφος που έδειχνε πως είχε πλήρη συναίσθησι της υψηλής αποστολής του.
-Η ντάμα κερδίζει, ο βαλές χάνει. Το δέκα κερδίζει, ο ρήγας χάνει.
Και το κυνήγι της τύχης εξακολουθούσε ως τις πρωινές ώρες. Όταν ενύχτωνε, στα μικρά καφενεία, που το φώς δεν ήταν αρκετό, το παιχνίδι επροχωρούσε με το φώς ενός σπερματσέτου που έλυωνε αργά-αργά και έσταζε μέσα σ’ ένα ποτήρι.
Μια εύθυμη μοναδική νότα σ’ αυτό το παιχνίδι, ήταν το κουδούνισμα της γαζέττας. Τότε τα λεφτά ήταν μεταλλικός ήχος, ήταν μουσικός θόρυβος κι’ όταν ήταν πολλά, έπαιρναν την αξία που έχει ένα συμφωνικό ποίημα. Οι τσέπες κουδούνιζαν, δεν ήτανε μουγκές, σαν τις σημερινές που είνε παραγεμισμένες με το άφωνο χαρτονόμισμα. Τα ψιλά ήταν μια ολόκληρη χορωδία από καλλίφωνες πενταροδεκάρες και ασημένια φράγκα.
Αλλά δεν κουδούνιζαν μόνο τα καφενεία, κουδούνιζε και ο δρόμος, όπου ήσαν στημένες κάτι πρόχειρες πρωτόγονες ρουλέττες. Δεν έλειπαν ούτε οι παπατζήδες και ο παπάς. Ο παπάς όμως ήταν αδύνατον να βρεθή. Και έτσι το τάλληρο του αφελούς παίκτου εκηδεύετο, χωρίς να συνοδεύεται από τας ευχάς της εκκλησίας.
Ως και τα μανάβικα είχαν προβάλλει το χαρτοπαικτικό μικρόβιο. Τα πορτοκάλια δεν τα πουλούσαν οι μανάβηδες, τα παίζανε. Όποιος μπορούσε να καρφώση σ’ ένα πορτοκάλι την πεντάρα του, που έρριχνε από μακρυά, κέρδιζε τρία πορτοκάλια. Αλλά η ματσαράγκα είχε εισχωρήσει και εδώ. Τα πορτοκάλια τα διαλέγανε από εκείνα που είχαν σκληρή και τεζαρισμένη φλούδα. Έτσι η πεντάρα ήταν αδύνατον να καρφωθή. Μόνον ο παίκτης εκαρφώνετο και έμενε καρφωμένος στη θέσι του με μια έκφρασι απορίας στο πρόσωπο.
Είπαμε ότι το χαρτοπαικτικό όργιο κρατούσε ως την εορτή του Αγίου Ιωάννου. Καμμιά φορά έφθανε και ως την άλλη Κυριακή. Και τη Δευτέρα πια οι Αθηναίοι πρωί-πρωί εγύριζαν ξενυχτισμένοι σπίτι τους, αφού είχαν χάσει και την τελευταίαν τους πεντάρα χάριν…. των εορτών».
(«Βραδυνή», 1940 Τ.Μωρ.)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
Άλλη σκοτεινή και ανεξήγητη μορφή, ο παγκαδόρος, έκοβε τα χαρτιά με ένα ύφος που έδειχνε πως είχε πλήρη συναίσθησι της υψηλής αποστολής του.
-Η ντάμα κερδίζει, ο βαλές χάνει. Το δέκα κερδίζει, ο ρήγας χάνει.
Και το κυνήγι της τύχης εξακολουθούσε ως τις πρωινές ώρες. Όταν ενύχτωνε, στα μικρά καφενεία, που το φώς δεν ήταν αρκετό, το παιχνίδι επροχωρούσε με το φώς ενός σπερματσέτου που έλυωνε αργά-αργά και έσταζε μέσα σ’ ένα ποτήρι.
Μια εύθυμη μοναδική νότα σ’ αυτό το παιχνίδι, ήταν το κουδούνισμα της γαζέττας. Τότε τα λεφτά ήταν μεταλλικός ήχος, ήταν μουσικός θόρυβος κι’ όταν ήταν πολλά, έπαιρναν την αξία που έχει ένα συμφωνικό ποίημα. Οι τσέπες κουδούνιζαν, δεν ήτανε μουγκές, σαν τις σημερινές που είνε παραγεμισμένες με το άφωνο χαρτονόμισμα. Τα ψιλά ήταν μια ολόκληρη χορωδία από καλλίφωνες πενταροδεκάρες και ασημένια φράγκα.
Αλλά δεν κουδούνιζαν μόνο τα καφενεία, κουδούνιζε και ο δρόμος, όπου ήσαν στημένες κάτι πρόχειρες πρωτόγονες ρουλέττες. Δεν έλειπαν ούτε οι παπατζήδες και ο παπάς. Ο παπάς όμως ήταν αδύνατον να βρεθή. Και έτσι το τάλληρο του αφελούς παίκτου εκηδεύετο, χωρίς να συνοδεύεται από τας ευχάς της εκκλησίας.
Ως και τα μανάβικα είχαν προβάλλει το χαρτοπαικτικό μικρόβιο. Τα πορτοκάλια δεν τα πουλούσαν οι μανάβηδες, τα παίζανε. Όποιος μπορούσε να καρφώση σ’ ένα πορτοκάλι την πεντάρα του, που έρριχνε από μακρυά, κέρδιζε τρία πορτοκάλια. Αλλά η ματσαράγκα είχε εισχωρήσει και εδώ. Τα πορτοκάλια τα διαλέγανε από εκείνα που είχαν σκληρή και τεζαρισμένη φλούδα. Έτσι η πεντάρα ήταν αδύνατον να καρφωθή. Μόνον ο παίκτης εκαρφώνετο και έμενε καρφωμένος στη θέσι του με μια έκφρασι απορίας στο πρόσωπο.
Είπαμε ότι το χαρτοπαικτικό όργιο κρατούσε ως την εορτή του Αγίου Ιωάννου. Καμμιά φορά έφθανε και ως την άλλη Κυριακή. Και τη Δευτέρα πια οι Αθηναίοι πρωί-πρωί εγύριζαν ξενυχτισμένοι σπίτι τους, αφού είχαν χάσει και την τελευταίαν τους πεντάρα χάριν…. των εορτών».
(«Βραδυνή», 1940 Τ.Μωρ.)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα