Με αφορμή τα 20 χρόνια λειτουργείας του Ξενώνα Προσωρινής Διαμονής, η Εταιρία Προστασίας Σπαστικών/ Πόρτα Ανοιχτή βράβευσε την bwin για την πολύπλευρη στήριξη της.
Επαναστάτης με αιτίες...
Επαναστάτης με αιτίες...
Συναντηθήκαμε ένα βροχερό πρωινό στην Αργυρούπολη, στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας όπου διατηρεί ένα μίνι στούντιο γεμάτο ξύλινες κιθάρες, και ταξιδέψαμε μαζί στον μουσικό του κόσμο: εκεί όπου ο «Ρομ με τη βραχνή φωνή» έκανε τον κόσμο μας πιο αληθινό και τις ζωές μας παντοτινά ζεστές…
ΟΚώστας Χατζής γεννιέται και μεγαλώνει σε μια γειτονιά της Λιβαδειάς. Χρόνια φτωχικά και δύσκολα, χρόνια λατρεμένα που θα μετατραπούν σε ύμνους μέσα από τα τραγούδια του. Η ταυτότητα της οικογένειάς του, μουσική. Ο παππούς του Κώστας Καραγιάννης, από την πλευρά της μητέρας του, ήταν στην εποχή του ένας από τους διασημότερους δημοτικούς κλαρινίστες, ενώ ο πατέρας του, Ευάγγελος Χατζής, δεξιοτέχνης στο σαντούρι. Η ζωή του μικρού Κώστα στο σχολείο είναι μαρτυρική, με τον ρατσισμό να τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα: «Η καταγωγή μου από τη φυλή των Ρομά με έκανε να βιώσω τον ρατσισμό σε πολύ μικρή ηλικία. Στο σχολείο με ξεχώριζαν και με απέρριπταν σε πολλά. Για τους περισσότερους ήμουν ο γύφτος, ένας διαφορετικός που κανείς δεν ήθελε για φίλο, και η καθημερινότητά μου φτωχή - θυμάμαι ότι περνούσαμε τρεις ημέρες με μια κουταλιά βούτυρο, πελτέ κι ένα χωνί ρύζι».
Ο Κώστας δουλεύει τότε στην οικοδομή και οπουδήποτε μπορεί να βρει μεροκάματο. Το 1950 αποφασίζει μαζί με την αδελφή του Μαρία να κατέβουν στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα γράφεται σε μια σχολή μηχανικών, μένει σε ένα υπόγειο και εργάζεται σκληρά σε εργοστάσια. Οταν η ιδιοκτήτρια του σπιτιού του του αναφέρει ότι μια οικογένεια ψάχνει έναν άνδρα για οικιακό βοηθό, εκείνος αποφασίζει να πάει: «Ηταν το σπίτι του αρεοπαγίτη Δούνια. Επαιρνα τότε 200 δραχμές τον μήνα. Πολλά λεφτά. Εμενα σε μια σοφίτα γεμάτη βιβλία. Εκεί, άρχισα να διαβάζω πολύ κι όσο μελετούσα τόσο έβλεπα τον κόσμο διαφορετικά.
Παλιότερα, υπήρχαν πράγματα που δεν με ενοχλούσαν γιατί δεν τα γνώριζα. Ομως με το διάβασμα ευαισθητοποιήθηκα και προβληματίστηκα». Στα 17 του πηγαίνει στο σκάφος «Μαχητής 04» του Εθνικού Ιδρύματος της βασίλισσας Φρειδερίκης για να σπουδάσει αρμενιστής (συντήρηση καταστρώματος, πηδαλιούχος). Επειτα από δύο χρόνια παίρνει ναυτολογημένο φυλλάδιο και περιμένει να τον φωνάξουν στα καράβια. To 1953 πηγαίνει στο χωριό του στη Λιβαδειά για να δει την οικογένειά του.
Τότε, ζητάει από τον πατέρα του να του μάθει κιθάρα για να τον συντροφεύει στα ταξίδια. Ενα βράδυ τον καλούν σε μια γιορτή, όπου παίζει ένα αντάρτικο με την κιθάρα, χωρίς να φαντάζεται τον αντίκτυπο: «Την επόμενη ημέρα με κάρφωσαν στην Αστυνομία. Καταστράφηκα. Για να έπιανες δουλειά ακόμα και στα αφοδευτήρια του δήμου έπρεπε να έχεις ένα χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Για μένα κλείσανε όλες οι πόρτες. Ετσι τελείωσε το όνειρο να φύγω στα καράβια. Δικάστηκα, πέρασα δύσκολα κι έτσι πήγα μαζί με τον πατέρα μου και έπαιζα κιθάρα σε γάμους και πανηγύρια». Το 1954 νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί και γράφει τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»: «Ηταν τότε που ο καλός μου φίλος Λάκης Τέρκης μού πήρε δώρο την πρώτη μου κιθάρα. Αυτός ο άνθρωπος στο μέλλον έγινε ο μάνατζέρ μου και παντρεύτηκε την αδελφή μου Μαρία».
Ο Κώστας δουλεύει τότε στην οικοδομή και οπουδήποτε μπορεί να βρει μεροκάματο. Το 1950 αποφασίζει μαζί με την αδελφή του Μαρία να κατέβουν στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα γράφεται σε μια σχολή μηχανικών, μένει σε ένα υπόγειο και εργάζεται σκληρά σε εργοστάσια. Οταν η ιδιοκτήτρια του σπιτιού του του αναφέρει ότι μια οικογένεια ψάχνει έναν άνδρα για οικιακό βοηθό, εκείνος αποφασίζει να πάει: «Ηταν το σπίτι του αρεοπαγίτη Δούνια. Επαιρνα τότε 200 δραχμές τον μήνα. Πολλά λεφτά. Εμενα σε μια σοφίτα γεμάτη βιβλία. Εκεί, άρχισα να διαβάζω πολύ κι όσο μελετούσα τόσο έβλεπα τον κόσμο διαφορετικά.
Παλιότερα, υπήρχαν πράγματα που δεν με ενοχλούσαν γιατί δεν τα γνώριζα. Ομως με το διάβασμα ευαισθητοποιήθηκα και προβληματίστηκα». Στα 17 του πηγαίνει στο σκάφος «Μαχητής 04» του Εθνικού Ιδρύματος της βασίλισσας Φρειδερίκης για να σπουδάσει αρμενιστής (συντήρηση καταστρώματος, πηδαλιούχος). Επειτα από δύο χρόνια παίρνει ναυτολογημένο φυλλάδιο και περιμένει να τον φωνάξουν στα καράβια. To 1953 πηγαίνει στο χωριό του στη Λιβαδειά για να δει την οικογένειά του.
Τότε, ζητάει από τον πατέρα του να του μάθει κιθάρα για να τον συντροφεύει στα ταξίδια. Ενα βράδυ τον καλούν σε μια γιορτή, όπου παίζει ένα αντάρτικο με την κιθάρα, χωρίς να φαντάζεται τον αντίκτυπο: «Την επόμενη ημέρα με κάρφωσαν στην Αστυνομία. Καταστράφηκα. Για να έπιανες δουλειά ακόμα και στα αφοδευτήρια του δήμου έπρεπε να έχεις ένα χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Για μένα κλείσανε όλες οι πόρτες. Ετσι τελείωσε το όνειρο να φύγω στα καράβια. Δικάστηκα, πέρασα δύσκολα κι έτσι πήγα μαζί με τον πατέρα μου και έπαιζα κιθάρα σε γάμους και πανηγύρια». Το 1954 νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί και γράφει τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»: «Ηταν τότε που ο καλός μου φίλος Λάκης Τέρκης μού πήρε δώρο την πρώτη μου κιθάρα. Αυτός ο άνθρωπος στο μέλλον έγινε ο μάνατζέρ μου και παντρεύτηκε την αδελφή μου Μαρία».
H «Μπουάτ του Τσιγγάνου» και ο Τζίμι Κάρτερ
Σε ένα από τα πανηγύρια γνωρίζει την τραγουδίστρια Νίτσα Σαγιόρ, η οποία τον πείθει να κατέβει στην Αθήνα. Πιάνει την πρώτη του δουλειά στην ταβέρνα του «Ρούκουνα» στην Κυδαθηναίων, το 1956. «Υστερα από λίγο καιρό με διώξανε, δεν με ήθελαν άλλο. Με αντιμετώπιζαν περίεργα. Προσπαθούσα να κρύψω ότι είμαι Τσιγγάνος. Ετρωγα κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες. Πέρασα πολύ δύσκολα. Κοιμόμουν στον δρόμο. Κάποια βράδια στεκόμουν επίτηδες για ώρα μπροστά σε βιτρίνες, να θεωρηθώ ύποπτος, να με συλλάβει η Αστυνομία και να κοιμηθώ στα ζεστά». Ακολουθούν εμφανίσεις στο αναψυκτήριο «Green Park», το 1957, ως… Ισπανός καλλιτέχνης, και εν συνεχεία στο «Αλσος» του Γιώργου Οικονομίδη: «Εκεί πάλι με παρουσίασαν σαν τον Ισπανό Πέδρο Ελ Χιτάνο.
Παράλληλα, τραγουδούσα σε καμπαρέ». Μια συνάντηση με τον πιανίστα Μίμη Καψίλη τού ανοίγει με εξετάσεις τις πόρτες στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Ο πρώτος που δείχνει ενδιαφέρον για τον Κώστα Χατζή είναι ο Μίμης Πλέσσας: «Ο Μίμης με αγκάλιασε και μου φέρθηκε εξαιρετικά. Μου έγραψε έναν δίσκο με τέσσερα τραγούδια. Στο σπίτι του γνώρισα την Τζένη Βάνου, τη μεγαλύτερη φωνή, η οποία με βοήθησε να τραγουδήσω στο θέατρο “Ακροπόλ”. Γενικότερα, δέχτηκα μεγάλη απόρριψη, αλλά δεν το έβαζα κάτω. Λίγο αργότερα γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη και μου ζήτησε να τραγουδήσω τους “Λιποτάκτες” και σε διάφορες συναυλίες του».
Στην πορεία, γνωρίζει σημαντικά πρόσωπα της εποχής όπως ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Τόκας, ο Χατζηνάσιος και ο Σπανός, ενώ ξεκινά εμφανίσεις σε μπουάτ. Το 1965 ανεβάζει επί σκηνής και τον πατέρα του με το σαντούρι: «Είναι μερικά πράγματα που δεν περιγράφονται με λόγια. Ηταν πολύ συγκινητικό και μεγάλη χαρά. Τότε ακουγόταν ότι υπάρχει ένας γύφτος που γράφει επαναστατικά τραγούδια». Αργότερα φτιάχνει τη δική του μπουάτ, την «Μπουάτ του Τσιγγάνου», την οποία κρατά έως το 1967. Η χούντα τον κυνηγά και του την κλείνει. Ωστόσο, οι μπαλάντες του με τα κοινωνικά μηνύματα έχουν πλέον αγαπηθεί. Αν η δεκαετία του ’60 καθιέρωσε τον Κώστα Χατζή, η δεκαετία του ’70 τον ανέδειξε σε έναν από τους πιο σπουδαίους συνθέτες και εκτελεστές: «Δεν έβγαλα ποτέ αυτόγραφο. Δεν είμαι ανώτερος από αυτούς. Αυτόγραφο θα έπρεπε να μου δίνουν όλοι όσοι με ακούνε, όχι εγώ». Η φήμη του ως «τραγουδοποιού της ειρήνης» ξεπερνά γρήγορα τα σύνορα της χώρας μας και το 1979 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ τον προσκαλεί στον Λευκό Οίκο: «Με κάλεσε διότι γνώριζε ότι τραγουδούσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην αρχή δεν ήθελα να πάω, γιατί βρισκόμουν σε συναυλίες. Τελικά πήγα, αλλά δεν ήθελα δημοσιότητα. Δεν ένιωσα κάτι διαφορετικό που βρέθηκα με τον πλανητάρχη.
Περισσότερα δεν μπορώ να πω, γιατί σκοπεύω να βγάλω ένα βιβλίο για τη ζωή μου». Τη δεκαετία του 1980 έρχονται το «Ταμ Ταμ», η «Συνάντηση» με τη Μαρινέλλα, το «Νταουλιέρικα», το «Στίγματα του καιρού» και η «Ζωντανή συναυλία στον Ορφέα». «Με τη Μαρινέλλα γνωριζόμαστε από το 1969. Δουλεύαμε κοντά και ερχόταν και με άκουγε στα διαλείμματά της. Συζητούσαμε και είχαμε πει ότι θα της γράψω τραγούδια, αλλά την πρώτη φορά που της έδωσα ή ήταν απαγορευμένα ή ήταν τραγούδια πόνου.
Το 1976 κάναμε το “Ρεσιτάλ” που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η Μαρινέλλα ήξερε να κινηθεί πάνω στο πάλκο και σε συνδυασμό με την υπέροχη φωνή της ήταν μοναδική. Πολλοί και πολλές τη μιμήθηκαν, αλλά Μαρινέλλα είναι μία», λέει λίγο πριν τον ρωτήσω για τη συνάντησή τους στο θέατρο «Παλλάς» από τις 26 Ιανουαρίου: «Εχουμε βάλει τραγούδια από όλες τις συνεργασίες μας, αλλά το 95% θα είναι από το “Ρεσιτάλ”. Αισθάνομαι υπέροχα γιατί τα χρόνια που περάσαμε τότε ήταν αληθινά». Το 1982 αποφασίζει να αποσυρθεί γιατί δεν του αρέσει το «καλλιτεχνικό κύκλωμα» και θέλει να αφιερωθεί στην οικογένειά του: «Ενιωθα ότι τα παιδιά μου μεγάλωναν και ήθελαν να με βλέπουν περισσότερο. Δεν ήθελα να πουν κάποτε ότι είχαν τα πάντα εκτός από πατέρα». Η δεκαετία του ’90 ανοίγει με τον δίσκο «Η Αλεξίου τραγουδάει Κώστα Χατζή», ενώ ακολουθούν πολλές ακόμη επιτυχημένες δουλειές. Θυμάται τη συνεργασία του με την Πίτσα Παπαδοπούλου και τη Βίκυ Μοσχολιού: «Η Βίκυ ήταν από το δικό μου πεζοδρόμιο, μοναδική συνεργασία. Οσο για την Πίτσα, έχει πολλές ευαισθησίες και ήταν κυρία. Ο Καζαντζίδης έλεγε για την Πίτσα ότι είναι ο θηλυκός Καζαντζίδης». Η δεκαετία του 2000 περιλαμβάνει τον δίσκο «Κώστας Χατζής Live», τη συμμετοχή του στο «Ιωβηλαίο» με τον Μίμη Πλέσσα, το «Στιγμές μοναξιάς» και το live με τον Αντώνη Ρέμο.
Ο έρωτας, η απογοήτευση, οι δύο γάμοι και τα έξι παιδιά
Ο έρωτας στη ζωή του ήταν πολύ σημαντικός: «Στη ζωή μου είχα πολλές αποτυχίες. Δεν ήθελα να παντρευτώ γυναίκα από τη φυλή μου. Οταν μπήκα στον χώρο της μουσικής και έγινα αναγνωρίσιμος, ήταν εύκολο. Κάποια στιγμή οι γυναίκες με έβλεπαν σαν “ζώο” κι αυτό με πάγωσε. Ο πρώτος μου έρωτας ήταν μια πολύ πλούσια. Μια μέρα πήγα σπίτι της για να γνωρίσω τους δικούς της.
Η πόρτα της δεν ήταν καλά κλεισμένη. Μπήκα γιατί νόμιζα ότι τους έκλεβαν. Οταν προχώρησα μέσα άκουσα κλάματα. Ηταν μαζί με τις αδελφές της στην κουζίνα. Τις άκουσα να της λένε πως με την επιλογή της δεν θα είχαν μούτρα να βγούνε στον κόσμο, ότι θα έκανε το σπίτι τους τσαντίρι. Εφυγα και την απομάκρυνα από μένα για το καλό της». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1966, παντρεύεται τη γερμανικής καταγωγής Ούρσουλα, με την οποία αποκτούν τέσσερα παιδιά: τη Ζωή, τον Βαγγέλη, τον Αλέξανδρο και την Αγάπη. Το 1983 μετακομίζει σε μια φάρμα στο Καστρί, στη Βόρεια Εύβοια, όπου ζει με την Ούρσουλα για 20 χρόνια.
Ο θάνατός της τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Αθήνα. Επειτα από λίγα χρόνια παντρεύεται την Ελληνογαλλίδα τραγουδίστρια Αντωνία Χατζάκη και αποκτά δύο ακόμη κόρες, τη Λοΐδα και τη Δανιέλα. Από τα παιδιά του μόνο ο Αλέξανδρος ακολουθεί τα μονοπάτια της μουσικής και σήμερα βρίσκεται στη Γερμανία: «Οταν μου το ανακοίνωσε ήμουν αρνητικός. Αφού του εξήγησα τις δυσκολίες κι αυτός επέμενε, τον βοήθησα όσο μπορούσα.
Οταν τραγουδούσαμε μαζί αυτό που θυμάμαι είναι ότι τον χάζευα. Εχει την ίδια χροιά με μένα, αλλά καλύτερη ποιότητα φωνής. Είναι εξαιρετικός. Τώρα ετοιμάζει κάποια τραγούδια και παράλληλα εργάζεται στη Γερμανία». Οσο για τον άνδρα Κώστα Χατζή, δεν είναι καθόλου παραδοσιακός, αφού η γυναίκα ήταν πάντα κορόνα στο κεφάλι του: «Ο,τι ώρα και να γύριζα από τα μαγαζιά όπου εμφανιζόμουν, ξυπνούσα στις 7.30 ώρα για να ετοιμάσω πρωινό στα παιδιά μου και να τα πάω στο σχολείο. Οταν μπορώ μαγειρεύω και θα βοηθήσω και στο σπίτι. Οι γυναίκες μου ήταν όλη μου η ζωή. Η καρδιά μου, που δεν θα πάψει να χτυπά ποτέ…».
Σε ένα από τα πανηγύρια γνωρίζει την τραγουδίστρια Νίτσα Σαγιόρ, η οποία τον πείθει να κατέβει στην Αθήνα. Πιάνει την πρώτη του δουλειά στην ταβέρνα του «Ρούκουνα» στην Κυδαθηναίων, το 1956. «Υστερα από λίγο καιρό με διώξανε, δεν με ήθελαν άλλο. Με αντιμετώπιζαν περίεργα. Προσπαθούσα να κρύψω ότι είμαι Τσιγγάνος. Ετρωγα κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες. Πέρασα πολύ δύσκολα. Κοιμόμουν στον δρόμο. Κάποια βράδια στεκόμουν επίτηδες για ώρα μπροστά σε βιτρίνες, να θεωρηθώ ύποπτος, να με συλλάβει η Αστυνομία και να κοιμηθώ στα ζεστά». Ακολουθούν εμφανίσεις στο αναψυκτήριο «Green Park», το 1957, ως… Ισπανός καλλιτέχνης, και εν συνεχεία στο «Αλσος» του Γιώργου Οικονομίδη: «Εκεί πάλι με παρουσίασαν σαν τον Ισπανό Πέδρο Ελ Χιτάνο.
Παράλληλα, τραγουδούσα σε καμπαρέ». Μια συνάντηση με τον πιανίστα Μίμη Καψίλη τού ανοίγει με εξετάσεις τις πόρτες στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Ο πρώτος που δείχνει ενδιαφέρον για τον Κώστα Χατζή είναι ο Μίμης Πλέσσας: «Ο Μίμης με αγκάλιασε και μου φέρθηκε εξαιρετικά. Μου έγραψε έναν δίσκο με τέσσερα τραγούδια. Στο σπίτι του γνώρισα την Τζένη Βάνου, τη μεγαλύτερη φωνή, η οποία με βοήθησε να τραγουδήσω στο θέατρο “Ακροπόλ”. Γενικότερα, δέχτηκα μεγάλη απόρριψη, αλλά δεν το έβαζα κάτω. Λίγο αργότερα γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη και μου ζήτησε να τραγουδήσω τους “Λιποτάκτες” και σε διάφορες συναυλίες του».
Στην πορεία, γνωρίζει σημαντικά πρόσωπα της εποχής όπως ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Τόκας, ο Χατζηνάσιος και ο Σπανός, ενώ ξεκινά εμφανίσεις σε μπουάτ. Το 1965 ανεβάζει επί σκηνής και τον πατέρα του με το σαντούρι: «Είναι μερικά πράγματα που δεν περιγράφονται με λόγια. Ηταν πολύ συγκινητικό και μεγάλη χαρά. Τότε ακουγόταν ότι υπάρχει ένας γύφτος που γράφει επαναστατικά τραγούδια». Αργότερα φτιάχνει τη δική του μπουάτ, την «Μπουάτ του Τσιγγάνου», την οποία κρατά έως το 1967. Η χούντα τον κυνηγά και του την κλείνει. Ωστόσο, οι μπαλάντες του με τα κοινωνικά μηνύματα έχουν πλέον αγαπηθεί. Αν η δεκαετία του ’60 καθιέρωσε τον Κώστα Χατζή, η δεκαετία του ’70 τον ανέδειξε σε έναν από τους πιο σπουδαίους συνθέτες και εκτελεστές: «Δεν έβγαλα ποτέ αυτόγραφο. Δεν είμαι ανώτερος από αυτούς. Αυτόγραφο θα έπρεπε να μου δίνουν όλοι όσοι με ακούνε, όχι εγώ». Η φήμη του ως «τραγουδοποιού της ειρήνης» ξεπερνά γρήγορα τα σύνορα της χώρας μας και το 1979 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ τον προσκαλεί στον Λευκό Οίκο: «Με κάλεσε διότι γνώριζε ότι τραγουδούσα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στην αρχή δεν ήθελα να πάω, γιατί βρισκόμουν σε συναυλίες. Τελικά πήγα, αλλά δεν ήθελα δημοσιότητα. Δεν ένιωσα κάτι διαφορετικό που βρέθηκα με τον πλανητάρχη.
Περισσότερα δεν μπορώ να πω, γιατί σκοπεύω να βγάλω ένα βιβλίο για τη ζωή μου». Τη δεκαετία του 1980 έρχονται το «Ταμ Ταμ», η «Συνάντηση» με τη Μαρινέλλα, το «Νταουλιέρικα», το «Στίγματα του καιρού» και η «Ζωντανή συναυλία στον Ορφέα». «Με τη Μαρινέλλα γνωριζόμαστε από το 1969. Δουλεύαμε κοντά και ερχόταν και με άκουγε στα διαλείμματά της. Συζητούσαμε και είχαμε πει ότι θα της γράψω τραγούδια, αλλά την πρώτη φορά που της έδωσα ή ήταν απαγορευμένα ή ήταν τραγούδια πόνου.
Το 1976 κάναμε το “Ρεσιτάλ” που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η Μαρινέλλα ήξερε να κινηθεί πάνω στο πάλκο και σε συνδυασμό με την υπέροχη φωνή της ήταν μοναδική. Πολλοί και πολλές τη μιμήθηκαν, αλλά Μαρινέλλα είναι μία», λέει λίγο πριν τον ρωτήσω για τη συνάντησή τους στο θέατρο «Παλλάς» από τις 26 Ιανουαρίου: «Εχουμε βάλει τραγούδια από όλες τις συνεργασίες μας, αλλά το 95% θα είναι από το “Ρεσιτάλ”. Αισθάνομαι υπέροχα γιατί τα χρόνια που περάσαμε τότε ήταν αληθινά». Το 1982 αποφασίζει να αποσυρθεί γιατί δεν του αρέσει το «καλλιτεχνικό κύκλωμα» και θέλει να αφιερωθεί στην οικογένειά του: «Ενιωθα ότι τα παιδιά μου μεγάλωναν και ήθελαν να με βλέπουν περισσότερο. Δεν ήθελα να πουν κάποτε ότι είχαν τα πάντα εκτός από πατέρα». Η δεκαετία του ’90 ανοίγει με τον δίσκο «Η Αλεξίου τραγουδάει Κώστα Χατζή», ενώ ακολουθούν πολλές ακόμη επιτυχημένες δουλειές. Θυμάται τη συνεργασία του με την Πίτσα Παπαδοπούλου και τη Βίκυ Μοσχολιού: «Η Βίκυ ήταν από το δικό μου πεζοδρόμιο, μοναδική συνεργασία. Οσο για την Πίτσα, έχει πολλές ευαισθησίες και ήταν κυρία. Ο Καζαντζίδης έλεγε για την Πίτσα ότι είναι ο θηλυκός Καζαντζίδης». Η δεκαετία του 2000 περιλαμβάνει τον δίσκο «Κώστας Χατζής Live», τη συμμετοχή του στο «Ιωβηλαίο» με τον Μίμη Πλέσσα, το «Στιγμές μοναξιάς» και το live με τον Αντώνη Ρέμο.
Ο έρωτας, η απογοήτευση, οι δύο γάμοι και τα έξι παιδιά
Ο έρωτας στη ζωή του ήταν πολύ σημαντικός: «Στη ζωή μου είχα πολλές αποτυχίες. Δεν ήθελα να παντρευτώ γυναίκα από τη φυλή μου. Οταν μπήκα στον χώρο της μουσικής και έγινα αναγνωρίσιμος, ήταν εύκολο. Κάποια στιγμή οι γυναίκες με έβλεπαν σαν “ζώο” κι αυτό με πάγωσε. Ο πρώτος μου έρωτας ήταν μια πολύ πλούσια. Μια μέρα πήγα σπίτι της για να γνωρίσω τους δικούς της.
Η πόρτα της δεν ήταν καλά κλεισμένη. Μπήκα γιατί νόμιζα ότι τους έκλεβαν. Οταν προχώρησα μέσα άκουσα κλάματα. Ηταν μαζί με τις αδελφές της στην κουζίνα. Τις άκουσα να της λένε πως με την επιλογή της δεν θα είχαν μούτρα να βγούνε στον κόσμο, ότι θα έκανε το σπίτι τους τσαντίρι. Εφυγα και την απομάκρυνα από μένα για το καλό της». Λίγα χρόνια αργότερα, το 1966, παντρεύεται τη γερμανικής καταγωγής Ούρσουλα, με την οποία αποκτούν τέσσερα παιδιά: τη Ζωή, τον Βαγγέλη, τον Αλέξανδρο και την Αγάπη. Το 1983 μετακομίζει σε μια φάρμα στο Καστρί, στη Βόρεια Εύβοια, όπου ζει με την Ούρσουλα για 20 χρόνια.
Ο θάνατός της τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Αθήνα. Επειτα από λίγα χρόνια παντρεύεται την Ελληνογαλλίδα τραγουδίστρια Αντωνία Χατζάκη και αποκτά δύο ακόμη κόρες, τη Λοΐδα και τη Δανιέλα. Από τα παιδιά του μόνο ο Αλέξανδρος ακολουθεί τα μονοπάτια της μουσικής και σήμερα βρίσκεται στη Γερμανία: «Οταν μου το ανακοίνωσε ήμουν αρνητικός. Αφού του εξήγησα τις δυσκολίες κι αυτός επέμενε, τον βοήθησα όσο μπορούσα.
Οταν τραγουδούσαμε μαζί αυτό που θυμάμαι είναι ότι τον χάζευα. Εχει την ίδια χροιά με μένα, αλλά καλύτερη ποιότητα φωνής. Είναι εξαιρετικός. Τώρα ετοιμάζει κάποια τραγούδια και παράλληλα εργάζεται στη Γερμανία». Οσο για τον άνδρα Κώστα Χατζή, δεν είναι καθόλου παραδοσιακός, αφού η γυναίκα ήταν πάντα κορόνα στο κεφάλι του: «Ο,τι ώρα και να γύριζα από τα μαγαζιά όπου εμφανιζόμουν, ξυπνούσα στις 7.30 ώρα για να ετοιμάσω πρωινό στα παιδιά μου και να τα πάω στο σχολείο. Οταν μπορώ μαγειρεύω και θα βοηθήσω και στο σπίτι. Οι γυναίκες μου ήταν όλη μου η ζωή. Η καρδιά μου, που δεν θα πάψει να χτυπά ποτέ…».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα