Η INALAN προσέλκυσε 40 εκατ. ευρώ ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, τριπλασίασε το προσωπικό της σε ένα χρόνο και παρέχει δυνατότητα σύνδεσης γρήγορου internet σε πάνω από 600.000 νοικοκυριά - Κατά 44% αυξήθηκε ο κύκλος εργασιών της.
Αθηνά Ρηγοπούλου: «Αυτή ήταν η μητέρα μου, Τζένη Βάνου»
Αθηνά Ρηγοπούλου: «Αυτή ήταν η μητέρα μου, Τζένη Βάνου»
Κυριακή μεσημέρι, έξω από τους «Διόσκουρους» στο Μοναστηράκι. Μια σπαρακτικά μελωδική φωνή σκορπίζει στα στενά σοκάκια της περιοχής το «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», δίνοντάς σου την εντύπωση ότι στο πάλκο βρίσκεται η αλησμόνητη Τζένη Βάνου. Οταν ανοίγεις την πόρτα, διαπιστώνεις ότι εκεί βρίσκεται η συνέχειά της, η κόρη της Αθηνά Ρηγοπούλου, που μιλάει πρώτη φορά για τη μητέρα της
Δεκαετία του ’70. Στον κήπο μιας μονοκατοικίας επί της Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Νέα Σμύρνη, η 31χρονη τότε Τζένη Βάνου κρατά στην αγκαλιά της την «πνοή της ζωής της», την κόρη της Αθηνά. Στο σπίτι μπαινοβγαίνει κόσμος για να της ευχηθεί, αφήνοντας στην κούνια του μωρού λουκούμια και παστέλια για να γλυκάνουν τη μοίρα του: «Τα πρώτα χρόνια της ζωής μου μύριζαν πολύ οικογένεια. Η μαμά μου ήταν η τυπική νοικοκυρά και μητέρα, η οποία, παρότι είχε βοήθεια, ήθελε να ετοιμάζει η ίδια το φαγητό μας, να μας πηγαίνει στο σχολείο και να παίζει μαζί μας. Τον πατέρα μου δεν τον θυμάμαι στη ζωή μου. Χώρισαν στα δύο μου χρόνια κι έκτοτε δεν είχαμε επαφή και επικοινωνία. Δεν υπήρξε ο πατέρας που στάθηκε στα παιδιά του, δεν έδινε στη μητέρα μου ούτε μία δραχμή για διατροφή, δεν ανταποκρίθηκε στον ρόλο του. Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα μου τον βοήθησε οικονομικά όταν είχε ανάγκη στα τελευταία χρόνια της ζωής του και παρά τα όσα είχε τραβήξει από εκείνον μας μιλούσε πάντα για το πρόσωπό του με τα πιο ζεστά λόγια. Μητέρα και πατέρας ήταν για εμάς η Τζένη Βάνου». Η Τζένη Βάνου. Η γυναίκα που στ’ αφτιά ολόκληρης της Ελλάδας ηχούσε ως το απόλυτο είδωλο, στα μάτια της μικρής Αθηνάς φάνταζε απλώς ως μία ακόμη μαμά: «Οταν είσαι παιδί, δεν καταλαβαίνεις τη διασημότητα της μητέρας σου. Είναι μια συνηθισμένη μαμά που απλώς λείπει τα βράδια από το σπίτι. Οχι. Δεν ήμουν από τα κοριτσάκια που ήθελαν να μοιάσουν στη μαμά, να φορούν τα ρούχα της, να ανεβαίνουν στα τακούνια της, να αλλάζουν χτενίσματα και να αποθεώνονται από τον κόσμο. Ημουν ένα ντροπαλό παιδί.
Ενα φοβισμένο, θα έλεγα, παιδί, χωρίς το τσαγανό της μαμάς του. Ηταν σαν να με γέμιζε, σαν να με έκανε επαρκή και ευτυχισμένη η δική της δόξα την οποία την έζησα σε όλο της το μεγαλείο από τα οκτώ μου περίπου χρόνια, όταν μας έπαιρνε τα καλοκαίρια με τον αδελφό μου στα μαγαζιά όπου δούλευε. Μου άρεσε πολύ εκείνος ο κόσμος. Η λάμψη, τα φώτα, τα χειροκρότημα. Το γεγονός ότι η Τζένη Βάνου ήταν η δική μου μαμά». Την εποχή εκείνη η Αθηνά αισθάνεται πλήρης, ευτυχισμένη και με την πατρική φιγούρα παρούσα στο πρόσωπο του μεγάλου έρωτα της μητέρας της, Γιώργου Κρομμυδόπουλου, καπνέμπορου από τη Θεσσαλονίκη: «Ο Γιώργος υπήρξε για τη μητέρα μου ο μοναδικός, ο απόλυτος έρωτας. Εμειναν μαζί 16 ολόκληρα χρόνια χωρίς να παντρευτούν ποτέ. Ο έρωτάς τους ήταν ένα διαρκές ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη και το πάθος τους από εκείνα που μένουν στην Ιστορία. Από την ημέρα που χώρισαν η μητέρα μου δεν ξανάφτιαξε ποτέ τη ζωή της. Ηταν απόφαση ζωής να μείνει μόνη».
Ενα φοβισμένο, θα έλεγα, παιδί, χωρίς το τσαγανό της μαμάς του. Ηταν σαν να με γέμιζε, σαν να με έκανε επαρκή και ευτυχισμένη η δική της δόξα την οποία την έζησα σε όλο της το μεγαλείο από τα οκτώ μου περίπου χρόνια, όταν μας έπαιρνε τα καλοκαίρια με τον αδελφό μου στα μαγαζιά όπου δούλευε. Μου άρεσε πολύ εκείνος ο κόσμος. Η λάμψη, τα φώτα, τα χειροκρότημα. Το γεγονός ότι η Τζένη Βάνου ήταν η δική μου μαμά». Την εποχή εκείνη η Αθηνά αισθάνεται πλήρης, ευτυχισμένη και με την πατρική φιγούρα παρούσα στο πρόσωπο του μεγάλου έρωτα της μητέρας της, Γιώργου Κρομμυδόπουλου, καπνέμπορου από τη Θεσσαλονίκη: «Ο Γιώργος υπήρξε για τη μητέρα μου ο μοναδικός, ο απόλυτος έρωτας. Εμειναν μαζί 16 ολόκληρα χρόνια χωρίς να παντρευτούν ποτέ. Ο έρωτάς τους ήταν ένα διαρκές ταξίδι Αθήνα-Θεσσαλονίκη και το πάθος τους από εκείνα που μένουν στην Ιστορία. Από την ημέρα που χώρισαν η μητέρα μου δεν ξανάφτιαξε ποτέ τη ζωή της. Ηταν απόφαση ζωής να μείνει μόνη».
Η Αθηνά μεγαλώνει με τη φωνή της να τραβάει την προσοχή των δασκάλων και των καθηγητών της, να της χαρίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις χορωδίες του σχολείου και να κάνει φίλους και γνωστούς να μιλούν για τη «νέα Τζένη». Εκείνη ωστόσο, μέσα της, αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει τον δρόμο της μαμάς: «Οταν βρίσκεται μπροστά σου ένα τόσο μεγάλο όνομα δεν υπάρχει χώρος για σένα. Επίσης, στα χρόνια όπου έπρεπε να αποφασίσω με το τι θα ασχοληθώ στη ζωή μου, η μητέρα μου έτυχε να δουλεύει σε σκυλάδικα, κάτι το οποίο δεν μου άρεσε καθόλου. Με απωθούσαν οι “γλάστρες” που κρατούσαν το μικρόφωνο ανοιγοκλείνοντας απλώς το στόμα, οι παρακμιακοί θαμώνες και οι κονσοματρίς που στέκονταν σε μια γωνία περιμένοντας τον πελάτη. Θυμάμαι πως πήγαινα με βαριά καρδιά στις πρεμιέρες της μαμάς μου και με την επιθυμία να μην ξαναπατήσω ποτέ. Οχι. Δεν της το είπα ποτέ ευθέως, γιατί δεν ήθελα να την πληγώσω. Η καριέρα της είχε γυρίσει από την ανάποδη, δούλευε καθαρά για βιοποριστικούς λόγους και η οποιαδήποτε κριτική από την πλευρά μου θα ήταν σαν να της έριχνα μαχαιριά. Ετσι, στα 21 μου, αποφάσισα να γίνω καθηγήτρια αγγλικών, κάτι με το οποίο ασχολούμαι μέχρι σήμερα».
Στα 25 της, ωστόσο, ένας χωρισμός την κάνει να πει το «ναι» σε πρόταση να τραγουδήσει: «Μετά τον χωρισμό μου από μια μακροχρόνια σχέση ήθελα πέρα από τη διδασκαλία αγγλικών να κάνω και κάτι άλλο. Την εποχή εκείνη είχαν ανθήσει τα μεσημεριανά ελληνάδικα με live μουσική, κάτι που μου άρεσε πολύ. Τελείως τυχαία το μπαράκι όπου σύχναζα στη Νέα Σμύρνη αποφάσισε να κάνει ένα τέτοιο πρόγραμμα και όταν ο ιδιοκτήτης μού έκανε την πρόταση να τραγουδήσω είπα με μεγάλη χαρά το “ναι”. Θυμάμαι πως είχα πάρει 20.000 δραχμές, χρήματα που φάνταζαν στα μάτια μου σαν μια ολόκληρη περιουσία. Εκτοτε, η μία πρόταση έφερνε την άλλη και δεν σταμάτησα να τραγουδάω μέχρι σήμερα. Ποτέ ωστόσο δεν αποπειράθηκα να πάω σε μεγάλο μαγαζί, γιατί ήμουν πολύ δειλή, πολύ φοβητσιάρα και... πολύ κόρη της Βάνου».
Η Αθηνά θα μείνει στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα της μέχρι τα 30 της χρόνια, μία συγκατοίκηση με αρκετές δυσκολίες και ακόμα περισσότερες προστριβές: «Η σχέση μας εκείνα τα χρόνια δεν ήταν καλή. Από την εφηβεία και μετά άρχισαν οι τσακωμοί οι οποίοι ήταν μονόπλευροι με κυρίαρχη τη μητέρα μου. Δεν υπήρχε διάλογος, ούτε καν αντίλογος. Υπήρχε μόνο μια αυστηρή μαμά που φώναζε και μια κόρη που υπάκουε. Η μαμά μου ήταν πάρα πολύ απόλυτη θέλοντας να μας έχει πάντα κάτω από τις φτερούγες της. Δεν έχω βγει σε γειτονιά να παίξω, δεν έχω κοιμηθεί σε φίλη μου, δεν έχω κάνει ταξίδια με παρέες, δεν έχω διασκεδάσει σε μπαρ εκτός κι αν με συνόδευε ο αδελφός μου ή αν το έσκαγα κρυφά.
Η μητέρα μου, πέρα από τον φόβο που της απέπνεε η ευθύνη της για εμάς, ήταν άνθρωπος κυριαρχικός. Γυναίκα γεννημένη αρχηγός, που δεν δεχόταν κουβέντα από κανέναν. Το αστείο ήταν ότι δεν υπήρξε ποτέ αυστηρή με τους έρωτές μου, ίσως επειδή ο έρωτας ήταν το νούμερο ένα στη ζωή της. Η συμβουλή της ήταν: “Αθηνά, στον έρωτα να ακούς μόνο την καρδιά σου. Τίποτε άλλο και κανέναν άλλον”. Η εικόνα της αυτοκαταστροφικής γυναίκας, ένας χαρακτηρισμός που της έχει αποδοθεί πολλάκις από τον Τύπο, αντιστοιχούσε άραγε στην πραγματικότητα; «Οχι. Η μόνη της αυτοκαταστροφική τάση ήταν το κάπνισμα, που το ξεκίνησε για να χοντρύνει τη φωνή της. Από κει και ύστερα ούτε έπινε, ούτε έπεφτε σε βαριές μελαγχολίες. Κάπνιζε όμως υπερβολικά πολύ, ακόμη και τρία πακέτα την ημέρα».
Η οικονομική καταστροφή,τα «αποχαιρετιστήρια» γενέθλια και οι κουβέντες του τέλους
Η σχέση της Τζένης Βάνου με το χρήμα δεν ήταν ποτέ καλή. Σαν να το θεωρούσε κατάρα, η μεγάλη ερμηνεύτρια το σπαταλούσε αλόγιστα, σαν να μην υπήρχε αύριο: «Δεν ζητούσε πολλά, ντρεπόταν όταν της έδιναν πολλά, κερνούσε τους πάντες και τα πάντα, λες και δεν υπήρχε επόμενη μέρα. Σε όλες τις περιοδείες που έκανε, στις οποίες την ακολουθούσα πάντα εγώ και ο αδελφός μου ο Μιχάλης, έβλεπες μια Βάνου να κερνάει 30 άτομα: τους μουσικούς, τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους. Ηταν δοτική σε σημείο που με έκανε να σκέφτομαι ότι η μητέρα μου είχε με τα χρήματα κάποιο ενοχικό σύνδρομο. Οταν ωστόσο οι δυσκολίες τής χτύπησαν την πόρτα, κανείς δεν στάθηκε δίπλα της.
Υπήρξαν πάρα πολλοί σ’ αυτή τη δουλειά, ακόμη και μεγάλα ονόματα του τραγουδιού, που την εκμεταλλεύτηκαν, και άλλοι τόσοι που την έφαγαν... Κάποια στιγμή κάναμε πάρα πολύ καλή ζωή. Γυναίκες στο σπίτι, κομμωτήρια, μασάζ, ρούχα, ταξίδια. Εγώ έβλεπα το κακό να έρχεται, αλλά δεν τολμούσα να της πω κουβέντα, γιατί δεν άκουγε κουβέντα».
Η πρώτη μεγάλη οικονομική καταστροφή για την Τζένη Βάνου έρχεται το 2008, αναγκάζοντάς την να πουλήσει το σπίτι της στη Νέα Σμύρνη και να ζήσει στο ενοίκιο: «Επειδή με ενοχλεί να διαβάζω τις ανακρίβειες που γράφονται από δω κι από κει, όπως το ότι η μητέρα μου πέθανε πάμφτωχη στον δρόμο, θέλω να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: η μητέρα μου δεν πέθανε στην ψάθα, απλώς έφτασε στο σημείο να μην είναι αυτή που θα έπρεπε να είναι. Μία τραγουδίστρια με τέτοιες επιτυχίες θα έπρεπε να έχει περιουσία και ασφάλεια και όχι να ζει με τιμητική σύνταξη. Και εκείνη, όπως και χιλιάδες Ελληνες, μπήκε στο παραμύθι των δανείων και των καρτών, ένα παραμύθι με κακό τέλος. Από τότε κλείστηκε στο σπίτι, σταμάτησε το τραγούδι και κατέπεσε συναισθηματικά και σωματικά».
Το 2012 αισθάνεται έντονους πόνους στον λαιμό και μια λάθος ιατρική διάγνωση κάνει την κατάσταση αφόρητη: «Θυμάμαι ότι επί έναν χρόνο η καημένη δεν μπορούσε καν να φάει. Επειτα από ενάμιση χρόνο που ξαναπήγαμε στον γιατρό διέγνωσαν καρκίνο στην επιγλωττίδα. Μετά την αφαίρεση του όγκου οι γιατροί μάς το παρουσίασαν σαν μεμονωμένη περίπτωση καρκίνου που κάνει σπάνια μετάσταση. Πέρασε ένα μαρτυρικό καλοκαίρι και γύρω στον Οκτώβρη, όταν άρχισε να παίρνει λίγο τα πάνω της, ξεκίνησε να έχει αφόρητους πόνους στη μέση. Ο καρκίνος είχε καταστρέψει τα πάντα: συκώτι, πλευρά, οστά... Κάποια στιγμή γύρισε και μας είπε ψιθυριστά: «Παιδιά μου, αφήνω τις τελευταίες μου πνοές». Τι είναι εκείνο που σόκαρε περισσότερο την Αθηνά σ’ όλη αυτή την ιστορία; «Μ’ αυτό που έχω σοκαριστεί περισσότερο απ’ όλα είναι το πώς έχω ξεχάσει τις κόντρες μας, τις διαφωνίες μας, τους τσακωμούς μας, τα νεύρα μας. Τίποτε απ’ όλα εκείνα που μας έκαναν κάποτε “αντίπαλες” δεν υπάρχει πια. Τώρα κατάλαβα πόσο τη λάτρευα, πόσο ανάγκη την είχα, πόσο πολύ τη χρειαζόμουν, ακόμη και τις στιγμές που με θύμωνε. Κι αυτές τις αγαπώ, κι αυτές τις χρειάζομαι, κι αυτές θα μου λείψουν. Τα τελευταία χρόνια με φώναζε “αηδόνι μου” κι έκλαιγε κάθε φορά που ερχόταν να με δει στα μαγαζιά όπου τραγουδούσα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα περσινά της γενέθλια. Είχα μαζέψει στο μαγαζί όλη την οικογένεια, της αφιέρωσα το «Δώσ’ μου τ’ αθάνατο νερό», ήπιε λίγο παραπάνω, δάκρυσε και μου είπε: «Σ’ ευχαριστώ, κόρη μου. Αλλά γιατί μάζεψες όλους τους συγγενείς; Λες να είναι τα τελευταία γενέθλια της ζωής μου;».
Σήμερα η Αθηνά ζει ευτυχισμένη με τον σύζυγό της και τραγουδιστή Κωνσταντίνο Εμμανουήλ, έναν άνδρα που της σύστησε το 1996 η μητέρα της με τη φράση: «Ελα να δεις ένα κουκλί - μια μεγάλη φωνή». Οι δυο τους θα ξαναβρεθούν το 2001 σε κάποια δουλειά στη Μυτιλήνη και έκτοτε θα γίνουν αχώριστοι: «Ο καημός της ήταν που έφυγε χωρίς να με δει μάνα. Γι’ αυτά όμως αποφασίζει μόνο ο Θεός. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν Εκείνος μας χαρίσει ένα παιδάκι και είναι κορίτσι, θα το βγάλουμε Τζένη. Το ομορφότερο όνομα πάνω σ’
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα