Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
Ρεχάγκελ Vs Σάντος
Ρεχάγκελ Vs Σάντος
Αν ο Γερμανός βρήκε ένα εγχώριο χέρσο οικόπεδο, έριξε μπετά και σήκωσε μια γαλανόλευκη πολυκατοικία, ο Πορτογάλος ανέλαβε να τη συντηρήσει, να την ανανεώσει και να εξασφαλίσει την επιτυχημένη λειτουργία της
UPD:
8
ΣΧΟΛΙΑ
Πάνε τέσσερα ολόκληρα χρόνια από τις 23 Ιουνίου του 2010, όταν ο Οτο Ρεχάγκελ ανακοίνωνε, κατά τη διάρκεια της πτήσης από το Πολοκουάνε στο Ντέρμπαν, την απόφασή του να αποχωρήσει από τον πάγκο της Εθνικής. Η ομάδα είχε ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις της στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Αφρικής και ο 72χρονος προπονητής της έκανε πράξη την παλιότερη δήλωσή του ότι «δεν θέλω να με πάρουν με καροτσάκι από τα γήπεδα».
Ο αδάμαστος «Ρεχακλής» έφευγε με το κεφάλι ψηλά, αρνούμενος να γίνει κάτι σαν ιερός ελέφαντας των γηπέδων και αφήνοντας πίσω τον θρύλο του να σφιχταγκαλιάζει την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου όπως τα κοάλα δένονται σχεδόν στοργικά με τον κορμό του δέντρου, ενός δέντρου όπως αυτό της Εθνικής Ελλάδας που ο ίδιος ο Γερμανός τεχνικός μπόλιασε για να ριζώσει και να ανθίσει. Δύο μήνες αργότερα τη θέση του καταλάμβανε ένας άλλος επίμονος κηπουρός και δικός μας άνθρωπος. Ο Φερνάντο Σάντος, ένας Πορτογάλος με καρδιά πλημμυρισμένη Ελλάδα, διάβαινε το μονοπάτι του προκατόχου του για να συνεχίσει την καρποφορία του δέντρου.
Περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν η Εθνική Ελλάδας έβγαινε από τον αχταρμά της εποχής του Ρουμάνου Ανχελ Ιορντανέσκου, που τον είχε αντικαταστήσει στον πάγκο ο ντόπιος Βασίλης Δανιήλ. Ηταν μια περίοδος όπου κανένας δεν έδινε σημασία στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας. Στο ματς με την Ισπανία στη Λεωφόρο για τα προκριματικά του Euro η ΕΠΟ μοίραζε τζάμπα φανέλες της Εθνικής για να μαζέψει με το ζόρι λίγο κόσμο. Λίγοι ανταποκρίθηκαν, τότε, στη γαλαντόμα προσφορά. Πέτρινα χρόνια. Κι εκεί που νόμιζε κανείς ότι η ομάδα έπιανε πάτο, όλο και κάποια καταπακτή άνοιγε από κάτω για κατρακύλισμα στην άβυσσο. Η Εθνική βολόδερνε κάπου στο 70ό σκαλοπάτι της παγκόσμιας κατάταξης και οι παίκτες της έμοιαζαν τόσο απαθείς που δεν θα αντιδρούσαν ακόμα και αν τους διαπερνούσε ρεύμα από γυμνό καλώδιο. Σε αυτό το τοπίο των αλυσιδωτών καταστροφών από ποδοσφαιρικούς σεισμούς, αγωνιστικές καθιζήσεις, προπονητικά τσουνάμι και βροχή παικτών-μετεωριτών, το μόνο που έλειπε ήταν η εισβολή εξωγήινων. Αυτό ακριβώς συνέβη.
Στην κρίσιμη στιγμή, με την είσοδο του νέου αιώνα, εμφανίστηκε ο χερ Οτο Ρεχάγκελ φορτωμένος με γερμανικό ρεαλισμό, προτεσταντικές νευρώσεις και ντυμένος με τη δυναμική στολή ενός Σούπερμαν που έκρυβε επιμελώς την ταμπέλα «ξοφλημένος» ως προπονητής παρότι είχε κάτσει στους πάγκους της Μπουντεσλίγκα για πάνω από 800 ματς. Ωστόσο, αφού αυτοπροτάθηκε για τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας, η πρόσληψή του την εκτόξευσε στο στερέωμα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Επί εννιά χρόνια στην Ελλάδα, ο μετέπειτα αποκληθείς «βασιλιάς Οθωνας» δεν έμαθε να παραγγέλνει στα γκαρσόνια του «King George» στο Σύνταγμα ούτε καφέ στα ελληνικά - ζήτημα νοοτροπίας αφού χρησιμοποίησε μέχρι και σκονάκι ελληνικών με λατινικούς χαρακτήρες για να πρωταγωνιστήσει σε τηλεοπτική διαφήμιση.
Ακόμα και όταν κάποιος Γερμανός δημοσιογράφος τού έκανε μια ζόρικη ερώτηση, ο επίσης Γερμανός Οτο ζητούσε από τον βοηθό, επικοινωνιακή ασπίδα και διερμηνέα του Γιάννη Τοπαλίδη, να του τη μεταφράσει από τα γερμανικά στα γερμανικά για να απαντήσει ο ίδιος στα γερμανικά! Τους Ελληνες δημοσιογράφους τούς κρατούσε σε μια ιδιότυπη απόσταση. Στη συνέντευξη Τύπου μετά τη λήξη του αγώνα Ελλάδα - Τουρκία 1-4 και ενώ το «Καραϊσκάκη» έβραζε για τον «εθνικό» διασυρμό, παραμονές μάλιστα της επετείου της 25ης Μαρτίου, αυτός δήλωνε: «Αυτό που έχω να πω είναι ότι ευχαριστώ τη γυναίκα μου»! Απαιχτος. Κάπως έτσι φιλοτεχνούσε έναν θρύλο υπεροχής που τον περιέφερε σαν φωτοστέφανο πάνω από το, υποτίθεται βαμμένο, μαλλί του. Τα έφερε, όμως, έτσι η ζωή ώστε με τη δική του συμβολή να εισπράξει πανελλήνιο σεβασμό που δεν κατατίθεται ούτε σε εθνικό ανδριάντα. Ο ίδιος, άλλωστε, συχνά πυκνά τόνιζε γλαφυρά ότι «τα αγάλματα των προπονητών είναι από χαρτόνι για να τα καίνε γρήγορα».
Ο αδάμαστος «Ρεχακλής» έφευγε με το κεφάλι ψηλά, αρνούμενος να γίνει κάτι σαν ιερός ελέφαντας των γηπέδων και αφήνοντας πίσω τον θρύλο του να σφιχταγκαλιάζει την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου όπως τα κοάλα δένονται σχεδόν στοργικά με τον κορμό του δέντρου, ενός δέντρου όπως αυτό της Εθνικής Ελλάδας που ο ίδιος ο Γερμανός τεχνικός μπόλιασε για να ριζώσει και να ανθίσει. Δύο μήνες αργότερα τη θέση του καταλάμβανε ένας άλλος επίμονος κηπουρός και δικός μας άνθρωπος. Ο Φερνάντο Σάντος, ένας Πορτογάλος με καρδιά πλημμυρισμένη Ελλάδα, διάβαινε το μονοπάτι του προκατόχου του για να συνεχίσει την καρποφορία του δέντρου.
Περίπου δεκαπέντε χρόνια πριν η Εθνική Ελλάδας έβγαινε από τον αχταρμά της εποχής του Ρουμάνου Ανχελ Ιορντανέσκου, που τον είχε αντικαταστήσει στον πάγκο ο ντόπιος Βασίλης Δανιήλ. Ηταν μια περίοδος όπου κανένας δεν έδινε σημασία στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας. Στο ματς με την Ισπανία στη Λεωφόρο για τα προκριματικά του Euro η ΕΠΟ μοίραζε τζάμπα φανέλες της Εθνικής για να μαζέψει με το ζόρι λίγο κόσμο. Λίγοι ανταποκρίθηκαν, τότε, στη γαλαντόμα προσφορά. Πέτρινα χρόνια. Κι εκεί που νόμιζε κανείς ότι η ομάδα έπιανε πάτο, όλο και κάποια καταπακτή άνοιγε από κάτω για κατρακύλισμα στην άβυσσο. Η Εθνική βολόδερνε κάπου στο 70ό σκαλοπάτι της παγκόσμιας κατάταξης και οι παίκτες της έμοιαζαν τόσο απαθείς που δεν θα αντιδρούσαν ακόμα και αν τους διαπερνούσε ρεύμα από γυμνό καλώδιο. Σε αυτό το τοπίο των αλυσιδωτών καταστροφών από ποδοσφαιρικούς σεισμούς, αγωνιστικές καθιζήσεις, προπονητικά τσουνάμι και βροχή παικτών-μετεωριτών, το μόνο που έλειπε ήταν η εισβολή εξωγήινων. Αυτό ακριβώς συνέβη.
Στην κρίσιμη στιγμή, με την είσοδο του νέου αιώνα, εμφανίστηκε ο χερ Οτο Ρεχάγκελ φορτωμένος με γερμανικό ρεαλισμό, προτεσταντικές νευρώσεις και ντυμένος με τη δυναμική στολή ενός Σούπερμαν που έκρυβε επιμελώς την ταμπέλα «ξοφλημένος» ως προπονητής παρότι είχε κάτσει στους πάγκους της Μπουντεσλίγκα για πάνω από 800 ματς. Ωστόσο, αφού αυτοπροτάθηκε για τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας, η πρόσληψή του την εκτόξευσε στο στερέωμα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Επί εννιά χρόνια στην Ελλάδα, ο μετέπειτα αποκληθείς «βασιλιάς Οθωνας» δεν έμαθε να παραγγέλνει στα γκαρσόνια του «King George» στο Σύνταγμα ούτε καφέ στα ελληνικά - ζήτημα νοοτροπίας αφού χρησιμοποίησε μέχρι και σκονάκι ελληνικών με λατινικούς χαρακτήρες για να πρωταγωνιστήσει σε τηλεοπτική διαφήμιση.
Ακόμα και όταν κάποιος Γερμανός δημοσιογράφος τού έκανε μια ζόρικη ερώτηση, ο επίσης Γερμανός Οτο ζητούσε από τον βοηθό, επικοινωνιακή ασπίδα και διερμηνέα του Γιάννη Τοπαλίδη, να του τη μεταφράσει από τα γερμανικά στα γερμανικά για να απαντήσει ο ίδιος στα γερμανικά! Τους Ελληνες δημοσιογράφους τούς κρατούσε σε μια ιδιότυπη απόσταση. Στη συνέντευξη Τύπου μετά τη λήξη του αγώνα Ελλάδα - Τουρκία 1-4 και ενώ το «Καραϊσκάκη» έβραζε για τον «εθνικό» διασυρμό, παραμονές μάλιστα της επετείου της 25ης Μαρτίου, αυτός δήλωνε: «Αυτό που έχω να πω είναι ότι ευχαριστώ τη γυναίκα μου»! Απαιχτος. Κάπως έτσι φιλοτεχνούσε έναν θρύλο υπεροχής που τον περιέφερε σαν φωτοστέφανο πάνω από το, υποτίθεται βαμμένο, μαλλί του. Τα έφερε, όμως, έτσι η ζωή ώστε με τη δική του συμβολή να εισπράξει πανελλήνιο σεβασμό που δεν κατατίθεται ούτε σε εθνικό ανδριάντα. Ο ίδιος, άλλωστε, συχνά πυκνά τόνιζε γλαφυρά ότι «τα αγάλματα των προπονητών είναι από χαρτόνι για να τα καίνε γρήγορα».
Από χαρτόνι, εξάλλου, ήταν και η ελληνική εθνική ομάδα όταν ανέλαβε τα ηνία της. Και τη μετέτρεψε σε ομάδα από μέταλλο. Δεν είχε, όμως, και το ευκολότερο ξεκίνημα μαζί της. Με το καλημέρα στον πάγκο εισέπραξε μια ξεγυρισμένη πεντάρα από τη Φινλανδία. Κλονίστηκε. Αλλά ψάχτηκε ήρεμα. Βρήκε τις σωστές άκρες και τις κατάλληλες συναναστροφές. Καπάκι ήρθε το 2-2 με την Αγγλία, με τον πολύ Ντέιβιντ Μπέκαμ να ισοφαρίζει με χτύπημα φάουλ στο φινάλε του αγώνα. Αναθάρρησε. Αλλά δεν ψωνίστηκε. Και ανέλαβε δράση ως το μοναδικό αφεντικό της ομάδας για να γεμίσει τα κενά κατάστιχα και να διορθώσει τις ατέλειες, επαναφέροντας την παραμελημένη έννοια του αυτονόητου στη λειτουργία της. Εδιωξε παράγοντες, συζύγους και δημοσιογράφους που έμεναν στο ίδιο ξενοδοχείο με τους παίκτες στις αποστολές της Εθνικής στο εξωτερικό, προσθέτοντας πίεση, άγχος και αποπροσανατολισμό στην ομάδα.
Τσίτωσε, τότε, ο Βασίλης Γκαγκάτσης, δυσαρεστήθηκε ο περίγυρος, μουρμούρισαν και κάποιοι παίκτες. Τους έκοψε μαχαίρι την γκρίνια λέγοντας «εδώ δεν ήρθαμε για οικογενειακή εκδρομή αλλά για κάτι σοβαρότερο. Να παίξουμε ποδόσφαιρο». Μετά ζήτησε μόνιμο προπονητικό κέντρο για να μην περιφέρεται η Εθνική σαν κατατρεγμένη μειονότητα από καταυλισμό σε καταυλισμό. Για πρώτη φορά στα χρονικά τού είπαν «γιαβόλ» παραχωρώντας του τον Αγιο Κοσμά. Κι εκείνος φόρεσε στα 64 του τη γαλανόλευκη αθλητική φόρμα, μπήκε στο γκαζόν και άρχισε τα γερμανικά παραγγέλματα στις προπονήσεις.
Στοπ στις διαμεσολαβήσεις
Από εκεί και ύστερα ξεκίνησε τον σχεδιασμό. Εθεσε οριστικό στοπ στο αξιοθρήνητο πανηγύρι της πρόσκλησης ενός τσούρμου ποδοσφαιριστών στην Εθνική, τερματίζοντας αλισβερίσια, διαμεσολαβήσεις, πιέσεις από σωματειακούς παράγοντες, μανατζαραίους του μεταγραφικού παζαριού και κολλητούς νταραβεριτζήδες της λεζάντας. «Οι παίκτες πρέπει να παρακαλάνε να φορέσουν το εθνόσημο και να βάζουν τα δυνατά τους σε κάθε αναμέτρηση, έτσι ώστε να έχουν τη χαρά να κληθούν ξανά», επαναλάμβανε τονωτικά και εγκαρδιωτικά στην προεπιλογή παικτών. Αναπόφευκτα, έκανε εχθρούς ανάμεσα στους αυτάρεσκους και εριστικούς οπαδούς των σωματειακών καφενείων της επικράτειας. Τους αγνόησε επιδεικτικά αντιτείνοντας στις κατηγορίες τους ότι μετατρέπει την Εθνική σε κλειστό κλαμπ με στόχο του να γίνει το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα μια οικογένεια, ένας σύλλογος, μια ομάδα. Με σταθερό σχήμα μέσα στο οποίο να προσαρμόζονται οι διαφορετικές προσωπικότητες και ολοκληρωμένο πλέον να υλοποιεί αγωνιστικά τη μινιμαλιστική φιλοσοφία του.
«Εχεις μόνο μία επιλογή στο ποδόσφαιρο, να νικήσεις. Τίποτα δεν αντικαθιστά τη νίκη», έλεγε.
«Τα λεφτά δεν βάζουν γκολ», ξανάλεγε. «Ανοίξτε το ραντάρ, σηκώστε τις κεραίες και να κοιμάστε με το ένα μάτι ανοιχτό», παρότρυνε τους παίκτες του. Η αλήθεια είναι ότι υπό τις τεχνικές οδηγίες του στα γήπεδα η Εθνική δεν παρουσίαζε κάποιο ονειρικό υπερθέαμα. Μάλλον προς το άγρυπνο κώμα έφερνε, με ένα μίζερο «τσούκου-τσούκου μπολ», φλύαρη κατοχή μπάλας χωρίς επιθετικές ενέργειες, με τους αμυντικούς να γυρίζουν την μπάλα στον τερματοφύλακα και πάλι από την αρχή, ώσπου να αρχίσουν να χασμουριούνται οι θεατές και, κυρίως, να ναρκωθούν οι αντίπαλοι.
Σχεδίαζε χαρακώματα
«Σημασία έχει να κερδίζεις. Ακόμα και παλιομοδίτικα. Καλύτερο από το να χάνεις μοντέρνα και μετά να απολύεσαι εξίσου μοντέρνα», επαναλάμβανε ο κόουτς, που αναμφίβολα παρακινούνταν από το βασικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης, όπως κάθε παιδί που μεγάλωσε με τις στερήσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων της Γερμανίας. Με αυτή την αντίληψη μπόλιαζε τον ιστό της ομάδας, καταστρώνοντας προσγειωμένα και ψύχραιμα τη στρατηγική του. Αυτή που μετέθετε τον ενθουσιασμό του θεάματος και τη χαρά του παιχνιδιού στην απόλαυση της επίτευξης του επιθυμητού αποτελέσματος. Μοιραία, πάνω σε αυτόν τον καμβά των μετατοπίσεων σχεδίαζε χαρακώματα, ταμπούρια, οχυρά και πάρκαρε πούλμαν μπροστά στα εθνικά γκολπόστ, με αμυντικές διατάξεις που θύμιζαν ηρωικά Μεσολόγγια, ένδοξα Χάνια της Γραβιάς και -παράξενο για Γερμανό- θρυλικά Ρούπελ. Ετσι, όμως, χάριζε στο υποτιμημένο ελληνικό ποδόσφαιρο μια εθνική αγωνιστική ταυτότητα.
Απορρίπτοντας οτιδήποτε περιττό στον αγωνιστικό χώρο με τις εμμονές του στη διάταξη αλλά και με καλλιεργημένο το καλό κλίμα στα αποδυτήρια, ο Ρεχάγκελ στράφηκε βαθμιαία στην ψυχολογική τόνωση των παικτών του. Στο Euro του 2004 στην Πορτογαλία, όταν ο Ρονάλντο δήλωσε ότι δεν γνωρίζει κανέναν Ελληνα παίκτη, πήρε παράμερα τον ταχύτατο Γιούρκα Σεϊταρίδη, λέγοντάς του «μπορείς μετά το ματς να τον κάνεις να σε θυμάται για πάντα». Και ο Γιούρκας έμεινε αξέχαστος στον σταρ της Πορτογαλίας, αφού προηγουμένως ο Ελληνας αμυντικός τού πήρε στο γήπεδο την ταυτότητα. Στον αγώνα με τη Γαλλία εμψύχωσε τους παίκτες προειδοποιώντας τους ότι απέναντι στην υπεροπτική πρωταθλήτρια Ευρώπης και κόσμου είχαν ένα παραπάνω κίνητρο να αποδείξουν ότι δεν έφτασαν ως εκεί επειδή φάνηκαν τυχεροί. Αποτέλεσμα ήταν ο Κατσουράνης να κάνει τον Ζιντάν να σημαδεύει γλάρους και ο Ζαγοράκης να μοιράζει σακούλες στον Λιζαραζού.
Με το ίδιο ψυχολογικό πουσάρισμα ο Δέλλας έβαλε στα δίχτυα τον Τσεχ και ο Χαριστέας κάρφωσε με κεφαλιές πρώτα τον Μπαρτέζ και στον τελικό του «Ντα Λουζ» τον Ρικάρντο. Η κατάκτηση του Euro 2004 ήταν ένας ανέλπιστος θρίαμβος για την Εθνική και μια δικαίωση για τον Ρεχάγκελ, ο οποίος σπάνια πανηγύριζε τη νίκη ή θλιβόταν με την ήττα. Ανταμοιβή και επιβράβευση της μοναδικής επιτυχίας του, πέραν των χρηματικών μπόνους, ήταν η συγκέντρωση περισσότερων από 100.000 ανθρώπων στο Παναθηναϊκό Στάδιο, οι οποίοι τον υποδέχθηκαν σαν ημίθεο όταν επέστρεψε από τη Λισαβόνα στην Αθήνα.
Ο Γερμανός τεχνικός ανανέωσε την επόμενη χρονιά το συμβόλαιό του και μετά το αξέχαστο Euro 2004 οδήγησε την ομάδα στο Euro 2008 αλλά και στο Μουντιάλ του 2010, όπου στη δεύτερη συμμετοχή της έσπασε το ρόδι, πετυχαίνοντας την πρώτη της νίκη εναντίον της Νιγηρίας. Η μεγαλύτερη, όμως, συμβολή του μακροβιότερου τεχνικού στην ιστορία της Εθνικής δεν ήταν η συμμετοχή της ομάδας στα τελικά τριών μεγάλων διεθνών διοργανώσεων, ούτε ότι την εγκατέστησε στην πρώτη δεκάδα της παγκόσμιας κατάταξης της FIFA. Το σπουδαιότερο επίτευγμά του ήταν ότι ενέπνευσε, έθεσε τις βάσεις και κληροδότησε την οργάνωση, την ομαδικότητα, την πειθαρχία και τη μαχητική διεκδίκηση της νίκης εκεί όπου κάποτε φυτοζωούσε ένα συμβιβασμένο σκορποχώρι. Αν κάτι έμαθε η Ελλάδα από τον απρόσιτο κοινωνικά αλλά αποτελεσματικό επαγγελματικά Ρεχάγκελ, αυτό συνοψίζεται στην υπερτιμημένη αλλά περιγραφική κινέζικη σοφία που λέει «αφήστε τα σκυλιά να γαβγίζουν, αρκεί η άμαξα να προχωράει». Αγιογραφία δεν του κάναμε, σε πλατεία ή δρόμο δεν χαρίσαμε το όνομά του. Η παρουσία του, όμως, θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου με καλλιγραφικά γράμματα, εγκεκριμένα, μάλλον, από τη σύζυγό του Μπεάτε, τη γυναίκα που βρίσκεται πάντα πίσω από το άστρο ενός επιτυχημένου άνδρα.
Αν ο Οτο Ρεχάγκελ βρήκε ένα εγχώριο χέρσο οικόπεδο, έριξε μπετά και σήκωσε μια γαλανόλευκη πολυκατοικία, ο διάδοχός του Φερνάντο Σάντος ανέλαβε να τη συντηρήσει, να την ανανεώσει και να εξασφαλίσει την επιτυχημένη λειτουργία της. Και αυτό χωρίς να μπει σε σύγκριση με τον «εργολάβο» ή «αρχιτέκτονα-γκουρού» προκάτοχό του. Αυτό δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο για τον Πορτογάλο προπονητή. Μόνο που το δικό του ατού συνοψιζόταν στο ότι αυτός ήταν δικός μας άνθρωπος. «Οποτε βρίσκομαι μακριά, πάντα κάτι με τραβάει πίσω στην Ελλάδα», έχει παραδεχτεί. «Εχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Δεν γίνεται αλλιώς». Αλλωστε τα τελευταία χρόνια έμενε με τη σύζυγό του στο Ελληνικό, απ’ όπου ατένιζε τη θάλασσα, έκανε τις διακοπές του στην Πάρο και όχι στο εξοχικό του στο Ταφκάι, πήγαινε εκδρομές στα Μετέωρα, άκουγε μπουζούκι και διασκέδαζε στου Βέρτη, έτρωγε κατά προτίμηση στον «Μπακαλόγατο» στον Αλιμο, φούμαρε μανιωδώς και έπινε φραπέ, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε πει πριν από το Euro 2012: «Δεν είναι κανείς περισσότερο Ελληνας από μένα!».
Ανέθετε ρόλους
Ο ίδιος δούλευε αδιαλείπτως εδώ, δεν πηγαινοερχόταν στο Εσεν όπως ο Ρεχάγκελ. Ζυμωνόταν καθημερινά στα αποδυτήρια και τους πάγκους των γηπέδων με παράγοντες, ποδοσφαιριστές, φιλάθλους, δημοσιογράφους. Την έμαθε από πρώτο χέρι την ελληνική νοοτροπία, τα καλά και τα άσχημά μας, υπηρετώντας υπό προέδρους ποδοσφαιρικών εταιρειών όπως ο Μάκης Ψωμιάδης, ο Ντέμης Νικολαΐδης και ο Θοδωρής Ζαγοράκης. Και γνώρισε νωρίς και από κοντά τι σημαίνει βαρύ κλίμα στα αποδυτήρια και οργή στην κερκίδα στις τρεις αγωνιστικές που κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα του πάγκου του «τριφυλλιού». Στην καριέρα του, πάντως, δεν εξέθεσε κανέναν με διαρροές, δημαγωγίες ή υπονοούμενα. Είχε τον δικό του παροιμιώδη τρόπο του να εκθέτει τα πράγματα, δίχως συμβιβασμούς και συγκαλύψεις. Οταν εγκατέλειψε τους λαδερούς μουσακάδες στο Κεφαλάρι και τα σαλιγκάρια στη Νέα Φιλαδέλφεια γυρίζοντάς το στην ψαροφαγία στην Περαία της Θεσσαλονίκης , δήλωνε αναφορικά με τους ποδοσφαιριστές που είχε στη διάθεσή του:
«Εχουμε σαρδέλες και τους βλέπετε σαν αστακούς». Τι πιο προφανές από έναν άνθρωπο που προέρχεται από τις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού και τη χώρα του μπακαλιάρου, που πολιτογραφήθηκε ψυχολογικά μεσογειακός και δέθηκε ολοκληρωτικά με την Ελλάδα; Με τη φυσική και αβίαστη ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που υπερβαίνει την επαγγελματική ιδιοτέλεια, έχει δηλώσει ξάστερα. «Η Ελλάδα δεν έγινε γνωστή στον κόσμο για την κατάκτηση του Euro. Η Ελλάδα είναι γνωστή για τον πολιτισμό της, την κουλτούρα της και την Ιστορία της».
Αν και ο Σάντος κατέφθασε στην Ελλάδα την εποχή που ο Ρεχάγκελ αναλάμβανε το τιμόνι της Εθνικής, οι δυο τους δεν είχαν καμία συνάφεια σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφία, το στυλ, το ταμπεραμέντο. Εκτός ίσως από μια κοινή αντίληψη για τη διαχείριση ενός αγώνα που αποτυπωνόταν στο μότο του Πορτογάλου: «Οταν δεν μπορούμε να κερδίσουμε έναν αγώνα, πρέπει τουλάχιστον να μην τον χάνουμε». Ο Γερμανός ήταν οπαδός του δεσίματος μιας ομάδας, ο Πορτογάλος θιασώτης του ρυθμού. Ο απόμακρος Ρεχάγκελ πίστευε στους μόνιμους, ο μελαγχολικός Σάντος στους ετοιμοπόλεμους. Ο ένας αρεσκόταν στη φόρμουλα, ο άλλος στην επαφή με την καθημερινότητα. Αν ο πρώτος περνιόταν για ψυχολόγος, ο δεύτερος έμοιαζε με παιδαγωγό. Ο Οτο μιλούσε με τη λογική ενώ ο Φερνάντο με την καρδιά. Ενα κοκτέιλ με συστατικά τους δυο τους μάλλον δεν θα ήταν εκρηκτικό, αλλά σίγουρα δηλητηριώδες. Σπάνια θα χωρούσαν στο ίδιο ποτήρι το κομψό και συντηρητικό παιδί της γερμανικής εργατικής τάξης με τον ατημέλητο εμφανισιακά Πορτογάλο πτυχιούχο ηλεκτρολόγο-μηχανικό του Πολυτεχνείου.
Ενας winner άξιος σεβασμού
Εντιμος, εργατικός και φιλοσοφημένος, ο Σάντος έμαθε νωρίς στα γήπεδα και τους πάγκους ότι κανείς δεν πρόκειται να του χαρίσει τίποτα και ότι η δικαίωση περνάει συχνά μέσα από την αμφισβήτηση. Το σκυθρωπό ύφος του, το βαρύθυμο, γυρτό και κάπως θλιμμένο παράστημα, η σκληρή, ενίοτε αξύριστη και ρυτιδιασμένη φάτσα του, τα αγέλαστα χείλη με κρεμασμένο από κάτω έναν λασκαρισμένο κόμπο γραβάτας τον έκαναν συχνά να μοιάζει με απένταρο και ατσίγαρο ξενυχτισμένο τζογαδόρο μετά από ολονύχτια πανωλεθρία σε μπαρμπουτιέρα. Παρομοίωση εντελώς άδικη για έναν τρυφερό οικογενειάρχη, σύζυγο, πατέρα και παππού, αλλά και έναν θεοσεβούμενο άνθρωπο. Ηταν, όμως, εκείνο το καφέ σουέντ μπουφάν που κόντευε να γίνει δεύτερο δέρμα του, τα ατσούμπαλα και ανοιχτά στο στήθος πουκάμισα, η χρυσή αλυσιδίτσα στον λαιμό, τα ασουλούπωτα μαύρα -λες και πάνω τους είχαν φορτωθεί όλες οι δυστυχίες του κόσμου- κοστούμια του που αρκούσαν να τον «χρίσουν» με μίζερα παρατσούκλια όπως «μανάβης» ή «καρπουζάς» - ίσως επειδή φυσιογνωμικά και αισθητικά είναι πολύ κοντινός μας. Ωστόσο με τη δουλειά και τη συμπεριφορά του, στο φινάλε ο αποκαλούμενος και loser αποδεικνυόταν ένας winner που άξιζε κάθε σεβασμό. «Οι Ελληνες με κάνουν να κοκκινίζω», είχε πει σε διεθνές τηλεοπτικό κανάλι. «Δεν έχω νιώσει ποτέ έτσι, μόνο στην Ελλάδα με αγαπάνε απίστευτα»!». Μια ηθική ανταμοιβή που την κέρδισε με τις επιτυχίες του αρκετά μετά τον Αύγουστο του 2010, όταν ανέλαβε να οδηγήσει την Εθνική στην περιπέτεια της μετά Ρεχάγκελ εποχής. Σοβαρός, ειλικρινής, συνεπής και πάνω απ’ όλα συμπαθής, ο Φερνάντο Σάντος κατάφερε να κρατήσει την Εθνική στην πρώτη ταχύτητα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, συντηρώντας το επιτυχημένο μοτίβο του προκατόχου του και επιχειρώντας ταυτόχρονα το αναγκαίο ρεκτιφιέ επειδή δεν τα βρήκε και όλα έτοιμα. Πάντρεψε, όμως, το συναίσθημα με τη λογική και, τηρουμένων των αναλογιών, έκανε άλματα, ενώ ο Γερμανός έκανε θαύματα.
Απορρίπτοντας οτιδήποτε περιττό στον αγωνιστικό χώρο αλλά με καλλιεργημένο το καλό κλίμα στα αποδυτήρια, ο Ρεχάγκελ στράφηκε βαθμιαία στην ψυχολογική τόνωση των παικτών του.
Εντιμος, εργατικός, φιλοσοφημένος, ο Σάντος έμαθε νωρίς στα γήπεδα και στους πάγκους ότι κανείς δεν πρόκειται να του χαρίσει τίποτα και ότι η δικαίωση περνάει συχνά μέσα από την αμφισβήτηση
Οι έπαινοι από τον Μουρίνιο
Ο Σάντος δεν υπήρξε πότε ποδοσφαιρικά ριψοκίνδυνος πάρα τους επαίνους που του αφιέρωνε κάθε τόσο ο συμπατριώτης του Ζοζέ Μουρίνιο. Παράσημο γι’ αυτόν ήταν να σχεδιάσει τις προδιαγραφές για το εθνικό ποδόσφαιρο και να υλοποιήσει μεθόδους εκπαίδευσης μέσα από τις οποίες θα αναπτύσσονταν προσεχώς καλύτεροι Ελληνες ποδοσφαιριστές. Ανήσυχος, σκεπτόμενος και αενάως ψαχνόμενος, είναι μάλλον ένα βήμα μπροστά από τους τεχνικούς της γενιάς του. Εντούτοις του αρέσει το συντηρητικό και πειθαρχημένο ποδόσφαιρο, τα πάει καλά με τις βεντέτες, φτιάχνει ομάδες από έτοιμους παίκτες, έχει το μάτι να διαλέγει τους καλύτερους και τους πιο φορμαρισμένους. Το έκανε στις ΠΑΕ όπου δούλεψε, το επανέλαβε επιτυχημένα στην Εθνική προσθέτοντας ως μηχανικός μερικά μοντέρνα και αξιόπιστα μπουλόνια στα πεισματάρικα γρανάζια της. «Εχουμε έναν τρόπο παιχνιδιού εδώ και 10 χρόνια με τα καλά και τα κακά του.
Πήραμε ένα Ευρωπαϊκό, ήμασταν παρόντες σε τέσσερις μεγάλες διοργανώσεις. Εχουμε πια το DNA μας, το μυαλό μας και το σώμα μας», δήλωνε πριν από το ταξίδι στη Βραζιλία. Προηγουμένως, όμως, είχε στρώσει μια ομάδα που λειτουργούσε με ενότητα, ομοψυχία, ομαδικό πνεύμα και θυσία του «εγώ» για χάρη του «εμείς». Κάπως έτσι, με τις σωστές επιλογές του, έγραψε στο κοντέρ της Εθνικής το ρεκόρ των περισσότερων αγώνων χωρίς ήττα. Συνολικά 17 ματς αήττητη επί 15 συνεχείς μήνες, τρόπαιο στο παλμαρέ ενός ανθρώπου που όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα παρότρυνε τους παίκτες του να σταματήσουν να παίζουν μπάλα και να ασχοληθούν με το πο-δό-σφαι-ρο. Και ήταν ο ίδιος που συγκινητικά και αυθόρμητα τον περασμένο Νοέμβριο, μετά την πρόκριση στο Μουντιάλ μέσα στη Ρουμανία, στάθηκε δακρυσμένος μπροστά στην κάμερα λέγοντας με τα σπαστά ελληνικά του: «Αυτή η νίκη είναι για τον ελληνικό λαό».
Με παρόμοια συναισθηματική φόρτιση απευθύνθηκε λίγο πριν από το ματς με την Ακτή Ελεφαντοστού στους παίκτες του λέγοντας: «Εγώ δεν έχω ακόμη αποφασίσει ότι θέλω να γυρίσω στην Πορτογαλία. Εσείς θέλετε να γυρίσετε αύριο στην Ελλάδα;». Σύσσωμη η απάντηση της ομάδας ήταν ένα βροντερό «Οχι». «Πάμε γερά», τους φώναξε καταθέτοντας ο ίδιος επεξεργασμένη τακτική και οι παίκτες του γνήσια ψυχή. Θα μας λείψει η εμψυχωτική φιγούρα του Σάντος μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ηδη έχει πακετάρει τα τελευταία του ελληνικά πράγματα από το σπίτι του στα νότια προάστια, βάζοντας, μετά το Μουντιάλ, πλώρη σαν άλλος Πορτογάλος θαλασσοπόρος για άλλη γη. Θα του χρωστάμε, όπως και στον Ρεχάγκελ, χαρές, αναμνήσεις, ελπιδοφόρες αγωνίες, πανηγυρικά ξεσπάσματα, σκιρτήματα της καρδιάς και του νου μαζί με ατέλειωτες ποδοσφαιροκουβέντες με πίτσες, μπίρες και τιγκαρισμένα τασάκια μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες.
Αλλά πιο πολύ θα τους ευχαριστούμε για τη μέθεξη με τη δημοκρατική φύση του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, στο οποίο η μικρή Ελλάδα έγινε υπολογίσιμη και αξιοσέβαστη από όλους δύναμη. Οσο για το όνειρο που φώλιασε στο μακρινό Αρακαζού της Βραζιλίας και πετάει σήμερα στο Ρεσίφε, αρμοδιότερος να το διατυπώσει είναι ίσως ο Φερνάντο Πεσόα, που έγραφε «όνειρα και φιλοδοξίες έχει όλος ο κόσμος. Αυτό που μας διαφοροποιεί είναι η δύναμη να τα υλοποιούμε ή η τύχη να τα βλέπουμε να υλοποιούνται για μας». Και ο 60χρονος συνονόματος και συμπατριώτης του Φερνάντο Σάντος αυτό το ξέρει μάλλον καλύτερα και, κυρίως, για λογαριασμό μας.
Τσίτωσε, τότε, ο Βασίλης Γκαγκάτσης, δυσαρεστήθηκε ο περίγυρος, μουρμούρισαν και κάποιοι παίκτες. Τους έκοψε μαχαίρι την γκρίνια λέγοντας «εδώ δεν ήρθαμε για οικογενειακή εκδρομή αλλά για κάτι σοβαρότερο. Να παίξουμε ποδόσφαιρο». Μετά ζήτησε μόνιμο προπονητικό κέντρο για να μην περιφέρεται η Εθνική σαν κατατρεγμένη μειονότητα από καταυλισμό σε καταυλισμό. Για πρώτη φορά στα χρονικά τού είπαν «γιαβόλ» παραχωρώντας του τον Αγιο Κοσμά. Κι εκείνος φόρεσε στα 64 του τη γαλανόλευκη αθλητική φόρμα, μπήκε στο γκαζόν και άρχισε τα γερμανικά παραγγέλματα στις προπονήσεις.
Στοπ στις διαμεσολαβήσεις
Από εκεί και ύστερα ξεκίνησε τον σχεδιασμό. Εθεσε οριστικό στοπ στο αξιοθρήνητο πανηγύρι της πρόσκλησης ενός τσούρμου ποδοσφαιριστών στην Εθνική, τερματίζοντας αλισβερίσια, διαμεσολαβήσεις, πιέσεις από σωματειακούς παράγοντες, μανατζαραίους του μεταγραφικού παζαριού και κολλητούς νταραβεριτζήδες της λεζάντας. «Οι παίκτες πρέπει να παρακαλάνε να φορέσουν το εθνόσημο και να βάζουν τα δυνατά τους σε κάθε αναμέτρηση, έτσι ώστε να έχουν τη χαρά να κληθούν ξανά», επαναλάμβανε τονωτικά και εγκαρδιωτικά στην προεπιλογή παικτών. Αναπόφευκτα, έκανε εχθρούς ανάμεσα στους αυτάρεσκους και εριστικούς οπαδούς των σωματειακών καφενείων της επικράτειας. Τους αγνόησε επιδεικτικά αντιτείνοντας στις κατηγορίες τους ότι μετατρέπει την Εθνική σε κλειστό κλαμπ με στόχο του να γίνει το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα μια οικογένεια, ένας σύλλογος, μια ομάδα. Με σταθερό σχήμα μέσα στο οποίο να προσαρμόζονται οι διαφορετικές προσωπικότητες και ολοκληρωμένο πλέον να υλοποιεί αγωνιστικά τη μινιμαλιστική φιλοσοφία του.
«Εχεις μόνο μία επιλογή στο ποδόσφαιρο, να νικήσεις. Τίποτα δεν αντικαθιστά τη νίκη», έλεγε.
«Τα λεφτά δεν βάζουν γκολ», ξανάλεγε. «Ανοίξτε το ραντάρ, σηκώστε τις κεραίες και να κοιμάστε με το ένα μάτι ανοιχτό», παρότρυνε τους παίκτες του. Η αλήθεια είναι ότι υπό τις τεχνικές οδηγίες του στα γήπεδα η Εθνική δεν παρουσίαζε κάποιο ονειρικό υπερθέαμα. Μάλλον προς το άγρυπνο κώμα έφερνε, με ένα μίζερο «τσούκου-τσούκου μπολ», φλύαρη κατοχή μπάλας χωρίς επιθετικές ενέργειες, με τους αμυντικούς να γυρίζουν την μπάλα στον τερματοφύλακα και πάλι από την αρχή, ώσπου να αρχίσουν να χασμουριούνται οι θεατές και, κυρίως, να ναρκωθούν οι αντίπαλοι.
Σχεδίαζε χαρακώματα
«Σημασία έχει να κερδίζεις. Ακόμα και παλιομοδίτικα. Καλύτερο από το να χάνεις μοντέρνα και μετά να απολύεσαι εξίσου μοντέρνα», επαναλάμβανε ο κόουτς, που αναμφίβολα παρακινούνταν από το βασικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης, όπως κάθε παιδί που μεγάλωσε με τις στερήσεις των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων της Γερμανίας. Με αυτή την αντίληψη μπόλιαζε τον ιστό της ομάδας, καταστρώνοντας προσγειωμένα και ψύχραιμα τη στρατηγική του. Αυτή που μετέθετε τον ενθουσιασμό του θεάματος και τη χαρά του παιχνιδιού στην απόλαυση της επίτευξης του επιθυμητού αποτελέσματος. Μοιραία, πάνω σε αυτόν τον καμβά των μετατοπίσεων σχεδίαζε χαρακώματα, ταμπούρια, οχυρά και πάρκαρε πούλμαν μπροστά στα εθνικά γκολπόστ, με αμυντικές διατάξεις που θύμιζαν ηρωικά Μεσολόγγια, ένδοξα Χάνια της Γραβιάς και -παράξενο για Γερμανό- θρυλικά Ρούπελ. Ετσι, όμως, χάριζε στο υποτιμημένο ελληνικό ποδόσφαιρο μια εθνική αγωνιστική ταυτότητα.
Απορρίπτοντας οτιδήποτε περιττό στον αγωνιστικό χώρο με τις εμμονές του στη διάταξη αλλά και με καλλιεργημένο το καλό κλίμα στα αποδυτήρια, ο Ρεχάγκελ στράφηκε βαθμιαία στην ψυχολογική τόνωση των παικτών του. Στο Euro του 2004 στην Πορτογαλία, όταν ο Ρονάλντο δήλωσε ότι δεν γνωρίζει κανέναν Ελληνα παίκτη, πήρε παράμερα τον ταχύτατο Γιούρκα Σεϊταρίδη, λέγοντάς του «μπορείς μετά το ματς να τον κάνεις να σε θυμάται για πάντα». Και ο Γιούρκας έμεινε αξέχαστος στον σταρ της Πορτογαλίας, αφού προηγουμένως ο Ελληνας αμυντικός τού πήρε στο γήπεδο την ταυτότητα. Στον αγώνα με τη Γαλλία εμψύχωσε τους παίκτες προειδοποιώντας τους ότι απέναντι στην υπεροπτική πρωταθλήτρια Ευρώπης και κόσμου είχαν ένα παραπάνω κίνητρο να αποδείξουν ότι δεν έφτασαν ως εκεί επειδή φάνηκαν τυχεροί. Αποτέλεσμα ήταν ο Κατσουράνης να κάνει τον Ζιντάν να σημαδεύει γλάρους και ο Ζαγοράκης να μοιράζει σακούλες στον Λιζαραζού.
Με το ίδιο ψυχολογικό πουσάρισμα ο Δέλλας έβαλε στα δίχτυα τον Τσεχ και ο Χαριστέας κάρφωσε με κεφαλιές πρώτα τον Μπαρτέζ και στον τελικό του «Ντα Λουζ» τον Ρικάρντο. Η κατάκτηση του Euro 2004 ήταν ένας ανέλπιστος θρίαμβος για την Εθνική και μια δικαίωση για τον Ρεχάγκελ, ο οποίος σπάνια πανηγύριζε τη νίκη ή θλιβόταν με την ήττα. Ανταμοιβή και επιβράβευση της μοναδικής επιτυχίας του, πέραν των χρηματικών μπόνους, ήταν η συγκέντρωση περισσότερων από 100.000 ανθρώπων στο Παναθηναϊκό Στάδιο, οι οποίοι τον υποδέχθηκαν σαν ημίθεο όταν επέστρεψε από τη Λισαβόνα στην Αθήνα.
Ο Γερμανός τεχνικός ανανέωσε την επόμενη χρονιά το συμβόλαιό του και μετά το αξέχαστο Euro 2004 οδήγησε την ομάδα στο Euro 2008 αλλά και στο Μουντιάλ του 2010, όπου στη δεύτερη συμμετοχή της έσπασε το ρόδι, πετυχαίνοντας την πρώτη της νίκη εναντίον της Νιγηρίας. Η μεγαλύτερη, όμως, συμβολή του μακροβιότερου τεχνικού στην ιστορία της Εθνικής δεν ήταν η συμμετοχή της ομάδας στα τελικά τριών μεγάλων διεθνών διοργανώσεων, ούτε ότι την εγκατέστησε στην πρώτη δεκάδα της παγκόσμιας κατάταξης της FIFA. Το σπουδαιότερο επίτευγμά του ήταν ότι ενέπνευσε, έθεσε τις βάσεις και κληροδότησε την οργάνωση, την ομαδικότητα, την πειθαρχία και τη μαχητική διεκδίκηση της νίκης εκεί όπου κάποτε φυτοζωούσε ένα συμβιβασμένο σκορποχώρι. Αν κάτι έμαθε η Ελλάδα από τον απρόσιτο κοινωνικά αλλά αποτελεσματικό επαγγελματικά Ρεχάγκελ, αυτό συνοψίζεται στην υπερτιμημένη αλλά περιγραφική κινέζικη σοφία που λέει «αφήστε τα σκυλιά να γαβγίζουν, αρκεί η άμαξα να προχωράει». Αγιογραφία δεν του κάναμε, σε πλατεία ή δρόμο δεν χαρίσαμε το όνομά του. Η παρουσία του, όμως, θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου με καλλιγραφικά γράμματα, εγκεκριμένα, μάλλον, από τη σύζυγό του Μπεάτε, τη γυναίκα που βρίσκεται πάντα πίσω από το άστρο ενός επιτυχημένου άνδρα.
Αν ο Οτο Ρεχάγκελ βρήκε ένα εγχώριο χέρσο οικόπεδο, έριξε μπετά και σήκωσε μια γαλανόλευκη πολυκατοικία, ο διάδοχός του Φερνάντο Σάντος ανέλαβε να τη συντηρήσει, να την ανανεώσει και να εξασφαλίσει την επιτυχημένη λειτουργία της. Και αυτό χωρίς να μπει σε σύγκριση με τον «εργολάβο» ή «αρχιτέκτονα-γκουρού» προκάτοχό του. Αυτό δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο για τον Πορτογάλο προπονητή. Μόνο που το δικό του ατού συνοψιζόταν στο ότι αυτός ήταν δικός μας άνθρωπος. «Οποτε βρίσκομαι μακριά, πάντα κάτι με τραβάει πίσω στην Ελλάδα», έχει παραδεχτεί. «Εχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Δεν γίνεται αλλιώς». Αλλωστε τα τελευταία χρόνια έμενε με τη σύζυγό του στο Ελληνικό, απ’ όπου ατένιζε τη θάλασσα, έκανε τις διακοπές του στην Πάρο και όχι στο εξοχικό του στο Ταφκάι, πήγαινε εκδρομές στα Μετέωρα, άκουγε μπουζούκι και διασκέδαζε στου Βέρτη, έτρωγε κατά προτίμηση στον «Μπακαλόγατο» στον Αλιμο, φούμαρε μανιωδώς και έπινε φραπέ, επιβεβαιώνοντας αυτό που είχε πει πριν από το Euro 2012: «Δεν είναι κανείς περισσότερο Ελληνας από μένα!».
Ανέθετε ρόλους
Ο ίδιος δούλευε αδιαλείπτως εδώ, δεν πηγαινοερχόταν στο Εσεν όπως ο Ρεχάγκελ. Ζυμωνόταν καθημερινά στα αποδυτήρια και τους πάγκους των γηπέδων με παράγοντες, ποδοσφαιριστές, φιλάθλους, δημοσιογράφους. Την έμαθε από πρώτο χέρι την ελληνική νοοτροπία, τα καλά και τα άσχημά μας, υπηρετώντας υπό προέδρους ποδοσφαιρικών εταιρειών όπως ο Μάκης Ψωμιάδης, ο Ντέμης Νικολαΐδης και ο Θοδωρής Ζαγοράκης. Και γνώρισε νωρίς και από κοντά τι σημαίνει βαρύ κλίμα στα αποδυτήρια και οργή στην κερκίδα στις τρεις αγωνιστικές που κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα του πάγκου του «τριφυλλιού». Στην καριέρα του, πάντως, δεν εξέθεσε κανέναν με διαρροές, δημαγωγίες ή υπονοούμενα. Είχε τον δικό του παροιμιώδη τρόπο του να εκθέτει τα πράγματα, δίχως συμβιβασμούς και συγκαλύψεις. Οταν εγκατέλειψε τους λαδερούς μουσακάδες στο Κεφαλάρι και τα σαλιγκάρια στη Νέα Φιλαδέλφεια γυρίζοντάς το στην ψαροφαγία στην Περαία της Θεσσαλονίκης , δήλωνε αναφορικά με τους ποδοσφαιριστές που είχε στη διάθεσή του:
«Εχουμε σαρδέλες και τους βλέπετε σαν αστακούς». Τι πιο προφανές από έναν άνθρωπο που προέρχεται από τις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού και τη χώρα του μπακαλιάρου, που πολιτογραφήθηκε ψυχολογικά μεσογειακός και δέθηκε ολοκληρωτικά με την Ελλάδα; Με τη φυσική και αβίαστη ειλικρίνεια ενός ανθρώπου που υπερβαίνει την επαγγελματική ιδιοτέλεια, έχει δηλώσει ξάστερα. «Η Ελλάδα δεν έγινε γνωστή στον κόσμο για την κατάκτηση του Euro. Η Ελλάδα είναι γνωστή για τον πολιτισμό της, την κουλτούρα της και την Ιστορία της».
Αν και ο Σάντος κατέφθασε στην Ελλάδα την εποχή που ο Ρεχάγκελ αναλάμβανε το τιμόνι της Εθνικής, οι δυο τους δεν είχαν καμία συνάφεια σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφία, το στυλ, το ταμπεραμέντο. Εκτός ίσως από μια κοινή αντίληψη για τη διαχείριση ενός αγώνα που αποτυπωνόταν στο μότο του Πορτογάλου: «Οταν δεν μπορούμε να κερδίσουμε έναν αγώνα, πρέπει τουλάχιστον να μην τον χάνουμε». Ο Γερμανός ήταν οπαδός του δεσίματος μιας ομάδας, ο Πορτογάλος θιασώτης του ρυθμού. Ο απόμακρος Ρεχάγκελ πίστευε στους μόνιμους, ο μελαγχολικός Σάντος στους ετοιμοπόλεμους. Ο ένας αρεσκόταν στη φόρμουλα, ο άλλος στην επαφή με την καθημερινότητα. Αν ο πρώτος περνιόταν για ψυχολόγος, ο δεύτερος έμοιαζε με παιδαγωγό. Ο Οτο μιλούσε με τη λογική ενώ ο Φερνάντο με την καρδιά. Ενα κοκτέιλ με συστατικά τους δυο τους μάλλον δεν θα ήταν εκρηκτικό, αλλά σίγουρα δηλητηριώδες. Σπάνια θα χωρούσαν στο ίδιο ποτήρι το κομψό και συντηρητικό παιδί της γερμανικής εργατικής τάξης με τον ατημέλητο εμφανισιακά Πορτογάλο πτυχιούχο ηλεκτρολόγο-μηχανικό του Πολυτεχνείου.
Ενας winner άξιος σεβασμού
Εντιμος, εργατικός και φιλοσοφημένος, ο Σάντος έμαθε νωρίς στα γήπεδα και τους πάγκους ότι κανείς δεν πρόκειται να του χαρίσει τίποτα και ότι η δικαίωση περνάει συχνά μέσα από την αμφισβήτηση. Το σκυθρωπό ύφος του, το βαρύθυμο, γυρτό και κάπως θλιμμένο παράστημα, η σκληρή, ενίοτε αξύριστη και ρυτιδιασμένη φάτσα του, τα αγέλαστα χείλη με κρεμασμένο από κάτω έναν λασκαρισμένο κόμπο γραβάτας τον έκαναν συχνά να μοιάζει με απένταρο και ατσίγαρο ξενυχτισμένο τζογαδόρο μετά από ολονύχτια πανωλεθρία σε μπαρμπουτιέρα. Παρομοίωση εντελώς άδικη για έναν τρυφερό οικογενειάρχη, σύζυγο, πατέρα και παππού, αλλά και έναν θεοσεβούμενο άνθρωπο. Ηταν, όμως, εκείνο το καφέ σουέντ μπουφάν που κόντευε να γίνει δεύτερο δέρμα του, τα ατσούμπαλα και ανοιχτά στο στήθος πουκάμισα, η χρυσή αλυσιδίτσα στον λαιμό, τα ασουλούπωτα μαύρα -λες και πάνω τους είχαν φορτωθεί όλες οι δυστυχίες του κόσμου- κοστούμια του που αρκούσαν να τον «χρίσουν» με μίζερα παρατσούκλια όπως «μανάβης» ή «καρπουζάς» - ίσως επειδή φυσιογνωμικά και αισθητικά είναι πολύ κοντινός μας. Ωστόσο με τη δουλειά και τη συμπεριφορά του, στο φινάλε ο αποκαλούμενος και loser αποδεικνυόταν ένας winner που άξιζε κάθε σεβασμό. «Οι Ελληνες με κάνουν να κοκκινίζω», είχε πει σε διεθνές τηλεοπτικό κανάλι. «Δεν έχω νιώσει ποτέ έτσι, μόνο στην Ελλάδα με αγαπάνε απίστευτα»!». Μια ηθική ανταμοιβή που την κέρδισε με τις επιτυχίες του αρκετά μετά τον Αύγουστο του 2010, όταν ανέλαβε να οδηγήσει την Εθνική στην περιπέτεια της μετά Ρεχάγκελ εποχής. Σοβαρός, ειλικρινής, συνεπής και πάνω απ’ όλα συμπαθής, ο Φερνάντο Σάντος κατάφερε να κρατήσει την Εθνική στην πρώτη ταχύτητα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, συντηρώντας το επιτυχημένο μοτίβο του προκατόχου του και επιχειρώντας ταυτόχρονα το αναγκαίο ρεκτιφιέ επειδή δεν τα βρήκε και όλα έτοιμα. Πάντρεψε, όμως, το συναίσθημα με τη λογική και, τηρουμένων των αναλογιών, έκανε άλματα, ενώ ο Γερμανός έκανε θαύματα.
Απορρίπτοντας οτιδήποτε περιττό στον αγωνιστικό χώρο αλλά με καλλιεργημένο το καλό κλίμα στα αποδυτήρια, ο Ρεχάγκελ στράφηκε βαθμιαία στην ψυχολογική τόνωση των παικτών του.
Εντιμος, εργατικός, φιλοσοφημένος, ο Σάντος έμαθε νωρίς στα γήπεδα και στους πάγκους ότι κανείς δεν πρόκειται να του χαρίσει τίποτα και ότι η δικαίωση περνάει συχνά μέσα από την αμφισβήτηση
Οι έπαινοι από τον Μουρίνιο
Ο Σάντος δεν υπήρξε πότε ποδοσφαιρικά ριψοκίνδυνος πάρα τους επαίνους που του αφιέρωνε κάθε τόσο ο συμπατριώτης του Ζοζέ Μουρίνιο. Παράσημο γι’ αυτόν ήταν να σχεδιάσει τις προδιαγραφές για το εθνικό ποδόσφαιρο και να υλοποιήσει μεθόδους εκπαίδευσης μέσα από τις οποίες θα αναπτύσσονταν προσεχώς καλύτεροι Ελληνες ποδοσφαιριστές. Ανήσυχος, σκεπτόμενος και αενάως ψαχνόμενος, είναι μάλλον ένα βήμα μπροστά από τους τεχνικούς της γενιάς του. Εντούτοις του αρέσει το συντηρητικό και πειθαρχημένο ποδόσφαιρο, τα πάει καλά με τις βεντέτες, φτιάχνει ομάδες από έτοιμους παίκτες, έχει το μάτι να διαλέγει τους καλύτερους και τους πιο φορμαρισμένους. Το έκανε στις ΠΑΕ όπου δούλεψε, το επανέλαβε επιτυχημένα στην Εθνική προσθέτοντας ως μηχανικός μερικά μοντέρνα και αξιόπιστα μπουλόνια στα πεισματάρικα γρανάζια της. «Εχουμε έναν τρόπο παιχνιδιού εδώ και 10 χρόνια με τα καλά και τα κακά του.
Πήραμε ένα Ευρωπαϊκό, ήμασταν παρόντες σε τέσσερις μεγάλες διοργανώσεις. Εχουμε πια το DNA μας, το μυαλό μας και το σώμα μας», δήλωνε πριν από το ταξίδι στη Βραζιλία. Προηγουμένως, όμως, είχε στρώσει μια ομάδα που λειτουργούσε με ενότητα, ομοψυχία, ομαδικό πνεύμα και θυσία του «εγώ» για χάρη του «εμείς». Κάπως έτσι, με τις σωστές επιλογές του, έγραψε στο κοντέρ της Εθνικής το ρεκόρ των περισσότερων αγώνων χωρίς ήττα. Συνολικά 17 ματς αήττητη επί 15 συνεχείς μήνες, τρόπαιο στο παλμαρέ ενός ανθρώπου που όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα παρότρυνε τους παίκτες του να σταματήσουν να παίζουν μπάλα και να ασχοληθούν με το πο-δό-σφαι-ρο. Και ήταν ο ίδιος που συγκινητικά και αυθόρμητα τον περασμένο Νοέμβριο, μετά την πρόκριση στο Μουντιάλ μέσα στη Ρουμανία, στάθηκε δακρυσμένος μπροστά στην κάμερα λέγοντας με τα σπαστά ελληνικά του: «Αυτή η νίκη είναι για τον ελληνικό λαό».
Με παρόμοια συναισθηματική φόρτιση απευθύνθηκε λίγο πριν από το ματς με την Ακτή Ελεφαντοστού στους παίκτες του λέγοντας: «Εγώ δεν έχω ακόμη αποφασίσει ότι θέλω να γυρίσω στην Πορτογαλία. Εσείς θέλετε να γυρίσετε αύριο στην Ελλάδα;». Σύσσωμη η απάντηση της ομάδας ήταν ένα βροντερό «Οχι». «Πάμε γερά», τους φώναξε καταθέτοντας ο ίδιος επεξεργασμένη τακτική και οι παίκτες του γνήσια ψυχή. Θα μας λείψει η εμψυχωτική φιγούρα του Σάντος μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ηδη έχει πακετάρει τα τελευταία του ελληνικά πράγματα από το σπίτι του στα νότια προάστια, βάζοντας, μετά το Μουντιάλ, πλώρη σαν άλλος Πορτογάλος θαλασσοπόρος για άλλη γη. Θα του χρωστάμε, όπως και στον Ρεχάγκελ, χαρές, αναμνήσεις, ελπιδοφόρες αγωνίες, πανηγυρικά ξεσπάσματα, σκιρτήματα της καρδιάς και του νου μαζί με ατέλειωτες ποδοσφαιροκουβέντες με πίτσες, μπίρες και τιγκαρισμένα τασάκια μπροστά στις τηλεοπτικές οθόνες.
Αλλά πιο πολύ θα τους ευχαριστούμε για τη μέθεξη με τη δημοκρατική φύση του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, στο οποίο η μικρή Ελλάδα έγινε υπολογίσιμη και αξιοσέβαστη από όλους δύναμη. Οσο για το όνειρο που φώλιασε στο μακρινό Αρακαζού της Βραζιλίας και πετάει σήμερα στο Ρεσίφε, αρμοδιότερος να το διατυπώσει είναι ίσως ο Φερνάντο Πεσόα, που έγραφε «όνειρα και φιλοδοξίες έχει όλος ο κόσμος. Αυτό που μας διαφοροποιεί είναι η δύναμη να τα υλοποιούμε ή η τύχη να τα βλέπουμε να υλοποιούνται για μας». Και ο 60χρονος συνονόματος και συμπατριώτης του Φερνάντο Σάντος αυτό το ξέρει μάλλον καλύτερα και, κυρίως, για λογαριασμό μας.
UPD:
8
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα